Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη/Δ4

Από Βικιθήκη
Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη
Συγγραφέας:
Δ4


Το νέον υπουργείον έστειλε να πάμεν να παρουσιαστούμεν εγώ, ο Ζαχαρίτζας κι’ ο Βλάχος. Πήγαμεν. Μας είπαν ότι το κόμμα της πεσμένης κυβερνήσεως εις την πρωτεύουσα είναι ασυνείθητοι άνθρωποι και να δώσουμεν τον λόγον της τιμής μας, αν θέλωμεν, να ρωτήσουμεν και τους άλλους τους συντρόφους μας, αν είναι σύνφωνοι, να κάμωμεν νέαν εκλογή πρώτου παρέδρου, να χρησιμέψη διά δήμαρχος. Ότι αυτός ο δήμαρχος με τους συντρόφους του αφάνισαν τον τόπον. Και να συνάξωμεν κ’ εκατό πολίτες ως εθνοφύλακας. Κι’ αρχηγός ’σ αυτούς να είμαι εγώ. Ήρθαν εις το σπίτι μου όλοι οι νοικοκυραίγοι και είπαν κι’ αυτείνοι ότ’ είναι σύνφωνοι. Διάταξε τότε η Κυβέρνηση να γένη η εκλογή. Την κερδέσαμεν εμείς. Έκαμα και τους εκατό εθνοφύλακας. Με την μεγαλύτερη τιμιότη φέρνονταν εις τα χρέη τους. Κόπηκαν οι κλεψές εις την πρωτεύουσα κι’ όλες οι αταξίες. Φκαριστημένη η Κυβέρνηση, το Φρουραρχείο κι’ όλες οι αρχές κι’ όλοι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας από την ’πηρεσία μας.

Μαθαίνομεν μπήκαν εις το Κράτος ο Παπακώστας, ο Βελέτζας, ο Μπαλατζός, οι Κοντογιανναίοι και οι άλλοι όλοι οπού ήταν εις την Τουρκιά. Μπήκαν με μίαν δύναμιν. Κατάχρησιν δεν κάναν. Πήγαν αναντίον τους με μεγάλη δύναμη της Κυβέρνησης ο Γαρδικιώτης κι’ ο Μαμούρης κι’ άλλοι ταχτικοί κι’ άταχτοι. Πολέμησαν καμόσες ημέρες. Έπεσε η διχόνοια αναμεταξύ τους των αντάρτων και πήγαν πίσου εις την Τουρκιά. Σκοτώθηκαν καμμιά τρακοσιαριά από το ’να το μέρος κι’ από τ’ άλλο και πληγώθηκαν. Κ’ έπαθαν οι επαρχίες από τα βασιλικά στρατέματα, οπού αφανίστηκαν οι δυστυχισμένοι κάτοικοι. Και οι χάψες του Κράτους ξαναγιόμωσαν οπίσου και είναι γιομάτες ως την σήμερον. Και οι αρχηγοί των βασιλικών στρατεμάτων θησαύρισαν. Οι ’φημερίδες ξιστορίζουν όλα αυτά αρχή και τέλος.

