Βαβυλωνία/Πράξις πέμπτη

Από Βικιθήκη
Βαβυλωνία
Συγγραφέας:
Πράξις πέμπτη


ΣΚΗΝΗ Α΄[Επεξεργασία]

(Ο Αστυνόμος μόνος εις το κατάστημα, ακουμβισμένος εις την τράπεζαν του γραφείου του)


ΑΣΤ. (Καθ' εαυτόν) Ύστερα απέ ούλες ετούτες τσι εζάμινες που έκαμα, δεν έβγανα τίποτσι... Οι μπιστεμένοι μου στρατιώτες μού πιάσανε το Λιάπη... αυτοί είναι διαόλλου κάρτσες. Τώρα τσι έχω ούλους τσι διαόλλους αρέστο.... ιν τάντο πρέπει να κάμω τ' άττα μου και τα ραπόρτα μου στη Διοίκησι, και να μη μορογάρω...· αυτά τα οφφίτσια, αυτές τσι σκοτούρες έχουνε, και για μικρά πράματα ξεπέφτει τ' ονόρ τ' αθρώπου... Πού ν' άν' ο γραμματικός μου; (φωνάζει) Γραμματικέ!!! (καθ' εαυτόν) Κι άμα δα ξέρω κι αυτός ο διάολλος πού προβατεί; τι κακό είναι να μη ξέρη κανείς να γράφη μοναχός του... Και τι να γράψω, που το τσερβέλλο μου είναι ούλο σαν κλούβιο αυγό απέ τσι εζάμινες, απέ τσι φωνές, κι απέ τόσους διαόλλους, που δεν μπόρεσα να βγάνω τίποτσι, κι αν έκαμα τούττο ιλ ποσίμπιλε να μάθω αν ήτανε κάζο πενσάτο... Ο ένας μου μίλλαγιε τούρκικα, άλλος ελληνικά, ο άλλος μ' ούλεγε γίδες και ταρνανάδες κι αλεπούδες, κι ο άλλος τσι σολομονικές του...· και δα τσι θυμούμαι ούλους;... κι απού μέσα απ' όνα λαβύριντο τέτοιο, τι διάολλο να μπορέση να περσουαδεριστή κανείς, που δεν καταλαβαίνει πρώτ' απ' ούλα τσι γλώσσες τους... Ας μη μορογάρω ντούνκε όσο έχω τη γκάουζα στο νου μου, μπα και μου φύγη καμμιά σέργια οσερβατσιόνε· κι άμα ξέρω πού να τρέχη κι αυτός ο κανάγιας ο Γραμματικός μου; (φωνάζει) Γραμματικέ!!!....· (καθ' εαυτόν) ξαφνικό να σ' ούρτη...· μπιλλιάρδο θα παίζη ο μπιρμπάντες σε καμμιά καφεταρία ή θ' άναι σε καμμιά απ' εκειές τσι παστρικές τσι κονβερσατσιόνες.

ΣΚΗΝΗ Β΄[Επεξεργασία]

(Ο Γραμματεύς του Αστυνόμου εισέρχεται ιδρωμένος, κάθεται εις την τράπεζα, και με εν μανδήλι βρεγμένον από λεβάντα στεγνώνει τον ιδρώτα του)
Αστυνόμος, και ο Γραμματεύς


ΑΣΤ. Ω, ντζόγια μου μυρουδίες!... ω, μάτια μου, μουσκίες!... και π' ούσουνε γιομά που σε φούγιαζα δυο ώρες;

ΓΡΑΜ. Σε μια βίζιτα που είχε τ' όνομά της.

ΑΣΤ. Και πώς τήνε λέγανε γιαμά;

ΓΡΑΜ. Λουτσία.

ΑΣΤ. Και' κει σε τσι αλείψανε αυτές τσι μουσκίες;

ΓΡΑΜ. Με τρατάρανε ολίγη λεβάντα.

ΑΣΤ. Άφσ' τσι μουσκίες και τσι μυρουδίες, και να γράψου με τώρα το ραπόρτο μας.

ΓΡΑΜ. Δεν έχω το νου μου τώρα...· αφήτε με να ξεζαλιστώ ολίγον.

ΑΣΤ. Σε ζαλίσανε κι εσένα οι Λουτσίες;

ΓΡΑΜ. Όχι, είμαι κουρασμένος.

ΑΣΤ. Μπα και χόρευγες;

ΓΡΑΜ. Ναι.

ΑΣΤ. Και δε με λες π' ούσαι και μπαλλαρίνος; Τ' όγραφα κι εγώ, μα δεν ξέρω τσι εδικές σας τσι οξείες και τσι περισπωμένες, και τσι ορτογραφίες.

