Αττικαί ημέραι/Θ

Από Βικιθήκη
Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Τα δεινοπαθήματα ενός δημάρχου


Την ημέραν καθ' ήν έλαβε το προσκλητήριον του υπουργού των εσωτερικών διά να πορευθή εις τας επί τη ενηλικιώσει του διαδόχου εορτάς ο κ. Σωτήριος Καλακαθούμενος δήμαρχος του δήμου Φασκομηλίων, εδρεύων εν τω χωρίω Χαμομηλίω, αφήρεσε τα χονδρά ομματοϋάλιά του, έτριψε τους οφθαλμούς και ανεβόησε:

— Γαρουφαλλιά! … Φώτη! …

Η Γαρουφαλλιά ήτο η σύνευνος του κ. δημάρχου. Αν ήτο νομός η κυρία Γαρουφαλλιά και όχι σώμα γυναικείον, θα έδιδε κατά τας βουλευτικάς εκλογάς τουλάχιστον 26 βουλευτάς· τόσον ευρεία ήτο η περιφέρειά της. Εν τούτοις με όλας τας διαστάσεις της και τα τεσσαράκοντα έτη της διέσωζεν ακόμη ίχνη καλλονής, δηλούσης ότι κατά τούτο ο κ. Σωτήριος δεν υπήρξε σύζυγος αξιολύπητος. Ο Φώτης ήτο ο κλητήρ και υπηρέτης άμα του δημάρχου, χρηματίσας εκ περιτροπής στρατιώτης, κρεοπώλης και φυγόδικος πριν εύρη οριστικόν επάγγελμα υπό την φιλεύσπλαγχνον στέγην της δημαρχίας.

Κατά σύμπτωσιν, ενώ η κυρία Γαρουφαλλιά εισήρχετο από το έν μέρος πλέκουσα κάλτσαν, εισήρχετο από το άλλο ο Φώτης κομίζων τας εφημερίδας, τουτέστιν έν φύλλον του «Αιώνος», το οποίον του έστελλε προς ανάγνωσιν ο ιατρός του γειτονικού χωρίου Αψιθιά, κ. Ψαροπούλης.

— Γαρουφαλλιά! επανέλαβεν ο δήμαρχος, να μου ετοιμάσης τη φουστανέλλα μου την καλή και τ' ασπρόρρουχά μου όλα εις το σεντούκι. Θα πάω στας Αθήνας, καταλαμβάνεις; ο βασιλεύς … ο υπουργός … ο διάδοχος … εις το παλάτι … Και συ, Φώτη, να φροντίσης για δυο καλά μουλάρια, διά να πάμε όσο με το γιαλό, γιατί θα φύγωμε με το πρώτον ατμόπλοιον.

Η σύζυγος και ο υπηρέτης του δημάρχου προσέβλεψαν αυτόν μετ' εκπλήξεως.

Ο κ. δήμαρχος εξήγησεν εις αυτούς τα περί της προσκλήσεώς του εις τας εορτάς και η φήμη διέτρεξε παραχρήμα το μικρόν χωρίον, μεγαλοποιηθείσα βαθμηδόν. Ότε περί την μεσημβρίαν ο κ. Σωτήριος εθεάθη εις την μικράν πλατείαν του χωρίου, ο παντοπώλης κυρ Μελέτης και ο δημοδιδάσκαλος κυρ Ανέστης, οίτινες είχον ακούσει ότι ο βασιλεύς δι' αυτογράφου επιστολής του προσεκάλει τον δήμαρχόν των εις την πρωτεύoυσαν διά να του αναθέση έν υπουργείον, προσεφώνησαν αυτόν λέγοντες:

— Και εις ανώτερα, κύριε δήμαρχε!

Ο δήμαρχος κατεβρόχθισε μετ' εκτάκτου ευφροσύνης την ημέραν εκείνην εις το γεύμα το νηστήσιμον εκ φασολίων ρόφημα και μετά ταύτα καθεσθείς προ του γραφείου του ανέπτυξε το φύλλον του «Αιώνος» και ήρχισε να το αναγινώσκη βραδέως, εκμυζών άμα υπερμέγεθες σιγάρον και τρίβων μακαρίως διά του αντίχειρος το πέλμα του τσαρουχίου του επακκουμβώντος σχεδόν επί του σκέλους του· πλην μόλις είχε προχωρήσει εις την ανάγνωσιν, οι οφθαλμοί του εσκοτίσθησαν, εξέφερεν ηχηρόν επιφώνημα και αφήκε την εφημερίδα.

