Αττικαί ημέραι/Ζ

Από Βικιθήκη
Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
H μέλαινα νυξ


Ή
ΑΙ ΦΡΙΚΑΛΕΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ ΕΝΟΣ ΑΠΟΡΟΥ ΝΕΟΥ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ ΑΥΤΟΥ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Το έγκλημα.

Ήτο νυξ της 36 Φεβρουαρίου του 188 …

Το έτος ήτο έκτακτον καθ' όλα· ο Φεβρουάριος οργισθείς επί τέλους διότι επί απειράριθμα έτη ηδικείτο, επί αθεμίτω ωφελεία των λοιπών συναδέλφων του, απεφάσισε μόλις ήλθεν η σειρά του, να εξακολουθήση επί αρκετόν χρόνον κυριαρχών βιαίως, και μολονότι είχε παρέλθει η τριακοστή έκτη από της ενάρξεώς του ημέρα, δεν εννόει κατ' ουδένα τρόπον να λήξη. Άλλως τε πλείσται όσαι δεινότεραι συμφοραί είχον ενσκήψει επί της γης· πλημμύραι είχον συμβή, έμποροι είχον χρεοκοπήσει, επιζωοτία είχεν αναφανή, βουλευτικαί εκλογαί εγένοντο, τα ταχυδρομεία επρόκειτο ν' αναμορφωθούν και μυθιστορήματα γαλλικά περί τα εκατόν είκοσιν είχον μεταφρασθή υπό διαφόρων λογίων νέων.

Το ωρολόγιον του Πανεπιστημίου εκτύπα το πέμπτον τέταρτον της ενδεκάτης νυκτερινής ώρας, ότε είς έφιππος και είς προσωπιδοφόρος εβάδιζον πεζοί εις μίαν των οδών των αγουσών προς τας υψηλοτέρας παρά τον Λυκαβητόν συνοικίας της πόλεως.

Ο προσωπιδοφόρος ήτο ο φίλος μου Βαρθολομαίος Εξωφρενίδης, όστις όμως την εσπέραν εκείνην ελέγετο Ροβέρτος. Γόνος αρχαίου και ευκλεούς οίκου της νήσου Φολεγάνδρου, φέρων τον τίτλον ιπποκόμητος, επειδή ο πατήρ του είχε χρηματίσει ποτέ ιπποκόμος, ήλθεν εις την πρωτεύουσαν του βασιλείου διά να κατακτήση την τύχην και ανέλαβεν εντίμως τον κόπανον του ιγδίου, γενόμενος υπηρέτης έν τινι φαρμακείω. Ούτως, αφού επί πολύ διάστημα της ημέρας κατέτριβεν εις το ιγδίον τα φάρμακα τα προωρισμένα διά την ευεξίαν του σώματος, είχε την γενναιότητα να κατατρίβη κατόπιν τας λοιπάς του ώρας εις την ανάγνωσιν μυθιστορημάτων, προωρισμένων αναντιρρήτως εις την ηθικήν μόρφωσιν και την ευεξίαν της ψυχής.

Εκ της διαίτης ταύτης διεπλάσθη ο χαρακτήρ του Βαρθολομαίου ευγενής, ευαίσθητος, μεγαλόφρων, ιπποτικός. Ένεκα των ημερησίων ασχολιών του το ύφος του απέκτησεν ιδιάζουσαν εικονικότητα.

— Η ζωή μου υπήρξε πλήρης αλόης, έλεγε συχνάκις, αλλ' η υπόληψίς μου έμεινε διαυγής ως το πρώτης ποιότητος κικινέλαιον. Θα κατακτήσω το μέλλον μου κατά δόσεις και θα κατασυντρίψω τας δυσκολίας ως αραβικόν κόμμι. Θέλω να μάθω και τα πλέον απόκρυφα μυστήρια της κοινωνίας ως Ροδόλφος. Ω! υπάρχουσι πολλοί Μορδάουντ εις αυτήν! αλλ' εγώ θ' ανακαλύψω τας σκευωρίας των κακούργων, ως ο Εδμόνδος Δαντές, διότι αγαπώ την ανθρωπότητα ως ο Ραούλ ηγάπα την ωραίαν Γαβριέλλαν!

Ο έτερος των δύο μυστηριωδών διαβατών ήμην εγώ, έφιππος επί των νώτων του συντρόφου μου, διότι προσκόψας επί λίθου και αλγών τον πόδα δεν ηδυνάμην πλέον να βαδίσω.

