Γέρακας
Γέρακας Συγγραφέας: |
Λόγια τῆς πλώρης (1924) |
ΧΥΘΗΚΕ τρελλοβοριᾶς στὸ πέλαγο, σήκωσε μεσουρανὶς τὸ κῦμα. Ἀφροὶ κατάσπροι ἁπλώνονται ὁλοῦθε· βουνὰ ψηλώνουν καὶ ἀνοίγουν ἄβυσσοι. Ἀθέμελο τὸ νερό, ἄβουλο, στοῦ ἀνέμου τὸ θέλημα παραδομένο κλωθογυρίζει μέσα στὰ νησιά, δέρνεται καὶ στενάζει ἀπάνω στὰ χάλαρα, φεύγει στὴ νοτιὰ μὲ γοργὰ πηδήματα. Οἱ στεριὲς γύρω, οἱ κάβοι, οἱ κόρφοι στέκουν ἀφροζωσμένοι καὶ ἀχνωμέτωποι. Ψηλὰ δὲν ἔχει σύγνεφα ὁ οὐρανός· τὰ σάρωσε ὁ ἄνεμος. Κάτω δὲν ἔχει πλεούμενα ἡ θάλασσα· τὰ ἔκλεισε ὁ φόβος στὰ λιμάνια. Ὁ ἥλιος μονάχος γοργογυρίζει ψηλὰ καὶ κάτω ἀρμενίζει τὸ τρεχαντῆρι τοῦ Βαλμᾶ, τῆς λύσσας καὶ τῆς φρίκης μοναχικὸ ἀνάπαιγμα. Δὲν τὸν τρομάζει τὸ βοριᾶ, δὲν τὸ ψηφᾷ τὸ κῦμα. Ἔχει πισσαλειμμένο τὸ σκαφίδι του· ἔχει σκαρμοὺς ἀπὸ πρινάρι, κατάρτια ἐλάτινα· πανιὰ καὶ ἄρμενα γερά. Κι’ ἔχει γιὰ καπετάνιο δράκο τῆς θάλασσας· ἔχει γιὰ ναύτῃ τοῦ δράκου τὸν ὑγιό· ἔχει ναυτόπουλο ἕνα κλαψιάρικο παιδί. Θυμώνει-ξεθυμώνει ὁ ναύτης· βλαστημᾷ καὶ μάχεται ὁ καπετάνιος. Καὶ τὸ ξύλο λεβέντικα φεύγει καὶ χάνεται ἀπάνω στὸ νερό, ποῦ σηκώνεται πύργος νὰ τοῦ φράξῃ τὸ δρόμο, ποῦ ἁπλώνει πλοκάμια νὰ τὸ σύρῃ στοὺς βυθούς.
— Ἔ, μωρὲ παιδί· πιάσε καλὰ τὸ τιμόνι καὶ κυβέρνα το ἄφοβα· λέει ὁ καπετάνιος στὸ ναύτη του. Ἐγὼ νυστάζω καὶ πάω νὰ κοιμηθῶ. Στὸ λιμάνι σὰν φτάσῃς μὲ ξυπνᾷς.
— Καλά, πατέρα· πήγαινε κι’ ἔνια σου.
Μικρὸς βγῆκε ὁ Βαλμᾶς ἀπ’ τὸ νησὶ καὶ γύρισε πενηντάρης, μὲ ἄσπρα μαλλιὰ στὸ κεφάλι, μὲ τὸ Γιώργη δεκοχτὼ χρονῶν καὶ μὲ τὸ ξύλο φρεσκοχτισμένο καὶ πισσαλειμένο, λυγερὸ καὶ καλοθάλασσο. Μὰ τί ἔγινε τόσον καιρὸ; Ποῦ πῆγε, ποῦ στάθηκε, πῶς βρῆκε τὸ παιδί, πῶς ἀπόχτησε τὸ τρεχαντῆρι; κανεὶς δὲν ἔμαθε ποτέ.—Τὸ παιδί μου! ἔλεγε· τὸ τρεχαντῆρι μου· τίποτ’ ἄλλο. Καὶ ἂν θάρρευε κανένας γέροντας, κάποια γριὰ καὶ τὸν ρωτοῦσε καταποῦ πέρασε τὴ ζωή του, σούφρωνε τὰ φρύδια, τὸ χέρι ἅπλωνε κι’ ἔλεγε ἀόριστα καὶ μυστικά:
— Πέρα κάτω· στὴν Ἄσπρη θάλασσα.
