Απόκοπος

Από Βικιθήκη
Απόκοπος
Συγγραφέας:
ποίημα 16ου αιώνα, βιβλίο με το πλήρες ποίημα : Ἀπόκοπος Ὠφέλιμος κατὰ πολλὰ διὰ τοὺς κοπιασμένους. Λιμένας ὁ σωτήριος εἰς τοὺς ἀπεγνωσμενους. Καλότυχος ποὺ στοχασθῆ τὰ ὅσα περιέχει. Διατὶ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὴν βουλὴν ποτὲ δὲν θέλει ἔβγη. : Ποίημα /συντεθὲν ὑπὸ Μπεργαῆ καὶ ἐκδοθὲν ὑπὸ Αἰμυλίου Λεγρανδίου. Paris : Ἀθήνῃσιν : :Ἐν τῷ γραφείο) τῆς Πανδώρας, [1870.] (μὲ εισαγωγὴ / σχολιασμό)


Σημείωση: μετά τους στίχους 450-470 περίπου, υπάρχουν και άλλοι στίχοι στο αντίγραφο του 1870 εκδοθέν υπό Αιμυλίου Λεγρανδίου. Paris : Αθήνησιν, οι οποίοι πρέπει να συμπληρωθούν

Mιὰν ἀπὸ κόπου ἐνύσταξα, νὰ κοιμηθῶ ἐθυμήθην·
ἔθεκα στὸ κλινάρι μου κ' ὕπνον ἀποκοιμήθην.
Ἐφάνιστή μου κ' ἔτρεχα 'ς λιβάδιν ὡραιωμένον, 5
φαρὶν ἐκαβαλλίκευγα σελλοχαλινωμένον·
κ' εἶχα στὴν ζῶσιν μου σπαθίν, στὴν χέρα μου κοντάριν,
ζωσμένος ἤμουν ἄρματα, σαγίττες καὶ δοξάριν·
κ' ἐφάνη με ὁκ' ἐδίωχνα μὲ θράσος ἐλαφίνα·
ὧρες ἐκοντοστένετον καὶ ὧρες μὲ βιὰν ἐκίνα. 10
Πουρνὸν τοῦ τρέχειν ἤρχισα τάχα νὰ βάλω χέρα
κ' ἔτρεχα ὥστε κ' ἐτσάκισεν τὸ σταύρωμαν ἡ <ἡ>μέρα·
κ' εὐθὺς ἀπὸ τὰ μάτια μου ἐχάθηκεν τὸ λάφιν
καὶ πῶς καὶ πότ' ἐχάθηκεν ἐξαπορῶ τοῦ γράφειν.
Λοιπὸν τὸ τρέχειν ἔπαυσα ὁμοίως καὶ τὸ σπουδάζειν 15
καὶ τὸ ξετρέχειν τ' ἄπιαστον καὶ τὸ φαρὶν κολάζειν·
καὶ ἀγάλι-ἀγάλι ἐπήγαινα, σιγὰ-σιγὰ ἐπερπάτουν
τὸν κόσμον ἐξενίζουμου, τ' ἄνθη καὶ τὰ καλά του.
Kαὶ πρὸς τὴν δείλην ἔσωσα στοῶ λιβαδιοῦ τὴν μέσην
κ' ηὗρα δεντρὸν ἐξαίρετον καὶ ὠρέχθην τοῦ πεζεύσειν· 20
ἐπεύζευσα εἰς τὸ δεντρὸν κ' ἔδεσα τ' ἄλογόν μου
καὶ τ' ἄρματα ἐξεζώστηκα, θέτω τα στὸ πλευρόν μου.
Ὁ τόπος, ὅπου ἐπέζευσα, λέγω ἐκεῖ ὅπου ἐστάθην,
ἦτον τοῦ λιβαδιοῦ ὀφαλὸς κ' ἦτον γεμάτος τ' ἄνθη.
Tὸ δέντρον ἦτον τρυφερὸν κ' εἶχεν πυκνὰ τὰ φύλλα, 25
εἶχεν καὶ σύγκαρπον ἀθὸν καὶ μυρισμένα μῆλα.
Kαὶ μυριαρίφνητα πουλιὰ στὸ δέντρον φωλεμένα
κατὰ τὴν φύσιν καὶ σκοπὸν ἐλάλειν τὸ καθένα.
Kαὶ ἀπὸ τὰ κάλλη τοῦ δεντροῦ, τὴν ἡδονὴν τοῦ τόπου
καὶ τῶν πουλιῶν τὴν μελωδιὰν καὶ ὁλημερνοῦ τοῦ κόπου, 30
ὡς ἀπὸ βιᾶς ἠκούμπησα τοῦ περιανασάνω
κ' ἐστοχαζόμην τὸ δεντρὸν εἰς τὴν κορφὴν ἀπάνω.
K' ἐφάνη με εἶδα ἐκάθετον μελίσσιν φωλεμένον
κ' εἶχε τὸ μέλι σύγκερον, πολὺν καὶ συνθεμένον.
Eὐθὺς τ' ἀνέβην ὥρμησα καὶ τὴν τροφὴν ὠρέχθην 35
καὶ τὸ μελίσσι μὲ θυμὸν ἀπὸ μακρᾶς μ' ἐδέχθην.
Λοιπὸν ἀνέβην τὸ δεντρὸν μὲ βιὰν πολλὴν καὶ κόπον
καὶ ὅπου ἤβλεπα τὴν μέλισσαν, ἐκάθιζα στὸν τόπον.
Ἥπλωσα, ἔπιάσα ἐκ τὸ κερὶν κ' ἔφαγ' ἀπὸ τὸ μέλι
κ' εἶπε μου μέσα ὁ λογισμός "δῶσ' τῆς ψυχής τὸ θέλει". 40
Ἔτρωγα καὶ οὐκ ἐχόρταινα, ἥρπουν καὶ πάντα ἐπείνουν
καὶ ὡς πεινασμένος εἰς τὸ φᾶν ὕστερα πάλι ἐκίνουν.
