Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886/Φλυαρία

Από Βικιθήκη
Γελοιογραφικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1886
Συγγραφέας:Α.Π.
Φλυαρία


ΦΛΥΑΡΙΑ

Α

Ἐχάθη τὸ ἰδανικόν· ὁ Φοῖβος πάει, πάει·
Τὸ πεζικὸν τὸν ἔφαγε κ' ἡ γλῶσσα σου, Μανώλη·
Λύρα κατάχλωμος κρατεῖ κι' αὐτιὰ ψωμοζητάει,
Μὰ φεύγουν — σὰν σὲ δράματα Ἀντωνιάδου — ὅλοι.
Κ' ἡ Μούσαις; — μακαρία τους, εὐλογημένη ὥρα·—
Ἀφοῦ τὰ πάντα ἔψαλλαν κι' αὐταῖς ταῖς ψάλλουν τώρα·
Ψάλτης εἰς τὸ κεφάλι τους «Δεῦτε εἰς ὅλους κράζει,
Τὸν τελευταῖον ἀσπασμὸν» πλὴν ἄδικα βραχνειάζει.
Ἀφίληταις πηγαίνουνε ὡσὰν Μιστριώτου στόμα....
Λίγο καιρὸν ὁ Παρνασσὸς θὰ καμαρώνῃ ἀκόμα·
Σιδηροδρόμους ἡ ψηλαίς κορφαίς του θὰ ἰδοῦνε,
Κάρα με λειβαδίτικα μπαμπάσκια νὰ περνοῦνε...
Τὰ ἴδια καὶ ὁ Ἑλικὼν νὰ πάθῃ δὲν θ' ἀργήσῃ·
Χρηματιστήριον κ' ἐκεῖ κανείς μας θενὰ κτίσῃ!
Τὰ πάντ' ἀλλάζουν καὶ περνοῦν· ἔτσι τὸ θέλ' ἡ μοῖρα·
Ὅταν ἡ λίρα τραγουδεῖ, βουβαίνεται ἡ λύρα...
Ἔ, καὶ νά ἐβουβαίνετο, μωρὲ παιδιά καϋμένα,
Καὶ τοῦ Δεμάθα ἡ ψευτιὰ καὶ τοῦ Γιαννάκ' ἡ πέννα!

Β

Ἐχάθη τὸ ἰδανικὸν εἰς τοὺς σοφούς μας χρόνους,
Ὁ κόσμος με τὸν Πήγασσο δὲν σπέρνει στὸν αἰθέρα
Καὶ μὲ τὰ ποδαράκιά του βαδίζει ἢ μὲ ὄνους...
Πλὴν βάζει στά καπούλια τους σιτάρι, ὄχι ἀγέρα.
Φῶς ἐπιστήμης ἔλαμψεν· ὁ κόσμος ἐλυτρώθη
Ἀπὸ τῆς Μούσας τὴ γενιά καὶ τὰ φρενοκομεῖα·
Ἀπὸ προλήψεις καὶ θεὸ καὶ ῥάσα ἐλευθερώθη·
Πάει ὃ Γέρο - Σαβαώθ νὰ βρῇ τὸ Γέρο Δία!
Ἐμούχλιαζε τὸ φάντασμα στὸν ἄφαντό του θρόνο·
Τ' ἄλλαξε ὅλα ὁ συρμὸς ἔξω ἀπ' ἐκεῖνον μόνo·