Μὰ ἡ Ἄσπρη θάλασσα εἶνε μεγάλη. Ἀρχίζει ἀπὸ τὸ Γιβραλτάρι καὶ φτάνει στὴ Συρία. Σὲ ποιὸ μέρος τῆς Ἄσπρης ἦταν ὁ Βαλμᾶς; Ἄρχισαν οἱ νησιῶτες ἄντρες καὶ γυναῖκες, νὰ δαιμονίζονται. Μὲ τὴ φαντασία ψαχούλεψαν κάθε νησί της, κάθε χωριό, κάθε μαχαλᾶ· ἔπιαναν κάθε ξενοπάτη καὶ τὸν ξετάζανε:—Μπρὲ καλέ μου, μπρὲ ἄρχοντα! Ἕνας ψηλός, ἕνας λυγνός, ἕνας ἀρχάγγελος ὁ καπετὰν Βαλμᾶς, μή στάθηκε στὸ νησί σας; μὴν παντρεύτηκε; μὴν ἔκαμε παιδί, ποῦ τὸ λένε Γιώργη; μὴν ἀπόχτησε ἕνα τρεχαντῆρι, τὸ «Μπιούτη;»—Ὄχι· ὄχι· δὲν τὸν εἴδαμε, δὲν τὸν ἀκούσαμε· ὄχι!
Οἱ νησιῶτες ἄφρισαν: Μωρὲ διάβολε! Καὶ βελόνι νὰ ἦταν κάπου θὰ βρόνταε. Τέλος γυρεύοντας ἐδῶ καὶ κεῖ, πὲς ὁ ἕνας τὸ κοντὸ του κι’ ὁ ἄλλος τὸ μακρύ του, ἔπλεξαν τὴν ἱστορία του. Ναί· ὁ καπετὰν Βαλμᾶς λέει πῶς πῆγε στὴν Ἄσπρη θάλασσα· μὰ δὲ στάθηκε στὴν Ἄσπρη θάλασσα. Πῆγε στὴν Ἀμέρικα. Ἐκεῖ παντρεύτηκε μὲ μιὰν Ἀμερικάνα ἰδιότροπη, ποῦ τοῦ γέννησε τὸ παιδί. Ἔπειτα ἡ Ἀμερικάνα πέθανε ἢ τοῦ ἔφυγε ἢ καὶ τὴ σκότωσε—εἶχε δὰ καὶ στὸ βλέμμα κατιτί ἄγριο σὰν τοῦ φονιά.—Λοιπὸν τὴ σκότωσε. Ἀγόρασε τὸ ξύλο. Μπᾶ! αὐτὸς ν’ ἀγοράσῃ; αὐτὸς νὰ δουλέψῃ; Νά, σὲ κάποιο κόρφο τὸ βρῆκε ἀραγμένο, πήδησε μέσα τὴ νύχτα, σκότωσε τὸν καραβοκύρη μὲ τὸν λάζο του—εἶχε δὰ κι’ ἕνα φοβερὸ λάζο!—ἔβαλε μέσα τὸ παιδί του καὶ γύρισε στὸ νησί. Τ’ ὄνομα τοῦ τρεχαντηριοῦ δὲν ἦταν ἄλλο παρὰ τ’ ὄνομα ποῦ εἶχε ἡ Ἀμερικάνα. Παράξενη γυναίκα παράξενο καὶ τ’ ὄνομά της. Ἔτσι τὰ κομπόδεσαν καὶ ἡσύχασαν ὅλοι τους.
Ὁ καπετὰν Βαλμᾶς ἔφερε καὶ μετρητὰ στὴν πατρίδα. Ἧβρε τὸ πατρικό του χάλασμα τὸν κῆπο χέρσο· τὴν οἰκογένειά του ξεκληρισμένη. Μονάχα τὸ σπίτι διόρθωσε γιὰ νὰ ξεχειμάζῃ. Οὔτε κῆπο φρόντισε οὔτε ἄλλο τίποτα. Ρίχτηκε στὴ δουλειά. Ταξίδευε σερμαγιά· καπετάνιος καὶ φορτωτὴς μαζί. Ἀπὸ τὸ νησὶ στὸν Πειραιᾶ, ἀπὸ τὸν Πειραιᾶ στὰ Δαρδανέλλια· ἀπὸ τὰ Δαρδανέλλια στὰ Ροδονήσια· καὶ πάλε πίσω στὸν Πειραιᾶ· πίσω πάλε στὸ νησί του. Καὶ δὲν εἶχε ἄλλο μέσα στὸ τρεχαντῆρι. Αὐτὸς καὶ ὁ γιός του καὶ ὁ Ρουφογάλης, ἕνας σκύλος μαλλιαρός, ἀγριομούτσουνος καὶ φωνακλᾶς. Εἶχε καὶ τὸ ναυτόπουλο γιὰ νὰ τοὺς κάνει τὶς δουλειές. Τίποτ’ ἄλλο.