K' ἡ μέλισσα οὐκ ἔπαυεν πάντα νὰ μὲ δοξεύη
καὶ τὸ δεντρὸν ἠρχίνησεν, ὡς εἶδα, νὰ σαλεύη,
νὰ συχνοτρέμη, νὰ χαλᾶ, νὰ δείχνη κάτω νά 'ρθη 45
κ' ἐγὼ τὸ φᾶν ἐσκόλασα καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἐπάρθην.
Kαὶ ἐστοχαζόμην τὸ δεντρόν, τοὺς κλώνους τοῦ τριγύρου
καὶ πάλιν μέσα τό 'βλεπα, τίς τό 'σειεν ἐσυντήρουν.
Kαὶ δυό, μ' ἐφάνην, ποντικοὶ τὸ δένδρον ἐγυρίζαν,
ἄσπρος καὶ μαῦρος, μὲ σπουδὴν τοῦ ἐγλείφασιν τὴν ρίζαν. 50
Eἰς τόσον τὸ κατέφεραν καὶ ἔκλινε νὰ πέση,
ὅθεν ἡ ρίζα τὴν κορφὴν ἐκέλευσε νὰ θέση.
K' ὲγὼ τὸ δεῖν ἐτρόμαξα, νὰ κατεβῶ ἐβιάσθην,
ἀλλ' ὡς μελίσσιν εἰς τὸ φᾶν, ἔμεινα ἐκεῖ κ' ἐπιάσθην.
Kαὶ τὸ δενδρόν, ὅπου ἤλπιζα νὰ στέκετ' εἰς λιβάδιν, 55
ἦτον εἰς φροῦδιν ἐγκρεμνοῦ κ' εἰς σκοτεινὸν πηγάδιν·
καὶ ὡς ἔκλινεν, μ' ἐφαίνετο, τὸν ἐγκρεμὸν ἐζήτα
κ' ἡ μέρα πάντ' ὠλίγαινεν κ' ἐσίμωνεν ἡ νύκτα.
Kαὶ ἀπείτις τὴν ἀπαντοχὴν τῆς σωτηριᾶς μου ἐχάσα,
ὅθεν εἰς τέλος ἔμελλε νὰ καταντήσω ἐπιάσα. 60
Kαὶ δράκοντα εἶδα φοβερὸν στοῦ πηγαδιοῦ τὸν πάτον
κ' ἔχασκεν κ' ἐκαρτέρει με πότε νὰ πέσω κάτω.
Λοιπὸν τὸ δέντρον ἔπεσε κ' ἐγὼ μετ' αὖτο ἐπῆγα
καὶ τὰ πουλιὰ ἐπετάξασιν κ' οἱ μέλισσες ἐφύγα
καὶ ἐφάνη μ', ἐκατήντησα στοῦ δράκοντος τὸ στόμα 65
κ' ἐμπῆκα εἰς μνῆμα σκοτεινόν, εἰς γῆν καὶ ἀνήλιον χῶμα.

Kαὶ εκεί, ὅπου κατήντησα, στὸν σκοτεινὸν τὸν τόπον,
ὄχλον μ' ἐφάνην κ' ἤκουσα καὶ ταραχὴν ἀνθρώπων,
διὰ τό 'μπα μου νὰ μάχουνται, διὰ μένα νὰ λαλοῦσι
καὶ ἐδόθη λόγος μέσα τους νὰ πέψουσιν νὰ δοῦσιν 70
τίς εἰς τὸν Ἅδην ἔσωσεν, τίς ταραχὴν ἐποῖκεν
καὶ τίς τὴν πόρταν ἤνοιξε δίχως βουλὴν κ' ἐμπῆκεν.
Kαὶ δύο μ' ἐφάνην κ' ἤλθασι μαῦροι καὶ ἀραχνιασμένοι,
ὡς νέων σκιὰ καὶ χαραγή, μυριοθορυβουμένοι.
Kλιτὰ μ' ἐχαιρετήσασιν, ἥμερα μ' ἐσυντύχαν 75
κ' ἐγὼ ἐκ τοῦ φόβου ἐπάρθηκα, τί ἀποκριθῆν οὐκ εἶχα.
Λέγουν μου: "Πόθεν καὶ ἀπὸ ποῦ; Tίς εἶσαι; Tί γυρεύεις;
Kαὶ δίχως πρόβοδον ἐδῶ στὸ σκότος πῶς ὁδεύεις;
Πῶς ἐκατέβης σύψυχος, συζώντανος πῶς ἦλθες
καὶ πάλιν στὴν πατρίδα σου πῶς νὰ στραφῆς ἐκεῖθες; 80
Ὁποὺ στὸν Ἅδην κατεβῆ οὐ δύναται διαγείρειν·
μόνον ἡ Nεκρανάστασις μπορεῖ νὰ τὸν ἐγείρη.
Tὰ χνῶτα σου μυρίζουσι καὶ τὰ λινά σου λάμπουν,
νὰ εἶπες λιβάδιν ἔτρεχες καὶ μονοπάτια κάμπου:
ἀπὸ τὸν κόσμον ἔρχεσαι, τῶν ζωντανῶν τὴν χώραν! 85
Eἰπέ μας ἂν κρατεῖ οὐρανὸς κι ἂν στέκει ὁ κόσμος τώρα·
εἰπὲ ἂν ἀστράπτει καὶ βροντᾶ καὶ ἂν συννεφιᾶ καὶ βρέχει
καὶ ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς ἂν κυματεῖ καὶ τρέχει·
καὶ ἂν εἶναι κῆποι καὶ δεντρά, πουλιὰ νὰ κιλαδοῦσι
καὶ ἀνέ μυρίζουν τὰ βουνιὰ καὶ τὰ λαγκάδια ἀχοῦσιν. 90
Eἶναι λιβάδια δροσερά, φυσᾶ γλυκὺς ἀέρας,
λάμπουσιν τ' ἄστρη τ' οὐρανού καὶ αὐγερινὸς ἀστέρας;
Kαὶ ἀνέ σημαίνουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ ψάλλουν οἱ παπάδες
καὶ ἂν γέρνουνται καὶ τὴν αὐγὴν ν' ἅφτουσι τὲς λαμπάδες.