Εἶχε κηρύξει τὸ μηδὲν ὁ ἄνθρωπος θεὸ του,
Πλὴν τέλος χειροτόνησε τὸν ἴδιο ἑαυτό του...
Ἡ ἐπιστήμ' εἷνε θεὸς σ’ ὅλο τὸν κόσμο, μόνη·
Σὲ λίγο θὰ λησμονηθοῦν ἀκόμα καὶ οἱ θρόνοι
Σὰν τὸ τραγοῦδι π' ἄφινε, στὴν Αἴγυπτον ὁ Μέδων·
Ὅπως ξεχάσθη ὁ Καμπᾶς στὸ Πταισματοδικεῖον,
Ἐμπρὸς στὸν φοβερὸν Καμπᾶν τοσούτων οἰκοπέδων,
Ἐμπρὸς στὸν δορυκτήτορα γαιῶν καὶ χωραφίων...
Ἀλλὰ τί ἔλεγα; θαρρῶ διὰ τὸν πρῴην Πλάστην·
Καιρὸς τὸ «πρῴην» καὶ αὐτὸν νὰ τὸν τιτλοφορήσῃ
Ὡς φεῦ! συχνὰ τιτλοφορεῖ καὶ ἄλλους καθ' ἑκάστην...
Ὡς οἱ Μεγαλειότατοι! κι' αὐτὸς ἂς λησμονήσῃ.
Ἄλλως ἂς ῥίψῃ κεραυνούς· ἀλλὰ κι' αὐτὸ ἂν κάνῃ,
Τὸ ἀλεξικεραύνιον σὰν ποντικοὺς τοὺς πιάνει...
Τὰ παραμύθια πέρασαν· ἂν γράφ' ἡ Παλαιά του
Πῶς ὁ Θεὸς εἶνε Θεὸς κ' ἐμεῖς ἐκείνου φλέβα,
Τὸ γράφει κι' ὁ σημερινὸς αἰὼν εἰς τὰ παλῃά του!
Ἂ, ὁ κακόμοιρος Ἀδάμ καὶ ἡ Κυρία Εὔα
Δὲν ἔχουν διόλου τὸν τιμὴν νὰ ἦνε πρόγονοί μας·
Οἱ συκοφάγοι παντελῶς δὲν εἶνε ἡ ἀρχή μας...
—Ὅ,τι κι' ἄν γράφῃ ἡ Παλαιὰ εἶνε ψευτιὰ καὶ πλάνη—
Ἔχομεν τὴν τιμὴν ἡμεῖς — εἶν' ὕφος Δεληγιάννη —
Νὰ σφύζῃ εἰς τὰς φλέβας μας αἷμα πιστῶν προγόνων·
Γορίλλοι εἶν' οἱ πρόπαπποι ἡμῶν, Γορίλλοι μόνον.
Προπάτορας ἐτύχαμεν πολὺ εὐγενεστέρους,
Ἤ κἂν ἀπ' τὸν θεόκουτον Ἀδὰμ ἐξυπνωτέρους...
Μπορεῖ κ' ἡ Παλαιὰ Γραφὴ ψευτιᾶς νὰ ἦνε βρόχι,
Ψεύματα λέγει ὁ Θεὸς, ἀλλὰ ὁ Δὰρβιν ὄχι!

Γ

Ἐχάθη τὸ ἰδανικόν· τοῦ τίναξαν τὴ ῥάχι
Ὁ πῆχυς καὶ τὸ νούμερο· μ' ἀγέρι δὲν δειπνοῦμε·
Ὅταν ἀδειάζει ἡ καρδιά γεμίζει τὸ στομάχι·
Τόρα στὸν τάφο μ' ἀδειανὴ κοιλιὰ δὲν θενὰ μποῦμε,
Οὔτε θενὰ στενάζωμε γιὰ μιὰ ποῦ μᾶς ἀρέσῃ.
Τὴν ὄρεξί σου ἄνοιξε τὴν πιάνεις ἀπ' τὴ μέση

Καὶ δίχως δάκρυ, «σ’ ἀγαπῶ καὶ θὰ πεθάνω, φῶς μου,»
Χωρὶς νὰ τὴν παρακαλῇς, χωρὶς ἀκροστιχίδα,
Στὴν ἀγκαλιά σου χαίρεσαι τὴν εὐμορφιὰ τοῦ κόσμου
Κ' ἕνα μικρὸ διάδοχο ἀφίνεις στὴν Πατρίδα.
Νὰ ἔρωτας· κ' οἱ νέοι μας ἀκόμα καὶ οἱ ὄνοι,
Ἔτσι γνωρίζουν ἡ δουλειὰ αὐτὴ πῶς τελειώνει.

Δ

Κάτω τοῦ γάμου τὰ βαρειὰ δεσμά, τὰ σιδερένια,
Τῶν ἐλαφιῶν τὰ μέτωπα, ἡ ζήλιαις καὶ ἡ ἔννοια·
Τὴν εὐτυχίαν καὶ ἡμεῖς τῶν ζώων θὰ χαρῶμεν,
Χωρὶς προλήψεις, φυσικά, ἐλεύθεροι θὰ ζῶμεν.
Ζῶα δὲν ἤμεθα κ’ ἡμεῖς καὶ μάλιστα τὰ πρῶτα;
Γιατί λοιπὸν γυρίζωμεν εἰς τὴν χαρὰ τὰ νῶτα;
Γιατί τόσο θυμόνωμε ἀνίσως ἡ πλευρά μας
Δίνει καὶ πέρν’ ἕνα φιλὶ ἀπὸ τὸ γείτονά μας;
Εἶνε τὰ κέρατα βαρειά; ῥωτήσετε τὸν Δεῖνα·
— Τὸ ὄνομά του περιττὸν — καὶ θὰ σᾶς ἀπαντήσῃ,
Πῶς οὔτε τὰ αἰσθάνεται· ἔχει γυναῖκα φίνα·
Ποτὲ δὲν τὸ ἐννόησε.... καὶ τί ἂν τὸ ’νοήσῃ;
 Αὐτὸ δὲν τὸν κουράζει,
Τὸ κορωνάτο μέτωπο μπορεῖ καὶ τ’ ἀνεβάζει.
Ἀκόμη χθὲς μοῦ ἔλεγε μία γνωστὴ κυρία,
«Πῶς μὲ συνθήκαις ἡ τιμὴ εἶν’ ἔντιμος μωρία.»
Ἂν ἀτιμία τὴν τιμὴν ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ἐκαλοῦσαν,
Ὡς ἅτιμαις ᾑ τίμιαις γυναῖκες θὰ περνοῦσαν.

