Γαδάρου, λύκου κι αλουπούς διήγησις ωραία
Γαδάρου, λύκου κι ἀλουποῦς διήγησις ὡραία |
Επιμέλεια Wilhelm Wagner, Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 124—140 |
Ἄρχοντες, νὰ γροικήσετε, ἂν θέλετε, δαμάκι,
ὁ λύκος μὲ τὴν ἀλουποῦ πῶς ἔπιαν τὸ φαρμάκι,
πῶς ἤτονε ἡ ἀφορμή, πῶς ἐκαταπιαστῆκαν,
καὶ τί νοβέλλα πάθασι καὶ πῶς ἐντροπιαστῆκαν.
Σὰν φαίνεται ὁ γάδαρος ὁ καταφρονεμένος 5
πάντοτε κακοῤῥίζικος καὶ παραπονεμένος,
ʼς ἀφέντην ἔλαχε κακὸν, λωβὸν καὶ ψωριασμένον,
πτωχὸν καὶ κακομάζαλον, πολλὰ δυστυχισμένον.
ποτέ του δὲν ἐχόρτασε, ποτὲ δὲν ἀναπαύτη,
νύκτα ἡμέρα δέρνεται ʼς τὸν κῆπον γιὰ νὰ σκάφτῃ. 10
πᾶσα πουρνό ἐφόρτονε τὸν γάδαρον ἐκεῖνον,
κʼ εἰς τὸ παζάρι πήγαινε κι αὐτῆνος μετὰ κεῖνον.
λάχανα τὸν ἐφόρτονεν, ἀντίδια καὶ μαρούλια,
πράσα, ῥαπάνια, κάρδαμα, κρομμύδια καὶ γογγύλια.
ἄχυρον δὲν τοῦ 'βρίσκετο, κριθάρι δὲν ʼποτάσσει, 15
νὰ δώσῃ τοῦ γαδάρου του νὰ φάγῃ, νὰ χορτάσῃ.
τὰ λάχανα καθάριζε καὶ τοὔριχνε τὰ φύλλα,
κι ὄνταν ἐσκόλα τὸ βραδὺ, ἐφόρτονέ τον ξύλα.
κι ἀπὸ τὸν κόπον τὸν πολὺν, τὴν δούλεψιν τὴν τόση,
κʼ ἐκ ταῖς ξυλιαῖς ὁποῦ ʼπαιρνε ὥστε νὰ ξεφορτώσῃ, 20
ἀδύνεψεν ὁ γάδαρος καὶ πλέα δὲν ἠμπόρει,
κι ἀπὸ τὴν ψώραν τὴν πολλὴν σαμάρι δὲν ἐφόρει.
χειμῶνα δὲν ἐδύνετον οὐδὲ τὸ καλοκαίρι
οὐδέ γιὰ ξύλα νὰ ὑπᾷ οὐδὲ νερὸ νὰ φέρῃ.
καὶ μιὰ Λαμπρά τὴν κυριακὴν τάχα λυπήθηκέ τον 25
καὶ πιάνει καὶ ξεστρώνει τον, ἔλυσε κι ἄφησέ τον
νὰ πᾷ νὰ περιβοσκηθῇ, καμπόσο νʼ ἀνασάνῃ,
νὰ φᾷ κλαδὶ ἀπὸ δενδρὸ κι ἀπὸ τῆς γῆς βοτάνι,
νὰ πέσῃ καὶ νὰ κοιμηθῇ, τὸ στόμα του νʼ ἀφρίσῃ,
νὰ φᾷ καὶ χόρτον λιβαδιοῦ, νὰ πιῇ κι ἀπὸ τὴν βρύσι. 30
ʼς τὴν μιὰν μεριὰν τοῦ λιβαδιοῦ ἤτονε δάσος μέγα,
κι ὁ λύκος μὲ τὴν ἀλουποῦ ἐρχόντησαν καὶ λέγαν
„ἦντα βουλὴ νὰ κάμωμε, τί στράτα νὰ κρατοῦμε,
καλὸν κυνήγι ναὔρωμε, σήμερον νὰ γευτοῦμε;“
τότε οἱ δυὸ συβάστησαν καὶ συντροφιὰν ἐκάμαν 35
καὶ ʼμέρα νύκτʼ ὠμόσασι νὰ περπατοῦν ἀντάμα.
λέσιν, „ἂς δράμωμεν λοιπόν, εἰς τὸ λιβάδι ἂς πᾶμε,
ἂν λάχῃ ναὔρωμεν ἐκεῖ κυνήγι γιὰ νὰ φᾶμε.“
καὶ παρευθὺς ἐκίνησαν ʼς τοῦ λιβαδιοῦ τὴν στράτα,
κʼ ἡ ἀλουποῦ στοχάζετο, λέγει καλὰ μαντάτα. 40
„ κὺρ σύντεκνέ μου, φαίνεται νᾆναι καλὸ κυνήγι
ὁ γάδαρος, κι ἂς δράμωμεν, γλίγωρα μὴ μᾶς φύγῃ.“
ὁ γάδαρος τὸ γροίκησε, στέκει, ἀναστενάζει,
γυρεύει λόγια νὰ τῆς ʼπῇ, ἕνα τʼ ἀλλοῦ νὰ ʼμοιάζῃ.
στέκει, διαλογίζεται πῶς νὰ τοὺς ταπεινώσῃ, 45
καὶ λέγει τότε μέσα του, τώρα νὰ παίζῃ γνῶσι.
λοιπὸν αὐτοὶ ἐσύμωσαν μὲ τὴν ταπεινοσύνην
καὶ μὲ πολλὴν γλυκύτητα καὶ μὲ τὴν καλοσύνην,
καὶ χαιρετοῦν καὶ λέγουν του, „κὺρ γάδαρέ μας, ʼγειά σου,
χίλια καλῶς εὑρήκαμεν ἐδῶ τὴν ἀφεντειά σου. 50
ἔλα νὰ πᾶμε εἰς τὸ σκιὸς νὰ πάρῃς ʼλίγο ἀέρα,
νʼ ἀναπαυθῇς, νὰ δροσιστῇς καὶ σὺ καμμιὰν ἡμέρα,
ἀντάμα νὰ ʼμιλήσωμεν, ὁμάδι νὰ γευθοῦμεν,
κι ἀγάλι ʼγάλι εἰς τὸ σκιὸς τὴν στράτα νὰ κρατοῦμεν,
κʼ εἰς ἕνα σπήτιν ὄμορφον νὰ πᾶ νὰ κοιμηθοῦμεν, 55
καὶ τὸ ταχύ μὲ τὴν δροσιὰ πάλιν νὰ σηκωθοῦμεν.“
πολλὰ αὐτοὶ ἐπάσχισαν γιὰ νὰ τὸν ἐξεβγάλουν,
γιὰ νὰ ʼκλουθήσῃ μετʼ αὐτοὺς, ʼς τὸ σπήλαιον νὰ τὸν βάλουν.
σὰν εἶδεν ὁ κὺρ γάδαρος τὸ πῶς τριγύρου στέκουν,
καὶ τί λαλοῦσι πρὸς αὐτὸν καὶ πῶς τὸν παραστέκουν, 60
ἐνόησεν ὡς φρόνιμος καὶ βαριαναστενάζει,
καὶ πῶς νὰ κάμῃ μετʼ αὐτοὺς στέκει καὶ λογαριάζει.
λέγει „ζῶον ταλαίπωρον εἶμαι ἐγὼ τοῦ κόσμου,
ὁποῦ μὲ ταλαιπώρησεν ἀφέντης ὁ ʼδικός μου.