ΓΡΑΜ. Υπαγορεύσατε με, κι εγώ γράφω.

ΣΚΗΝΗ Γ'[Επεξεργασία]

(Ο Αστυνόμος υπαγορεύει τον Γραμματέα)
Αστυνόμος και ο Γραμματεύς


ΑΣΤ. (υπαγορεύει) «Κόπια εβγαρμένη απέ το αουτέντικο.

ΓΡΑΜ. (Γράφων γελά).

ΑΣΤ. Τι γελάς, διάολλε; μπα και θυμάσαι τσι μπάλλους σου; (υπαγορεύει) «Σ' τσι χίλιους οχτακόσιους είκοσι εφτά, τσι δεκάξη του Τρυγητή...» (προς τον Γραμματέα) Δεν έχει δεκάξ' ο Τρυγητής;

ΓΡΑΜ. Ναι, δεκάξη (γελών).

ΑΣΤ. Ω μουρέ γέλοια!... (υπαγορεύει) «ημέρα Κυργιακή, δυόμισυ ώρες μετά το γιόμα. Στη λοκάντα του μισέ»· πώς διάολλο τόνε λένε;

ΓΡΑΜ. Μπαστιά.

ΑΣΤ. Γεια σου· «του Μπαστιά...· ξεφαντώνανε ένας Κρητικός, ένας Λιάπης, ένας Μουραΐτης, ένας Λογιώτατος, ένας Ανατολίτης», (καθ' εαυτόν) Και μηγάρι τσι θυμούμαι ούλους; (υπαγορεύει) «κι ένας Χιώτης. Σαν εμεθύσανε, χτύπησε ο Λιάπης τον Κρητικό με την πιστόλα στο χέρι. Εγώ ντελόγκο έκαμα ούλες ετούτες τσι εζάμινες που στέρνω μαζί με το παρό ραπόρτο. Ο Λιάπης έφυγε, κι έστειλα τσι μπιστεμένοι μου στρατιώ τες, και τόνε πγιάσανε, και τσι έχω ούλους αρέστο. Σε ούλες τσι εζάμινες π' όκαμα κον τούττο μίο ποσίμπιλε, δεν μπόρεσα να ξανοίξω αν ήτανε κάζο πενσάτο, γιατί ούλοι αυτοί μιλούσανε λογιών τω λογαδιώ γλώσσες, και δεν τσι εκαταλάβαινα. Εκειό που φαίνεται, πρέπει ν' άτονε κάζο ατσιντέντε, γιατί πρώτη βολά ήτανε γρωνισμένος ο Λιάπης με τον Κρητικό. Ούλα μου τα άττα είναι τα παρό, και τα ραπορτάρω στη σεβαστή Διοίκησι, ως καθού είμαι οπλιγάτος κι ό,τι ξανοίξω κατόπι, το ραπορτάρω ως μου μεριτάρει στο οφφίτσιό μου.

Ακαρτερώ ρισπόστα στην παρό μου, για να ρεγουλαριστώ τι να τσι κάμω ετούτοι τσι διαόλλοι οπ' όχ' αρέστο·να τσι φουρκίσω; γη να τσι αμολλάρω;»

ΓΡΑΜ. (Γελών) Έτσι να τ' αντιγράψω;

ΑΣΤ. Κι αμέ; πώς; έτσι ξέρω το δικό μας το στύλε... Σα γένης εσύ αστυνόμος κάμε όπως γρωνίζεις.

ΓΡΑΜ. (Μετά την αντιγραφήν το παρουσιάζει) Υπογράψετε!!

ΑΣΤ. (υπογράφει) διονείσιο φόντε αστινόμος τσι ελλινικείς διείκισις. (προς τον Γραμματέα). Το πέρασες στο αουτέντικο;

ΓΡΑΜ. Ναι.

ΑΣΤ. Σιντζιλλάρισ' το τώρα όμορφα, και στείλε το ντελόγκο... Μπα και μου φύγης πάλε, και πας να μπαλλάρης;

ΓΡΑΜ. Όχι δα...· ύστερ' από δύο ώρας, όταν δροσίση...

(λαμβάνει τα έγγραφα, και αναχωρεί).