Ε

Εἴμεθα τόρα στὴν ἀρχή· πλὴν ἡ ἡμέρα φθάνει,
Ποῦ τὴ ζωὴ ὀλόχαρος κανεὶς θ’ ἀπολαμβάνῃ
Καὶ δίχως οἰκογένεια θὰ ζῶμεν καὶ θρησκεία,
Χωρὶς παπάδες καὶ ψευτιὰ καὶ φλύαρα βιβλία.
Μόνο τὴν ἀριθμητικὴ θὰ ’βρίσκη τυπωμένα,
Τοὺς λόγους τοὺς βασιλικοὺς μὲ Δηλιγιάννη πέννα...
Δὲν θενὰ ἦνε πουθενὰ εἱρκταῖς καὶ λαιμητόμος·
Θὰ ἦν’ ἡ φύσις βασιλεύς, τὸ ῥεμπελιὸ ὁ νόμος.

Θὰ ἧνε ἡ γυναῖκα μας τῶν συμπατριωτῶν μας
 Καὶ ἐκείνη ἰδικὴ μας.
Κάθε παιδὶ ποῦ γεννηθῇ θὲς ἧνε καὶ δικὸ μας,
Γιατὶ δὲν θὲς γνωρίζωμε ποιὸ εἷνε τὸ παιδί μας...
Καὶ τότε ἡ καρδία μας γιὰ ὅλους θενὰ πάλλῃ
Καὶ ὅλοι θ' ἀγαπώμεθα μ' ἀγάπη πιὸ μεγάλη·
Ὁ ἕνας θὰ αἰσθάνεται διὰ τὸν ἄλλον πόνον·
Δὲν θἆνε ἡ ἀγάπη μας φιλάργυρη καὶ μόνο
Γιὰ δύο - τρεῖς! ἐγωισμοῦ λουλοῦδι δὲν θὰ ὄζει,
Ὡσὰν την διαθήκη σου, ἀείμνηστε Δεκόζη...
Ἀπὸ τῆς μάνας τὸ κακὸ θὰ ἐλευθερωθοῦμε
Κι' ἀπ' τὰ φιλιά της τ' ἄνοστα· μιὰ θᾷναι ἡ μητέρα,
 Ἡ γῆ ποῦ γεννηθοῦμε,
Κ' ἕνα δὲν θενὰ ἔχωμε μονάκριβο πατέρα...
Πέφτει κι' ἡ μητρικὴ στοργή, τὸ βάρβαρον καθῆκον,
Τὸ φίλτρον τὸ ἀνόητον, τοῦ γάμου ἡ βλακεία·
Θὰ τρῶμε ἀτιμώρητοι ἐκ τῆς συκῆς τὸ σῦκον·
Θὰ λείψ' ἡ οἰκογένεια, θὰ λείψ' ἡ τυραννία,
Ἐμπρὸς ὤ, κουλουβάχατα ὁ κόσμος θενὰ γίνῃ·
Τέλος θὰ εὐτυχήσωμεν κ' ἐμεῖς ὡσὰν τὰ κτήνη...
Θρησκεία, μάννα, σύζυγοι, ἀδέλφια, παραμύθια,
Πηγαίνουν εἰς τὸ ἀνάθεμα κι' ἀρχίζει ἡ ἀλήθεια.
Ὁ γάμος ὁ ἐλεύθερος στὸν κάμπο, στὸ γρασίδι,
Καὶ δίχως ψάλτη καὶ παπᾶ ἐλεύθερη κηδεία·
Τὸ καλοκαῖρι θἄχωμε τὴ γύμνωσι στολίδι,
Γυμνοὶ θὰ σιργιανίζωμε κι’ αὐτὸ οἰκονομία...
Τὴν ἀδελφή σου θ' ἀγαπᾷς καὶ θὰ καλοκαρδίζῃς
Ἀκόμα καὶ τὴν κόρη σου χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζῃς...
Κι' ἂν τὸ γνωρίζῃς τάχα τί; βλάπτεις μ' αὐτὸ κανένα;
Δὲν τἄχε μὲ τὴν κόρη του ὁ Βόργιας ψημμένα;
Ἦτον ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ἔβλεπε καὶ παρέκει·
Ἀπ' τῆς σαΐτας τὸν καιρὸ προΐδε τὸ τουφέκι...


