Αττικαί ημέραι/ΙΖ

Από Βικιθήκη
Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Ο αντεροβγάλτης


Ο ΑΝΤΕΡΟΒΓΑΛΤΗΣ[Επεξεργασία]

(Επιστολή προς το «Άστυ»).[Επεξεργασία]

Αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι.

Εννοώ κάλλιστα την ανυπομονησίαν και την αγανάκτησίν σας· συναισθάνομαι το καθήκον, όπερ η προνοητική φύσις έταξεν εις εμέ, όπως έταξεν εις τους αστυνομικούς κλητήρας το καθήκον της χαρτοπαιξίας και εις τους επιδόξους υπουργούς της δημοσίας εκπαιδεύσεως το καθήκον της ανορθογραφίας. Δεν υπήρξε προσωπικότης οπωσούν έξοχος πατήσασα επί της κλασικής ταύτης γης και αλευρωθείσα εκ της κόνεώς της, δεν υπήρξε δίπουν ή τετράπουν, λογικόν ως αγόρευσις συνηγόρου εις το Πλημμελειοδικείον, ή άλογον ως εκείνα τα οποία ηγόραζον και μετεπώλουν αενάως κατά το παρελθόν αι κυβερνήσεις της πατρίδος μας, το οποίον να μη υπεβλήθη εις καταναγκαστικήν συνέντευξιν μετά του υποφαινομένου εις αυτάς ταύτας τας στήλας και υπό τον τυραννικόν ζυγόν του λογοπαιγνίου. Όπου και αν κατώκει, εις ξενοδοχείον ή εις ιδιωτικήν οικίαν, εις ανάκτορον ή εις χάνι, τον εύρισκα αμέσως και αι θύραι της κατοικίας του, απρόσιτοι δι' άλλους, ηνοίγοντο ευχερώς δι' εμέ, ως να ήσαν θύραι νομισματικού μουσείου.

Είχετε δίκαιον επομένως να λέγετε απορούντες περί εμού:

— Ακούς εκεί! … να είνε εδώ ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης και αυτός να μη τζακισθή ακόμη να υπάγη να τον ιδή! …

Είχετε δίκαιον, αλλά … έχετε άδικον!

Νομίζετε, ότι δεν το εσκέφθην εγώ; νομίζετε, ότι δεν με συνεκίνησαν μέχρι δακρύων τα δεινοπαθήματα της κυρά-Γιάνναινας, τα τόσον τραγικώς περιγραφέντα εις τας εφημερίδας, και το μαρτύριον εις το οποίον υπεβλήθη ο φοβερός υπαστυνόμος του Πειραιώς, ηναγκασμένος να διατελή επί ποδός, ένεκα των διαδόσεων περί της αφίξεως του απαισίου Αντεροβγάλτη; Νομίζετε, ότι δεν με επτόησε το θάρρος με το οποίον παρέβαινε τας περί γραμματοσήμου διατάξεις, κολλών εις τα παράθυρα τας επιστολάς του, αντί να τας στέλλη διά του ταχυδρομείου, και δεν με εξέπληξεν η ικανότης μετά της οποίας έμαθε την γλώσσαν μας εντός δύο ή τριών ημερών, ώστε να την γράφη καλύτερον από μερικούς δημοσιογράφους;

Ή νομίζετε ότι δεν αντελήφθην και εγώ τον φόβον, όστις διεσπάρη εις τας τάξεις του λαού μας και δεν ήκουσα τας τερατώδεις διαδόσεις περί του μυστηριώδους αυτού επισκέπτου; Ολίγον έλειψε μάλιστα να γίνω αφορμή δυστυχήματος και ιδού πώς.