Μὰ οὔτε κι’ ἀγάπη εἶχε ἄλλη ὁ Βαλμᾶς ἀπὸ τὶς δυό, τὶς πρῶτες του: τὸ τρεχαντῆρι καὶ τὸ παιδί του. Ἕνα σχοινάκι νὰ κοβότανε ἀπὸ τὸ ξύλο ἦταν καλὸς νὰ χαλάσῃ κόσμο. Κεφάλι νὰ ἔλεγε τὸ παιδὶ πῶς τοῦ πονεῖ, ἔκλαιγε σὰν γυναῖκα. Τὸ τρεχαντῆρι σὲ κάθε λιμάνι τὸ ἔβαφε, τὸ στόλιζε, τὸ γλυκοκοίταζε σὰν καλὸς καβαλλάρης τὸ ἄλογό του· πολλὲς φορὲς ἄνοιγε κουβέντα μαζί του. Τὸ παιδὶ κάθε βράδυ στὰ γόνατα τὸ ἔπαιρνε, τὸ κύλαε, τὸ ψηλαφοῦσε στὰ ξανθόσγουρα μαλλιά, τὸ φιλοῦσε παθητικὰ σὰν ἐρωμένη.
— Παιδί μου—Μπιούτη μου! τρυφεροψιθύριζε.
Τόσο τὰ εἶχε σφιχτὰ στὴν ἀγάπη του, ποῦ δὲν ἤξερε καλὰ–καλὰ ποιὸ ἦταν τὸ παιδὶ καὶ ποιὸ τὸ ξύλο του.
Τόρα ὅμως ξένιαστος ροχάλιζε στὸ κρεβάτι του ὁ καπετὰν Βαλμᾶς. Εἶχε μαζὶ καὶ τὰ δυό. Τὸ παιδὶ καθότανε στοιχειὸ στὸ τιμόνι· τὸ τρεχαντῆρι ἔφευγε στὰ κύματα. Δὲν τὸν τρομάζει τὸ βοριᾶ, δὲν τὸ ψηφᾷ τὸ κῦμα. Ἀλλὰ καὶ κεῖνα δὲν τὸ ψηφοῦν τὸ καρυδόφλουδο. Καντάρια πέφτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ ψηλά, μεστώνει τὰ πανιά, σχοινιὰ λυγίζει, τὰ κατάρτια σκουντᾷ· τρώγει τοὺς μακαράδες καὶ τὰ σίδερα στὸ πεταχτὸ διάβα του. Φύλλο περνᾷ, φύλλο πλακώνει, ἄλλο φύλλο ἀρματώνεται στὸ ἄπειρο. Καὶ κάτω τὸ νερὸ δέρνεται καὶ φουσκώνει, ἀφρίζει καὶ μανίζει ἐχθρὸς τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὁ ναύτης μάταια προσπαθεῖ νὰ κρατήσῃ γραμμὴ στὴ σκάφη του. Ξεσχίζονται τ’ ἀπάνω πανιὰ καὶ φεύγουν ἀνεμοπαρμένα πούπουλα περαδῶθε. Πλάνο τὸ κῦμα ἀντὶ νὰ σπρώξῃ δεξιὰ τὸ τρεχαντῆρι, ἀριστερὰ τὸ πλαγιάζει, τὸ παραδίνει στ’ ἀνοιχτά.
Τὸ ναυτόπουλο ἀρχίζει πάλι τὰ κλάματα.
— Μωρέ, Γιώργη, ποῦ πᾶμε; χαθήκαμε! Ἄσε νὰ ξυπνήσω τὸν καπετάνιο.
— Σκασμός, πούστη! Μὴ βγάλῃς ἄχνα γιατὶ σ’ ἔφαγα!
