Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886/Το Λαχείον

Από Βικιθήκη
Γελοιογραφικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1886
Συγγραφέας:
Τὸ Λαχεῖον


ΤΟ ΛΑΧΕΙΟΝ
ΔΡΑΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΝ ΕΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΡΕΙΣ
(παριστανόμενον κατὰ πᾶσαν ἐκκύβευσιν).

Πρᾶξις πρώτη.

Δύο ὧραι μετὰ μεσημβρίαν· ὁ φλογερὸς ἥλιος τοῦ Αὐγούστου πυρακτώνει τὸ ἔδαφος τῆς ὁδοῦ, ἐφ' ἧς τὸ πτῶμα γαλῆς ἀναπέμπει εἰς οὐρανοὺς ἀναθυμιάσεις ἐν εἴδει αἴνων, ὑπὲρ τῶν ἐπιμελουμένων τῆς καθαριότητος τῆς πόλεως ἀρχῶν. Αἱ μυῖαι βομβοῦσι πενθίμως· τὸ ὕδωρ τῆς κρήνης σφύζει μονοτόνως ἐκφεῦγον διὰ τῆς ἀνοικτῆς στρόφιγγος τοῦ κρουνοῦ. Πάντα τὰ παράθυρα τῶν οἰκιῶν μιᾶς τῶν παρόδων τῆς ὁδοῦ Προαστείου εἶνε κεκλεισμένα. Ἓν μόνον εἶνε ἀνοικτόν, καὶ εἰς αὐτὸ προβαίνει ὁ κύριος Ἀνακρέων Καλαναπάθης μὲ τὸ μακρόν του νυκτικὸν ὑποκάμισον. Μόνος αὐτὸς δὲν ἀπολαύει τῆς ἀνέτου μακαριότητος τοῦ μεσημβρινοῦ ὕπνου. Εἰς τὴν κλίνην ὅπου κατεκλίθη πρὸ ὀλίγου δὲν εὗρεν ἀνάπαυσιν, ἐπειδὴ τὸν ἔδακνον λυσσωδῶς ἀφ' ἑνὸς ἡ σκέψις ὅτι ἀπελύθη πρὸ ἑνὸς μηνὸς ἤδη ἀπὸ τῆς θέσεως ἐκτάκτου γραφέως ἐν τῇ Ἐφορίᾳ καὶ ἀφ' ἑτέρου οἱ τρισχίλιοι κορέοι οἵτινες πατροπαραδότως χαίρουσι τὸ ἀπαράγραπτον δικαίωμα νὰ ροφῶσι τὸ αἷμα τῶν ἐνοικιαστῶν τοῦ δωματίου.

Μονόλογος τοῦ κ. Ἀνακρέοντος: «Θέλω λέγειν Ἀτρείδας… θέλω νὰ παραλάβω τὸ πανταλόνι μου αὔριον ἀπὸ τὸν ράπτην… θέλω δὲ Κάδμον ᾄδειν… θέλω νὰ δώσω τὸ ὑπόλοιπον τοῦ ἐνοικίου εἰς τὴν κερὰ Μιχάλαινα… ἀλλὰ μὲ τί παράδες;… Ἐμένα εὕρηκε νὰ παύσῃ αὐτὸ τὸ κ… ὑπουργεῖον!… Ναῖσκε!… μὲ τῆς ἐξῆντα τέσσαρες ψωροδραχμαὶς ποῦ μοῦ ἔδινε θὰ κατορθώσῃ τὸ ἰσοζύγιον!… Δὲν πάει νὰ κουρεύεται κι' αὐτό!…»

Μικρὸς λοῦστρος ἀναφαίνεται εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς ὁδοῦ καὶ φωνάζει μὲ ὀξυτάτην λαλιάν…

—Πάρτε, κύριοι, λαχεῖα!… ἐδῶ εἶνε τὰ τυχερὰ λαχεῖα!…

Ὁ κ. Ἀνακρέων ἐξακολουθεῖ:—«Ἀμ' ἐκεῖναις ᾑ 36,40 ποῦ ἔχω γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τοῦ ξενοδοχείου;… Θὰ μοῦ δώσῃ νὰ φάγω τὸ βράδυ ὁ κὺρ Μανώλης;… Καὶ ὡς τόσον ὁ χαλές, ὁ βουλευτής μου μὲ κοροϊδεύει τώρα δυὸ 'βδομάδες καὶ σήμερα πάλιν μ' ἄφησε νὰ περιμένω σὰ χάχας εἰς τὸν Κῆπον τοῦ Κλαυθμῶνος! Τὸν παλῃάνθρωπον!… Μὰ δὲν θἄρθουν ἐκλογαῖ;…