Πρώτην φοράν εμάνθανε το συνταράττον την πρωτεύουσαν φλογερόν ζήτημα περί της ενηλικιότητος του διαδόχου· πρώτην φοράν διέβλεπε την παρανομίαν και την επιβουλήν της Αυλής και της κυβερνήσεως, την κατά του Συντάγματος και των ελευθεριών σκευωρίαν και ως Έλλην φιλελεύθερος αγανακτών ανέκραξεν:

— Α! γι' αυτό λοιπόν θέλουν να μας κουβαλήσουν στην Αθήνα! … Μας θέλουν όργανα της μηχανορραφίας … Δεν τους γίνεται αυτή η χάρι, όχι! … Γαρουφαλλιά! … Φώτη! …

— Έτοιμα είνε, έτοιμα! είπεν εισερχομένη περιχαρής η εύσαρκος σύζυγος του δημάρχου. Το σεντούκι είνε γεμάτο.

— Να το αδειάσης πάλιν! είπεν επιτακτικώς ο κ. Σωτήριος.

Και ενώ η κ. Γαρουφαλλιά έμενεν εμβρόντητος, εισήλθε κατηυχαριστημένος ο Φώτης.

— Ευρήκα δύο μουλάρια θεώρατα, αφεντικό! είπε. εσυμφώνησα να είνε έτοιμα …

— Να πας να τα ξεσυμφωνήσης.

Ο Φώτης και η κυρία Γαρουφαλλιά προσέβλεπαν αλλήλους, έκθαμβοι, διότι ήρχισαν ήδη να συλλαμβάνουν υπονοίας περί της διανοητικής καταστάσεως του δημάρχου, και απήλθον να εκτελέσουν έκαστος την δευτέραν παραγγελίαν.

— Πότε λοιπόν για την Αθήνα; ηρώτησε τον περίλυπον δήμαρχον εισερχόμενος οικείως μετά τινας ώρας εις το γραφείον του ο κ. Μανώλης Ανοικτομμάτης, δικολάβος εις το ειρηνοδικείον, τοκιστής, κομματάρχης και κουμπάρος του κ. Σωτηρίου, έχων μετ' αυτού και προ πάντων μετά της κουμπάρας οικειότητα, ήτις κατά τας κακάς γλώσσας του χωρίου εδήλου ότι η ευρεία περιφέρεια της κυρίας Γαρουφαλλιάς δεν ήτο όλως ξένη προς την κομματαρχικήν δικαιοδοσίαν του κ. Μανώλη. — Πότε για την Αθήνα; Χαρά στην τύχη σας! Είδα κ' εγώ εις την εφημερίδα τα όσα θα σας γίνουν.

— Ποίαν εφημερίδα; ηρώτησε μετά περιεργείας ο δήμαρχος.

Ο κουμπάρος του έσυρεν εκ του θυλακίου του και του ενεχείρισε ρικνόν και ερρυπωμένον φύλλον της «Παλιγγενεσίας», προς το οποίον ο δήμαρχος έρριψεν απλήστως το βλέμμα και αφού επισταμένως ανέγνωσεν αυτήν ανέκραξεν αγαλλιών:

— Μα λοιπόν είνε ενήλιξ!

— Ποίος; ηρώτησεν απορών ο κ. Μανώλης.

— Ο διάδοχος! Δόξα σοι ο Θεός! … ήλθε η καρδιά μου στη θέσι της· δεν πρόκειται λοιπόν διά μηχανορραφίας κατά του Συντάγματος! … Τότε θα υπάγω μετά χαράς.

Και έσπευσε ν' ανακαλέση την προς την σύζυγον δευτέραν παραγγελίαν και να μηνύση εις τον Φώτην να μη ξεσυμφωνήση τα μουλάρια.

Η χαρά του αγαθού δημάρχου διήρκεσε μέχρι της εσπέρας. Αλλά δεν είχεν αποτελειώσει το δείπνον, ότε ο τηλεγραφικός διανομεύς ελθών από την πρωτεύουσαν της επαρχίας τού ενεχείρισε τηλεγράφημα. Ο κ. Σωτήριος το ήνοιξε μετά σπουδής και είδεν ότι ο τηλεγραφών προς αυτόν εξ Αθηνών ήτο ο πολιτικός του φίλος τέως βουλευτής και υποψήφιος κ. Κουνουπίδης. Έλεγε δε το τηλεγράφημα:

«Μη αναχωρήσης πρωτεύουσαν· πρόσκλησις παγίς· τεκταίνονται απαίσια· ταχυδρομικώς καθέκαστα».