ἀπάνω μου οὐδὲν βαστῶ σάρκα ἀλλʼ οὐδὲ αἷμα· 65
ὀμνέω σας ἀλήθεια καὶ δὲν σᾶς λέγω ψέμα.
καὶ περπατῶ, κλονίζομαι, τρέμω καὶ θέλω πέσει,
οὐδὲ γιατρός, ὡσὰν γροικῶ, θέλει μὲ ὠφελέσει.“
ταῦτά ʼλεγεν ὁ ταπεινὸς τάχατες γιὰ νὰ πάγουν,
διὰ νὰ γλυτώσῃ ἀπʼ αὐτουνοὺς, μήπως καὶ τόνε φάγουν. 70
καὶ πάλιν λέγει, „ἄρχοντες, νὰ ʼπῶ τῆς ἀφεντειᾶς σας,
ἐγὼ ʼγαπῶ κι ὀρέγομαι νἄχετε τὴν ὑγειά σας.
γιατί θωρῶ τὸ κάλλος σας, τὴν ὡραιότητά σας,
τὴν καλοσύνην τὴν πολλὴν καὶ τὴν γλυκύτητά σας,
καὶ θέλω νὰ γλυτώσετε, νἄχετε τὴν ζωήν σας, 75
νὰ πᾶτε ʼς τὰ σπητάκια σας καλὰ μὲ τὴν τιμήν σας,
καὶ φύγετε ὀγλίγωρα, πʼ ἀφέντης μου βιγλίζει,
καὶ μὲ ζαγάρια καὶ σκυλιὰ τὸ δάσος τριγυρίζει.
ὅταν θελήσῃ νὰ ἐβγῇ νὰ πᾷ νὰ κυνηγήσῃ,
δὲν ʼβρίσκετʼ ἄλλος κυνηγὸς ὀμπρός του νὰ νικήσῃ, 80
γιατί εἶναι μέγας κυνηγὸς, μέγας περδικοπιάστης,
κι ἂν ἒν καὶ ʼπῇς καὶ φύγῃς τον, βλέπε ὅτι λαθάστης.
ὄντα τὸν πάρουν ἄρχοντες γιὰ νὰ περιδιαβάσουν,
τὰ ὄρη ὅλα τρίβονται, τὰ δάση συντρομάσουν,
γιατʼ ἔχει σκύλους δυνατοὺς, ἔχει καὶ τὴν ἀνδρεία, 85
σκύλους χοντροὺς, λαγωνικὰ ἀπὸ τὴν Λομπαρδία·
πέτονται ὡς οἱ γέρακες, ὡς ἀετοὶ γυρίζουν,
λειοντάρια, λύκους και θεριὰ, ὁσάβρουν, τὰ ξεσκίζουν.
καὶ ὅταν θέλῃ νὰ βαλθῇ νὰ πιάσῃ τὸ δοξάρι,
οἱ λύκοι κι ὅλα τὰ θεριὰ τρέμουσι σὰν τὸ ψάρι.“ 90
ταῦτά ʼλεγεν ὁ γάδαρος, μὴ νὰ τοὺς φοβερίσῃ,
νὰ ʼβρῇ κι αὐτὸς τὴν ἄδεια του, γιὰ νὰ παραμερίσῃ.
ἡ δʼ ἀλουποῦ ἡ πονηρὰ, ἡ δολιοπανοῦργος,
πάντα λογίζεται κακὰ ὡσὰν ἐχθρὸς κακοῦργος.
τὰ λόγια δὲν τῆς ἔλαθαν ἐκεῖνα τοῦ γαδάρου 95
καὶ μὲ θυμὸν καὶ μάνητα λέγει του μονοτάρου
„ἐδᾶ θωρῶ, κὺρ γάδαρε, κάνει ψυχή μου χέρι,
κι ὀργίζεταί σε περισσὰ σὰν τὸ κακὸν μαχαίρι.
μηδὲν ξυλοσοφᾷς πολλὰ ὅτι χωριάτης εἶσαι,
στέκου αὐτοῦ καὶ σώπαινε ὡσὰν χοντρὸς, ὁποῦ ʼσαι. 100
μηδὲν θαῤῥῆς, κὺρ γάδαρε, ὅτι εἴμεστεν έργάταις,
ἀπὸ κεινοὺς τοὺς ἄγροικους καὶ τοὺς κακοὺς χωριάταις.
ἐγᾦμαι ἀστρονόμισσα, ἐγᾦμαι καὶ μαντεῦτρα,
καὶ τοῦ κὺρ Λέου τοῦ σοφοῦ ἐγώ ʼμουνε μαθεῦτρα.
ἐγᾦμαι διδασκάλισσα τοῦ λόγου καὶ τοῦ μύθου, 105
κι αὐτὸν τὸν νομοκάνονα ἠξεύρω τον ἐκ στήθου.
καὶ σὺ γελᾷς μας φανερὰ ὀμπρὸς ʼς τὸ πρόσωπόν μας,
ποῦ θέλομε νὰ σʼ ἔχωμεν ἐδῶ γιὰ ʼπίτροπόν μας.
μὰ τὴν ἀλήθεια, πρέπει σου νὰ παιδευθῇς μεγάλως,
γιατί δὲν ἔχεις σύστασιν ἀπάνω σου οὐδὲ κάλλος. 110
ἀλλʼ ἐπειδʼ εἶσʼ ἀπαίδευτος, ὡς φαίνεται τὸ πρᾶμμα,
τὸ πῶς δὲν ἔχεις φρόνεσιν οὐδὲ κατέχεις γράμμα,
συμπάθιο πρέπει τὸ λοιπὸν νἄχῃς διὰ τὴν ὥραν,
γιατί ʼβρισκόμεσθεν ἐδῶ πολλὰ συμὰ ʼς τὴν χώραν.
λέγω σου γοῦν ἀπὸ τοῦ νῦν, μάθε νὰ συντυχαίνῃς, 115
καὶ τίμα τοὺς καλῄτερους, ὅπου καὶ ἂν λαχαίνῃς.
ψέμα μηδὲν εἰπῇς ποτὲ, ἀλήθεια λέγε πάντα,
νὰ ἔχῃς τὴν προτίμησιν κάλλια παρὰ τὰ πάντα.
θωροῦμε, καλοῤῥίζικε, καλὴν τὴν τύχην ἔχεις,
καὶ μετʼ ἑμᾶς εὑρέθηκες, κάμε νὰ τὸ κατέχῃς, 120
νὰ περπατήσῃς μετὰ μᾶς, νʼ ἀναπαυθῇς, νὰ ζήσῃς,
τὴν συντροφιά μας τὴν καλὴ τότε νὰ τὴν γνωρίσῃς,
νὰ σὲ χειροτονήσωμεν, νᾆσαι ἀποκρισιάρης,
καὶ μετʼ ἑμᾶς νὰ περπατῇς, πολλὴν τιμὴ νὰ πάρῃς.
εἰς τὴν βουλήν μας νὰ χωρῇς, εἰς ὅλα μᾶς νὰ πράξῃς, 125
ἂν ἒν καὶ σφάλωμεν καὶ μεῖς, ἐσὺ νὰ μᾶς διδάξῃς.
ἂν ἒν καὶ σὺ μαθητευθῇς, νᾆσαι διὰ τιμή μας,
χαρὰ σὲ σὲ, χαρὰ σὲ μᾶς καὶ σὲ τὸν μαθητή μας.
καὶ νὰ περάσωμεν ὁμοῦ τὴν θάλασσαν ἀντάμα.