Ὁ λοῦστρος προχωρῶν:

—Πάρτε, κύριοι, λαχεῖα!… τρία φράγκα κ' ἕνα φράγκο!… Αὔριον τὰς δέκα ἡ ὥρα βγαίνει!…

Ὁ κ. Ἀνακρέων συνεχίζων τὸν μονόλογόν του: «Καὶ τὸ συνάλλαγμα τῶν 65 δραχμῶν, τὸ συνάλλαγμα!… ἄχ, δυστυχία μου! Ἔληξε πρὸ πολλοῦ καὶ τὸ διεμαρτύρησε. Καὶ ποῦ νὰ κάμῃ συγκατάβασιν ἐκεῖνος ὁ σκύλος ὁ τοκογλύφος!…

Ὁ λοῦστρος πλησιάσας ἤδη ὑπὸ τὸ παράθυρον:

—Τρία φράγκα κ’ ἕνα φράγκο!… Ἐμπρός, κύριοι, τὰ τυχερὰ λαχεῖα!…

Ὁ κ. Ἀνακρέων ἀποσύρεται ἐκ τοῦ παραθύρου ἀπομάσσει τὸν ἱδρῶτα, ξύεται, σκέπτεται καὶ ἔπειτα κάμνει κίνημα ὡς νὰ ἤθελε νὰ εἴπῃ: Ὕπαγε ὀπίσω μου Σατανᾶ!

Ὁ λοῦστρος σταματᾷ παρὰ τὴν κρήνην, πίνει νερὸν καὶ μετὰ ταῦτα ἀναφωνεῖ μὲ ὀξυτέραν λαλιάν:

—Αὔριον τὰς δέκα ἡ ὥρα βγαίνουν!… Πάρτε, κύριοι, τὰ τυχερά λαχεῖα!… δυὸ μοῦ ἔμειναν!…

Ὁ κ. Ἀνακρέων προβαίνει πάλιν εἰς τὸ παράθυρον.

Ὁ λοῦστρος κάτωθεν ἀποτεινόμενος πρὸς αὐτὸν:

—Ἀφεντικό!… πάρ’ ἕνα λαχεῖο! αὔριον τὰς δέκα ἡ ὥρα βγαίνει…

Ὁ κ. Ἀνακρέων τὸν κυττάζει βλοσυρῶς κατ' ἀρχάς, ἀφῃρημένος κατόπιν καὶ τέλος μειδιῶν:

—Ἔλ’ ἀπάνω!…

Ὁ λοῦστρος ἀνέρχεται προθύμως. Ὁ κ. Ἀνακρέων ἐξάγει ἐκ τοῦ βάθους τοῦ σαθροῦ κιβωτίου του κύλινδρον τριῶν δραχμῶν εἰς πεντάρας καὶ ἀγοράσας τὸ γραμμάτιον κρύπτει αὐτὸ εἰς τὸ κιβώτιον, ἐν ᾧ ὁ λοῦστρος ἀπέρχεται φαιδρὸς καὶ λέγων πρὸς τὸν Ἀνακρέοντα:

—Θὰ σοῦ πέσῃ, ἀφεντικό!… μὰ τὸ Σταυρὸ σοῦ λέω!… ἔχω γοῦρι!…

Πρᾶξις δευτέρα.

Ἡ ἐπαύριον· τρεῖς ὧραι μετὰ μεσημβρίαν· τρία ἢ τέσσαρα παράθυρα ἀνοικτὰ εἰς τὴν αὐτὴν ὁδόν, ἐν οἷς καὶ τὸ τῆς οἰκίας ὅπου κατοικεῖ ἡ οἰκογένεια τοῦ ἀντικρυνοῦ μπακάλη, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπιφαίνεται ἐκ διαλειμμάτων ἡ μορφὴ εὐσάρκου νεάνιδος.