Αφού διαλύθηκαν αυτείνοι και πάνε πίσου εις τους Τούρκους, τότε διαλεί η Κυβέρνηση και το σώμα της εθνοφυλακής, τους εκατό ανθρώπους, οπού ήταν εις την οδηγίαν μου, όλο νοικοκυραίοι και τίμιοι άνθρωποι. Διαλώντας αυτείνοι, την άλλη βραδειά κλέψαν ένα σπίτι και πήραν καμόσες χιλιάδες δραχμές. Κι’ άνοιξε πίσου το συνειθισμένο εμπόριον της κλεψάς. Ξέκλησαν και την εκλογή. Και η δημοτική αρχή κ’ η συντροφιά της ως αγαναχτισμένοι από αυτό – άξηναν οι κατάχρησές τους. Η Κυβέρνηση προσωρινώς μετακόμισε τα πατριωτικά της αιστήματα εις τους τίμιους ανθρώπους – οπού μας γύρεψε και πήγαμεν ο Βλάχος, ο Ζαχαρίτζας κ’ εγώ και μας είπεν ότι επιθυμάγει να γυρίση με τους τίμιους ανθρώπους. Στάθη ’σ αυτόν το νου λίγον καιρόν και πάλε γύρισε εις το στοιχείον της. Παίρνει τον Καλλεφουρνά υπουργόν του Εκκλησιαστικού και της Παιδείας, ότι και παιδεία μεγάλη έχει κ’ εκκλησιαστικός άνθρωπος είναι. Σύχασε πλέον, Σωκράτη, μη λυπείσαι ότι δεν είχες ως τώρα σύντροφο εις την παιδεία και θα κιντύνευε η Ελλάς χωρίς φώτα – γεννήθη συνπολίτης σου παιδεμένος κ’ έγινε της Παιδείας υπουργός! Κ’ εσύ Μεγάλε Βασίλειε, τώρα θα ιδής δοξολογίαν από τον πατέρα της εκκλησίας Δημήτριον Καλλεφουρνά Αθηναίον![1] Αν μας έλεγε κανένας αυτείνη την λευτεριά οπού θα γευόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσο να γνωρίσουν οι άνθρωποι τι θα ειπή πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή και τιμιότη. Αυτά λείπουν απ’ όλους εμάς, στρατιωτικούς και πολιτικούς. Της πρόσοδες της πατρίδας της κλέβομεν, από υποστατικά δεν της αφήσαμεν τίποτας, σε ’πηρεσίαν να μπούμεν, ένα βάνομεν εις το ταμείον, δέκα κλέβομεν. Αγοράζομεν πρόσοδες, της τρώμεν όλες. Χρωστούν εις το Ταμείον δεκοχτώ ’κατομμύρια ο ένας κι’ ο άλλος· ο Μιχαλάκης Γιατρός πεντακόσες χιλιάδες, ο Τζούχλος τρακόσες, ο Γιωργάκης Νοταράς τρακόσες πενήντα – όλο τέτοιγοι χρωστούνε αυτά. Ο κεντρικός ταμίας ο Φίτζιος – τρακόσες πενήντα του λείπουν από το ταμείον· κι’ ακόμα δεν κυτάχτηκαν πόσα θα λείψουν ακόμα. Το ίδιο ντογάνες κι’ άλλα. Τέτοιοι μπαίνουν εις τα πράματα και τέτοιους συντρόφους βάνουν. Δύσκολο είναι ο τίμιος άνθρωπος να κάνη τα χρέη του πατριωτικώς. Οι αγωνισταί οι περισσότεροι και οι χήρες κι’ αρφανά δυστυχούν. Πολυτέλεια και φαντασία – γεμίσαμεν πλήθος πιανοφόρτια και κιθάρες. Οι δανεισταί μας ζητούν τα χρήματά τους, λεπτό δεν τους δίνομεν από – κάνουν επέβασιν εις τα πράματά μας. Και ποτές δεν βρίσκομεν ίσιον δρόμον. Πώς θα σωθούμεν εμείς μ’ αυτά και να σκηματιστούμεν εις την κοινωνίαν του κόσμου ως άνθρωποι; Ο Θεός ας κάμη το έλεός του να μας γλυτώση από τον μεγάλον γκρεμνόν οπού τρέχομεν να τζακιστούμεν.

