Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αττικαί ημέραι/Ε

Από Βικιθήκη
Αττικαί ημέραι
Συγγραφέας:
Νοομαντεία


Από τινος μεγάλην μου έχουν προξενήσει αίσθησιν αι νεώτεραι ανακαλύψεις της επιστήμης, νυχθημερόν δε καταγίνομαι προσπαθών να εμβαθύνω εις αυτάς. Διότι, δεν το λέγω διά να καυχηθώ, αλλ' είνε αληθές ότι είμαι άνθρωπος πολύ φιλομαθής και πολύ περίεργος, δεν δύναμαι δε να εύρω ανάπαυσιν, εάν δεν ανακαλύψω πρότερον την εξήγησιν φαινομένου τινός ελκύοντος την προσοχήν μου. Παρηκολούθησα επισταμένως πάντας τους μέχρι τούδε αναφανέντας επιστημονικούς συρμούς. Ότε ήτο π. χ. προ δύο ετών η μανία των κινουμένων τραπεζών, κατέβαλον ατρύτους κόπους περιερχόμενος τας ενταύθα Τραπέζας όπως συνάψω μικρόν τι δάνειον, οφείλω δε να ομολογήσω ότι οι κόποι μου απέβησαν μάταιοι, επειδή καμμία Τράπεζα δεν εκινήθη … εις οίκτον υπέρ εμού. Έπειτα ήλθε το ζήτημα του υπνωτισμού και τόσον επεδόθην εις αυτό, μετά τόσου ζήλου επελήφθην της εξετάσεώς του, ώστε κατήντησε να κοιμώμαι είκοσιδύο ώρας το ημερονύκτιον αναγινώσκων τας περί αυτού γραφομένας διαφόρους πραγματείας. Τώρα δε μετά την αθρόαν άφιξιν των νοομάντεων, ότε ο Σασσανιών καταδιώκει τον Μπίσοπ και ο Μπίσοπ καταδιώκει τους θεατάς, το πνεύμα μου αδιακόπως καταδιώκει και αυτό μίαν ιδέαν, δηλαδή τίνι τρόπω να γίνω κ' εγώ νοομάντις.

Τα πάντα κατορθούνται διά της υπομονής και της επιμονής, χάρις δε εις τους πολλούς κόπους και την επιμονήν μου κατώρθωσα τω όντι να φθάσω εις ευάρεστα αποτελέσματα, ως αποδεικνύεται εκ των εξής πειραμάτων, άτινα λαμβάνω την τιμήν να εκθέσω εις τους ευμενείς αναγνώστας μου.

Και εν τούτοις ηδυνήθην ν' ανεύρω αντικείμενον, και μάλιστα βελόνην, κρυμμένην Κύριος οίδε προ πόσου χρόνου εις μέρος όπου ουδέ κατά διάνοιαν υπώπτευον. Επί τρεις συνεχείς μήνας, μόλις κατεκλινόμην ησθανόμην οδυνηρόν νυγμόν εις … τας κάτω χώρας του σώματός μου. Την ενενηκοστήν πρώτην ημέραν απεφάσισα ανάψας το κηρίον να εξετάσω την κλίνην και μετά λεπτομερή έρευναν κατώρθωσα ν' ανακαλύψω βελόνην εμπηγμένην εντός του στρώματος.

Δεύτερον πείραμα σπουδαιότερον. Ανεύρεσις αγνώστου ημερομηνίας. Πρό τινος καιρού εισήλθε πρωίαν τινά εις το δωμάτιόν μου η αξιοτίμος κυρά-Ζαφείρω, η οικοδέσποινά μου, ής την περιγραφήν αναβάλλω, λέγων μόνον ότι, αν εξηρτάτο από το θέλημά της, ο βίος μου θα συνετέμνετο κατά τα εικοσιεννέα αυτού τριακοστά· τόσον φλογεράν επιθυμίαν έχει ν' ανατέλλη καθ' εκάστην, ει δυνατόν, η πρώτη του μηνός.

— Ξέρετε τι μέρα έχομε σήμερα; μου είπε με ύφος βλοσυρόν.