....................................................................................................................................................................................................................................................



— Ἐδὼ ἀκούω «κυνισμὸς» καὶ «βδελυρὸν» ἀκόμα·
Ἄ, βγαίνει ἀπὸ ποιητοῦ ὁ λόγος οὗτος στόμα.

— Ἔ, ποιητά μου· εὐτυχῶς δὲν μοιάζεις μὲ κανένα·
Σὺ θέλεις κόρη ἄρρωστη, σχεδὸν ἀγέρα, σκόνη.
Ἄχ, μὲ τὴν πούλια τὴ χλωμή, θαρρῶ, τἄχεις ψημμένα
Γιατί εἶνε ἀρρωστηάρικη... ὁ ἥλιος σὲ θαμβώνει!
Ὅμως ἐμεῖς ταὶς θέλουμε γεραῖς σὰν τὰ ῥαπάνια,
Γεμάταις αἷμα καὶ φωτιὰ καὶ... δίχως περιφάνεια.
Κι' ἂν συγγενεύωμε μ' αὐταὶς κομμάτι δὲν πειράζει·
Ὤ, δὲν λεπτολογεῖ κανεὶς τὸ αἷμα ὅταν βράζῃ.
Τὴν ποίησι καὶ τὴ ψευτιὰ ἀλήθεια ξερριζώνει.
Πᾶνε οἱ χρόνοι τῆς σκιᾶς, τοῦ ἡλίου ἦλθαν χρόνοι·
Πρῶτα βασίλευε, ἡ καρδιὰ σ' ὅλη τὴ γῆ, μονάχη,
Θὰ βασιλεύσῃ σήμερα καὶ τὸ γερὸ στομάχι.
Τὴ σκεπασμένη ἡδονὴ χαρὰ θὰ ξεσκεπάσῃ
Κι' ἡ ἀνθρωπότης ἡ πτωχὴ μὲ θάρρος θὰ γελάσῃ.
Στὰ χρόνια τοῦτα τὰ πεζὰ κι' ὁ Ὅμηρος ἂν ζοῦσε
Τοῦ κὺρ Βαρνάβα μάγειρας νὰ γίνῃ θὰ ζητοῦσε·
Μπριζόλαις θενὰ ἔψηνε μὲ τὰ ποιήματά του,
Καὶ θενὰ ἦτον πάντοτε γεμάτη ἡ κοιλιά του,
Ὁ Ἀρχιμήδης μοναχὰ θενὰ καλοπερνοῦσε...
Ὁ Θουκυδίδης τοῦ Συγγροῦ θενὰ παρακαλοῦσε
Νά πάρῃ τὰ κατάστιχα, καὶ μετὰ προσπαθείας
Ὁ ἥρως τῶν Θερμοπυλῶν, ὁ τῆς Ἑλλάδος στῆλος,
Θὰ ἦτο τὸ πολὺ πολὺ κανεὶς ἐπιλοχίας,
Καὶ κῆρυξ θὰ ἐγίνετο ὁ φωνακλᾶς Αἱσχῦλος!
Σὰν τὸν Γιαννάκη σήμερα μὲ τοὺς ὑπαστυνόμους
Τὸν Εὐριπίδη θἄβλεπες μὲ τὸν Κριεζῆ ἀντάμα,
Τὸν Σοφοκλῆ νὰ περπατῇ μὲ σάκκον εἰς τοὺς ὤμους
Κι’ εἰς σένα θενὰ ἄφινε, Κουτούβαλη, τὸ δρᾶμα!.
Στὰ χρόνι' αὐτὰ τὰ φωτεινά ἡ ποίησις καὶ πλάνη,
 Τὸ πνεῦμα παραδίδει·
Καὶ μόνο ὁ Λουκιανὸς μὲ τὸν Ἀριστοφάνη,
Χάριν θὰ εὕρισκον — ἐὰν ἐπέτρεπες Ροΐδη.—

Α. Π.