Αφού έγινε ο ανακατωμός της Ευρώπης, έπρεπε να είμαστε κ’ εμείς σε μίαν κατάστασιν να βασταχτούμεν, να μη μας πλακώση κάνας κίντυνος, ή και αν είναι αρμόδιος καιρός και κινηθούν κι’ άλλοι δυνατοί, και κινηθούμεν κ’ εμείς – κι’ αυτά χρειάζονται να ’χωμεν κι’ ολίγα μέσα, να βασταχτή η πειθαρχία, να μην κινηθούμεν και γυμνώσουμεν τους αδελφούς μας και τους ατιμήσουμεν, και τότε είναι χερότερα· αντίς να φκειάσουμεν φρύδια, βγαίνομεν και τα μάτια. Είχα την εταιρίαν, την ενέργαγα μυστικώς κ’ έστελνα παντού χωρίς να με ξέρουν οι μεγάλοι· ότι με κιντύνεψαν όλοι ποιος ολίγο, ποιος πολύ. Είδα ότι εις αυτείνη την περίστασιν δεν μπορώ μόνος μου να κάμω τίποτας· συλλογίστηκα να βάλω και τον Μεταξά και τον Μαυροκορδάτο. Πήγα τους αντάμωσα, τους είπα· «Να μου δώσετε τον λόγον της τιμής σας – κάτι θα σας ειπώ». Υποσκέθηκαν. Τότε τους ξηγήθηκα όλα. Τους είπα και τα ένγραφα οπού έχω· τους τα ’δειξα, όμως να μην τα διαβάσουν και ιδούνε τα άτομα· και είμαι ορκισμένος εις αυτό να τα ’χω μυστικά. Κι’ όταν είναι καιρός, στέλνουν από ’ναν άνθρωπον κι’ αυτείνοι και συσταίνομεν μίαν ’πιτροπή. Έκαμα κ’ έναν όρκον να καταγράφωνται οι άνθρωποι ό,τι μπορή ο καθένας. Τους είπα, εκείνοι ν’ αγροικιώνται έξω με τους ομογενείς μας κ’ εγώ να ’χω τον οργανισμόν του Κράτους. Έγραψα έξι χιλιάδες δραχμές· πρωτοέγραψα εγώ διά να ελκύζωνται οι άνθρωποι. Τους είπα χρειάζονται έξοδα, οπού θ’ αγροικιώμαστε με τους ανθρώπους έξω και μέσα εις το Κράτος. Με χωρίς έξοδα δουλειά δεν γένεται. Μου λένε· «Δεν έχομεν εμείς. – Πουλώ, τους λέγω, ένα σπίτι οπού ’χω εις τ’ Ανάπλι να κάμωμεν την δουλειά μας, με την συνφωνίαν όσοι γράφουν χρήματα – λεπτό δεν έχει να πιάση κανένας μας εις το χέρι· όταν είναι καιρός, να γένη μια ’πιτροπή να ξοδιάζη. Και εις το εξής ό,τι θα κάνω, θα σας ρωτώ κ’ εσείς θα με ρωτάτε». Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Και σε άλλην εταιρίαν να μην έμπωμεν, αλλά να ’χωμεν την δική μας. Μοναχά να ξέρωμεν τι κάνουν οι άλλοι, να μην κάμουν κανένα άγουρο κίνημα – να τους αποκόβωμεν, να μην πάθη η πατρίδα από της ανοησίες μας.[2]

Μείναμεν σύνφωνοι σε όλα αυτά. Το σπίτι μου, οπού είχα εις τ’ Ανάπλι, άξιζε τριάντα χιλιάδες δραχμές· το πουλώ πέντε κι’ οχτακόσες. Έστειλα ανθρώπους εκ νέου παντού κι’ οργάνισα όλο το Κράτος. Ό,τι έκανα τους το ’λεγα, όμως τον όρκον με της υπογραφές τον βάσταγα και τον βαστώ εγώ. Συνφώνως πηγαίναμεν καμόσον καιρόν. Του Γαρδικιώτη κι’ αλλουνών τους έλεγα άλλα, όχι όμως ν’ απατώ τους ανθρώπους, μόνον να μην προδινώμαστε· κι’ αν δώση ο Θεός κάνα καλό, όλοι σε μίαν στράτα ανταμωνόμαστε. Κ’ έλεγα ολουνών να ’νεργούμεν την ένωσιν και να ’χωμεν ομόνοια πατριωτική. Έλκυσα και τον Βασιλέα ’σ αυτά, όχι όμως να ξέρη και τον οργανισμόν μας. Ήφερα τον Χατζηχρήστο και Γαρδικιώτη σε συμπάθεια διά αυτούς, διά να τους ’γκολπωθή ο Βασιλέας εις αυτές της περίστασες. Θέλησε ύστερα ο Βασιλέας να κάμη αυτούς τους δυο αντιστράτηγους κ’ εμένα ’πασπιστή του. Στέλνει τον Χατζηχρήστο ο Γαρδικιώτης να πάγω να τον ανταμώσω. Μου είπε αυτό ο Χατζηχρήστος, ότι του το είχε ειπή ο Βασιλέας δυο τρεις μήνες πρωτύτερα. Πήγα εις τον Γαρδικιώτη μαζί με τον Χατζηχρήστο. Μου λέγει αυτό. Του λέγω· «Ευκαριστώ τον Βασιλέα εις την τιμή οπού μου κάνει· είμαι αστενής, δεν μπορώ να ’περετήσω». Μ’ έβγιασε πολύ, δεν δέχτηκα. Μου λέγει· «Θα το δεχτής να σηκώσης κάθε υποψίαν από πάνου σου, ότι είπαν του Βασιλέως ότι κάτι νεργάνε ο Μαυροκορδάτος κι’ ο Μεταξάς κ’ έχουν εσέναν ως αρχηγόν. – Του λέγω, δεν έχομεν κάναν κακόν σκοπόν οι τίμιοι άνθρωποι. Και ίσα ίσα δι’ αυτόν τον λόγον οπού μου είπες δεν δέχομαι τίποτας ως ύποπτος· και να μάθη ο Βασιλέας να μη σκιάζεται από τους υπηκόους του για να τους βαίνη σε θέσες. Έτζι έκανε ο Καλλεφουρνάς, τον έσκιαζε, και το’ ‘δωσε δυο υπουργεία. Και δεν δέχομαι». Δέχτη ο Μεταξάς την αντιστρατηγία· ο Μαυροκορδάτος δεν δέχτη, ότι δεν ήταν του επαγγέλματός του. Τότε παραξήγησαν ότι δεν δέχτηκα. Και πάλε είμαι, καθώς ήμουν, χωρίς την βασιλική εύνοια.