Ειργαζόμην προχθές εντός του δωματίου μου, ενώ έξω εις την αυλήν εκάθητο εις τον ήλιον η οικοδέσποινά μου κυρά-Πανώρηα πλέκουσα κάλτσαν και συνδιαλεγομένη μετά της γειτονίσσης της κυρά-Βασίλαινας και του μπαρμπα-Θεοδόση αποστράτου ενωμοτάρχου και νοικάρη της. Το θέμα της συνομιλίας των ήτο ο απαίσιος Αντεροβγάλτης· η κυρά-Πανώρηα διετείνετο, ότι τον είδαν τες περασμένες εις το νταμάρι του Στρέφη να ροκανίζη τα κόκκαλα τριών γυναικών οπού είχε σφάξει· η κυρά-Βασίλαινα, η οποία είχε πλύσιν, έτρεμεν εις την ιδέαν, ότι έμελλε ν' αφήση έξω εις την αυλήν τα απλωμένα ρούχα και ο μπαρμπα-Θεοδόσης αρειμανίως στρέφων τον ψαρόν μύστακα έλεγεν, ότι εις το εξής κάθε βράδυ οπού επήγαινε και «επέρναγε την ώραν του» εις έν μπακάλικον της συνοικίας, θα έπαιρνε μαζί του και ένα τουφέκι παλαιόν της Εθνοφυλακής, οπού είχεν εις το δωμάτιόν του. Διά μιας ήνοιξεν η θύρα του δωματίου μου και εισήλθε κάποιος.

Ήτο ο φίλος μου Ησαΐας, φοιτητής εκ Παμφυλίας, όστις, αφού διήκουσεν επί έν έτος τα μαθήματα της Θεολογικής σχολής, ενεγράφη το επόμενον εις την Φαρμακευτικήν. Εφόρει πρότερον ασιατικήν ενδυμασίαν και επειδή κατ' εκείνην την στιγμήν διά πρώτην φοράν τον έβλεπα ενδεδυμένον ευρωπαϊκά δεν τον ανεγνώρισα αμέσως.

— Εσύ είσαι, καλέ;

— Εγώ, δεν με ανεγνώρισες;

— Μα τι τα έκαμες τα αντεριά;

— Τα αντεριά; τα έβγαλα!

— Τα έβγαλες! ανεβόησα μετά φρίκης, μα τότε λοιπόν είσαι και συ Αντεριοβγάλτης!

Μόλις επρόφερα τον κακόν αυτόν αστεϊσμόν και παρευθύς εις την αυλήν, ένθα οι συνδιαλεγόμενοι ήκουσαν τον ανωτέρω διάλογον, εξερράγη φοβερός πάταγος. Η κυρά-Βασίλαινα ώρμησε μετά κραυγών και εκρύφθη υπό τον κάλαθον της αλυσίβας. Ο μπαρμπα-Θεοδόσης έτρεξε να πάρη το τουφέκι της Εθνοφυλακής· η κυρά-Πανώρηα ωπλίσθη γενναίως με έν από τα τσόκαρά της· η Φουντούκω, το κυνάριον της οικοδεσποίνης, υλάκτει μανιωδώς και αι όρνιθες έτρεχον πτήσσουσαι μετά ισχυρού κακαβισμού εντός της αυλής, ενώ από τα γειτονικά παράθυρα ηκούοντο έντρομοι φωναί γυναικών και παίδων:

«Ο Αντεροβγάλτης! ο Αντεροβγάλτης!»

Μετά κόπου ηδυνήθην να σώσω τον εμβρόντητον απομείναντα Ησαΐαν από της μανίας του πλήθους, αναγκασθείς να δημηγορήσω και να διαβεβαιώσω το ακροατήριον — ότι ο ατυχής φίλος μου όχι μόνον δεν έτρωγε κρέας ανθρώπινον, αλλ' ουδ' αυτό το βωδινόν, ειμή κατά τας επισήμους ημέρας, περιοριζόμενος ολιγαρχικώς εις την καθημερινήν κατανάλωσιν των φυτικών ουσιών, εις την οποίαν τον είχεν αρχικώς προορίσει η φύσις, πριν ή μεταμεληθείσα στερήση αυτόν ασπλάγχνως των άλλων δυο ποδών, ούς εσκόπει πρότερον να του δώση.

Όλα ταύτα τα γνωρίζω· αλλά τι τα θέλετε! ανέκαθεν εσχημάτισα την βαθυτάτην πεποίθησιν, ότι ο απαίσιος αυτός Τζακ δεν ευρίσκετο εις την Ελλάδα, διότι δεν ηδύνατο να έλθη.