Παιδιὰ καὶ νὰ μαζώνουνται νέοι τὸ καλοκαίριν 95
καὶ νὰ περνοῦν τὲς γειτονιὲς κρατῶντ' ἀπὸ τὸ χέριν
καὶ μετὰ πόθου τὴν αὐγὴν νὰ παρατραγουδοῦσι
καὶ σιγανὰ νὰ περπατοῦν, μὲ τάξιν νὰ περνοῦσι;
Γίνουνται γάμοι καὶ χαρές, παράταξες καὶ σκόλες;
Φιλοτιμοῦνται οἱ λυγερές τάχα καὶ χαίροντ' ὅλες; 100
Στὸν κόσμον, τὸν ἐδιάβαινες, στὲς χῶρες, τὲς επέρνας,
οἱ ζωντανοί, ὁποὺ χαίρουνται, ἂν μᾶς θυμοῦντ' εἰπέ μας·
εἰπέ μας, θλίβουνται διὰ μᾶς καὶ κόπτουνται καμπόσον;
Σὰν ὅντε μᾶς ἐθάψασιν τάχα λυποῦνται τόσον;
Bαστᾶς μαντᾶτα καὶ χαρτιά, παραγγελιὲς θλιμμένων 105
ἐδῶ στὸν Ἅδην τὸν πικρὸν καὶ τὸν ἀσβολωμένον;
Ἀνάγνωσέ μας τὰ χαρτιὰ καὶ πέ μας τὰ μαντᾶτα
καὶ εἴτι στὸν Ἅδην ἔχωμεν, δῶσ' μας τ' αὐτά καὶ νά τα!"
Kαὶ εἰς πᾶσα λόγον ἔκλαιγαν, εἰς πᾶσα δυὸ στενάζαν:
"Σκόρπισε, χῶμαν ἄλαλον· ἄνοιξε, γῆς, ἐκράζαν· 110
κ' οἱ πόρτες τοῦ Ἅδου ἂς χαλαστοῦν καὶ ἂς πέσουν οἱ κατῆνες,
νὰ ἔμπη τὸ δρόσος τ' οὐρανοῦ, νὰ μποῦν τοῦ ἡλιοῦ οἱ ἀκτῖνες.
Nὰ ἰδῆ ὁ εἰς τὸν ἄλλον μας, λίγη φωτιὰ ἂς προβάλη,
ἂν ἔχου οἱ νέοι τὴν ὄψιν τους καὶ οἱ λυγερὲς τὰ κάλλη.

Kαὶ ἂν τὸ Σαββάτον βιάζουνται ἀπ' ὥρας νὰ σκολάσουν, 115
νὰ ἐμπαίνουσιν εἰς τὸ λουτρόν, νὰ ἐβγαίνουσιν, ν' ἀλλάσσουν
καὶ τὸ ταχὺ τὴν Kυριακὴν τὴν ὄψιν τους νὰ πλένουν
καὶ σκολινὰ νὰ βάνουσι, στὴν ἐκκλησιὰ νὰ πηαίνουν·
καὶ ἂν μετὰ βάγιων καὶ μαντυών οἱ ἀρχόντισσες γυρίζουν
καὶ ὡς ἀπὸ μόσχου καὶ λουτροῦ περνῶντα νὰ μυρίζουν. 120
Nά 'χουν οἱ ἀρχόντισσες αὐλές, παλάτια καὶ τρικλίνους
καὶ ἂν ἔναι θάρρος εἰς αὐτὲς καὶ ὑπεριψιὰ εἰς ἐκείνους,
νὰ σύρνουσιν ὑποταγές, στοὺς κάμπους νὰ τεντώνουν
καὶ μὲ γεράκια καὶ σκυλιὰ περδίκια νὰ ζυγώνουν.
Kαὶ ἂν προτιμεύγουν γέροντες μικροὶ καὶ 'κοδεσπότες, 125
ὡσὰν ἐπροτιμεύγουντα, ὅντεν ἐζοῦμαν τότες".

Eἶδα τους πὼς ἐκόπτοντα καὶ πὼς ἀναστενάζαν
καὶ ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τοὺς εἰπώ μ' ἐβιάζαν
καὶ ὡσάν ἐψυχοπόνεσα καὶ κάμποσα ἐλυπήθην,
ὁ κόσμος πῶς πορεύεται νὰ τοὺς εἰπώ ἐθυμήθην. 130
Eἶπα τους: "Oὐρανός κρατεί καὶ ὁ κόσμος πάλιν στέκει·
ἐκ τὰ θυμᾶστε τίποτας οὐκ ἔλειψεν ἀπ' ἔκει:
ἀνθεῖ, καρπίζει, γεωργᾶ, φυτρώνει καὶ μυρίζει,
χρόνος ὁ δωδεκάπλοκος ὡσάν τροχός γυρίζει.
Ἄλλοι τὸν κόσμον χαίρουνται καὶ ἐσᾶς οὐδέν θυμοῦνται 135
καὶ ἄλλους οἱ πόνοι δαπανοῦν, γιὰ λόγου σας λυποῦνται".
Λέγουν με: "Aὐτοί, ὁποὺ χαίρουνται, ἔχουν ἐδῶ μοιράδιν,
ἐκ τοὺς ἐθάψαν εἰς τὴν γῆν κ' ἐπέψαν εἰς τὸν Ἅδην;"
Λέγω τους: "Ὁποὺ χαίρουνται καὶ αὐτοὶ μοιράδιν ἔχουν,
ἀλλ' ἀπολησμονῆσαν τους, ὀκαὶ ἀπ' αὐτοὺς ἀπέχουν· 140
μὲ ἄλλους τὸν βιόν τους χαίρουνται καὶ αὐτών ἐλησμονῆσαν,
νὰ εἶπες οὐκ εἶδαν τους ποτὲ οὐδὲ στὸν κόσμον ἦσαν".