ΣΚΗΝΗ Δ'[Επεξεργασία]

Ο Αστυνόμος μόνος


ΑΣΤ. (Καθ' εαυτόν) Μωρ' τόνε γλέπεις του διαόλλου το μπαλλαρίνο με τι σουμπέρμπια σου μιλλάει, γιατί ξέρει δυο οξείες, και τρεις περισπωμένες; Καλότυχε, πώς εγένηκ' ο κόσμος!...· μουδέ τόνε μέλλει αν τόνε μιλλά ο σουπεριόρος του, μουδέ καρφί του καίγεται του κανάγια...· τσι μυρουδίες του και τσι μπάλλους του κυττάζει, και πότες να φινίρη ο μήνας, για να πάρη το μηνιάτικο... Μουδέ να γράψη έχει έννοια, μουδέ ρετζίστρα να κρα τήση· τίποτσι, τίποτσι. Μα τι να κάμη κανείς σα δεν μπορεί να κάμ' αλλιώς... Πασιέντζα τώρα...· σκοτίστη κα πγια με τσι διαόλλους...· ας ριποζάρω λιγάκι... (ακουμβά ολίγον εις την τράπεζαν).

ΣΚΗΝΗ Ε'[Επεξεργασία]

(Οι στρατιώται εισέρχονται αιφνιδίως, και ομιλούν με τον Αστυνόμον περί των φυλακισμένων
Ο Αστυνόμος και οι στρατιώται


ΣΤΡ. (Με φωνήν χαμηλήν) Για μ' αφέντη... · σκιάβο...

ΑΣΤ. Τ' είναι, μουρέ Γεράσιμέ μου, Αντζουλή μου, Διονύσιο;... τρέχει τίποτσι;

ΣΤΡ. Ναι αφέντη.

ΑΣΤ. (Έντρομος) Τι μουρέ;

ΣΤΡ. Οι κολεγάδες του Λιάπη οτοιμάζουνται να σπάσουνε τσι φυλακές, να πάρουνε το Λιάπη, και να αμολλάρουνε και τσι αλλουνούς οπ' ούναι μέσα.

ΑΣΤ. Και πούθε το μάθετε εσείς γιαμά;

ΣΤΡ. Στην πιάτσα μας αβερτίρανε που θα μας επιάσουνε κι εμάς να μας ξαμαρτώσουνε...· είπανε που θα σ' τσι παίξουνε και τση αφεντιάς σου.

ΑΣΤ. Ω διάολλε...· και το κάμουνε προμπαμπιλμέντε μοναχά να πάτε να δγήτε, κι αν είν' αληθινά, να μ' αβιζάρετε ντελόγκο, για να βγάνουμ' όξου το Λιάπη, και ν' αφήκουμε τσι άλλους μέσα, ώσπου να μας έρτ' η ριπόστα που παντυχαίνω απ' τη Διοίκησι.

ΣΤΡ. Ν' άχουμε το συμπάθειο, αφέντη· εμείς λέμε να πγιάσουμε τ' άρματα, και να τσι βαρέσουμε.

ΑΣΤ. Όσκε, όσκε...· τίποτσι...· τίποτσι...· μην πα και ρισκιάρετε... Αλάργου απέ τσι Λιάπηδες...

ΣΤΡ. Ντόνκα να τόνε αμολλάρουμε το Λιάπη;

ΑΣΤ. Αφήτε να περάσ' ένα μομέντο ακόμα.

ΣΤΡ. Να, αφέντη, ο φάντες τση Διοίκησις έρχεται μ' ένα όρντινο στο χέρι.

ΑΣΤ. Πάρτε τ' απ' τα χέργια του, και φερμάρετε εδώ. Μην αλαργεύετε σ' αυτές τσι ώρες, μπα και μας εύρη κανένα ατσιντέντε.

ΣΚΗΝΗ ΣΤ'[Επεξεργασία]

(Ο Αστυνόμος λαμβάνει διαταγήν δια να απολύση από την φυλακήν όλους· μη γνωρίζων δε να την αναγνώση καλώς προσκαλεί με θυμόν τον Γραμματέα)
Αστυνόμος, ο Γραμματεύς, και στρατιώται


ΑΣΤ. Π' ούσαι, μουρέ κοντέ, παστρικέ;... Να... ξαφνικό να σ' ούρτη!... Γραμματικέ, κύριε Γραμματέα... Να, ν' άμπ' ο διάολλος μέσ' στσι τσιριμόνιες σας.

ΓΡΑΜ. Εμένα φωνάξετε;

ΑΣΤ. Κι αμέ ντζόγια μου; την εκλαμπρότη σας, σορ λουστρίσιμε...· και γιόμα δεν ατζιτάρετε να σας φουγιάζουμε; Θέλετε ν' αχούμε κι ένα φάντε α πόστα για την εκλαμπρότη σας, να τον στέρνουμε για να σας φουγιάζη;

ΓΡΑΜ. Και τι αγαπάτε;

ΑΣΤ. Κόπγιασε να διαβάσης αυτήνη τη διαταγή, να δγιούμε τι θα τσι κάμουμε ετούτους τσι διαόλλους!!! Θα τσι φουρκίσουμε φιναλμέντε γη θα τσι αμολλάρουμε;

ΓΡΑΜ. (Αναγινώσκων την διαταγήν) Όχι· θα τους αφήσωμεν όλους.

