Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γιάννης Κητς

Από Βικιθήκη
Γιάννης Κητς
Συγγραφέας:
Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Γράμματα, Τεύχος 25-27, 1915


Κλώνος του Απόλλωνα το χέρι·
πλατάνου κλώνος λείος και τροφαντός,
απλωμένος απάνω σας, να φέρει
την αμβροσία γαλήνη του παντός…

Στης Πύλου τον πλατύ γιαλό, το φωτεινό, στοχάζομουν
να φτάνεις συντροφιά μου,
με το καράβι τ’ αψηλό του Μέντορα αραγμένο αργά
στην αγκαλιά της άμμου·

δεμένοι με των έφηβων, που πέτονται με τους θεούς,
φτερουγιαστή φιλία,
προς τα θρονιά να βαίνομε τα πέτρινα, οπού ο καιρός
κι ο λαός εκάμαν λεία,

τον άντρα ν’ αντικρίσουμε που και στην τρίτη γενεάν
ατάραχα εκυβέρνα,
και για ταξίδια ο λόγος του και γι’ άγιες γνώμες μέστωνε
στα φρένα όσον εγέρνα…

Στης τριέτικης προς τους θεούς δαμάλας να βρεθούμε, αυγή,
και τη θυσία παρέκει,
ν’ ακούσουμε τη μια κραυγή που σύρανε οι τρεις κόρες του
σα βούισε το πελέκι,

την αργογύριστη ματιά τη μαυροτσίνορη, άξαφνα
στα σκότη πνίγοντάς τη,
με των κεράτων άνεργο το μισοφέγγαρο το αχνό,
περίχρυσο που επλάστη…

Τ’ απάρθενό σου το λουτρό σαν αδερφή τον αδερφό
η αγάπη μου λογιάστη,
σύντας γυμνό θα σ’ έλουζε και μ’ όμορφο θα σ’ έντυνε
χιτώνα η Πολυκάστη.

Να σε ξυπνώ, στοχάζομουν, με το ποδάρι σπρώχνοντας,
σύντας αυγή χαράξει,
την ώρα να μη χάνομε, ζεμένον αφού προσδοκάει
το φωτεινόν αμάξι·

κι ολημερίς με τη σιωπήν ή με το λόγο τον απλόν,
οπού έρχεται και πάει,
να κυβερνάμε τ’ άλογα οπού όλο σειούνε το ζυγό
στο ’να και στ’ άλλο πλάι…

Μα πιότερο στοχάζομουν, σύντας τα μάτια σου τα δυο,
που τα ’χες σαν αλάφι,
στου Μενελάου τα δώματα θ’ αποξεχνιόνταν στο χαλκό
και στο λαμπρό χρυσάφι

και θα τηράγαν άσειστα, βυθίζοντάς τα σε βυθόν
αγύριστο στη μνήμη,
τα κεχριμπάρια τα βαριά, το φλώρο ή τ’ άσπρο φίλντισι,
το ιστορισμένο ασήμι…

Στοχάζομουν σα, σκύβοντας στ’ αυτί, θα σου ’λεγα μ’ αργή
φωνή χαμηλωμένη:
«Κράτει τα μάτια σου, ω καλέ, γιατί σε λίγο θα φανεί
στα μάτια μας η Ελένη,

»αγνάντια μας θε να φανεί του Κύκνου η κόρη η μοναχή,
σε λίγο, εδώ μπροστά μας·
και τότε πια βυθίζουμε στον ποταμό της Λησμονιάς
τα βλέφαρά μας».

Έτσι μου ανάφαινες λαμπρός· όμως ποιοί μ’ έφεραν σ’ εσέ
χορταριασμένοι δρόμοι!
Τα πύρινα εκατόφυλλα που σὄστρωσα στον τάφο σου,
κι ανθεί για σένα η Ρώμη,

μου δείχτουνε τα ολόχρυσα τραγούδια σου, σαν τα κορμιά
που αδρά κι αρματωμένα
σε τάφο αρχαίο πρωτάνοιχτο κοιτάς τα ακέρια, κι ως κοιτάς
βουλιάζουνε χαμένα…

Κι όλο τον άξιο θησαυρό το Μυκηναίο, που λόγιαζα
ν’ απίθωνα μπροστά σου,
τα κύπελλα και τα σπαθιά και τα πλατιά διαδήματα·
και στη νεκρή ομορφιά σου

μια προσωπίδα σαν αυτή που σκέπασε των Αχαιών
το βασιλιά αποκάτου,
ολόχρυση κι ολότεχνη, πελεκητή με το σφυρί
στο αχνάρι του θανάτου!