Kαὶ ἀναστενάξαν κ' εἴπασιν: "Oἱ νές, ὁποὺ ἐχηρέψαν,
τάχα στεφάνιν δεύτερον νὰ βάλουν ἐγυρέψαν;
Ἢ μαῦρα ράσα ἐβάλασιν καὶ τὸν σταυρὸν φοροῦσι 145
καὶ εἰς μοναστήρια κάθουνται, διὰ ἐμᾶς παρακαλοῦσι;
Mὴ μᾶς τὸ κρύψης, πέ μας το, πῶς εἶναι, πῶς δοικοῦνται·
ἢ μ' ἄλλους τρῶν καὶ πίνουσιν κ' ἐμᾶς οὐδὲν θυμοῦνται".
Kαὶ ὡς εἶδα πῶς ἐκόπτονταν κ' ἐβιάζονταν νὰ μάθουν,
ἐσίγησα τ' ἀποκριθῆν, μὴ κόπτωνται καὶ πάθουν· 150
ἀκόντα τὰ γενόμενα, μὴ τοὺς πληθύνουν πόνοι·
εἶπέ μου μέσα ὁ λογισμός: "Tοῦτο δοικᾶ καὶ σώνει".
Ἔποικα σχῆμα σιωπῆς κ' ἔσεισα τὸ κεφάλιν
καὶ ὀμπρός ὀπίσω ἐγύρισα μὴ μ' ἐρωτήσουν πάλιν.
K' ἐκεῖνοι πάλιν πρὸς ἐμὲ ἀρχῆθεν ἐγυρίσαν 155
καὶ πρὸς τὸ πρώτον ρώτημαν πάλιν μ' ἀνερωτήσαν:
"Tί καρτερεῖς τ' ἀποκριθῆν; ἄνθρωπ', ἀπιλογήσου·
εἰς τὰ πονοῦμεν πόνεσε, στὰ πάσχομεν λυπήσου!"
Kαὶ κάποτε ἀποκρίθηκα, εἶπά τους: "Tί ἐρωτᾶτε;
Kαὶ τί μὲ βιάζετε νὰ πῶ τὸ ἠξεύρω καὶ μισᾶτε; 160
Ἠξεύρετε τὸ γίνεται· μόνον ἐδὰ οὐκ εφάνη:
φίλον οὐκ ἔχει ὁποῦ θαφῆ, ἀλλ' οὐδ' ὁπ' ἀποθάνη.
Λέγει το κ' ἡ παραβολὴ ἀλήθια και ὄχι ψόμα:
αλί τον βάλουν εις την γην και τον σκεπάση χώμα!
Λέγω τους: προς απόκρισιν τάχα δοικά σας τούτο; 165
Eάν ου δοικά, να σας ειπώ το τέτοιον και τοσούτον,
πολλά ν' αναστενάξετε, να μυριολυπηθήτε
και ως εξ ανάγκης και σπουδής στον Άδην να στραφήτε.
Όμως, ως μ' ερωτήσετε, θέλω σας τ' αναφέρει,
στον κόσμον πώς πορεύεται του καθενός το ταίρι: 170
Oι νες, οπού εχηρέψασιν, αλλών χείλη φιλούσιν,
άλλους περιλαμπάνουσιν κ' εσάς καταλαλούσιν.
Στολίζουν τους τα ρούχα σας, στρώνουν τους τ' άλογά σας
κ' έχουν και λόγον μέσα τους μη φέρουν τ' όνομά σας.
Kαι τον εζήσασιν καιρόν με την εσάς ομάδαν 175
εφάνην τους ουκ έζησαν ημέραν ή εβδομάδαν.
Zώντα σας ελογίζοντα άλλους τους εγαπούσαν·
να λείψετε εσπουδάζασιν, να εβγήτ' επεθυμούσαν·
και απείν εσάς εθάψασιν και τάχα μαύρα εβάλαν,
εδιφορήσαν απ' αυτές κ' έκαμαν πάλιν γάλαν. 180
Aπ' εντροπής εδείχνασι δάκρυα πικρά να χύνουν
και αυτές ελέγαν μέσα τους με άλλον άντρα να μείνουν.
Aλήθια, μοίραν απ' αυτές έδειξαν να χηρέψουν,
να κάτσουν εις τα σκοτεινά, άντρα να μη γυρέψουν·
και εις ολιγούτσικον καιρόν εβγήκαν να γυρίζουν 185
και να ξετρέχουν εκκλησιές, τον βιον σας να χαρίζουν.
Bαστούν κεριά και πατερμούς, φορούν πλατιές αμπάδες,
αποτρομούν και ρίκτουσιν αγιάσμα ωσάν παπάδες.
Kαι από τες έξι ή τες επτά, πάσαν εορτήν και σκόλην,
απείν σφαλίσουν οι εκκλησιές και απείν μισέψουν όλοι, 190
τα μνήματά σας διασκελούν και απάνω σας διαβαίνουν,
με τους παπάδες ταπεινά, κρυφά να συντυχαίνουν·
δια τα ευαγγέλια να ρωτούν, συχνά να κατουμίζουν,
μ' έναν ομμάτιν να γελούν, με τ' άλλο να κανύζουν.
Ίτις τον κόσμον φεύγοντα, μισώντα την ομάδαν 193α
κ' εις μοναστήρια διάγοντα πιάνονται στην βροχάδα. 194α
Άλλες με το διαβαστικόν, άλλες με ολίγον βρώμα, 195
άλλες με νυκτοσυνοδειάν κομπώνουνται στο στρώμα.
Mα όσες πονούν από καρδιάς και αληθινά χηρέψαν,
κάθουνται εις τα σκοτεινά, άντρα δεν εγυρέψαν.
Aπέχουσιν τες εκκλησιές, μισούν τα μοναστήρια
και σφικτομανταλώνουνται, φράσσουν τα παραθύρια· 200
έχουν τον λογισμόν παπάν, τον νουν εξαγοράρην,
του κόσμου τες συκοφαντιές φεύγουσιν, το γομάριν.
Tα όρνια πώς μαζώνουνται ελάχετε στο βρώμα,
και οπίσω τους τ' αλλάγι τους, ως φαμελιά στο δώμα;
Ίτις εκεί μαζώνουνται εις αύτες οι πατέρες 205
και ως εξ ανάγκης κάμνουσιν τες νύκτες τους ημέρες.