Η νυξ ήτο ζοφερά ως η πλατεία του Συντάγματος, όταν παιανίζη εν αυτή την νύκτα η μουσική. Ο άνεμος πνέων σφοδρός απέσπα τα φύλλα των δένδρων, των παραθύρων και των βιβλίων όσα τυχόν ήθελον ευρεθή εις τον δρόμον κατά την ώραν εκείνην. Κατά διαλείμματα ηκούοντο οι μονότονοι και θλιβεροί κρωγμοί των μαρμαρίνων γλαυκών του αετώματος της Ακαδημίας.

Αίφνης εις την καμπήν της οδού διεγράφη υπό την ασθενή λάμψιν φανού πνευστιώντος η σκιά γυναικός μελανειμονούσης, ήτις βήματι ταχεί έσπευδεν ανερχομένη την αυτήν οδόν.

Αμφότεροι εφρικιάσαμεν. Προς στιγμήν ανεστείλαμεν το βήμα, δηλαδή, κυρίως ειπείν, το έμψυχον υποζύγιόν μου μόνον ανέστειλε το ιδικόν του, επειδή μη έχων χαλινόν να το σύρω έσφιγξα ισχυρώς διά των χειρών τον τράχηλόν του.

— Τι τρέχει; με ηρώτησεν.

— Η γυνή εκείνη! … εψιθύρισεν.

— Ω! βεβαίως η γυνή εκείνη, απήντησεν υποκώφως μετά σαρκαστικού μειδιάματος και μετ' ολίγον απήγγειλε σιγά τους γνωστούς στίχους:

Το ξεύρει, δεν το αγνοεί, γνωρίζει πάσα Φρύνη
Ότι εκείνη η γυνή, ότ' η γυνή εκείνη…

Και εσιώπησε.

— Πρόκειται πάντοτε περί του μυστηρίου:

— Ναι.

— Έχεις το ρεβόλβερ σου;

— Έχω εκείνο του φαρμακοποιού.

— Και ο φαρμακοποιός έχει το ρεβόλβερ του γείτονος της εξαδέλφης του;

— Όχι· έχει το εγχειρίδιον του γυναικαδέλφου του σκυτοτόμου.

Επροχωρήσαμεν· η άγνωστος εννοήσασα την παρουσίαν μας έσπευσεν έτι μάλλον το βήμα, σφίγξας δε και εγώ τας κνήμας μου περί την οσφύν του φίλου μου εβίασα αυτόν να επιταχύνη το βήμα.

Ήδη μακρόθεν εφάνη έν παράθυρον φωτισμένον. Η μυστηριώδης άγνωστος ώδευσε προς αυτό, ημείς δε την παρηκολουθήσαμεν.

Άκρα ερημία επεκράτει εις την οδόν, ούτε διαβάτης, ούτε κλητήρ μεθυσμένος, ούτε πτώμα σκύλου δηλητηριασμένου εφαίνετο πέριξ.

— Εκεί λοιπόν συμβαίνουσι τα φρικτά πράγματα άτινα μου διηγήθης; ηρώτησα τον φίλον μου διά φωνής μόλις ακουομένης.

— Δεν έχω πλήρη βεβαιότητα, μου απήντησεν, αλλ' έχω πλείστας όσας πιθανότητας.

— Ροβέρτε! είσαι βέβαιος περί όσων μου είπες;

— Ναι, σου το ορκίζομαι εις το ύδωρ της Στυγός, Λεοπόλδε!

Την εσπέραν εκείνην Λεοπόλδος ήμην εγώ.

— Έχεις χρήματα; τον ηρώτησα.

— Ναι· έχω εικοσιδύο λουδοβίκεια χάλκινα· και συ;

— Εγώ είχον έν χαρτονόμισμα της Ηπειροθεσσαλικής Τραπέζης.

— Αι, λοιπόν; …

— Την νύκτα μία αράχνη οκνηρά, ευρούσα αυτό επί της τραπέζης, το παρέλαβε και το εχρησιμοποίησεν αντί ιστού.

— Έστω, ας προχωρήσωμεν!

Και εκρύβημεν όπισθεν μιας μάνδρας, ενώ η παράδοξος μελανείμων επλησίαζεν εις την οικίαν και έκρουε το ρόπτρον.

Βήματα ηκούσθησαν εις την κλίμακα· η θύρα ηνοίχθη και μία γραία επεφάνη εις την ουδόν, κρατούσα αντί φανού ή κηρίου ογκώδη πολυέλαιον. Υπό την λάμψιν αυτού εφάνη η κλίμαξ επεστρωμένη διά πολυτελών κατόπτρων της Βενετίας. Τότε μεταξύ των δύο γυναικών συνήφθη ο επόμενος διάλογος.