Το μυστήριον οπού ’χαμεν αναμεταξύ μας θέλησαν ύστερα να το κάμουν κοινό με τα σκέδια αλλουνών. Πάνε και μπαίνουν εις την εταιρία του Τζαβέλα και ’σ άλλες τοιούτες. Μιλούσαν μ’ ανάξιους ανθρώπους – πήγαιναν και τα πρόδιναν εις τους ξένους και εις τον πρέσβυ της Τουρκιάς. Παίρνει τον Τζαβέλα ο Βασιλέας τον κάνει υπουργόν πίσου, αφού του μαρτύρησε αυτά. Κάνουν μια ’πιτροπή από δεκάξι άτομα και βάνουν τέσσερους γραμματείαν ’σ τα εσωτερκά, τέσσερους ’σ τα οικονομικά, ταμίες, κι’ άλλα τέτοια χωρίς να ξέρω εγώ τίποτας από αυτά. Σαν το ’μαθα, πήγα και τους μίλησα καμόσα. Τους είπα εις το στερνό· «Να διαλύσετε αυτείνη την ‘πιτροπή, ότι το ’μαθαν» όλοι κ’ εγώ δεν είμαι σύνφωνος. Όταν έρθη ο καιρός, θα μπούνε ‘πιτροπή εκείνοι οπού θα δώσουν τα χρήματά τους, να βλέπουν που ξοδιάζονται. Τότε βιασμένοι την διάλυσαν. Δοξάζω τον Θεόν οπού δεν ήξεραν τον κατάλογον των ανθρώπων οπού ήταν εις την εταιρίαν και τι ποσότη χρήματα έγραφε ο καθείς. Ο ευλογημένος λαός έγραψε ως διακόσες χιλιάδες δραχμές. Πήγαν και μπήκαν εις της λάσπες των εταιριών, οπού ’κανε ο Τζαβέλας κι’ άλλοι, και χτύπησαν όλοι οι τύποι αυτά· κ’ έπαθαν και οι ομογενείς μας έξω εις την Τουρκιά, χωρίς να τους κάμωμεν μικρή ωφέλεια. Πάντοτες τους βαίνομεν εις κιντύνους και χάνονται αδίκως και παραλόγως άνθρωποι.