νὰ πᾶμε ʼς τὴν ἀνατολὴν, ναὔρωμε πᾶσα πρᾶμμα, 130
νἀνδύσωμε τὰ στάμενα ἐτοῦτα ποῦ βαστοῦμεν,
καὶ μέσα μας τὸ διάφορον νὰ τὸ διαμοιραστοῦμεν “
σὰν εἶδεν ὁ κὺρ γάδαρος τὰς ἀποφάσεις τούτων,
στανεῶς του ἀκολούθησεν ὡς φρόνιμος ὁποῦ ʼτον.
προβλέπει καὶ τὸν θάνατον καὶ λέγει κάθε ὥρα, 135
„ὅταν ἐτοῦτοι μʼ εὕρασι, ἦτον κακή μου ὥρα.“
κʼ οἱ τρεῖς των εἰς τὴν θάλασσαν ἀντάμα κατεβῆκαν,
μιὰν βάρκαν ἐγυρέψασι, πάραυτας τὴν εὑρῆκαν.
μέσα ʼς αὐτὴν ἐμπήκασιν, ὄχι γιὰ νὰ ψαρέψουν,
μὰ πέρα ʼς τὴν ἀνατολὴν διὰ νὰ ταξιδέψουν. 140
εὐθὺς ἐκάμαν ἄρμενα, ʼς τὸ πέλαγος ἐβγῆκαν,
καὶ μαζωκτῆκαν καὶ οἱ τρεῖς, ʼς τὴν πρύμνην ἀνεβῆκαν,
καὶ ʼκεῖ βουλτὰ ἐκάμασι νὰ ῥίξουσι μπαλότα,
διὰ νὰ κάμουν ναύκληρον, νά ποίσουν καὶ ποδότα.
λοιπὸν ὁ λύκος νὰ γενῇ ναύκληρος τοῦ τυχαίνει, 145
ποδότας ὁ κὺρ γάδαρος μπαλότα τοῦ ἐβγαίνει.
τὸν λύκον δὲ ἡ ἀλουποῦ στέκεται καὶ ʼπαινᾷ του,
τὸ πῶς τὰ βάνει ʼς ὀρδινιὰ ὄμορφα τʼ ἄρμενά του.
„χαίροις“ τοῦ λέγει, „σύντεκνε, πῶς τὰ καταλαμβάνεις,
καὶ πῶς τά ʼπιδεξεύεσαι κʼ εἰς ὀρδινιὰ τὰ βάνεις. 150
ἡ προσευχὴ τῆς μάννας μου, τῆς καλογρᾶς ἐκείνης,
ἐκείνη μᾶς βοήθησε καὶ ναύκληρος ἐγίνης.“
λέγει καὶ τὸν κὺρ γάδαρον „βλέπεσαι μηδὲν σφάλῃς,
κʼ εἰσὲ λιμιῶνα γύρεψε, σίγουρον νὰ μᾶς βάλῃς.
βλέπε καλὰ τὴν στράτα σου, θώρειε τὸν μπούσουλά σου, 155
νὰ μὴν παραστρατήσωμεν κι ἀπέκει σφάκελά σου.“
καὶ τότες ἡ κύρʼ ἀλουποῦ ἔπιασε τὸ τιμώνι,
καὶ τὸν πτωχὸν τὸν γάδαρον στέκει, ἀνατιμόνει.
„γλίγωρα, σκυλογάδαρε, πιάσε κουπὶ νὰ λάμνῃς,
γιατί θωρῶ καὶ δὲν γροικᾷς τὴν στράταν ὁποῦ κάμνεις. 160
ἐμᾶς εἶνʼ τὸ ταξίδι μας νὰ πᾶμεν εἰς τὴν Τάνα,
καὶ θέλει νᾆνʼ ἡ πρώρη μας μέσα ʼς τὴν τραμουντάνα.
καὶ σὺ τὴν στράταν ἔσφαλες καὶ πῆγες πὲρ πονέντε,
καὶ ʼγκρέμνισάν μας τὰ νερὰ ὡς μίλια δεκαπέντε.
ἐδῶθεν ποῦ ʼγκρεμνίσαμεν, ὁ θεός νὰ μᾶς βοηθήσῃ, 165
νὰ μὴ μᾶς ῥίξουν τὰ νερὰ ʼς κανένα ʼρημονήσι,
ὁποῦ ψωμὶ δὲν βρίσκεται οὐδʼ ἔναι οὐδὲ βρύσι,
νὰ μὴ μᾶς εὕρῃ τίποτες, καὶ κάμωμε καὶ χύσι.“
ἄνεμον εἴχασι καλὸν κʼ ἦτον καλὴ εὐδία,
καὶ μὲ χαρὰν ἀρμένιζαν καὶ μὲ καλὴν καρδία. 170
ἡ δʼ ἀλουποῦ ἡ πονηρὰ τοῦ σύντεκνού της λέγει,
μὲ πονηρία καὶ κλεψιὰν ἀρχίνισε νὰ κλαίγῃ
„καλὰ νὰ ἐγνωρίζετε, συντρόφοι ἐδικοί μου,
τοῦτα, ποῦ μέλλει νὰ γενῇ, ἐπόνειε ἡ ψυχή μου.
ʼς τὸν ὕπνον μου εἶδα φανερὰ ἐτούτην τὴν ἑσπέραν, 175
πῶς ἀποχωριζόμεσθεν ἐτούτην τὴν ἡμέραν.
ἄστραψεν ἡ ἀνατολή, ἐβρόντησε κʼ ἡ δύσι,
ὁ οὐρανὸς ἐμαύρισε, φορτοῦνα θὲ νὰ ποίσῃ.
πρὸ τοῦ μᾶς πάρῃ θάλασσα νὰ μᾶς καταποντίσῃ,
ἂς κάμωμε τὰ πρέποντα ἐν ἐξομολογήσει.“ 180
λέγει καὶ τοῦ κὺρ γάδαρου, „πῶς εἶναι ἡ βουλή σου;
τὸ πρᾶγμα τοῦτο βάλλε το καλὰ ʼς τήν κεφαλή σου.“
λέγει τους „σὰν σᾶς φαίνεται, κάμετε γιὰ τὴν ὥρα,
γιατί ὄντα σᾶς ἔσμιξα, ἦτον κακή μου ὥρα.“
ὁ λύκος σὰν τοὺς ἤκουσε, ὅλως ἀπενεκρώθη, 185
ὁ νοῦς του ἐσκοτίσθηκε, τὸ φῶς του ἐθαμπώθη.
λοιπὸν ἐδῶκαν τὴν βουλὴν γιὰ νὰ ʼξαγορευθοῦσι,
ἀπὸ τὰ κρίματα νὰ ʼβγοῦν, νὰ τὰ ξεφορτωθοῦσι.
τότες ὁ λύκος ἄρχισε γιὰ νὰ ʼξομολογᾶται,
ὅλα του τὰ καμώματα στέκει καὶ τὰ διγᾶται. 190
λέγει, „ὅσα καὶ ἂν εὑρῶ πρόβατα μὲ τὰ ʼγίδια,
ἐλάφους καὶ μοσχάρια, βῴδια καὶ χοιρίδια,
σκοτόνω τα καὶ τρώγω τα, ὅπου καὶ ἂν τὰ λάχω,
κʼ εἴ τι μοῦ μείνῃ, κρύβω το, αὔριο πάλι νἄχω.
δὲν ἔδιδά ποτέ τινος ἀπὸ αὐτὸ μπουκούνι. 195
ἀμμʼ ἔσωνα καὶ τὄκρυβα κοντὰ ʼς τὸ παραβούνι.