Δεν εγίνωσκον ποσώς. Σημειωτέον ότι έχω την συνήθειαν εντός του δωματίου μου να μη αφήνω ούτε ημερολόγια, ούτε ημεροδείκτας, ούτε άλλα παρόμοια ενοχλητικά αντικείμενα υπενθυμίζοντα ανεκπληρώτους υποχρεώσεις. Αλλ' εκ του τρόπου της εμάντευσα αμέσως την ημερομηνίαν:

— Έχομεν πρώτην του μηνός, της είπον αδιστάκτως.

— Καλύτερα οπού το γνωρίζεις, απήντησε και απήλθεν υπερηφάνως.

Αλλά θαυμασιώτατον πάντων ήτο το τρίτον πείραμα.

Εκεί παρά την Νέαν Αγοράν συνήντησα λίαν πρωί ένα γείτονά μου, μεθ' ού προ ημερών συνεζήτουν, εκμυστηρευμένος εις αυτόν τας εις την νοομαντείαν καθημερινάς προόδους μου. Εκράτει εις την χείρα του τεμάχιον ευμέγεθες χονδρού ιχθύος και δέσμην σκόρδων. Χωρίς να χάσω καιρόν ήρχισα μετ' αυτού την συνήθη συνομιλίαν και επειδή αυτός προέβαλλε μερικούς δισταγμούς και αντιρρήσεις, του είπα αλαζονικώς:

— Πολύ καλά! διά να σε πείσω ιδού, δύναμαι να σου είπω τώρα, αυτήν την στιγμήν, τι διανοείσαι να πράξης σήμερον.

— Λέγε, μου απήντησεν εκείνος προκλητικώς.

Λαμβάνων τότε εγώ επίσημον και εμπνευσμένον ήθος του είπα:

— Διανοείσαι να φάγης ψάρι μαγιάτικο σκορδαλιά! …

Τόσην έκπληξιν ενεποίησεν εις αυτόν η μαντεία μου, ώστε, αφού έμεινεν ακίνητος επί αρκετάς στιγμάς, εξέτεινε τους βραχίονας και μ' ενηγκαλίσθη, ησθάνθην δ' επί της μιας μου παρειάς την επαφήν του ιχθύος και επί της ετέρας την επαφήν των σκόρδων.

— Είσαι μέγας! ανέκραξε και ετράπη δρομαίως εις φυγήν.

Ενθαρρυνθείς μετά τους τοιούτους θριάμβους απεφάσισα να μεταβώ απ' ευθείας προς τον κ. Μπίσοπ, διά να πεισθώ κατά πόσον είνε αυτός υπέρτερος εν τη τέχνη ταύτη.

— Κύριε, του είπα άμα εισελθών, ήκουσα ότι είσθε ικανός ν' ανευρίσκετε πράγματα κρυμμένα ή χαμένα. Έχασα χθες το εσπέρας μίαν παρτίδα σκαμπίλι εις το καφενείον. Ημπορείτε να την ανεύρετε;

Ο κ. Μπίσοπ με ητένισεν απορών:

— Ηξεύρω τι διανοείσθε, εξηκολούθησα αταράχως, διότι και εγώ είμαι νοομάντις· διανοείσθε ν' ανεύρετε αυτό το σκαμπίλι και να μου το δώσετε κατά πρόσωπον· αλλά προσέξατε να μη το πράξετε, διότι θα σας κάμω να φύγετε από την μπίσοπ … πόρτα!

— Κύριε, μου απήντησεν οργίλος ο βρεττανός νοομάντις, έχασα πλέον την υπομονήν μου …

— Προσπαθήσατε ν' ανεύρετε και αυτήν, του είπα ψυχρώς· κάπου εδώ μέσα θα είνε …

Ο κ. Μπίσοπ ηρεύνησε τω όντι εντός της αιθούσης, αλλ' αντί της υπομονής εύρε χονδράν ράβδον εις μίαν γωνίαν.

— Ράβδος εν γωνία, άρα θα μου τες βρέξη! … ασκέφθην. Και ούτω χάρις εις την μαντικήν μου δύναμιν εννοήσας τον σκοπόν του, κατήλθον κατεσπευσμένως την κλίμακα και εξήλθον σώος.

(1886)