Ο δήμαρχος έπεσε βαρύθυμος επί μιας έδρας και με θρηνώδη φωνήν είπε προς την προσελθούσαν σύζυγον:

— Γαρουφαλλιά μου! μην ετοιμάσης τίποτε! … κοντεύω να παλαβώσω! … Και συ, Φώτη, προσέθηκε στραφείς προς τον κλητήρα, να πας να πης πως δεν έχομεν πλέον ανάγκην διά τα μουλάρια.

Φοβεράν νύκτα διήλθεν ο ταλαίπωρος δήμαρχος και φρικτά όνειρα είδε κατά τας ολίγας ώρας καθ' άς εκοιμήθη. Οτέ μεν έβλεπεν ότι, ενώ ευρίσκετο εις τας περιχρύσους αιθούσας των ανακτόρων, το έδαφος αίφνης ηνοίγετο υπό τους πόδας του και εβυθίζετο εις βάραθρον, οτέ δε ότι συνελαμβάνοντο όλοι ομού οι δήμαρχοι εντός της Μητροπόλεως υπό χωροφυλάκων και εξηναγκάζοντο διά της λόγχης ν' αποκηρύξουν το Σύνταγμα. Ευθύς ως εξύπνησε, δύσθυμος με οφθαλμούς ερυθρούς, έπεμψε δεξιά και αριστερά εις τα πέριξ χωρία να του φέρουν όσας εφημερίδας ήθελον εύρει και κατηνάλωσε σχεδόν τα δύο τρίτα της ημέρας του αναγινώσκων αυτάς. Αι περιγραφαί των εορτών, αι περί της χρυσής αμάξης του βασιλέως πληροφορίαι, αι παρατάξεις, οι χοροί εις τα Ανάκτορα, το γεύμα εις το δημαρχείον και προ πάντων η περί του παρασήμου υπόσχεσις εξήψαν το πνεύμα του αγαθού κυρίου Σωτηρίου και ενέπνεον αυτώ ακατανίκητον επιθυμίαν. Αλλ' έπειτα ήρχοντο αι συζητήσεις περί της ενηλικιότητος ή μη, η κατακραυγή περί παρανομίας, αι καταγγελίαι περί των κυβερνητικών και αυλικών σκευωριών, και το αίμα του πάλιν επάγωνε και η αμφιβολία εισήρχετο εις την ψυχήν του και ηγείρετο περιπατών και ψιθυρίζων: — Είνε άρα ενήλιξ ή όχι; Ποίος τέλος ημπορεί να με διαφωτίση;

Και ως να εισήκουσεν αμέσως ο Θεός την επιθυμίαν του, εισήλθε κατ' εκείνην την στιγμήν ασθμαίνων ο Φώτης φέρων έν έγγραφον με την σφραγίδα της Νομαρχίας. Ο δήμαρχος το ήνοιξεν, ανέγνωσεν αυτό μετά σπουδής και η μορφή του ιλαρύνθη.

— Α, τους μασκαράδες! ανεβόησεν· επίτηδες λοιπόν τα γράφουν διά να κάνουν αντιπολίτευσιν! … Φώτη! τρέξε γρήγορα, σε παρακαλώ, να βρης πάλι τα μουλάρια! … Γαρουφαλλιά! …

Αλλ' ο Φώτης αυτήν την φοράν δεν εκινήθη.

— Αφεντικό, είπεν, αυτός ο κλητήρας που έφερε το έγγραφο, είπε πως ήταν στο ταχυδρομείο και ένα γράμμα για του λόγου σας. Για να ιδούμε πρώτα κι αυτό τι λέει! …

Ο Φώτης είχε προαίσθημα. Το γράμμα τω όντι εκομίσθη μετ' ολίγον, ήτο δε το του αντιπολιτευομένου βουλευτού Κουνουπίδη, ζωηρώς παριστάνοντος εν αυτώ τας πλεκτάνας της κυβερνήσεως και αυστηρώς απαγορεύοντος εις τον κ. Σωτήριον να κινηθή από το χωρίον του.

— Λοιπόν, αφεντικό, να πάω τώρα; ηρώτησεν ο Φώτης.

— Όχι, απήντησε περίλυπος ο δήμαρχος, μην πας! …

— Τι με θέλεις πάλιν; είπεν εισερχομένη η σύζυγός του.