Την επιτροπή τα δεκαέξι άτομα κι’ ό,τι κάναν τα ’μαθε ο Βασιλέας και η Κυβέρνηση και οι Πρέσβες· και δικαίως κατηγορούσαν αυτούς και τους επισώρεψαν όλα όσα κακά έκαμαν οι εταιρίες. Κι’ ως συνένοχοι αυτείνοι οι δυο τούς βάζαν εις της ’φημερίδες και τους έλεγαν τουρκολάτρες. Κι’ από αυτά όλα δεν πάθαινε άλλος, μόνον οι αθώοι άνθρωποι εις την Τουρκιά και η δυστυχισμένη πατρίδα. Ότι έχουν ένα σύστημα· τα σκέδια τους και τα μυστήρια τους βαίνουν τους νέους να τα εκτελούν.[3] Ο Μαυροκορδάτος κι’ ο Μεταξάς οπού ήταν προσωρινώς φίλοι, πάλε μετανοήσανε και είναι πολύ οχτρεμένοι. Βάλθηκαν φίλοι τους, καθώς κ’ εγώ, δεν μπορέσαμεν να τους φιλιώσουμεν. Φαίνεται από αυτό ότι τα σαμάρια οπού ’χουν φκειασμένα φοβάται ο ένας από τον άλλον να μη σαμαρώση τα γουμάρια ο ένας και χάση ο άλλος· αυτό είναι κι’ όχι άλλο. Το κακόν είναι ότι πλήγωσε η ράχη όλων των γουμαριών σαμαρώνοντας αυτείνοι και φορτώνοντας όλο λιθάρια...[4] Εμείς ως αδύνατοι ούτε καλό μπορούμεν να σας κάμωμεν, ούτε κακό. Αναμεταξύ σας πάθετε όλα αυτά. Κι’ ό,τι πάθαμεν εμείς και παθαίνομεν είναι έργα δικά σας και των οπαδώ σας. Όμως και σας ο Θεός δε σας αφίνει. Ξέχωσαν τον Κωλέτη άλυωτον διά να ιδή της πράξες του της καλές οπού έκαμεν εις την πατρίδα του, όταν κυβερνούσε με τόση αρετή και πατριωτισμόν, και την έφερε ’σ αυτείνη την άχλια κατάστασιν. Πέθανε αυτός και η πατρίδα του κιντυνεύει από της καλές του πράξες. Είχε συνάξη όλους τους κακούργους της κοινωνίας απ’ ούλες της τάξες και τους βόηθαγε με τα πλούτη της πατρίδος και με της θέσες· και ξεμάκρυνε και κατάτρεξε όλους τους τίμιους ανθρώπους. Κ’ έλαβαν αυτείνοι την κυβέρνησιν του Κράτους· και η ίδια η συντροφιά τους είναι κι’ ως σήμερον, ότι άφησε εκείνος διαθήκη εις τον Βασιλέα να μην αλλάξη σύστημα· και η Μεγαλειότης του ακούγοντας έναν τέτοιον σημαντικόν κυβερνήτη –τον βάφτισε και μεγαλόγνωσον – δεν έφυγε ούτε τρίχα από τα πατριωτικά αιστήματα του μεγαλόγνωσου και της συντροφιάς του.

Μίαν Λαμπρή καμπόσοι πολίτες, συντρόφοι του Κωλέτη και του Τζαβέλα, κι’ άλλοι από το μπαγιράκι του Κυργιακού πήγαν κι’ αλιμούργιαξαν το σπίτι ενού Οβραίου ξένου, ονομαζόμενου Πατζίφικου, και το καταχάλασαν· και κιντύνεψαν και οι άνθρωποι του σπιτιού και τρόμαξαν να σωθούνε. Η Κυβέρνηση δεν έλαβε καμμίαν πρόνοια. Αναφέρθη πολλάκις ο Οβραίος και μπορούσαν το πολύ με δεκαπέντε ως είκοσι χιλιάδες δραχμές να σβέσουνε αυτό το κακό. Όσες φορές αναφέρθη, τίποτας δεν έκαμαν. Ήταν και σούντιτος Άγγλος. Αναφέρθη ο πρέσβυς του, κι’ αυτός δεν εισακούστη. Ήταν κι’ άλλα παράπονα της Αγγλίας, κανένας δεν τους έδινε ακρόασιν. Ο Κωλέτης είχε τον Φίλιππα και τον Γκιζότη βοηθούς· κι’ ο Πισκατόρης τον δυνάμωνε εις της όρεξές του. Γίνεται η μεταβολή ’στη Γαλλία – πέθανε κι’ ο Κωλέτης πρωτύτερα – τότε ο Πάλμεστρον ετοιμάζει έναν σημαντικόν στόλο με βατζέλα, με φεργάδες, με μπρίκια και με στρατέματα κι’ ο Πάρκερ ναύαρχος κ’ έρχονται εις τον Περαία κι’ Αμπελάκι και μας κάνουν στενόν μπλόκο με τον λόγον ότι ζημιώσαμεν τον Οβραίον και τον Φίνλεϋ – Άγγλος κάτοικος εις την Αθήνα, ’διοχτήτης και σύβουλος επαρχιακός· του πήραν έναν τόπον πλησίον εις το Παλάτι και δεν τον είχε αποζημιώση το δημόσιον. Και παίρνουν όλα τα εθνικά πλοία και τα εμπορικά· κι’ αφανίζουν το εμπόριον γενικώς και τους δυστυχισμένους τους νησιώτες. Βάσταξε ο μπλόκος μπαίνοντας ο Γενάρης τα 1850 ως τον Μάρτιον[5]. Και μας έφκειασαν όλους νοικοκυραίους. Και φοβέριζαν σήμερα θα κινηθούν διά την πρωτεύουσα κι’ αύριο θα κινηθούν. Το κόμμα το Αγγλικόν αδύνατο· νέκρωσε από το μίσος των ανθρώπων. Κ’ ενώθη όλο το έθνος αναντίον τους. Διόρισε κ’ εμένα η Κυβέρνηση αρχηγόν των Αθηναίων. Εγώ είπα να ’χωμεν φρόνησιν και γνώση, ότ’ είναι μια δύναμη μεγάλη κ’ εμείς μικροί· και να μη χαθούμεν. Κι’ ο Θεός, οπού μας γλύτωσε τόσες φορές, μας έσωσε και τότε.[6]