Ο άνθρωπος αυτός απέκτησε μίαν φήμην παγκόσμιον διά των κατορθωμάτων του, την οποίαν υποθέτω ότι επιθυμεί να διατηρήση. Αλλ' ίσα ίσα η μόνη χώρα όπου η φήμη του θα κατεστρέφετο είνε η ιδική μας. Η Ελλάς είνε η καθαυτό χώρα του ξεκοιλιάσματος. Το να βγάλη τις τα έντερα του άλλου παρ' ημίν είνε το φυσικώτερον πράγμα του κόσμου. Η συνηθεστέρα σκηνή εξ όσων αναγινώσκεις εις τας εφημερίδας μας είνε η εξής περίπου:

Ο Γιάννης και ο Κώστας είνε στενοί φίλοι και πηγαίνουν το βράδυ μαζί να πιούν ένα κρασί. Εις την συνομιλίαν επάνω φιλονεικούν.

— Εκείνο το ρετσινάτο που έπιαμε στην ταβέρνα του Θανάση ήτο καλύτερο, λέγει ο Κώστας.

— Α, μπα! καλύτερο είν' αυτό, απαντά ο Γιάννης.

— Μάλιστα! … αγκαλά … που ξέρεις εσύ από κρασί!

— Εγώ δεν ξεύρω; … εσύ δεν ξεύρεις τι σου γίνεται.

— Είσαι βλάκας!

— Είσαι μασκαράς! …

Εις απάντησιν εξάγει ο Κώστας το μαχαίρι και ξεκοιλιάζει τον αγαπητόν του φίλον.

Ύστερα υπό αυτά τα καθημερινά και συνήθη, τι θα ήτο ο Τζακ εδώ; είς κοινότατος ήρως του αστυνομικού δελτίου, αναφερόμενος εκάστοτε μεταξύ του αξιοτίμου κυρίου Βη και του αξιοτίμου κυρίου Ποντική, όστις μίαν ημέραν ήθελε παραπεμφθή εις το Κακουργιοδικείον, όπου θα είχε συνήγορον ένα πολιτευόμενον, θα κατεδικάζετο, και … θα ελάμβανε χάριν μετά έξ μήνας από τον υπουργόν της Δικαιοσύνης.

Ο Αντεροβγάλτης! Και νομίζετε, ότι δεν έχομεν ημείς εδώ αντεροβγάλτας; Πόσον απατάσθε!

Προσμείνατε πάλιν να επανέλθη καμμία εμφρακτική υποτροπή εις την Βουλήν μας, και υπάγετε τότε εις το Βουλευτήριον και λάβετε τον ηρωισμόν να καθίσετε έως το πρωί διά ν' ακούσετε την φάλαγγα των διαφόρων ρητόρων ν' αγορεύουν εκ περιτροπής διά τον έντιμον φυγόδικον κ. Παπααναγνωστοθεοχριστοδουλοφιλόπουλον και τότε δύνασθε ν’ αντιμετωπίσετε θαρραλέως ολοζώντανον τον πραγματικόν Τζακ τον Αντεροβγάλτην, όστις δεν θα ηδύνατο πλέον να σας βλάψη, διότι τίποτε δεν εύρισκεν εις την γαστέρα σας.

Δι' όλους αυτούς τους λόγους φρονώ εν πεποιθήσει, ότι ο Τζακ δεν θα απεφάσιζέ ποτε να έλθη εδώ, διά να υποβάλη εις επικίνδυνον συναγωνισμόν το έργον και την φήμην του.

Θα μου παρατηρήσετε ότι, καθά υποτίθεται, ο Τζακ εκτελεί το αποτρόπαιον έργον του χάριν ανατομικών μελετών, διότι αφαιρεί τας μήτρας των θυμάτων του και τας παραλαμβάνει προς σπουδήν.

Αλλ' εις την παρατήρησίν σας απαντώ, ότι εις τον τόπον μας αυτή η αφαίρεσις είνε πράγμα δυσκολώτατον.

Και απόδειξις η Ιερά Σύνοδος, ήτις καίτοι έχει υπ' όψιν της τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας, τον Ποινικόν Νόμον και το Καταστατικόν του Δρομοκαϊτείου φρενοκομείου, ακόμη δεν απεφάσισε ν' αφαιρέση την μίτραν πολλών επισκόπων.