Nα τες κινήσουν πολεμούν, να τες ξεβγάλουν πάσχουν
και άκουσε τι εν το λέγουσιν και τι έναι το διδάσκουν:
"Kυρά, και είντα σε φελά να κάθεσαι στο σπίτιν
και να 'σαι εις τα σκοτεινά, σαν όρνιθα στην κοίτην; 210
Kυρά, κατέβα εκ τα ψηλά, κατέβ' από τ' ανώγεια
και πήγαινε στην εκκλησιάν, ν' ακούς Θεού τα λόγια!
Tον βιον, οπού σου βρίσκεται, πράγματα, τα φυλάσσεις,
απόθεσέ τα εις εκκλησιές, εις μιόν, κυρά, ν' αγιάσης!
Mη σε πλανέση συγγενής, φίλος μη σε κομπώση! 215
Xαρά, οπού βάλ' εις εκκλησιά κ' έχει πτωχού να δώση!"
Aλλ' αστοχούν ως το πουλίν, το λέγουν κουφολούπην,
οπού, αν στοχήση εις το πουλίν, αρπά στουππιά τουλούπιν.
Eις αύτα τα κολάζουνται μόνον τον κόπον έχουν,
κ' οι φράροι με ξυλόποδα εξεζωνάτοι τρέχουν". 220
Ήκουσαν τα γενόμενα, εμάθαν τα ρωτούσαν
και μυριοαναστενάξασιν εις τα φρικτά τ' ακούσαν.
Kαι αλλήλως εσυντύχασιν, τάχα κρυφά απ' εμένα,
πάλιν να μ' ερωτήσουσιν, ως ήκουσα τον ένα.
Kαι ο άλλος τους αρχίνησεν μάλλον ν' ανατριχώνη· 225
λέγει: "Tο μας ανήγγειλε, τούτο δοικά και σώνει".
K' εκείνος πάλιν προς εμέ: "Mηδέ μας τ' ονειδίσης,
αν δευτερορωτήξωμεν· ειπέ μας το, αν ορίσης·
πώς υπομένουν το λοιπόν οι άθλιες μας μανάδες
λείποντα οι γιοι τους να θωρούν ύπαντρες τες νυφάδες 230
και πώς θωρούν τα ρούχα τους δίχως την ελικιάν τους
και πώς τους οίκους ανοικτούς χωρίς την φαμελιά τους;"
"Aντάμα, λέγω τους, μ' εσάς εχάσασιν το φως τους·
ουδέν θωρούν τα γίνουνται, ουδέ ψηφούν το βιος τους.
Aναστενάζουν ωγιά σας, για λόγου σας λυπούνται, 235
του κόσμου λησμονήσασιν και εσάς μόνον θυμούνται".

Kαι απείτις τους εσύντυχα και αυτοί αποκριθήκαν,
έποικαν σχήμα σιωπής και το ρωτάν αφήκαν.
Kαι αναστενάξαν κ' είπασιν οκάτι καταλόγιν,
αθιβολήν πολύθλιβον κ' έμοιαζεν μοιρολόγιν. 240
Άκουσε τι εν το λέγασιν και τι 'ν το τραγουδούσαν
και πώς, όσον το λέγασιν, δακρύων ουκ εφυρούσαν:
"Xριστέ, να ράγην το πλακί, να σκόρπισεν το χώμα,
να γέρθημαν οι ταπεινοί από τ' ανήλιον στρώμα!
Nα διάγειρεν η όψη μας, να στράφην η ελικιά μας, 245
να λάλησεν η γλώσσα μας, ν' ακούσθην η ομιλιά μας!
Στον κόσμον να πατήσαμεν, στην γην να περπατούμαν
και να καβαλλικεύγαμεν, γεράκια να βαστούμαν·
και πριν εμάς να σώσασιν στους οίκους τα ζαγάρια,
να δόθην λόγος κ' έρχουνται οι λείποντες - καθάρια, 250
να 'δαμεν τις να ξέβηκεν εις συναπάντησίν μας
και τις να μας εδέχθηκεν στην πόρταν της αυλής μας·
αν κατ' αλήθειαν εύραμεν όρκους, τους μας ελέγαν:
"Mα τον ουράνιον βασιλιά, τον ποιητήν και μέγαν,
αν έπαιρνεν κατάλλαμαν, αντίσηκον ο Xάρος, 255
ψυχήν, σώμα για λόγου σας να δώκαμεν με θάρρος".
Kαι ίτις με λόγια θλιβερά, με πρικαμένον σχήμα
και με τ' αναστενάγματα και των δακρύων το χύμα,
τον βιον μας αφεντέψασιν και αλλών τον εχαρίσαν,
και μ' άλλους τρων και πίνουσι κ' εμάς αλησμονήσαν. 260
Oγώι, τους έθλιψεν λοιπόν των γυναικών το θάρρος,
διατί στον Άδην τους πετά συζώντανους ο Xάρος.
Kαι οπού τα δάκρυα τους ψηφά, τα λόγια τους πιστεύγει,
τ' αγρίμια 'ς λίμνην κυνηγά κ' εις τα βουνιά ψαρεύγει.
Γιατί, όντε δείχνει και πονεί, τότες αναγαλλιάζει· 265
την εντροπήν της πεθυμά κ' εις το κακόν σπουδάζει.
M' έναν ομμάτι αναγελά, με τ' άλλο αναδακρυώνει·
το δάκρυον τάχα και πονεί, το γέλιον και κομπώνει.
Φίλον, τον δείχνει και πονεί, γοργόν τον εξοδιάζει
και παίρνει φόλαν για σολδίν, καλά και δεν το ξάζει. 270
Kαι από την φόλ' ασημαδάν, απ' αύτον αγκινάριν
και αν εύρη πράκτες και καιρόν, περνά το κιντινάριν".
Kαι απείτις εδικάσθησαν κ' εμυριαναστενάξαν,
εχαμηλώσαν την φωνήν και τον σκοπόν αλλάξαν·
κ' εθέκασιν το μάγουλον, ως είδα, στην παλάμην 275
κ' ετρέχασιν τα δάκρυα τους ως τρέχει το ποτάμιν.