Ο Βασιλέας μπαίνοντας ο Άγουστος τα 1850 πήγε διά την υγείαν του εις την Μπαυαρία. Άφησε υπουργείον τον Κριεζή πρώτον υπουργόν και του Ναυτικού, τον Νοταρά Γιωργαντά του Εσωτερκού, Χρηστίδη της Οικονομίας, τον Ντεληγιάννη του Εξωτερκού, Μήλιο του Στρατιωτικού και ο Πάικος της Δικαιοσύνης και ο Κορφιωτάκης της Παιδείας και του Εκκλησιαστικού – ύστερα τον σκότωσαν αντίπαλοί του Σπαρτιάτες.[7] Ο Γαρδικιώτης αυλάρχης, σταυλάρχης, ’πασπιστής, αρχηγός κι’ άλλα. Η Βασίλισσά μας την άφησε ο Βασιλέας εις το ποδάρι του να κυβερνάγη ώσο να γυρίση η Μεγαλειότητά του.

Άρχισαν οι δημοτικές εκλογές. Η Κυβέρνηση έφκειασε έναν κατάλογον κ’ έβαλε δημοτικούς συβούλους, παρέδρους και δήμαρχον εκείνους οπού ’θελε – της μπιστοσύνης της. Κ’ έγινε όλο το σώμα από αυτούς οπού διορίσαν. Έφκειασαν μ’ αυτόν τον τρόπον και τους βουλευτάς από ’δω, την πρωτεύουσα, κι’ απ’ ούλο το Κράτος – όποιους ήθελε η Κυβέρνηση εκείνοι βήκαν. Έστειλε η Κυβέρνηση τον Μεταξά πρέσβυ εις την Κωσταντινόπολη και τον Μαυροκορδάτο εις την Γαλλία. Πριν τους διορίσουνε ήταν σε μεγάλη διχόνοιαν ο Μεταξάς κι’ ο Μαυροκορδάτος εξ αιτίας των Αγγλικών πραμάτων και τα κόμματά τους σε σύνχυσιν· το ένα μέρος βάργε τ’ άλλο εις τους τύπους και εις της συναστροφές.

Έβλεπε κάθε τίμιος άνθρωπος την άχλια κατάστασιν της πατρίδας του, έβλεπα κ’ εγώ ο μικρότερος όλα μας τα πράματα παραλυμένα από την Κυβέρνησιν κι’ απ’ ούλες της αρχές· όξω εις το Κράτος κλεψές κι’ άλλες ακαταστασίες. Είπα πως αν πήξουν αυτά τα δυο κόμματα ’σ ένα, ίσως και γένη κάνα καλό. Εκείνους τους δυο, Μαυροκορδάτο και Μεταξά, τους είχε η Κυβέρνηση κι’ ο Βασιλέας και οι αυλικοί σε μεγάλη οργή και καταξοχή τον Μαυροκορδάτο και τους συντρόφους του. Τότε πάσκισα με μυστικόν τρόπον και τους ένωσα να μπορέσουν να κάμουν κανένα καλό ’σ αυτείνη την πολύπαθη πατρίδα, οπού βλέπουν πού κατάντησε και θα χαθή. Κ’ ενώθηκαν μυστικά.