— Λοιπόν πώς πηγαίνομεν; ηρώτησεν η μελανείμων.

— Οι πόνοι εξακολουθούν φρικτοί, απηντησεν η γραία.

— Ώστε είνε καιρός!

— Βέβαια· ορίστε επάνω.

— Βλέπεις μου είπεν ο φίλος μου, σφίγγων τον βραχίονα μου, ενώ η μελανείμων εισήρχετο εις την οικίαν, κλείουσα εξόπισθέν της την θύραν βλέπεις ότι δεν ηπατώμην; … Συμβαίνουν όργια φρικτά, σου είπον! … Ήκουσες ότι εγένετο λόγος περί φρικτών πόνων. Τις οίδεν εις ποία βασανιστήρια υπεβλήθη το ατυχές θύμα διά να ενδώση ! … Ω Σαρδανάπαλοι, κακούργοι! …

Αι τρίχες της κόμης μου ήσαν ηνωρθωμέναι εκ της φρίκης.

— Τι να πράξωμεν; ηρώτησα μετά φωνής συγκεκινημένης τον φίλον μου.

— Εμπρός! απήντησεν αποφασιστικώς ο Βαρθολομαίος, ο επιλεγόμενος Ροβέρτος, ας εισέλθωμεν.

— Αλλ' εάν μας τύχη τίποτε; … εάν σε φονεύσουν; …

— Θα πέσω μάρτυς ευγενούς και αγίας ιδέας, και η νυξ αύτη θ' αποκληθή υπό της ιστορίας δευτέρα νυξ του Αγίου Βαρθολομαίου.

— Έχει καλώς· ας προχωρήσωμεν.

— Καθ' ήν στιγμήν επλησιάζομεν εις την θύραν, ηκούσθη εξερχομένη εκ της οικίας τελευταία κραυγή άλγους διάτορος, οξεία, παρατεταμένη και μετά ταύτα βήματα και κίνησις, μετ ολίγον δε φωναί πολλαί επαναλαμβάνουσαι την λέξιν:

— Αρσενικόν! αρσενικόν! …

— Ω! ανεβόησεν ο Ροβέρτος· και αυτό το δραστικώτατον δηλητήριον μεταχειρίζονται λοιπόν οι κακούργοι.

Και αρπάσας το ρόπτρον έκρουσε την θύραν μανιωδώς.

Παραχρήμα κατήλθεν η γραία με τον πολυέλαιον και ήνοιξεν αυτήν.

Πριν προφθάση καν να ίδη το πρόσωπόν μας, ο φίλος μου την ηρώτησε:

— Λοιπόν τι απέγινεν;

— Ετελείωσεν, απήντησεν η γραία· ελευθερώθηκε, δόξα σοι ο Θεός, και έκαμε ένα κοτζάμ' αγόρι! …

— Αγόρι! … επανέλαβεν έκπληκτος ο Βαρθολομαίος, ελευθερώθη! … λοιπόν η γυνή εκείνη με τα μαύρα;…

— Για τη μαμμή 'ρωτάτε; είπε διακόπτουσα αυτόν η γραία. Ποίοι είσθε του λόγου σας;

— Είμεθα η εκδίκησις! ανεβόησεν ο Εξωφρενίδης αφρίζων εκ του θυμού. Ομολόγησε την αλήθειαν, αναίσχυντε, … άλλως …

Η γραία ανύψωσε μετά κόπου τον πολυέλαιον, διά να μας παρατηρήση κάλλιον, και ιδούσα την προσωπίδα του φίλου μου έρρηξε κραυγήν τρόμου. Ο πολυέλαιος εξέφυγε των χειρών της και ανήλθε την κλίμακα φωνούσα:

— Χριστέ και Παναγία μου! λωποδύτες! … βοήθεια! …

Οι εν τη οικία ώρμησαν αμέσως κραδαίνοντες ξύλα, πιστόλια, εγχειρίδια. Ιδών τον κίνδυνον ετράπην αμέσως εις φυγήν, ουχί όμως πριν καταφέρω διά του υγιούς ποδός σφοδρόν λάκτισμα εις την στομαχικήν χώραν του φίλου μου, φιλοδώρημα αντάξιον εις πάντας τους νεαρούς συγγραφείς τους φανταζομένους ότι συμβαίνουν τοιαύτα πράγματα εις την τόσον ήσυχον κοινωνίαν μας.