καὶ μεταγνώθω τὸ κακὸν ὁπῶ ʼκανα τοῦ κόσμου.
καὶ πῶς ἐκεῖνα τὰ κλεφτὰ τἄτρωγα μοναχός μου.
λοιπὸν παγαίνω ʼς τὸ βουνὶ, ὁπῶ ʼναι τὸ μαυράδι,
κυλιοῦμʼ ἀπάνω εἰς αὐτὸ ἀπὸ πουρνὸ ʼς τὸ βράδυ, 200
καὶ γίνομαι καλόγηρος, τὰ ῥοῦχά μου μαυρίζω,
καὶ πάγω σὰν ἡγούμενος, σὰν ʼπίσκοπος γυρίζω.
ἄλλο οὐδὲν ἐπίσταμαι παρὰ κακὰ νὰ κάνω,
κʼ εἰς τὴν ἀθλίαν μου ψυχὴ ταῖς ἀρτιαῖς νὰ βάνω.
δὲν εἶχα ʼς τʼ ἁμαρτήματα γιατρὸν νὰ μὲ γιατρέψῃ, 205
οὐδὲ καλὸν πνευματικὸν γιὰ νὰ μὲ ʼξαγορέψῃ.“
σὰν ἤκουσεν ἡ ἀλουποῦ κατάνυξιν τοιαύτην
καὶ τὴν ἐξομολόγησιν ὁπῶ ʼκαμεν εἰς αὔτην,
ἐθαύμασεν, ἐπαίνεσε καὶ ἀπομύρωσέ τον.
εὐχήθηκεν, εὐλόγησε καὶ ἐσυγχώρεσέ τον. 210
γυρίζει καὶ ἡ ἀλουποῦ καὶ θὲ νὰ ʼμολογήσῃ,
καὶ λέγει ταῦτα πρὸς αὐτοὺς ἐν ἐξομολογήσει
„ἐγώ, ἀφέντη σύντεκνε, ἐμπαίνω ʼς τὸ κωμάσι,
ὅταν οἱ πάντες κάθονται τὸ δεῖπνο γιὰ νὰ φᾶσι,
κι ὅσαι παπίτσαις κι ὄρνιθες, χηνάρια κι ἂν ʼβρεθοῦσι, 215
ὅλα σκοτόνω, πνίγω τα νὰ μὴ πολυλαλοῦσι,
καὶ παίρνω τα ʼς τὸ στόμα μου πέντʼ ἕξη μαζωμένα,
καὶ μέρος εἶναι ζωντανὰ καὶ μέρος εἶνʼ πνιμμένα,
καὶ κουβαλῶ τα ʼς τὸ κλαδὶ καὶ κρύβγω τα ʼς τὸ δάσο,
καὶ δὲν ἐβγαίνω ἀπὸ ʼκεῖ ὥστε ποῦ νὰ χορτάσω· 220
οἱ σκύλοι σὰν γροικήσωσι, τζιλιπουρδῶ καὶ φεύγω,
καὶ δὲν τοὺς χρῄζω τίποτες, μὰ τρέχοντας χορεύγω.
ἀνάγκη εἶναι τὸ λοιπὸν νὰ κλέψω γιὰ νὰ ζήσω,
διατί δὲν τὄχει ἡ φύσις μου νὰ πάγω νὰ ζητήσω,
ἀλλʼ οὐδὲ καταδέχομαι νὰ πάγω νὰ δουλέψω, 225
μόνον περιεργάζομαι τὸ τί νὰ πᾶ νὰ κλέψω.
αὐτὰ μὲ καθωδήγησαν ἐκεῖνοι οἱ γονεῖς μου,
καὶ μετʼ αὐτὰ ἐζούσανε αὐτοὶ κʼ οἱ συγγενεῖς μου·
εἰς τὰ κρυφοκλεψίματα κʼ εἰς τὴν τεχνολογίαν
ὁμοιάζω τὴν μητέρα μου ἐκείνην τὴν ἀγρίαν, 230
κʼ εἰς τὰ τζιλιπουρδίσματα κʼ εἰς τὴν ʼπιδεξιοσύνη
ὁμοιάζω τὸν πατέρα μου κʼ εἰς τὴν γλιγωροσύνη.
τίποτες δὲν ἀπόμεινεν ὅσα ʼξευραν ἐκεῖνοι,
νὰ μὴ μοῦ τʼ ἁρμηνέψουσι, κανένα νὰ μοῦ μείνῃ.
πόσα κʼ ἐγὼ καθημερνὰ γεννᾷ ὁ λογισμός μου, 235
ὡσὰν αὐτὰ καὶ πλειότερα γέμει τα ὁ λαιμός μου.
τὸν Κύριον ἐδόξασαν τὸν περευλογημένον,
τὸ πῶς ἐγέννησαν φυτὸν πολλὰ τετιμημένον.
μὲ τὴν εὐχή τους ζῶ καλὰ, ἀφέντισσα τοῦ κόσμου,
ἀλλʼ ἡ ζωὴ τῶν ὀρνιθιῶν εἶναι ὁ θάνατός μου. 240
πολλὰ μοῦ παραγγείλασιν ἐκεῖνʼ οἱ συγγενεῖς μου,
καὶ πάλιν μὲ τὸ στόμα τους μοῦ τό ʼπαν οἱ γονεῖς μου.
βλέπεσαι, θυγατέρα μου, τὰ σπήτια τῶν ἀρχόντων,
γιατʼ ἔχουν σκύλους δυνατοὺς κι ὅτινα πιάσουν, τρῶν τον,
καὶ νὰ θυμοῦμαι, μοῦ ʼπασι, τῆς γρᾶς τὸ καταλόγι, 245
κι ἀκούσετε τὸ τί ʼμιλεῖ, γροικήσετέ το ὅλοι.
'πʼ ἀφίνει σπήτια πτωχικὰ κι αρχοντικὰ γυρεύει,
ὁ διάβολος ʼς τὸν κῶλό του, κουκιὰ τοῦ μαγειρεύει,
γιατί ταῖς χήραις ταῖς πτωχαῖς ταῖς καταδικασμέναις
καθημερνῶς πολλαῖς ζημιαῖς τοὺς ἔχω καμωμέναις. 250
καὶ χήρα μιὰ κακότυχη καλὰ οὐδὲν ἐθώρειε,
νὰ γνέθῃ δὲν ἐδύνετο, νὰ κάτσῃ δὲν ἠμπόρειε,
καὶ σπήτι δὲν ἐπόταζεν, ἀμμʼ εἶχε μιὰν μπαράκα,
εἶχε καὶ ὄρνιθα παχειὰ, τὴν ἔλεγε Καβάκα.
αὐγὰ ἐγέννα δίκροκα, χοντρὰ παρὰ τὴν φύσι, 255
νὰ παραβγῇ τὴν πόρταν της δὲν ἤθελε νʼ ἀφήσῃ.
τὴν γρᾶν ἐπιβουλεύουμουν καὶ θώρουν την σὰν Χάρο.
ʼς τὸν νοῦν μου μέσα λόγιασα τὴν ὄρνιθα νὰ πάρω.
βλέπω, περιεργάζομαι, γάτα καὶ ἦτον γραῖα,
κʼ εἶχε τὴν τρίχα κόκκινην καὶ τὴν οὐρὰ μακρέα. 260
ἡ γραῖα τοὖχεν ὄνομα Περδίτζη νὰ τὸν κράζῃ,
εἰς τὸ μαλλί, εἰς τὴν οὐράν, ὅλως ἐμὲν ὁμοιάζει.