Ὁ ναύτης φιλότιμος δὲ θέλει νὰ κράξη βοήθεια τὸν πατέρα του. Ναί, εἶνε καλὸς δουλευτής· δὲν εἶνε ὅμως καὶ πιδέξιος κυβερνήτης. Ἡ ὥρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι καὶ τέχνη. Ἂν ξύπναε ὁ καπετὰν Βαλμᾶς, εὔκολα θὰ ἔβαζε τὴ σκάφη στὸ δρόμο της. Μὰ ὁ Γιώργης δὲ θὰ τὸν ξυπνήσῃ ποτέ.—Τί ἄνεμο! λέει· δὲ μπορῶ νὰ ταξειδέψω ἕνα σκαφίδι καὶ γώ !… Ἔδεσε τὸ τιμόνι καὶ ἄρχισε μὲ τὸ ναυτόπουλο νὰ μαζώνῃ πανιά! Μὰ ὁ καιρὸς τὸν κεφάλωσε. Μιὰ σπιλιάδα ἔρχεται καὶ κόβει τὸ πρυμνιὸ κατάρτι στὴ μέση.
Μὲ τὸ βρόντο πετάχτηκε ὁ καπετὰν Βαλμᾶς. Κοιτάζει, τί νὰ ἰδῇ! Ἐμπρὸς κάπνιζε ὁ Καβομαλιᾶς. Ὁ πέτρινος ἐλέφαντας στὴ θάλασσα προυμυτισμένος, τίναζε νεροστρόβιλους στ’ ἀστέρια. Μηδὲ Τσιρίγο μηδὲ Ἡλοὶ ξεχώριζαν πουθενά. Ἄχνα τὸ νερὸ τὰ σκέπαζε ἀπὸ ἄκρη σ’ ἄκρη. Τὸ πρόσωπό του κιτρίνισε σὰ λεμόνι· τὰ μάτια του ἔσταξαν αἷμα καὶ χολή. Ἀσυλλόγιστα ἔφερε τὸ χέρι στὸ στυλέτο.
— Βρὲ ἄθεε· ἀγριομίλησε· ποῦ πᾷς νὰ μᾶς πνίξῃς!
— Μὲ πῆρε στὸ φτερό· δὲν τὸ κατάλαβα· ψιθύρισε ἄτολμα.
— Γιατί μωρέ, δὲ μὲ ξύπναες;
Ρίχνεται ἀπάνω στὸ δοιάκι γιὰ νὰ ὀρτσάρῃ· ποῦ νὰ ὀρτσάρῃ; Δὲν εἶχε καιρό. Τ’ ὄμορφο τρεχαντῆρι ἔτρεχε δαιμονισμένο ἀπάνω στὴ στεριά. Καὶ κείνη, πέτρα μοναχὴ στεκότανε ἀντίκρυ, περιφρονῶντας τὰ κύματα ποῦ βρουχιόνταν στὰ πόδια της καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ καπετάνιου ποῦ λάχτιζε ὠργισμένη τὰ δασὰ στέρνα του. Τρικυμία στὸ γιαλό, τρικυμία καὶ στὸ καράβι μέσα. Ρέκαζε ἡ θάλασσα, ρέκαζε κι’ ὁ καπετὰν Βαλμᾶς. Κοίταζε ἐμπρὸς τὴ στεριὰ ποῦ πήγαινε ἀθέλητα μὲ μάτι ἄγριο, λὲς κι’ ἔπασχε νὰ τὴν ἀνοίξῃ μὲ τὸ βλέμμα του· κοίταζε καὶ τὸ παιδὶ στὸ δοιάκι λουφασμένο σὰν βροχοδαρμένο λαγουδάκι. Ἔδειχνε γροθιὰ στὴ στεριά, γροθιὰ στὸν ἄνεμο πίσω του· γροθιὰ στὸ κῦμα ποῦ καβαλλίκευε τὸ ξύλο, κούρσευε τὸ κατάστρωμα. Δυὸ φορὲς ἔσυρε τὸ χέρι στὸ στυλέτο· πάλε τὸ ἄφησε.
— Ὢχ Θέ μου! εἶπε βαρυστενάζοντας· πνίξε με νὰ μὴν κριματίσω.
Ἄξαφνα ὅμως ὁ Γιώργης τινάχτηκε ὁλόρθος κι’ ἔπεσε ἀπάνω στὸ τιμόνι μὲ ὅλη του τὴ δύναμη. Κάποια ἐλπίδα μέσα του ἀνάτειλε· στὸ νοῦ του κάποιο λιμάνι ἥσυχο ζωγραφίθηκε. Στὴν ἄγρια πέτρα ἀπάνω ἡ ψυχὴ μάντεψε ἀγκαλιὰ καλόγνωμη. Τὸ τρεχαντῆρι διάβηκε ἀπὸ τὴν Καβοκαμήλα, λόξεψε στὸν ἄνεμο κι’ ἔσυρε γραμμὴ καταπάνω στὴ στεριά.