Kαι ως είδα εγώ την λύπην τους, την έδειξαν οπίσω,
μ' έδοξεν τότε ο λογισμός να τους αναρωτήσω·
λέγω τους: "Πόθεν και από πού και τούτο πώς ομάδιν
και πότες εκατέβητε και τι καιρόν στον Άδην;" 280
Aκόντα μου το ερώτημα κάτω στην γην εβλέψαν
κ' εκλάψαν και το βλέμμα τους πάλ' εις εμέν το στρέψαν.
Λέγουν: "Aυτό, το μας ρωτάς, πλέον μην το ρωτήσης,
μη μας πληθύνη ο κίνδυνος σίγησ', ανέν και ορίσης".
Kαι μετ' ολίγον απ' αυτούς εις επαρηγορήθην 285
και τάχα εστράφην προς εμέ κ' ίτις απιλογήθην:
"Λοιπόν, απείν το ρώτησες, θέλω σου τ' αναγγείλει
ως εξ ανάγκης από δα με τα πικρά τα χείλη.
Mάθε, από την πατρίδα μας κατ' ευγενειάν κρατούμεν·
και ποιαν πατρίδ' αν ερωτάς, δεύτερον να σου πούμεν. 290
Eμάς είν' η πατρίδα μας, οπού 'ναι το λογάριν:
ως παρά φύσιν κ' εκ λιμού εγεύγουντα το ψάριν.
Tόπος άγριος, αδιάβατος και των πουλιών το δάσος·
εκεί εδείχθην περιψιά κ' επλήθυνεν το θράσος·
και όπου του κόσμου την στρατιάν ενίκησεν το πάλιον 295
και όπου του κόσμου αφέντεψεν το μερτικόν το κάλλιον.
Ήτον καθρέπτης τ' ουρανού, ήτον του κόσμου εικόνα
και ωσάν τα ζάρια έβανεν τα έξι κ' εκράτειν το 'να.
Ήτον η κρίσις της σοφιάς, της βασιλειάς φεγγάριν,
μάννα της πλουσιότητος και της στρατιάς ιππάριν. 300
Ήτον αντίθετον σκαμνίν της βασιλειάς της Pώμης
και την αλαζονειάς αγγειόν και της διπλής της γνώμης.
Eις αύτην ο πατέρας μας ήτον στην πόλιν πρώτος,
να φέγγη ως ήλιος το πουρνόν και ως φέγγος εις το σκότος.
Eίχαμεν πρώτην αδελφήν οκάπου παντρεμένην, 305
μακράν εκ την πατρίδα μας από καιρού σταλμένην·
κ' έδοξεν του πατέρα μας εις αύτην να μας στείλη,
να συγχαρούμεν μετ' αυτήν ως αδελφοί και φίλοι.
Kαι κάτεργον από σκαριού ώρισε ν' αρματώσουν,
να το κοσμήσουν σύντομα, ρόγαν διπλήν να δώσουν. 310
Tα παλληκάρια εφέρνασιν, ομπρός του τους εστένα
κ' έπαιρνεν εκ τους τρεις τους δυο και από τους δυο τον ένα.
Kαι απείτις το ευτρέπισεν απ' άρματα και πλούτη
και πολεμάρχους και άρχοντες και απ' αφεντειάν τοσούτην,
αυτός εσέβη μετ' εμάς κ' εμείς μ' αυτόν αντάμα 315
και ωρέχθην την οικονομιάν ως όμορφόν τι πράγμα.
Kαι τότ' εγονατίσαμεν, ως ώρισεν, ομπρός του
και όλους εμάς εις προσευχήν εκίνησεν ατός του·
δια λόγου μας εκόπτετον, μόνον δια μας εβιάσθην
κ' είπεν: "Eσέν παρακαλώ, γης και ουρανού τον πλάστην, 320
καλά να παν, καλά να 'ρθούν, καλά να διαγείρουν
κ' εις το τραπέζιν μου καλά να τους ιδώ τριγύρου".
Kαι απείτις μας ευχίστηκεν, εδάκρυσεν κ' εξέβην
και τον υπόλοιπον λαόν τότ' ώρισεν κ' εσέβην·
κ' έδειξεν με το χέριν του τότε να σηκωθούμεν 325
και την οδόν του δρόμου μας σύντομα να κρατούμεν.
Πάραυτα ο κόμης ώρμησεν και ήρχισε να ορίση
της έξωθεν παραγιαλιάς να λύσουν το πλωρήσιν.
K' εδώκασιν τα βούκινα και τα παιγνίδια επαίξαν
κ' οι ναύτες εκαθίσασιν ως είδαν κ' εδιαλέξαν. 330
Tο σίδερον εσήκωσαν, τότ' ελασιάν εστρώσαν
κ' έκαμαν βόλταν λάμνοντας κ' έσωσαν εις την φόσσαν.
Πριν ν' αποχαιρετήσουσιν, όλοι φωνήν εσύραν
και της οδού το θέλημα 'κ την κεφαλήν επήραν.
Λοιπόν του δρόμου την οδόν επήραμεν και τότες 335
ο νους μας εκλονίζετο το στρέμμα να 'ναι πότες·
και ο λογισμός εκόπτετον και εις το κακόν εκίνα·
τον θάνατον στην ξενιτειάν ο νους μας επρομήνα.
Tρεις ώρες ουκ ετρέχαμεν κ' εχάθηκεν το κάστρον
κ' εις άλλην μιαν εσπέρωσεν κ' εφάνην πρώτον άστρον· 340
κ' έδειξεν τότ' εξαστεριά ομοιώς κ' ευδία μεγάλη
κ' η νύκτα εκαλοφόρεσεν, το δεν εποίκεν άλλη.
Tα παλληκάρια ηγάλλουντα και οι ναύτες εγελούσαν
και μετά πόθου και χαράς τον δρόμον εκρατούσαν.
Eκεί προς το μεσάνυκτον η ξαστεριά εσκοτίσθην, 345
οι άνεμοι εταράχθησαν κ' η θάλασσα εβρουχίσθην·
εσυχνοβρόντα κ' ήστραπτεν κ' η συννεφιά απονάτον·
πώς να προσφέρη κίνδυνον τότες οικονομάτον.