ἀγάπα καὶ τὴν ὄρνιθα, ἀγάπα τὸν Περδίτζη,
κι ὡσὰν παιδιά της τἄβλεπε, ἀγώρι καὶ κορίτσι.
κʼ ἕνα βραδὺ στοχάζομαι πῶς ἔλειπεν ὁ γάτης, 265
κι ἀντὶς τὸν γάτον πῆγα ʼγὼ καὶ κάθισα κοντά της.
καὶ βλέπει με ἡ κακογρᾶ, θαῤῥεῖ, ὁ γάτος εἶναι,
„ἂς τὸν ταγίσω“, λέγει δὰ, „καὶ πεινασμένος εἶναι.“
καὶ πιάνει με ἡ ἄθλια καὶ θὲ νὰ μὲ φιλήσῃ,
νὰ μὲ ταγίσῃ τίποτες καὶ νὰ μὲ κανακίσῃ. 270
σὰν εἶχε τὴν συνήθεια νὰ κάνῃ μὲ τὸν γάτον
καὶ μένα ἡ καρδία μου ἔτρεμε καὶ κλονᾶτον,
μήπως αὐτὴ ἡ κακογρᾶ λάχῃ καὶ μὲ γνωρίσῃ.
καὶ πιάσῃ με ʼπὸ τὸν λαιμὸν καὶ σχίσῃ καὶ μὲ πνίξῃ.
πλὴν ἡ εὐχὴ τῆς μάννας μου καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου 275
μοῦ βώθησε κʼ ἡ κακογρᾶ ἐβγῆκεν ἀπομπρός μου.
τότες ἐγὼ σηκόνομαι μὲ τὴν ʼπιδεξιοσύνην
καὶ σύμονα τῆς ὄρνιθας μὲ τὴν ταπεινοσύνην.
εὐθὺς ἁπλόνω, πιάνω την κάτωθεν τῆς τραπέζης,
καὶ λέγει μου ἡ κακογρᾶ „ἄς τηνε, καὶ μὴ παίζῃς.“ 280
ἐγὼ τὴν ἐκωλύσυρνα ἐκείνην τὴν Καβάκα,
καὶ κείνη ἐφτερούγιασε καὶ κράζει „κάκα, κάκα.“
ἐφώναζεν ἡ ὄρνιθα, ἡ γραῖα ἀπʼ ὀπίσω
„Περδίτζη μου, καὶ γύρισε, Περδίτζη, στρέψʼ ὀπίσω.“
κι ἀπὸ τὴν βιά μου τὴν πολλὴ ἐκόπʼ ἡ δύναμί μου, 285
ὁ ἵδρωτάς μου ἔτρεχε ἀπʼ ὅλο τὸ κορμί μου.
λοιπὸν ὡσὰν ἀπέσωσα εἰς τὸ βουνὶ ἀπάνω,
ἐκάθισα νʼ ἀναπαυθῶ, καμπόσο νʼ ἀνασάνω,
γιὰ νὰ γροικήσω καὶ τὴν γρᾶν αὐτὴν τὴν κακομοίραν,
αὐτὴν τὴν κακομάζαλην κατακαϋμένην χήραν. 290
πολλὰ ἐκείνη ἔκλαψε, μεγάλα ἐλυπήθη.
ὁλονυκτὶς ἐδέρνετο, ποσῶς δὲν ἐκοιμήθη.
λοιπὸν τῆς γραίας μʼ ἔπιασαν τὰ λόγια κʼ ᾑ κατάραις,
καὶ τότε παραιτήθηκα τοῦ κόσμου ταῖς ἀντάραις,
καὶ μεταγνώθω τὰ κακὰ ὁπῶ ʼχω καμωμένα, 295
καὶ πῶς δὲν ἔχω παντελῶς ἀπʼ αὖτα δουλεμένα.
καὶ ἀναβαίνω ʼς τὸ βουνὶ νὰ ʼπῶ τὴν προσευχή μου,
πρὸς τὰ κακὰ, τὰ ἔκαμα, νὰ σώσω τὴν ψυχή μου.
ἐνδύνομαι τὰ ῥάσα μου, κουρεύομʼ ἀπατή μου,
βαστῶ σταυρὸν καὶ πατερμᾶ, φορῶ καὶ τὸ μαντί μου, 300
καὶ δείχνω μεγαλόσχημη καὶ ʼμοιάζω σὰν ʼγουμένη,
κʼ εἰς τὴν καρδιά μου πονηριὰ ποσῶς δὲν ἀπομένει.“
ἰδὼν ὁ λύκος ἀληθῆ καὶ καθαρὰν καρδίαν,
τὴν πρὸς θεὸν εὐλάβειαν καὶ τὴν ἐξαγορίαν,
καὶ σπλαγχνικά ἐδάκρυσε καὶ ἐλυπήθηκέ την, 305
ἄνοιξε ταῖς ἀγκάλαις του καὶ προσεδέκτηκέ την.
„ἄμε, σοῦ λέγω σήμερον, νᾆσαι εὐλογημένη,
κι ἀπʼ ὅλα σου τὰ κρίματα νᾆσαι συγχωρεμένη.“
λέγει καὶ ταῦτα πρὸς αὐτήν „κυρία μου μεγάλη,
λαμπάδα εἶσαι ἀναφτὴ, μὲ δίχως μανουάλι. 310
τὴν πόρνην καὶ τὸν Μανασσῆ ἐσὺ τοὺς ἐμιμήθης,
τὰ κρίματά σου εἶπές τα, κατὰ τὰ ἐθυμήθης.“
τότες ἐστάθηκαν ὁμοῦ κʼ οἱ δύο συβαστῆκαν
κι ἀπʼ ὅλα τους τὰ κρίματα αὐτοὶ συγχωρεθῆκαν.
λέγουσι καὶ τὸν γάδαρον, „ἔλα καὶ σὺ, καλέ μου, 315
καὶ ὅλα σου τὰ κρίματα στάσου κι ἀνάγγειλέ μου.
ἰδὲς, θυμήσου τα καλὰ καὶ μὴν ἀλησμονήσῃς,
κι ἀπʼ ὅλα σου τὰ κρίματα κανένα μὴν ἀφήσῃς.“
ὁ λύκος τότε παρευθὺς ἐκάθισε κοντά τους,
φέρνει τὸν νομοκάνονα, θέτει τον ἔμπροστά τους, 320
λέγει, „κυρὰ, συντέκνισσα, βλέπε νὰ μὴν κοιμᾶσαι,
τὰ λόγια, ποῦ σοῦ θέλει ʼπῇ, κάμε νὰ τὰ θυμᾶσαι.“
εὐθὺς ὁ λύκος ἔπιασε χαρτὶ καὶ καλαμάρι,
γαδάρου τʼ ἁμαρτήματα ἐγγράφως γιὰ νὰ πάρῃ.
σὰν εἶδεν ὁ κὺρ γάδαρος, δὲν εἶχε τί ποιήσῃ, 325
καὶ λέγει ταῦτα πρὸς αὐτοὺς ἐν ἐξομολογήσει.
„ἐμένα ὁ ἀφέντης μου ἔπιανε κʼ ἐστρωνέ με
καὶ μέσα τὸ μεσάνυκτον ʼς τὸν κόπον ἔβανέ με,
καὶ φόρτονέ με λάχανα, σέλινα καὶ ἀντίδια,
σπανάκια, μαρουλλόφυλλα, ῥάπανα καὶ κρεμμύδια· 330
κʼ ἐγὼ ἀπὸ τὴν πεῖνά μου ὁποῦ ʼχα σὰν τὸ σκύλο
ἐγύριζα τὸ στόμα μου κʼ ἥρπουν κομμάτι φύλλο.