— Ήθελα, είπε με φωνήν σχεδόν τραυλίζουσαν ο κ. Σωτήριος, να σου πω να ετοιμάσης τα ρούχα … αλλά τώρα πάλιν … δεν είνε ανάγκη πλέον! …

— Μα δεν μου λες πως είσαι διά δέσιμον! είπεν η εύσαρκος κυρά Γαρουφαλλιά αγανακτούσα. Μας έχεις από τα χθες άνω κάτω όλους με αυτό το ταξίδι. Αποφάσισε τέλος πάντων, θα πας ή δεν θα πας; …

Αλλά μήπως ήτο εύκολον πράγμα αυτό το οποίον τόσον αφελώς τον διέτασσε να πράξη η σύζυγός του;

Και επί τη υποθέσει ότι δεν εγαργάλιζον αυτόν αι διασκεδάσεις και αι τιμαί της πρωτευούσης ούτε επτόουν την φιλοπατρίαν του τα τεκταινόμενα τυραννικά σχέδια, αν μετέβαινε θα δυσηρέστει τον προστάτην του βουλευτήν, αν δε δεν μετέβαινε, θα δυσηρέστει τον νομάρχην και την κυβέρνησιν, ήτις, ως διεδίδετο, είχε σκοπόν να φέρη σιδηροδεσμίους διά πολεμικών πλοίων τους απειθείς δημάρχους εις την πρωτεύουσαν.

Και το δίλημμα έπρεπε να λυθή μέχρις εσπέρας, διότι την επαύριον λίαν πρωί ανεχώρει το ατμόπλοιον, η μόνη μέχρι της ημέρας των εορτών ευκαιρία!

Αν ήτο δυνατόν να φύγη ενταυτώ και να μείνη! … να ευρίσκεται εις την οικίαν του και ταυτοχρόνως να παρευρίσκεται εις τας εορτάς της πρωτευούσης! …

Φαεινή ιδέα επήλθεν αίφνης εις το πνεύμα του … Έν ανδρείκελον ηδύνατο να τον σώση, να τον αντικαταστήση, όχι βεβαίως εις τας Αθήνας, όπου δεν ηδύνατο το ανδρείκελον να μεταβή μόνον του, αλλ' εις την οικίαν του. Θ' ανεχώρει κρυφίως, θα διεσκέδαζεν εις Αθήνας, θα διέδιδεν ότι ήτο ασθενής, και έν ανδρείκελον θ' ανεπλήρου αυτόν προσωρινώς εις το γραφείον, ή και εις την κλίνην.

Τόση ήτο η χαρά του, ώστε ενηγκαλίσθη περιπαθώς την κυρίαν Γαρουφαλλιάν εισελθούσαν εκείνην την στιγμήν εις το γραφείον, ανακοινώσας παραχρήμα εις αυτήν το σχέδιόν του,

— Ανδρείκελον! … είπεν η εύσαρκος σύζυγος, μα δεν είνε φόβος να μη ανακαλυφθή; … δεν θα ήτο προτιμότερον να ήτο άνθρωπος αληθινός; …

— Μα ποίος; ηρώτησεν ο κ. Σωτήριος.

— Ο κουμπάρος μας! … είπε διστάζουσα η κυρία Γαρουφαλλιά.

Ο δήμαρχος ενθουσιασθείς εκ της ιδέας ησπάσθη την συζυγόν του, επαινών μεγαλοφώνως την ευφυίαν της, έπεμψεν οριστικώς τον Φώτην να παραγγείλη τα μουλάρια και προσκαλέσας τον κουμπάρον κ. Μανώλην ανέθεσεν εις αυτόν την λεπτήν και σοβαράν άμα εντολήν, ήν εκείνος μετά τινας ενδοιασμούς, απεδέχθη.

— Ιδές καλά! είπεν αυτώ ο κ. Σωτήριος· θέλω να τα καταφέρης καλά!

....................................................................................................................................................................................................................................................

Την εσπέραν, ενώ δύο γοργοί ημίονοι μετέφερον τον δήμαρχον και τον κλητήρα του εις την παραλίαν, ο κουμπάρος κρυφίως ελάμβανε κατοχήν επί πάντων των δικαιωμάτων του κ. Σωτηρίου, ως του υπεσχέθη.

Εν τούτοις καθ' οδόν εξ ενός τιναγμού του ζώου είχε πέσει το φέσιον από της κεφαλής του δημάρχου, με όσας δε προσπαθείας και αν κατέβαλεν υπήρξεν αδύνατον πλέον να σταθή επί της κεφαλής του.

— Τι διάβολο έπαθε το φέσι μου κ' εστένευσε δεν ηξεύρω! έλεγεν ο κ. Σωτήριος, αλλά δεν πειράζει· θα πάρω ένα καινούργιο στην Αθήνα.

Και απέκτησε τω όντι έν φέσιον καινουργές και ευρύχωρον, μετά εννέα μήνας δε και ένα υιόν επίσης καινουργή, όστις ενεγράφη μετά πομπής εις το μητρώον του δήμου ως γόνος αυτού γνήσιος και διάδοχος της ισχύος του παρά τω λαώ των Φασκομηλίων.