Ὁ κ. Ἀνακρέων εἰς τὸ ἰδικόν του παράθυρον καὶ μὲ τὴν ’ποκαμίσαν ρεμβάζει: «Τίποτε πάλιν σήμερα!… καλὰ τὰ εἶπα ἐγὼ πῶς μὲ περιγελᾷ ὁ φαῦλος!… ἄχ, μωρέ!… καὶ νὰ διαλυότουνε ἡ βουλὴ νὰ τοῦ δείξω!… Φαγὶ σήμερα τίποτε… ὁ κὺρ Μανώλης ἐχθὲς μοὔκοψε τὸ βῆχα!… τῇς τελευταῖαις τρεῖς δραχμαῖς τῇς ἔδωσα γιὰ τὸ λαχεῖο!… Ἂμ ποῦ νὰ μὲ θυμηθῇ ἐμένα ἡ τύχη μέσα σὲ τόσαις χιλιάδες!… Ἑκατὸν χιλιάδες φράγκα εἰς χρυσόν!… ἀφαίρεσε 5%, ἐννενῆντα πέντε χιλιάδες… ἀφαίρεσε καὶ δύο χιλιάδες γιὰ τὴν προεξόφλησιν, ἐννενῆντα τρεῖς χιλιάδες!… Ψυχή μου!… Ἕνα οἰκόπεδο ἀμέσως τότε… ὄχι οἰκόπεδο, σπίτι… ἢ καλλίτερα ἕνα καφενεῖο εἰς τὴν ὁδὸν Σταδίου, μὲ καθρέφταις, μὲ λοῦσο!… Μούντζωσε τῇς θέσες τότε! πέντε φάσκελα στὸ βουλευτή μου!… Ἕνα γκρὰν τραπέζι ἀμέσως ἀμέσως εἰς τοὺς φίλους…, φαντάσου, νὰ προσκαλέσω καὶ τὸν κύριον Ἔφορο, ποῦ μ’ ἔβλεπε σὰν ψωρόσκυλο ἴσα μὲ τὰ χθές!… Ἔπειτα μιὰ καλὴ προῖκα… τὴν μπακαλοποῦλα τὴν ἀντικρυνή, τὴ Μελπομένη… Ἔχει τριάντα πέντε της!… τριανταπέντε χιλιάδες!… Καὶ τί κομμάτι, αἴ;…

Ἀκούεται ἡ φωνὴ μικροῦ ἐφημεριδοπώλου:

—Ἡ Πααα…λιγγενεσίααα!… καὶ οἱ ἀριθμοὶ τοῦ λαχείου!…

Δύο τρεῖς κεφαλαὶ προβάλλουσιν ἀπὸ τὰ ἀνοικτὰ παράθυρα καὶ προσκαλοῦσι τὸν ἐφημεριδοπώλην. Ὁ κ. Ἀνακρέων ἐρευνᾷ εἰς τὰ θυλάκιά του καὶ ἀνευρίσκει δύο μόνας καὶ ὀρφανὰς πεντάρας, προωρισμένας διὰ τὸν ἀπαραίτητον μεταμεσημβρινὸν καφέν. Μετὰ στεναγμοῦ ὀδυνηροῦ ἀποφασίζει νὰ θυσιάσῃ τὴν μίαν πεντάραν καὶ προσκαλῶν τὸν παῖδα ἀγοράζει τὴν Παλιγγενεσίαν.

Μὲ χεῖρα τρέμουσαν κρατῶν τὸ φύλλον, ρίπτει τὸ βλέμμα συγκεκινημένος ἐπὶ τῶν δημοσιευομένων ἀριθμῶν τῶν κληρωθεισῶν ὁμολογιῶν καὶ ἀναγινώσκει:

«Τὸν πρῶτον λαχνὸν ἐξ 100,000 δραχμῶν ἐκέρδησεν ἡ ὑπ’ ἀριθ. 75,846 ὁμολογία…»

Ὁρμᾷ εἰς τὸ κιβώτιόν του, ἐρευνᾷ, ἐξάγει τὸ γραμμάτιον καὶ παρατηρεῖ… 75,537.

Ρίπτει ἔπειτα τὸ βλέμμα πρὸς τοὺς κατόπιν κληρωθέντας ἀριθμούς… Πάντες ὑπερβαίνουσι τὴν ἑκατοντάδα τῆς χιλιάδος.

Ἐπανέρχεται εἰς τὸν πρῶτον ἀριθμόν, παρατηρεῖ πάλιν τὸ γραμμάτιόν του, ἐκτελεῖ νοερῶς τὴν ἀφαίρεσιν καὶ ψιθυρίζει θλιβερῶς:

—Τί κακοτυχία! ἀπὸ 309 ἀριθμούς!…
Πρᾶξις τρίτη.