αὐτός σὰν ἦτον ἄτυχος, πάντα ἐβίγλιζέ με,
κι ὡσὰν μὲ ἤθελεν ἰδῇ, κακὰ ἐῤῥάβδιζέ με,
μὲ βέργα πάντα ἔδερνε τὰ δόλια τʼ αὐτιά μου, 335
καὶ ἔδερνε τὸν κῶλόν μου καὶ πόνουν τὰ πλευρά μου,
κι ἀπὸ τὸν πόνον τῶν ῥαβδιῶν κʼ ἐκ τοῦ περίσσου κόπου
ἀχάμνισάν μου τὰ νεφρὰ καὶ συχνοπορδοκόπου ——
τιμὴν νὰ ἔχετε ἐσεῖς, ἀφένταις ἐδικοί μου —— .
ἐμὲν ἐτοῦτα φύλαγεν ἡ μοῖρα ἡ κακή μου. 340
ἀλλʼ ὅμως ἐγροικήσατε τὰ ἁμαρτήματά μου
καὶ συγχωρήσετέ μού τα καὶ μὲ τὰ κρίματά μου.“
γροικῶντας ταῦτʼ ἡ ἀλουποῦ ἔσεισε τὸ κεφάλι
καὶ λέγει πρὸς τὸν γάδαρον μὲ μάνητα μεγάλη
„τί τζαμπουνίζεις, γάδαρε, καὶ τί στραβοκωλίζεις, 345
καί τʼ εἶνʼ αὐτὰ τὰ ψέματα καὶ τί ʼναι τὰ σαλίζεις;
στάσου ὀμπρός μας ὄμορφα καὶ ʼπές μας τὴν ἀλήθεια,
καὶ μὴ μᾶς λὲς, κὺρ γάδαρε, αὐτὰ τὰ παραμύθια.
αὐτά ʼναι λόγια τῶν κλεπτῶν καὶ ψεματολογίαις·
οὐ στέργομεν, οὐ θέλομεν τέτοιαις μυθολογίαις.“ 350
ὡς ἤκουσεν ὁ γάδαρος τῆς ἀλουποῦς τὰ λόγια,
ἀρχίνισε νὰ δέρνεται, νὰ λέγῃ μοιρολόγια,
καὶ λέγει τους „ἀφένταις μου, τί ἔχετε μὲ μένα;
καὶ ποῦρι τόσα κρίματα δὲν ἔχω καμωμένα.
μόνον τὸ μαρουλλόφυλλον ὁπῶ ʼχω φαγωμένον, 355
καὶ ποῦρι δέν τό ἔκλεψα, μά ʼχω το δουλεμένον.“
ὁ λύκος δὲ τῆς ἀλουποῦς ἐγύρισε καὶ λέγει
„τί τὸν ψηφᾷς τὸν γάδαρον, ἂν δέρνεται καὶ κλαίγει;
ἐσὺ τὸν νομοκάνονα ἄνοιξε, διάβασέ το,
τὸ γράμμα, ὁποῦ θὲς ἰδῇ, ἐσὺ ξεδιάλυσέ το.“ 360
τότες τὸν λύκον ἔκραξε καὶ στάθηκε κοντά της,
ὁρίζει καὶ τῆς φέρνουσι τὸν νόμον ἔμπροστά της,
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν ἀνοίγει καὶ διαβάζει,
καὶ τότες τὸν κὺρ γάδαρον γυρίζει κι ἀτιμάζει
„ἀφορισμένε γάδαρε καὶ τρισκαταραμένε, 365
αἱρετικὲ καὶ ʼπίβουλε, σκύλε μαγαρισμένε,
νὰ φᾷς τὸ μαρουλλόφυλλον ἐκεῖνο χωρὶς ʼξίδι!
καὶ πῶς δὲν ἐπνιγήκαμεν σὲ τοῦτο τὸ ταξίδι;
ἀλλʼ ὅμως, ἀσεβέστατε, κάμε νὰ τὸ κατέχῃς.
ὁ νόμος κατὰ πῶς ʼμιλεῖ, πλέον ζωὴ δὲν ἔχεις. 370
ʼς τὸ ἕβδομον κεφάλαιον τὸ ηὕρηκα γραμμένον,
νᾆναι κομμένη ἡ χέρα σου, τὸ ʼμάτι ἐβγαλμένον·
καὶ πάλιν ʼς τὸ δωδέκατον κεφάλαιον τοῦ νόμου
λέγει νὰ σὲ φουρκίσωμεν ἐγὼ κι ὁ σύντεκνός μου.“
ὅμως ἐδώκασι βουλὴ νὰ τὸν σκοτώσουν τοῦτον, 375
καὶ κεῖνος λέγει μέσα του „ὤ κακὴ ὥρα ὁποῦ ʼτον.“
παραμερᾷ ὁ γάδαρος τὸν λύκον καὶ τοῦ λέγει,
κʼ ἀπὸ τὴν παραπόνεσιν ἀρχίνισε νὰ κλαίγῃ·
„ἀφέντη λύκε, νὰ σοῦ ʼπῶ δυὸ λόγια νὰ γροικήσῃς.
ἐπεὶ μʼ ἐγγίζει θάνατος, σὰν ἔγινεν ἡ κρίσις. 380
τὸ χάρισμα ὁπῶ ʼχω ʼγὼ δὲν θέλω νὰ τὸ κρύψω.
ζῶντά μου θέλω κανενὸς νὰ τοῦ τʼ ἀποκαλύψω,
δὲν θέλω νὰ τʼ ἀφήσω ʼγὼ τὸ τάλαντον χωσμένον.
μὰ θέλω κανενὸς πτωχοῦ νὰ τὄχω δανεισμένον.
μήπως καὶ κολαστῶ ἐγώ εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνο, 385
διατί (δέν) εἶνʼ ἁμάρτημα μεγάλο σὰν αὐτῆνο.
ἤξευρε τὸ λοιπὸν, ἂν θες, χάρισμα ἔχω μέγαν
ὀπίσω εἰς τὸ πόδα μου, σὰν οἱ γονεῖς μου λέγαν.
καὶ ὅποιος μόνον τὸ ἰδῇ τὸ χάρισμα ποῦ λέγω.
ὅλοι του οἱ ἀντίδικοι φεύγουσι, σοῦ ὀμνέγω, 390
ἀκούει, βλέπει καὶ μακρὰ σαράντα ʼμερῶν στράτα,
κʼ εἰσὲ ῥοπὴν τοῦ ὀφθαλμοῦ γροικάει τὰ μαντάτα.“
ὁ λύκος δὲ ὡς ἤκουσεν, ἐπίστευσε μοναῦτα
καὶ τρέχει πρὸς τὴν ἀλουποῦ καὶ λέγει της τοιαῦτα·
ἡ ἀλουποῦ σὰν ἤκουσε, μὴ γνοὺς τὴν πονηρίαν 395
καὶ τοῦ γαδάρου τὴν βουλὴν ἔμεινε ʼς ἀπορίαν,
καὶ λέγει „ἀφέντη σύντεκνε, τὸ χάρισμα ἐκεῖνον
γοργὰ ἐπιμελήσου το, 'μίλησε μετὰ κεῖνον,
καὶ κάμε τρόπον κι ὀρδινιὰ νὰ σοῦ τʼ ἀποκαλύψῃ,
νὰ σοῦ τὸ δείξῃ σήμερον, πάσχισε νὰ μὴ λείψῃ 400
τοιαύτη χάρι θαυμαστὴ, νὰ μὴ χαθῇ ʼκ τοῦ κόσμου,
νὰ τὴν ἐπάρω ʼγὼ καὶ σὺ, ὁποῦ ʼσαι σύντροφός μου,
γιατί ἔχομεν ἐχθροὺς πολλοὺς ὁποῦ κακὸ μᾶς θέλουν,
νὰ ξεύρωμε τὰ βούλονται καὶ κεῖνα ποῦ μᾶς μέλλουν.“
ὁ λύκος τὸν κὺρ γάδαρον ἔκραξε καὶ ʼμιλᾷ του, 405
καὶ κεῖνος τὸν ἐγροίκησε πῶς στέκει καὶ γελᾷ του,
καὶ μουρμουρίζει, λέγει του μὲ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια,
ὅλα κεινοῦ τοῦ φαίνουνται καθάρια μοιρολόγια.