Αφού ήταν να γένουν οι νέες εκλογές των βουλευτών ενέργησα να μπούνε από την Αθήνα οι δυο, Μεταξάς κι’ ο Μαυροκορδάτος, κι’ ο Βλάχος με τον Καλλεφουρνά, να πάψωμεν κάθε κίντυνο της πολιτείας. Ήθελε κι’ ο Σκούφος κι’ άλλοι να μπούνε βουλευταί. Το ’μαθε το Παλάτι και η Κυβέρνηση, με παραξήησαν, ότι εγώ εργάζομαι δι’ εκείνους και είναι πολιτικοί σκοποί· κι’ άλλα τοιούτα. Και μπήκα σε μια μεγάλη οργή από αυτούς όλους. Παρουσιάστηκα, τους μίλησα· «Αυτείνη είναι η γνώμη μου, τους είπα, και ’σ αυτείνη στέκω διά να μην γένη κάνα δυστύχημα εις την πολιτεία». Τότε διορίζουν τον Μαυροκορδάτο να βγη από το Μισολόγγι· και τον Μεταξά τον έβγαλαν από ’δω, ν’ ανεμείνη και τόπος να μπη κι’ ο Σκούφος, ότ’ είναι αναγκαίος και εις το Παλάτι και εις την Κυβέρνησιν. Ότι οι τοιούτοι άνθρωποι χρειάζονται πολύ την σήμερον.

Μίαν ημέρα δυο ώρες δεν ήταν οπού μιλήσαμεν με τον Μεταξά ο Μιχαήλ Σκινάς κ’ εγώ, και μας έλεγε αυτείνη την άχλιαν κατάστασιν οπού είμαστε και θα χαθούμεν· και με κάθε τρόπον να ενωθούμεν με πατριωτισμόν· και να δείξουν κι’ αυτείνοι φρόνηση εις την Βουλή κ’ εμείς – πηγαίνοντας εις το σπίτι μου έρχονται και μου λένε, ο Μεταξάς δέχτη να πάγη πρέσβυς εις την Κωσταντινόπολη. Πήγα εις το κονάκι του, το βρίσκω γιομάτο από αβδέλλες της πατρίδας οπού τον χαίρονταν. Αφού φύγαν οι άνθρωποι, μ’ είδε οπού ήμουν πικραμένος· μου λέγει· «Δέχτηκα διά να σώσω τους φίλους μας». Του είπα κ’ εγώ· «Καλά έκαμες» – τι μπορούσα να του ειπώ; Ύστερα διόρισαν και τον Μαυροκορδάτο και δέχτη. Αυτός είχε δίκιον, ότι δεν είχε τους τρόπους να ζήση. Όμως ο Μεταξάς παίρνει μιστόν αυτός και τα δυο του παιδιά περίτου από χίλιες δραχμές και δεν ξοδιάζει της μισές. Πάγει αυτός, παίρνει και το παιδί του πρώτον γραμματέα – κι’ από ’κεί θα σώση την πατρίδα. Και εις της Βουλές κι’ όξω άφησαν τα κόμματά τους χωρίς κεφάλι· και τα μαντριά τους τ’ άφησαν οι δυο μεγάλοι άντρες γιομάτα λύκους νηστικούς και τρώνε τα δυστυχισμένα τα πρόβατα. Οι δυο μεγάλοι άντρες, οι βουλευταί του Μισολογγιού και της Αθήνας, πάνε πρέσβες κι’ από ’κει θα βουλεύωνται τα δίκια αυτεινών των επαρχιών. Ως αυτού είχαν την φιλοτιμίαν τους και τα πατριωτικά τους αιστήματα. Από ’κει θα προσέξουν και διά τους φίλους τους, εκείνα τα γομάρια οπού τους επιστήριξαν και τους φκειάσαν Εκλαμπρότατους και πρέσβες τώρα με χοντρούς μιστούς. Όμως αυτούς τίποτας από αυτά δεν τους έγνοιασε. Πήραν της οικογένειές τους και πάνε.