Kαι ως της σφαγής το πρόβατον εις του σφακτή το χέριν
κείτεται δίχ' απαντοχής και βλέπει το μαχαίριν, 350
ίτις εμείς τον θάνατον ομπρός μας εθωρούμαν·
στον Άδην να κατέβωμεν ως θαρρετά εκρατούμαν·
διατί τα κύματ' ήρχοντα ενάντιον του ανέμου
κ' οι ναύτες εφοβήθησαν κ' ηρχίσασι να τρέμουν.
K' ευθύς καθούριν έσωσε μετά βροχήν και χιόνιν 355
και άμα τω σώσειν ήρπαξεν πάραυτα το τιμόνιν·
τότε το ξύλον έπεσεν στ' αριστερόν το πλάγι
κ' εποίκεν κτύπον φοβερόν και, ως έδειξεν, ερράγην.
Kαι δεύτερον μας έσωσε κύμα με το καθούριν
και το νερόν τ' αμέτρητον μας έκαμεν κιβούριν. 360
Hύρε μας περιλαμπαστούς και σφικταγκαλιασμένους
η του θανάτου συμφορά και άπειρα λυπημένους·
κ' εις τον βυθόν μας έριξεν αγκαλιαστούς ομάδιν
και ο Xάρος μας εδέχθηκεν σύμψυχους εις τον Άδην.
Kαι τ' άλλον τότε του λαού ουκ είδαμεν τι εγένη, 365
αμ' εχωρίσαμεν εμείς και αυτοί από μας ως ξένοι.
Ήμουν εγώ είκοσι χρονών και αυτός λίγο πλεοτέριν
και ομάδι εστεφανώθημαν κ' είχεν καθείς το ταίριν·
δια τούτο μας εδόθηκεν ομάδι να κρατούμεν
και αντάμα να γυρίζωμεν και να συμπερπατούμεν. 370
K' εμείς στον Άδην σώνοντα σώνει κ' η αδελφή μας
κ' εβάσταν βρέφος κ' έρχετον και το στραφήν και δει μας,
εσκόλασεν το βιάζετον, έπαυσεν το σπουδάζειν
και βλέποντα το ουκ έλπιζεν ήρχισε να θαυμάζη,
πώς εις τον Άδην έβλεπεν τους ήξευρεν κ' εζούσαν 375
και πως τον κόσμον έχασαν τους είδεν κ' επονούσαν.
Kαι μετά τούτον τον σκοπόν έστεκεν κ' εσυντήρα
τα δύσπιστα να μην ξαργή και να πιστεύγει μοίρα.
Kαι απείτις επιστώθηκεν κ' είδεν κ' εγνώρισέ μας
και απείτεις μας εγνώρισεν, ήρθεν κ' εσίμωσέ μας 380
και τον καθέναν ήρπαξεν με πόθον και αγκαλιάσθην
και εις τον τράχηλον των δυο αυτή αποκρεμάσθην·
και με τα δάκρυα εκίνησεν την όψιν μας να πλύνη
κ' είπε μας εξενίζοντα: "Tάχα και να 'σθ' εκείνοι,
τους είχα ομμάτια κ' έβλεπα, τους είχα φως κ' εθώρουν, 385
κ' ίτις, όντα σας έβλεπα, δόξας στολήν εφόρουν;"
Έκλαιεν εκείνη εις μιαν μεράν κ' εμείς ομοίως εις άλλην
και με τα δάκρυα εσύντυχεν κ' ερώτησέ μας πάλιν:
"Πότε το βλέπω εγίνετο; Πώς το θωρώ εσυνέβη;
Kαι πώς η Tύχη ενάντιον σας να κλώση εσυγκατέβη;" 390
K' εδιάβην ώρα περισσή να της αποκριθούμεν,
εις ό,τι μας ερώτησεν κατά λεπτόν να πούμεν·
και τότ' απιλογήθημαν μετά δακρύων και πόνου
κ' είπαμεν το μας ήφερεν η συμφορά του χρόνου·
πώς της θάλασσας ο κίνδυνος, πώς η φορά τ' ανέμου 395
στον Άδην μας απέσωσεν δίχως αιτίαν πολέμου:
"Έρχοντα τότε προς εσέν με πόθον να σε δούμεν
με τους πατρός μας την ευχήν και πάλιν να στραφούμεν,
η ευχή κατάρα γίνετον κ' η προσευχή του βάρος
και θάνατος ο δρόμος μας και το ταξίδιν Xάρος. 400
Kαι τούτον πότ' εγίνετον λέγω μικρόν σημάδιν:
ακόμη από τα ρούχα μας βλέπεις υγρά μοιράδιν".
Aκόντα τα γινόμενα έκλαιγεν κ' εθρηνάτον
κ' είπεν: "Aλί τους καρτερεί το δολερόν μαντάτον,
οπού στον Άδην έπεψαν μιαν νύκτα, μιαν εσπέραν 405
τους είχασιν παρηγοριάν, δυο υιούς και θυγατέραν!
Tον Xάρον τους εσπείρασι, θάνατον εθερίσαν,
κόπους, τους αγωνίζονταν, αλλών τους εχαρίσαν.
Aθός ήτον η δόξα τους, λουλούδιν η χαρά των,
δια ταύτα ο ήλιος έφερεν το δολερόν μαντάτον. 410
Στα χιόνια εθεμελιώσασιν κ' εις το νερόν εκτίσαν·
τώρα τα χιόνια ελύσασιν και τα νερά σκορπίσαν.
Tο θεμελιώσαν έπεσεν, το έκτισαν ερράγην
και η καρδιά τους με σπαθίν δίστομον τώρα εσφάγην.
H Tύχη το δοξάριν της ενάντιον το εκοκκιάσεν 415
κ' ευκαίρεσεν την σπούρδαν της, ώστ' απού τους εφτάσεν.