λέγει „ἀφέντη γάδαρε, τίποτε μὴ φοβᾶσαι,
νὰ σʼ ἀβιζάρω τίποτες ἦρθα γυρεύοντάς σε. 410
ἐχθὲς ἐβάλαμε βουλὴν μὲ τὴν συντέκνισσά μου,
τότες ὄντα τὴν ἔκραξα, κʼ ἦλθεν ἐδῶ κοντά μου,
τὰ κρίματα νὰ λύσωμεν, ὁπῶ ʼχεις καμωμένα,
καὶ νὰ τὰ συγχωρήσωμεν, νᾆναι συμπαθημένα.
παρακαλῶ σε, δεῖξέ μου ἐκεῖνο ποῦ κατέχεις 415
τὸ χάρισμα τὸ ἀκριβὸν ὁποῦ ʼς τὸν πόδα ἔχεις.“
ἐκεῖνος τʼ ἀποκρίθηκε καὶ ἔπαψε νὰ κλαίγῃ
„μετὰ χαρᾶς, ἀφέντη μου, εἴ τι ὁρίσεις“ λέγει.
„νὰ μὴν περάσῃ σήμερον, καὶ ʼγώ νὰ σοῦ τὸ δείξω,
ἀλήθεια τίποτες καὶ ʼγὼ θέλω νὰ σοῦ ζητήξω. 420
αὐτὴν τὴν χάριν σὰν ἰδῇς, εὐθὺς νὰ μʼ εὐλογήσῃς
κʼ εἰς τὴν ζωήν σου κανενὸς νὰ μὴν τὸ ʼμολογήσῃς.“
„νὰ σʼ εὐλογήσω, γάδαρε, καὶ νὰ σὲ συγχωρέσω,
καὶ νάμαι πάντα σκλάβος σου εἰς πρᾶγμα ποῦ ʼμπορέσω.“
ʼς τὸν νοῦν τους εἶχαν τὸ λοιπὸν νὰ λάβουσι τὴν χάριν 425
κʼ εἰς αὐτηνοῦ τὸν σφόντυλα νὰ δέσουσι λιθάρι,
καὶ τότες εἰς τὴν θάλασσαν συζώντανον νὰ ῥίξουν,
καὶ νὰ τὸν κωλοσύρουσιν ὥστε νὰ τὸν ἐπνίξουν,
νὰ τὸν ἐβγάλουν εἰς τὴν γῆν, τότες εἰς μιὸ νὰ πέψουν,
νἄρθουσιν ὅλα τὰ θηριὰ νὰ τόνε μακελλέψουν, 430
νὰ κόψουσι τὰ πόδια του, νὰ τόνε ξελαιμίσουν,
νὰ τόνε σκίσουν ʼς τὴν κοιλιά, νὰ τὸν παραγεμίσουν,
νὰ τόνε κάμουσι ψητὸν καὶ τότε νὰ καθίσουν,
νὰ φᾶν, νὰ πιοῦσι, νὰ χαροῦν, ὥστε ποῦ νὰ μεθύσουν.
ἐκεῖνοι ἐλέγασιν αὐτὰ κι αὐτὸς ἔκαμεν ἄλλα, 435
κʼ ἔκαμε πράγματα πολλὰ, καμώματα μεγάλα.
τέτοια τοῖς ἐκατάστησε σὰν ἤθελεν ἀτός του,
λέγει τοῦ λύκου νὰ σεβᾷ ʼς τὴν πρύμνην μοναχός του,
καὶ ἔτσι τὸν ὀρδίνιασε, γονατιστὸ νὰ στέκῃ
τρεῖς ὥραις καὶ νὰ δέεται, νὰ μὴ σαλεύσῃ ἀπέκει, 440
νὰ λέγῃ, νὰ παρακαλῇ „γάδαρε, σοῦ πιστεύω,
καὶ δὸς ἐμένα χάρισμα ἐκεῖνο τὸ γυρεύω,“
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν νὰ λέῃ τὸ πατερμᾶ του·
νὰ πάγῃ καὶ ἡ ἀλουποῦ, νὰ στέκεται κοντά του,
ὅταν ʼς τὸν λύκον κατεβῇ ἡ βουλομένη χάρι, 445
ἐκεῖ κι αὐτήνη νὰ ʼβρεθῇ δαμάκι γιὰ νὰ πάρῃ.
τότες ό γάδαρος εὐθὺς τζιλιπουρδᾷ καὶ κρεῖ τον,
καὶ ὄχι μόνον μιὰ φορὰ, μὰ δεύτερον καὶ τρίτον,
καὶ ῥίχνει τον ʼς τὸ πέλαγος, νὰ τόνε πνίξῃ θέλει,
κακὰ καὶ κακῶς ἔχοντα, ὡσὰν αὐτὸς δὲν θέλει. 450
καὶ εἶδεν ἡ κύρʼ ἀλουποῦ τὸν γάδαρον πῶς κάνει,
ἀπὸ τὸν φόβον τὸν πολὺν ἀρχίνισε νὰ κλάνῃ.
καὶ τότες ὁ κὺρ γάδαρος φωνάζει καὶ γκαρίζει
καὶ συχνοκατουρεῖ πυκνὰ καὶ συχνοπορδαλίζει.
συχνά πηδᾷ, τζιλιπουρδᾷ καὶ τὴν οὐραν σηκόνει, 455
πέφτει, κυλιέται, γέρνεται καὶ ἐξωματζουκόνει.
γυρεύει καὶ τὴν ἀλουποῦ τρέχει νὰ τήνε σώσῃ,
καὶ μὲ τὸ μπουσδουγένι του καμπόσαις νὰ τὴν δώσῃ.
αὐτὴ σὰν εἶδε κʼ ἔγινεν ὁ γάδαρος φρενίτης,
ʼς τὸ πέλαγος ἐγκρέμνισε κʼ ἔπεσε μοναχή της. 460
ἀπῆράν την τὰ κύματα, ʼς τὸν λύκον τὴν ἐβγάλα,
κι ἀπὸ τὸν φόβον πὤλαβεν, ἐφώναζε μεγάλα.
ἐκάθισαν νʼ ἀναπαυθοῦν, καμπόσον νʼ ἀνασάνουν,
γαδάρου τὰ καμώματα ἐκεῖ τʼ ἀναθιβάνουν.
ὁ λύκος τὴν κύρʼ ἀλουποῦ ἐρώτα την νὰ μάθῃ, 465
καὶ λέγει πῶς ἐτρόμαξε κι ὁ νοῦς της πῶς ἐπάρθη.