(Μετὰ δύο ὥρας). Πάντα σχεδὸν τὰ παράθυρα εἶνε ἀνοικτά. Ὁ κ. Ἀνακρέων μένει ἀκόμη εἰς τὸ ἰδικόν του. Ὁ μεταμεσημβρινὸς καφὲς ἐγένετο ἀγαθὸν ἀνέφικτον μετὰ τὴν ἀγορὰν τῆς Παλιγγενεσίας· ἡ ὑπολειπομένη πεντάρα θὰ χρησιμεύσῃ εἰς ἀγορὰν μιᾶς κουλούρας ἥτις θὰ χρησιμεύσῃ ὡς δεῖπνον τὴν ἑσπέραν. Ἀναγινώσκων μηχανικῶς ρίπτει ἐνίοτε τὸ βλέμμα ἐπὶ τοῦ ἀντικρυνοῦ παραθύρου ὅπου ἵσταται ἡ θυγάτηρ τοῦ μπακάλη ἥτις στενοχωρουμένη ἐπὶ τέλους ἀποσύρεται μετ' ὀργῆς ρίπτουσα κεραυνοβόλον βλέμμα ἐπὶ τοῦ ταλαιπώρου ἐραστοῦ.

Ὁ κ. Ἀνακρέων προσβάλλεται καὶ μονολογεῖ:

—Ἄχ! τί νὰ σοῦ κάμω!… ἔχεις δίκῃο. Ἔπρεπε νὰ μοῦ πέσῃ καὶ θὰ σοὔδειχνα ἐγώ, σαρδελλοβάρελο! Ἀπὸ 309 ἀριθμούς, γιὰ συλλογίσου!… ποῦ νὰ ἧταν ἆρα γε ὁ ἀριθμὸς 75537 ὅταν ἔβαζε τὸ κοριτσάκι τὸ χέρι του; φαντάσου νὰ ἦταν ἐκεῖ σιμά, νὰ τοῦ ξεφύγῃ ὁ πρῶτος λαχνὸς καὶ νὰ πιάσῃ τὸν δικόν μου!… Ἑκατὸ χιλιάδες φράγκα!… ἁϊντε βρὲ παιδιά!… διακόσια φράγκα μπαξίσι ἀμέσως στὸ κοριτσάκι!… Ὕστερα ἁμαξάδα καὶ στοῦ Φίσερ μὲ ὅλη τὴν παρέα… Θὰ τ' ἀφήσω ὅλα εἰς τὴν Τράπεζα παρακαταθήκη μὲ τόκο 6%… 6Χ9=54… 5400 φράγκα τὸ χρόνο εἰσόδημα!… ψυχή μου στὰ Πατήσια!… Τὴν ἄλλη 'βδομάδα ἀμέσως ἕνα ταξειδάκι στὸ Παρίσι!… μὲ τὸ Φραισινέ! ὄχι μὲ τὸ Μεσαζερὶ καλλίτερα… Ἔπειτα ὅταν γυρίσω ψηλὸ καπέλλο, γάντια, γαλλικά, παράδες!

Ἐνῷ μονολογεῖ τοιουτοτρόπως φαίνεται ἐρχόμενος ἐκ τοῦ ἄκρου τῆς ὁδοῦ ἀνὴρ τις βραχύσωμος, ἰσχνός, ὠχρός, μὲ γένειον ἀραιόν, κρατῶν μαγκούραν καὶ παρακολουθούμενος ὑπὸ δύο ἑτέρων μορφῆς ἠλιθίου καὶ ὑπόπτου καὶ ἑνὸς ἀστυνομικοῦ κλητῆρος. Ὁ ἄγνωστος σταματᾷ ὑπὸ τὸ παράθυρον καὶ ἐρωτᾷ:

—Ἐδῶ κάθεται ἕνας κάποιος… Ἀνακρέων Καλαναπάθης;

Ὁ κ. Ἀνακρέων ὡς ν' ἀφυπνίζετο αἴφνης βλέπει μὲ ἀπορίαν καὶ ἀπαντᾷ:

—Μάλιστα, ἐδῶ…

—Τοῦ λόγου σου εἶσαι;

—Ναί… τί ἀγαπᾶτε, παρακαλῶ;

—Ὁρίστε κάτω.

Ὁ κ. Ἀνακρέων ἐνδυόμενος ἐν σπουδῇ κατέρχεται ὠχρὸς καὶ τεταραγμένος, ἐνῷ εἰς τὴν ὁδὸν ἀνοίγονται ὅσα παράθυρα ἔχουσι μείνει τυχὸν κεκλεισμένα καὶ ἐξ αὐτῶν προβαίνουσιν οἱ γείτονες.

