Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βίοι Πελοποννησίων ανδρών/Ζακυνθινά

Από Βικιθήκη
Βίοι Πελοποννησίων ἀνδρῶν
Συγγραφέας:
Ζακυνθινά


ΖΑΚΥΝΘΙΝΑ

Περὶ τῶν Ζακυνθίων, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα ἠμπόρεσα νὰ ἐνθυμηθῶ διότι οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν ἦλθον ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον κατ’ εὐθείαν πρὸς τὸν Θ. Κολοκοτρώνην εἰς τὰ Τρίκορφα κατὰ τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, ἄλλοι πρῶτα καὶ ἄλλοι ὕστερα, περὶ τούτων ἤδη θὰ ὁμιλήσω. Ὅλοι ὅσοι ἦλθον ὑπηρέτησαν κοντὰ εἰς τὸν Κολοκοτρώνην, εἰς τὰ παιδιά του καὶ εἰς τὸν Ἀποστόλην Κολοκοτρώνην. Ἀνώτεροι δὲ τούτων ἦσαν οἱ Ἰωάννης Πέτας καὶ Δημήτριος Γουζέλης.


ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΕΤΑΣ Η ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ

Οὗτος ἐλθὼν εἰς τὴν Πελοπόννησον μὲ τὸν Γιαννάκην Κολοκοτρώνην μετὰ τὴν διαλυθεῖσαν ἐπανάστασιν τῆς Βλαχίας εὑρέθη εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν μάχην τῆς Γράνας, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπῆρε μέρος μετὰ τῶν λοιπῶν συμπατριωτῶν του Ζακυνθίων, εὑρεθέντων ἐκεῖ, ὡς εἴπομεν, μετὰ τοῦ Κολοκοτρώνη, ὅπου ἐδείχθη ἀνδρεῖος. Ἔπειτα ἔμεινε πλησίον τοῦ Κολοκοτρώνη. Μετὰ δὲ τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπολιτσᾶς, πάλιν παρηκολούθησεν αὐτὸν ὡς ἀρχηγὸς τῶν Ζακυνθίων. Καθ’ ὅλον δὲ τὸ διάστημα τῆς πολιορκίας τῶν Πατρῶν ἐπολέμησε μὲ τοὺς ὑπ’ αὐτὸν στρατιώτας, καὶ διεκρίθη κατὰ τὴν ἐκεῖ γενομένην περίφημον μάχην τῆς 9 Μαρτίου. Μετὰ δὲ ταῦτα πάλιν εὑρέθη εἰς τοὺς Ἀφεντικοὺς Μύλους κατὰ τὴν εἰσβολὴν τοῦ Δράμαλη, ὅτε οἱ συμπατριῶταί του ἐστάλησαν εἰς τὸ ἐπιθαλάσσιον φρούριον (Μποῦρτσι) τοῦ Ναυπλίου διὰ νὰ τὸ φυλάξουν, διότι οἱ Κρανιδιῶται ἀφῆκαν αὐτὸ καὶ ἔφυγον διὰ νὰ ὑπάγουν νὰ σώσουν τὰς οἰκογενείας των, φοβούμενοι μήπως ἔβγουν Τοῦρκοι ἀπὸ τὸν στόλον τοῦ Σουλτάνου, ὅστις τότε εὑρίσκετο πλησίον τῶν νήσων Σπετσῶν καὶ Ὕδρας ἐπαπειλῶν τὴν καταστροφὴν αὐτῶν.


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΖΕΛΗΣ

Οὗτος ἐλθὼν εἰς Πελοπόννησον κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ ἀγῶνος ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα στρατιωτικῶς καὶ πολιτικῶς, καὶ ἐφάνη χρήσιμος διὰ τὰς γνώσεις του. Εὑρέθη δὲ εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, καὶ ἀπὸ τὸν πρίγκηπα Ὑψηλάντην, εἰς τὰς διαταγὰς τοῦ ὁποίου ἦτον, ἐστάλη εἰς Μεθώνην διὰ νὰ ἴδῃ τὴν ἐκεῖ πολιορκίαν, καὶ ἔπειτα εἰς Νεόκαστρον ὡς φρούραρχος. Αἱ ἐκδουλεύσεις τοῦ Γουζέλη εἶναι γνωσταὶ καὶ ἐκτὸς τῆς Πελοποννήσου. Ἔχαιρε δὲ πολλὴν ὑπόληψιν καὶ ἀγαπᾶτο ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντην, καὶ τὸν Θ. Κολοκοτρώνην. Τὸ δὲ ὄνομά του ἀναφέρεται παντοῦ εἰς τὰ προεκδοθέντα στρατιωτικὰ ἀπομνημονεύματα.


ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΤΣΙΡΗΣ

Καὶ οὗτος ὁ καπετάνιος κατήγετο ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον. Πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως ἦτον εἰς τὸ χωρίον Δάρα τῆς ἐπαρχίας Τριπολιτσᾶς, καὶ κατὰ τὴν 21 Μαρτίου τοῦ 1821 αὐτὸς καὶ οἱ Δαραῖοι ὕψωσαν σημαίαν, καὶ ἐκυνήγησαν τοὺς Τούρκους Κεχαγιάδες τοῦ Παλαιοπύργου Γκιουσίου καὶ Καρνεσίου, οἱ ὁποῖοι τότε εὑρέθησαν ἐκεῖ, καὶ τοὺς ὑπῆγον πολεμοῦντες ἕως εἰς τὴν θέσιν Τρόκλαις πρὸ τοῦ χωρίου Κάψα, καὶ ἐσκότωσαν ἕνα ἐξ αὐτῶν, τοὺς δὲ ἄλλους τοὺς κατεδίωξαν ἕως εἰς τὴν Κατσάναν. Μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Πατσίρης ἔμεινε μὲ τοὺς κατοίκους τοῦ Δάρα πολεμῶν. Εὑρέθη εἰς τὴν μάχην τοῦ Λεβιδίου καὶ ἐκλείσθη καὶ αὐτὸς εἰς τὰ ἐκεῖ σπίτια μαζὺ μὲ τοὺς Δαραίους. Ἔπειτα ἐσχημάτισε σῶμα ἰδικόν του καὶ ἔλαβε μέρος εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, παρακολουθῶν ἔκτοτε τὸν Θ. Κολοκοτρώνην καὶ εὑρεθεὶς μαζύ του εἰς πολλὰς μάχας. Εὑρέθη δὲ καὶ ὑπὸ τὸν Ἀποστόλην Κολοκοτρώνην καὶ ἀλλοῦ, γενόμενος οὕτω γνωστὸς διὰ τὴν παληκαριάν του.


ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΒΑΔΙΑΣ

Ὁ καπετάνιος οὗτος ἦτον υἱὸς τοῦ Καβαδία ἀποστόλου τῶν Φιλικῶν, καταγομένου ἀπὸ τὰς οἰκογενείας τὰς κλέφτικας. Δὲν ἦτο δὲ ὁ πατήρ του Πελοποννήσιος, ὁ ὁποῖος, ὡς καὶ ἄλλοι πολλοὶ, ἦτον ἀξιωματικὸς εἰς τὰ Ἀγγλικὰ τάγματα. Ἐγὼ καὶ τοὺς δύω, τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν, ἐγνώρισα εἰς τὴν Ὀδυσσὸν εἰς τοῦ Ἰωάννου Ἀμβροσίου, ὡς καὶ τὸν Ἰωάννην Γκούστην καὶ τὸν υἱόν του Μιχαλάκην, τὸν μεγαλείτερον. Μὲ τὸν Γκούστην πάλιν ἀνταμώσαμεν εἰς Ὕδραν κατὰ τὰ τέλη τοῦ Ὀκτωβρίου 1820, ὅπου ἐπίτηδες εἶχε σταλῆ ὑπὸ τοῦ Ἀλ. Ὑψηλάντου διὰ νὰ κοινοποιήσῃ τὰς διαταγάς του εἰς πάντας τοὺς ἀδελφοὺς τῶν νήσων, τῆς Πελοποννήσου καὶ ἰδίως τῆς Μάνης καὶ τῆς Ζακύνθου ἀκόμη. Ὅσον χρόνον ἐμείναμεν εἰς τὴν Ὕδραν ἤρχοντο οἱ ἐπίσημοι ἄνδρες τοῦ τόπου καὶ ὡμίλουν περὶ τῆς Ἑταιρίας μετὰ τοῦ Γκούστη ὡς ἀντιπροσώπου τοῦ Ὑψηλάντου, ἔχοντος μάλιστα καὶ ἔγγραφον τούτου, τὸ ὁποῖον κατωτέρω καταχωρίζομεν,[1] καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου φαίνεται ἡ ἀποστολή του.

Ὁ δὲ Ν. Καβαδίας μετὰ τὴν ἐπιστροφήν του ἀπὸ τὴν Ὀδησσὸν εἰς τὴν Ζάκυνθον παρηκολούθει τὸν Κολοκοτρώνην, τοῦ ὁποίου ἦτο σύντροφος ὅταν ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον ἦλθεν εἰς τὴν Μάνην. Ὑπηρέτησε δὲ τὴν πατρίδα μετὰ τοῦ Κολοκοτρώνη, εὑρεθεὶς εἰς ὅλας τὰς μάχας καὶ εἰς τὴν πολιορκίαν τῆς Τριπολιτσᾶς, γενόμενος οὕτω γνωστὸς πρὸς ὅλους τοὺς Πελοποννησίους.


ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΜΑΚΗΣ

Οὗτος ἦτο Ζακύνθιος, ὑπηρέτησε τὴν πατρίδα κατ’ ἀρχὰς, καὶ μάλιστα ὑπὸ τὰς διαταγὰς τοῦ πρίγκηπος Δ. Ὑψηλάντου, καταταχθεὶς ἔπειτα εἰς τὰ τακτικὰ Ἑλληνικὰ τάγματα. Τὸν ἠγάπων δὲ καὶ τὸν ὑπολήπτοντο ὅλοι, γνωσταὶ δὲ εἶναι αἱ ἐκδουλεύσεις του. Τῶν δευτέρων καπεταναίων Ζακυνθίων τὰ ὀνόματα εἶναι τὰ ἑξῆς. Κωνσταντῖνος Ροΐτης, Σπυρίδων Φερεντῖνος, Διονύσιος Ἀντίοχος, Διονύσιος Παπαδάτος καὶ Γεώργιος Κατσιλίβας ἢ Σεμπρικός.


ΚΑΜΠΑΣΑΙΟΙ

Καὶ οὗτοι οἱ τολμηροὶ καπεταναῖοι ἦσαν Ζακύνθιοι, καὶ ὠνομάζοντο Δημήτριος καὶ Παναγιώτης. Ἐπειδὴ δὲ εἶχον κάμει εἰς τὴν πατρίδα των ἀσυγχώρητον τόλμημα, κτυπήσαντες τὴν Ἀγγλικὴν φρουρὰν καὶ φυγόντες δὲν ἐδύναντο νὰ ὑπάγουν ὀπίσω πλέον. Ἐν καιρῷ δὲ τῆς ἐπαναστάσεως εὑρέθησαν εἰς τὴν Γαστούνην, καὶ ἐκεῖ ἐσύναξαν πολλοὺς Ζακυνθίους καὶ ἄλλους Ἑπτανησίους, ὡς καὶ ἐντοπίους καὶ διεκρίθησαν εἰς μίαν μάχην κατὰ τῶν Λαλαίων Τούρκων γενομένην εἰς Λαντσόϊ. Εἰς τὴν μάχην δὲ ταύτην ἡ ὁποία ἦτον ἔνδοξος, διότι ἦτον ἡ πρώτη, εὑρέθησαν καὶ πολλοὶ ἐντόπιοι Γαστουναῖοι, καὶ ὁ καπετὰν Κωνσταντῆς Κουμανιώτης, ἢ Ζώρας, καὶ ὁ Γεώργιος τοῦ Γιαννιᾶ. Οἱ ἀδελφοὶ Καμπασαῖοι εὑρέθησαν καὶ εἰς τὴν μάχην τοῦ Λάλα, καὶ εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, καὶ ἰδίως εἰς τὴν μάχην τῆς 9 Μαρτίου, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἀνδραγάθησαν ἀρχηγοῦντος τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη. Αὐτοὶ ἐχάθησαν, ὡς λέγεται, ἀπὸ τὸν Γεώργιον Σισίνην. Τί κακὸν ἔκαμον εἰς τὴν Γαστούνην καὶ ἐσκοτώθησαν ἀτρόμητα παληκάρια; Ὁ τόπος ἔκλαψεν αὐτοὺς διὰ τὴν παληκαριά των. Σὰν τοὺς Καμπασαίους, λέγουν, καὶ δὲ τοὺς λησμονοῦν.

Ὅλοι οὗτοι οἱ ἀνωτέρω μνημονευθέντες Ζακύνθιοι παρηκολούθουν πάντοτε τὸν Θ. Κολοκοτρώνην, καὶ τοὺς συγγενεῖς του. Εὑρέθησαν δὲ εἰς ὅλας τὰς μάχας τὰς ἐντὸς τῆς Πελοποννήσου γενομένας, περὶ τῶν ὁποίων γίνεται λόγος εἰς τὰ ἀπομνημονεύματά μου. Ὅλοι αὐτοὶ ἐχάθησαν εἰς τοὺς πολέμους, καὶ πολλὰ ὀλίγοι ἐξ αὐτῶν ἔζησαν νὰ ἴδουν τὴν ἐλευθερίαν, καὶ νὰ ὑποφέρουν τὴν πικρίαν της μὲ τὴν πείναν καὶ μὲ τοὺς ἀναστεναγμοὺς βλέποντες φανερὰ τὴν ἀδικίαν.

  1. Δὲν εὑρέθη.