„ὅλα του τὰ καμώματα στέκομαι καὶ λογιάζω,
καὶ δὲν θυμοῦμαι νὰ τὰ ʼπῶ καὶ νὰ τὰ λογαριάζω.
ἐκ τὴν κοιλιά του ἔβγαλεν ὡσὰν ἀπελατίκι
μακρὺ, χοντρὸ καὶ κόκκινον, κʼ ἦτον δίχως μανίκι. 470
λέγει μου· ἔλα γλίγωρα — τί στέκεις καὶ παντέχεις
γιὰ νὰ σοῦ κάμω τὴν δουλειὰ ἐκείνη ὁποῦ κατέχεις;
καὶ τρόμαξα, σὰν τʼ ἄκουσα, κʼ ἔχεσα τὸ βρακκί μου,
ἄφηκα καὶ τὰ ῥοῦχά μου, γεμάτο τὸ σακκί μου,
καὶ γκρέμνισα ʼς τὸ πέλαγος, μόναι γιὰ νὰ γλυτώσω 475
ἐκ τὴν περίσσα συμφορὰ κʼ ἐκ τὸ κακὸν τὸ τόσον.“
„ʼπές μου, κυρὰ συντέκνισσα, γάδαρος ὄντα πήδα,
τὸ πελατίκι, ὁποῦ λὲς, ἐγὼ ποσῶς δὲν εἶδα.“
„κὺρ σύντεκνέ μου, κάτεχε, ἐκ τὴν κοιλιά του ʼβγῆκε
καὶ σείσθη καὶ λυγίσθηκε καὶ πάλι μέσα ʼμπῆκε. 480
θαῤῥῶ ὅτι ἡ κοιλία του νᾆναι ἁρματοθήκη,
κʼ εἰς εἴτι πόλεμον ἐμπῇ, ἐκεῖνος νἄχῃ νίκη,
βουμπάρδαις νἄχῃ μπρούνζιναις, τουφέκια γεμισμένα,
νἄχῃ καὶ βόλιʼ ἀρίθμητα, δισάκκια κρεμασμένα.
ἡ τύχη μᾶς ἐβώθησε νὰ μὴ μᾶς θανατώσῃ 485
καὶ πάλιν ὡς τὸ ὕστερον ὁ θεὸς νὰ μᾶς γλυτώσῃ.“
ʼρωτᾷ τον καὶ ἡ ἀλουποῦ· „σύντεκνε, πῶς ὑπάγεις,
καὶ πῶς ἐταπεινώθηκες καὶ πῶς ἐκατατάγης;“
λέγει την „μὴ μὲ ἐρωτᾷς καὶ μὴ μοῦ συντυχαίνῃς,
κι ἀπὸ τὴν σήμερον ποσῶς καλὸ μὴ παντυχαίνῃς. 490
θωρεῖς, κυρὰ συντέκνισσα, χωρὶς τὰ ʼδόντια εἶμαι,
τὄνα μου μάτι ἔχασα, καὶ τἄλλο μου πονεῖ με.
ὡσὰν ἐτζιλιπούρδησεν, ἐξάφνου ἔδωσέ με,
καὶ μέσα εἰς τὸ κούτελο ἡ κοπανιὰ ἔσωσέ με·
ἐφάνη μου, ὁ οὐρανὸς ἐχάλασε κι ὁ κόσμος, 495
καὶ ἄστραψε καὶ βρόντησε, καὶ γίνη μέγας τρόμος.
κι ὄνταν αὐτὸς μὲ κτύπησε τὴν κοπανιὰν ἐκείνη,
ἐπρίσθη τὸ κεφάλι μου κι ὡσάν ἀσκὶ ἐγίνη,
κι ἀστράψασι τὰ ʼμάτια μου καὶ τάραξʼ ὁ μυαλός μου,
καὶ τρόμαξαν τὰ σωθικὰ καὶ χάθη ὁ λογισμός μου, 500
κι ὁ νοῦς μου ἐσκοτίσθηκε, δὲν εἶναι μετὰ μένα,
καὶ πέσασι τά ʼδόντια μου, δὲν ἔμεινε κανένα.
ἐγὼ, κυρὰ συντέκνισσα, ʼς ἐσὲν ἐθάῤῥουν πάντα,
νὰ ξεύρῃς ὅλαις ταῖς δουλειαῖς κι ὅλα τὰ κοντραπάντα,
καὶ θάῤῥουν νἄχῃς φρόνεσιν, μυαλὸν εἰς τὸ κεφάλι, 505
καὶ τὰ καμώματα αὐτὰ κανένα μὴ σοῦ σφάλῃ,
γιατί καυχάσουν κʼ ἔλεγες, πῶς ἤσουνε μαντεύτρια,
καὶ τοῦ κὺρ Λέου τοῦ σοφοῦ ἤσουνε μαθητεύτρια.
καὶ δὲν μοῦ λέγεις κʼ ἤσουνε πουτάνα καὶ μεθύστρα
καὶ φραντζιασμένη καὶ λωβὴ καὶ μιὰ κακὴ μαυλίστρα, 510
ὁποῦ μὲ ἐξεμυάλισες καὶ πῆρές μου μετά σου,
καὶ νὰ χαθῶ ἐκόντεψα ἐκ τὰ καμώματά σου.
πάντοτε σὺ μοῦ ἔλεγες, πῶς ἔχεις τόση γνῶσι,
καὶ τώρα ὁ κὺρ γάδαρος ἑμᾶς νὰ ταπεινώσῃ;
δὲν ἔχω γιὰ τὴν γνῶσίν του οὐδὲ τὴν πονηρίαν, 515
ἀμμʼ ἔχω, πῶς ἐγέλασεν ἑμᾶς τὰ δυὸ θηρία.“
ἐκείνη ἀποκρίθηκε, „σύντεκνε, νὰ κατέχῃς,
κανένα δίκῃο εἰς αὐτὸ ἠξεύρω πῶς δὲν ἔχεις.
ἡ γνῶσις εἶναι πανταχοῦ ʼς τὸν κόσμον διεσπαρμένη,
κʼ εἰς ἅπαντας ἡ φρόνεσις εἶναι διασκορπισμένη. 520
καλὰ καὶ εἶναι γάδαρος καὶ καταφρονεμένος,
ἂν ἒν καὶ κακοῤῥίζικος καὶ καταδικασμένος,
εἶδε πολλὴν τὴν ἀδικιὰ καὶ τὴν κακοφαντιά μας,
τὴν ἀτοπίαν τὴν πολλὴν καὶ τὴν συκοφαντιά μας,
καὶ νόησιν τοῦ ἔδωκαν ἀντάμα μὲ τὴν γνῶσι, 525
δίχως νὰ ξεύρῃ μάθημα, καὶ γράμμα νʼ ἀναγνώσῃ,
καὶ ῥήτορας ἐγίνηκε νὰ μᾶς καταμυτώσῃ
καὶ μέσʼ ἀπὸ τὰ χέρια μας νὰ φύγῃ, νὰ γλυτώσῃ.
καὶ ὄχι μόνον ἔφυγε, μὰ καὶ κοπάνισέ μας,
ἀνόητους μᾶς ἔδειξε καὶ κατασβόλωσέ μας, 530
ἐπῆρε καὶ τὰ ῥοῦχά μας καὶ ἐξεγύμνωσέ μας,
ἐπῆρέ μας καὶ τὴν τιμὴν καὶ κατεντρόπιασέ μας.“
χαρὰ ʼς ἐσὲ, κὺρ γάδαρε, καὶ μὲ τὴν φρόνησίν σου,
γιατί μὲ γνῶσιν ἔφυγες, μὲ τὴν προτίμησίν σου.