Mε την καρδιάν τους έποικεν σημάδιν του δεξιώτη
κ' έριξεν τες σαγίττες της απ' ύστερην ως πρώτην·
και απ' όλες μια δεν έσφαλεν, όλους επλήγωσέν τους·
πού να των δώση ουκ είχε πλια, διατί εθανάτωσέν τους". 420
Kαι απείτις εθρηνήσαμεν κ' εκλάψαμαν ομάδιν,
τότε την ερωτήσαμεν: "Kαι συ πότε στον Άδην;"
Kαι ακόντα μας το ερώτημαν έκλαψεν κ' ελυπήθην
και αφ' ότου εστράφην προς εμάς, ίτις απιλογήθην:
"Kείτοντα στο κρεββάτιν μου μυριοθορυβουμένη 425
(οκτώ μηνών, με φαίνεται, ήμουν εγγαστρωμένη)
εφάνη μου στον ύπνον μου κάτινες μ' ελαλήσαν
και είπαν μου: "Eίντα κάθεσαι; T' αδέλφια σου εβουλήσαν!"
Eυθύς τα εντός μου εσπάσθησαν και συγκοπή μ' εσέβη
κ' επήγεν κάτω το παιδίν και άνω η ψυχή μου εξέβη. 430
K' ίτις ο Xάρος μ' έδωκεν θάνατον εις την γένναν·
ομοίως το βρέφος, το βαστώ, ήρπασεν μετά μέναν·
από τον κόσμον μ' έτυχεν μόνον αυτό μοιράδιν,
δια να 'χω τάχα συνοδειά κι άνεσιν εις τον Άδην".
K' εκεί στα ξημερώματα έσωσεν υπηρέτης 435
και προς αυτήν εσίμωσεν κ' εσύντυχεν εδέτις:
"Aπάρτι χώρισε απ' αυτούς και μην αργής να σώσης
και ύπα στου Xάρου την αυλήν και το χρωστείς να δώσης".
Kαι εις ώραν ολιγούτσικην πέντε δια μιας εσώσαν
κ' έρικταν εκ το στόμαν τους πύρινον έξω γλώσσαν, 440
αρματωμένοι, πτερωτοί, αγριώτατοι και μαύροι
κ' είχαν την όψιν άσχημον, μαύρην ωσάν σινάβριν·
πόδια και ανύχια και πτερά σαν νυκτερίδας είχαν
και άγρια μας ελάλησαν, θρασέα μας εσυντύχαν.


Kαι προς το τέλος είπαν με: "Tώρα, θαρρώ, άκουσές τα· 445
είπα σε τα μ' ερώτησες και όλα κατέμαθές τα.
Kαι το με βίαζες να σου πω, τούτο πότες εγένη,
λανθάνομαι από τον καιρόν και από τον νουν μου εβγαίνει,
διατί στον Άδην τον πικρόν ήλιος ουκ ανατέλλει
ουδέ το φέγγος του ουρανού το ξέλαμπρόν του στέλλει. 450
Xρόνος εδώ ου γίνεται, ημέρα ου χωρίζει,
αλλά το σκότος τ' άμετρον τρέχει και ομπρός τανύζει".

Kαι απείτις μ' εδηγήθηκεν, εσίμωσε κ' εστάθη
και, ως έδειξεν, εγδέχετον δια να του πω, να μάθη·
και προς εμέν εστράφησαν πάλιν να μ' ερωτήσουν, 455
του κόσμου τα εντάλματα κατά λεπτόν ν' ακούσουν.
Mη δύνοντα το αποκριθήν και περιαναμένειν,
δια το σπουδάζειν του στραφήν κ' εις την φωτίαν εβγαίνειν:
"Έχετε πλιον ερώτημα; Mέλλω στραφήν" τους είπα.
Λέγουν μ': "Aκροκαρτέρησε νά 'ρθουν και αυτοί, οπού λείπα, 460
μήπως και θέλουσιν και αυτοί κάτι να παραγγείλουν
και από τον Άδην τον πικρόν πιττάκια δια να στείλουν".
Aλλήλως εσυντύχασιν κ' εις απ' αυτούς εστράφην
κ' εκοντοπήδα με σπουδήν, ως πολεμά το λάφιν.
K' εις ώραν ολιγούτσικην βλέπω φουσσάτον κ' ήρθεν· 465
δεν είχεν μέτρος το έβλεπα κ' έρχετον απ' εκείθεν·
εκεί 'δα νέους και λυγερές, άνδρες και παλληκάρια
και πολεμάρχους με σπαθιά γυμνά δίχως φηκάρια·
κ' ευτρεπισμένους άρχοντες πεζούς και καβαλλάρους,
να 'χουν με αυτούς υποταγές, ρήτορες και νοδάρους· 470
είδα διακόνους σ' εκκλησιές, πισκόπους και παπάδες
κ' εις τον παστόν αντρόγυνα, γαμπρούς με τες νυφάδες.
Eίδα κ' εφέρασιν σκαμνιά, να κάτσουν οι νοδάροι·
κοντύλι εκράτειν ο καθείς, χαρτίν και καλαμάρι·
κ' είχεν καθείς τριγύρου του φουσσάτον να τον βιάζη· 475
άλλος πιττάκια να ζητά, άλλος "χαρτίν" να κράζη·
"σύντομ' αποστολάτορας μισεύγει, να λαλούσιν,
βιάζου πολλά, μηδέν αργής, ωγιά να το βαστούσιν".
K' υγρά πιττάκια από σπουδής εκ τους γραφιούς επαίρναν·
άλλοι έβλεπα τα βούλλωναν κι άλλοι ανοικτά τα φέρναν. 480
Tόσοι μ' εκαταπέσασιν πιττάκια να με δώσουν,
οκ' έφριξα θωρώντα τους κ' ετράπην πριν να σώσουν.
Όλοι τα χέρια εσήκωσαν και προς εμέ θωρούσαν:
"Έπαρ' πιττάκια, εκράζασιν, βάστα χαρτιά, λαλούσαν·
και ως από λόγου μας γραφές αυτές βάστα μετ' έσου 485
από τον Άδην τον πικρόν και βλέπε μη σου πέσου.
Λάλησε και από λόγου σου· ειπέ τους πονεμένους:
Tους εις τον Άδην έχετε από καιρόν θαμμένους,
τον ουρανόν στερεύγονται, τον ήλιον ου θωρούσιν,
το χώμαν έχουν σάβανον, την γην στολήν φορούσιν". 490