— Τί κάνεις αὐτοῦ, μωρέ! ἀγριοφώναξε ὁ καπετάνιος.
— Στὸ λιμάνι, πατέρα μου· ἐκεῖ εἶνε πόρτο.
— Τί πόρτο, ἄτιμε! τί λιμάνι μοῦ λές; Νομίζεις πῶς θὰ μὲ γελάσῃς;
— Ὄχι, σοῦ λέω, πατέρα· εἶνε πόρτο μπροστά μας.
Ὁ Βαλμᾶς δὲν ἤθελε νὰ πιστέψῃ καθόλου. Ἀπελπισμένος ὅμως ἔδραμε στὸ διάκι, ἔβαλε ὅλη του τὴ δύναμη. Μὰ τίποτα δὲν ξεχωρίζει πουθενά. Ἡ στεριὰ ψηλώνει ἀκόμη πέτρα μονοκόματη, ἄγρια σὰν ὀστρακοντυμένος κολοσσός. Οὔτε σχισμάδα δείχνει, οὔτε λάκκωμα στὶς πλαγιές. Καὶ τὸ νερὸ ἀκούραστο ἀφροκοπανίζει τὰ πόδια της, πλένει τα καὶ λευκαίνει, δοῦλος ταπεινὸς καὶ μαζὶ ἐχθρός της θανάσιμος. Καὶ τὸ «Μπιούτη» ἀκράτητο φεύγει, σὰν νὰ τὸ κράζῃ ποθητὸ φάντασμα. Δυὸ τρεῖς ὀργιὲς ἀκόμη καὶ θὰ κουντρήσῃ στὸ μάρμαρο.
Τὸν καπετὰν Βαλμᾶ φριχτὴ τὸν δέρνει ὑποψία. Τὸ παιδί του θέλει νὰ παίξῃ μὲ τὴ στερνή του ὥρα! Τραγικὸ βλέπει ἐμπρός του ὅραμα: ξύλα–μαδέρια τὸ τρεχαντῆρι στὸ βράχο καὶ τ’ ὄνομά του ἀνάμπαιγμα στὰ χείλη τῶν θαλασσινῶν. Δὲν κρατήθηκε περισσότερο. Ἔσυρε ἀπὸ τὴ ζώνη τὸ στυλέτο καὶ χύθηκε ἀπάνω στὴν ἀγάπη του, τὴν ὥρα ποῦ τὸ τσιμποῦκι ὁργιὰ ἤθελε νὰ χωθῇ στὴν πέτρα. Ἅρπαξε τὸ Γιώργη ἀπὸ τὰ μαλλιά, πίσω γύρισε τὸ κεφάλι του καὶ τὸ στυλέτο ἄστραψε στὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Μὰ τὴν ἴδια στιγμὴ κῦμα θεόρατο καβάλληκε τὴν πρύμη, χώρισε τὸ σφάχτη ἀπὸ τὸ σφαχτάρι του. Τὸ τρεχαντῆρι μ’ ἕνα τρέμουλο, σὰν νὰ ἦταν τὸ ἴδιο τὸ σφαχτάρι στάθηκε ἀκίνητο. Οὔτε κῦμα τὸ δρένει, οὔτε ἄνεμος πιά. Λιμανάκι ὁλοστρόγγυλο μὲ καταπράσινες πλαγιές, μὲ σπιτάκια πασίχαρα, μὲ κάστρου χαλάσματα ζερβόδεξα ἀνοίγει ἐμπρὸς στὸ θαλασσόδαρτο ξύλο. Ὁ ἥλιος βασιλεύοντας κατάρραχα πορφυροβάφει στρωτὸ γυαλὶ τὰ νερὰ καὶ καθρεφτίζει παράμορφα τὰ κουρέλια τῶν πανιῶν, τῶν ἀρμένων τὰ ξεσκλήδια, δίνει χαρὰ σὲ ψυχωμένα κι’ ἄψυχα. Ὁ Ρουφογάλης χαιρετᾶ μὲ τρανταχτὰ γαυγίσματα τὸ περιγιάλι. Τὸ ναυτόπουλο τραγουδᾷ σκαρφαλώνοντος στὸ κατάρτι. Καὶ πίσω ἀπὸ τὸ κάσαρο ταπεινὸς καὶ περίλυπος ὁ καπετὰν Βαλμᾶς, κρύβει τὸ πρόσωπό του ἀπάνω στὸ πανιασμένο στῆθος τοῦ μοναχογιοῦ.
Ἔτσι ἔμαθαν οἱ ναυτικοὶ τὸ λιμάνι τοῦ Γέρακα.