ΑΣΤ. (Προς τους στρατιώτας) Αμολλάρετέ τσι ούλους, και να τσι πρεζεντάρετε εδώ, για να τσι μιλλήσω ως μου μεριτάρει.

ΣΤΡ. Ντελόγκο. (αναχωρούν)

ΣΚΗΝΗ Ζ'[Επεξεργασία]

Ο Αστυνόμος μόνος


ΑΣΤ. Όρσε μεσ' στσι εζάμινές μου, και μέσ' στα άττα μου...· μουδέ τριμπουνάλε, μουδέ κριμινάλε, μουδέ διάολλο...· τσι επερτονάρισε η Διοίκησι ιν σόμμα... Κρίμα σ' τσι κόπους μου, και σ' τσι φωνές μου...· ούλα πάν' αμόντε. Τι να πη κανείς; στουπίρ' ο νους του και δε ξέρει τι στράτα να πγιάση... Μουρέ, εγώ ήθελα να φουρκίσω εκειόνε το μπόγια το Λιάπη, κι εκειόνε το μπιρμπάντε το λοκαντιέρη ήθελα να τον αφήκ' αρέστο καμπόσον καιρό, κι εκειόνε το σκολλάρο το σεκάντε, που σεκάρησε ο διάολλος το τσερβέλλο μου μ' εκειές τσι λέξες και τσι ελληνικούρες του... Μα πέρασε τώρα...· ας πάνε να φκαριστούνε τη Διοίκησι, που τσι επερτονάρισε.

ΣΚΗΝΗ Η'[Επεξεργασία]

(Οι στρατιώται παρουσιάζουν τους φυλακισμένους όλους)
Αστυνόμος, οι φυλακισθέντες και οι στρατιώται


ΣΤΡ. Τσι εφέραμε, αφέντη.

ΑΣΤ. (Προς τους φυλακισθέντας) Αμέτε τώρα καλλιά σας... είστε λίμπεροι...· η Διοίκησι σας επερτονάρισε... Το ντιλίτο σας γιαμά ήτανε για φούρκα, μοναχά η Διοίκησι σας λυπήθηκε, κακόρικοι, γιατ' είστε ξέν' αθρώποι... Βάρδα μπένε άλλη μια βολλά αν κάμετε τίποτσι, νον ζε κάζο, θα σας φουρκίσουμε... Αμέτε καλλιά σας.

ΑΝΑΤ. Έι αρτίκ τώρα ζάμινα μάμινα, φόρτο φούρτο, σάντο μάντο, ντεν έχει πγια;

ΑΣΤ. Άμε πγια καλλιά σου, χαντζή παλιότουρκα, με τα τούρκικά σου... (πρός τον Λογιώτατον) Άμε και συ να ξηγάς τσι συναξαριστάδες σου, διαόλλου σκολλάρο... Αμέτε κι εσείς, άλλος με τσι γίδες του, άλλος με τσι σολομονικιές του, άλλος με τα κουράδια του· κι όπου θα γλέπω απέ σας, θα φεύγω δέκα μίλια αλάργου... Άμε καλλιά σου κι εσύ, Λιάπη, μπόγια, που κόντεψες να φας τον άθρωπο ζουντανόνε, για το τίποτσι.

ΑΛΒ. Πω, πως να το λες, ορέ, να τρως κουράδιες;

ΑΣΤ. Άμε καλλιά σου, μπόγια, να μην ανοίξουμε πάλι κανένα άλλο ατσιντέντε.

ΑΝΑΤ. Έι, εμείς τώρα τα φύγουμε...· αμμά ντεν αγαπήσα με... Τώρα να πγιούμε κομμάτι κρασί, να φιλητούμε, και να πάμε στη ντουλειά μας... Μισέ Μπαστιά! φέρε κρασί και ποτήργια να πγιούμε. (φέρει κρασί, και λαμβάνει καθ' εις από εν ποτήριον εις χείρας).

ΟΛΟΙ Ε βίβα! περαστικά μας!...

ΑΝΑΤ. Αρτίκ τώρα να φιλητούμε σαν αδέρφια.

ΟΛΟΙ (Ασπάζονται).

ΑΝΑΤ. Σία...

ΠΕΛ. Χαιράμενοι.

ΑΛΒ. Ζτρου, ορέ, ζτρου.

ΧΙΟΣ Στην υγειά μας, καλή γεια.

ΟΛΟΙ Έ...· βίβα... (χειροκροτούν).