—Εἶμαι δικαστικὸς κλητήρ, λέγει ὁ ἄγνωστος ἐκ τοῦ συστάδην πρὸς τὸν ἀτυχῆ Ἀνακρέοντα καταβάντα, καὶ ἦλθα νὰ ἐκτελέσω μίαν ἀπόφασιν.

—Μά… τί ἀπόφασιν; ἐρωτᾷ ὁ Ἀνακρέων πελιδνὸς καὶ τραυλίζων.

—Ἕνα συνάλλαγμα 65 δραχμάς… μὲ τὰ ἔξοδα εἶνε 84.95.

—Ἄ!… ἀναβοᾷ ὁ Ἀνακρέων ἀπεγνωσμένος.

—Ἔχεις νὰ πληρώσῃς; ἐρωτᾷ ἀποτόμως ὁ κλητήρ.

—Ὄχι… ἀλλὰ μίαν μικρὰν προθεσμίαν…

—Δὲν ἔχει προθεσμίαν· ἢ νὰ πληρώσῃς ἢ νὰ ἔλθῃς μαζί μου.

—Ποῦ;…

—Εἰς τοῦ Τριγγέτα!…

Εἰς τοῦ Τριγγέτα!… εἰς τὰς φυλακάς!… Ἀπὸ τῶν Παρισίων εἰς τοῦ Τριγγέτα! ἡ ἀπόστασις ὁμολογουμένως ἦτο ἀρκετὰ μεγάλη!…

—Μὰ πῶς! ἔτσι καλὰ καὶ σώνει στὴ φυλακή;… ἀναφωνεῖ ὁ Ἀνακρέων ἔξαλλος· δὲν περιμένετε τοὐλάχιστον μιὰ ἡμέρα, δυὸ ἡμέραις!…

—Ἔλα τώρα, μὴν κάνουμε ταβατούρια! ἀπαντᾷ ὁ ἀδυσώπητος κλητὴρ αὐθαδῶς· ἔλα μὲ τὸ καλό, ἢ ἀλλέως, κύτταξε! ἔχω τὸν κλητῆρα μαζί μου.

Τί ποιητέον; ὁ κ. Ἀνακρέων περιστρέφει τὸ βλέμμα καὶ δὲν βλέπει οὐδαμόθεν βοήθειαν. Βλέπει μόνον τὴν κόρην τοῦ μπακάλη εἰς τὸ παράθυρον μειδιῶσαν χαιρεκάκως.

Καταβεβλημένος, ἄπελπις, πείθεται καὶ ἀκολουθεῖ τὸν κλητῆρα μὲ βῆμα ἀσταθές, ἐνῷ ἐξόπισθεν τῆς συνοδίας τρέχει καὶ σκιρτᾷ σμῆνος παίδων.

Ἐν τοσούτῳ ἡ σκηνὴ ἐφελκύει τὴν προσοχὴν τῶν γειτόνων καὶ ὅμιλος συγκροτεῖται παρὰ τὴν θύραν τῆς οἰκίας ἔνθα κατῴκει ὁ Ἀνακρέων. Ἔχει τὸν λόγον ἡ κυρὰ Μιχάλαινα, ἡ οἰκοδέσποινα ἥτις συνταράσσεται ὠργισμένη.

—Τὸν κασσίδη! ἀνακράζει· κ’ ἔκανε καὶ τὸν καμπόσο!… συναλλάγματα μοῦ εἶχε ὁ κύριος!… πᾶνε καὶ ᾑ 17 δραχμαὶς ποῦ μοῦ χρωστᾷ… Μ’ ἄφησε δὰ τὰ κουρέλια του ἀμανάτι!…

—Ξεμυαλισμένος ἄνθρωπος! λέγει ἀποφθεγματικῶς ἐκ τῆς θύρας του ὁ μπακάλης.

—Καὶ πῶς τὸν ἔλεγαν, κυρά, τὸ νοικάρη σου; ἐρωτᾷ ἡ γειτόνισσα κυρὰ Σταυρούλα.

—Σἅματις ξέρω καλά;… Ἕνα παράξενο ὄνομα… Καλαναπάθη, θαρρῶ, τὸν ἔλεγα.

Οἱ παρεστῶτες καγχάζουσιν.

—Καλαναπάθη;… λέγει ἡ κυρὰ Σταυρούλα ἡ ἔχουσα ἀνεγνωρισμένον τὸ προνόμιον τῆς εὐφυΐας ἐν τῇ συνοικίᾳ, καλὰ νὰ πάθῃ λοιπόν!…

ΧΑΡ. ΑΝΝΙΝΟΣ