Παρουσιάστη νομοσκέδιον εις την Βουλή υπέρ της γυναικός του Κορφιωτάκη και δέχτη η Βουλή να παίρνη τρακόσες δραχμές τον μήνα. Ποιους αγώνες είχε ο Κορφιωτάκης; Πότε δούλεψε την πατρίδα; Όταν μπήκε ’στην ’πηρεσία του Κράτους πήρε τόσα υποστατικά και χρήματα. Έχει μόνον εφτά χιλιάδες ρίζες ελιές και τόσα χρήματα εις τον τόκον. Αυτά τα είπαν παντού κι’ ο ίδιος ο αδελφός του κι’ άλλοι συγγενείς του και οι συνπολίτες του, οπού η κατάστασή του διαβαίνει της διακόσες πενήντα χιλιάδες δραχμές. Του Νικήτα του Τουρκοφάγου η φαμελιά δεν παίρνει ένα λεπτό, του Δυσσέα σαράντα οχτώ δραχμές· άλλων πολλών αγωνιστών οι γυναίκες δεν παίρνουν τίποτας – άλλες διακονεύουν κι’ άλλες στανικώς δίνουν την τιμή τους.[8]

Τον Γενάριον μήνα απάνου κάτου ήφερε νομοσκέδιον ο Χρηστίδης, υπουργός της Οικονομίας, διά την σύνταξη της Κορφιωτάκαινας, οπού η Βουλή παραδέχτη να λαβαίνη τρακόσες δραχμές κατά μήνα. Εις την Γερουσίαν το γκρέμισαν οι αξιοσέβαστοι Γερουσιασταί. Πάντοτες μ’ αυτόν τον πατριωτισμόν εστάθηκαν και στέκονται ως σήμερον. Όλα τα ταξίματα των υπουργών κι’ άλλα παρόμοια τα καταφρόνεσαν και τα καταφρονούν. Κι’ ο Γεώργιος Ψύλλας είναι πάντοτες το αγαθό τέκνο της πατρίδας, οπού μιλεί φρονίμως και πατριωτικώς εις το δίκιον και λέγει την γνώμη του ελεύτερα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ[Επεξεργασία]

  1. ^  Κι’ ο Γιαννάκος Κυργιακός – τον έβγαλε από την φυλακή – ’πασπιστής του υπουργού.
  2. ^  Καθώς και θα το παθαίναμεν από τους ανοήτους, οπού θέλαν να κινηθούνε να πάνε να πάρουν την Κωσταντινόπολη.
  3. ^  Αυτό το σύστημα είχε κι’ ο μακαρίτης ο Λόντος. Τον καιρόν της κυβερνήσεώς του κι’ αυτεινού του φάνηκαν οι αρετές του. Ο μακαρίτης αυτός έπεσε σε μεγάλον χρέος, ότι δεν έβαινε ποτές πήχη εις τα πράματά του. Ένας άνθρωπος, μόνος του, έπαιρνε τον μιστόν του υποστρατήγου, οπού να ζήση καλά· ότι φαμελιά δεν είχε. Εκείνο οπού φάνη, εμπήκε σε μια μεγάλη ποσότη χρέος. Από αυτό ήταν από άλλο – μίαν αυγή ευρέθη σκοτωμένος, όλο του το κεφάλι σκόρπιον και η πιστιόλα του άδεια. Αυτό μόνον ο Θεός το ξέρει – μόνος του σκοτώθη, άλλος τον σκότωσε. Ζούσε κι’ ο Κωλέτης τότε. Δεν άφηναν να τον θάψουν με παπάδες και με παράταξιν. Αυτό το φιλονίκησαν καμόσες ημέρες, κι’ αφού δεν άφιναν να τον θάψουν με παράταξιν τον μπαλσάμωσαν και τον πήραν οι συγγενείς του και τον πήγαν εις την Βοστίτζα, την πατρίδα του. Κι’ ως την σήμερον είναι άθαφτος εις την κάσσα.
  4. ^  Ενταύθα φαίνονται απεσπασμένα φύλλα τινά του χειρογράφου.
  5. ^  «Σε ολίγον καιρόν ήρθε ο Πάκερ με όλο το στόλο του, ο ναύαρχος της Αγγλίας, και μας μπλοκάρισε καμπόσον καιρόν. Τότε με διόρισαν αρχηγό κ’ ενώθηκα με όλους τους Αθηναίους· και πήγα και μίλησα του αξιοσέβαστου Γκενεράλ Τζούρτζη και τον περικάλεσα με δάκρυα να πάη να μιλήση του Πάκερ. Τότε ο Γκενεράλης πήγε και μίλησε. Ο Βασιλέας και η Κυβέρνηση μού έστειλαν τον Γαρδικιώτη και μου είπανα να βαρέσω ντουφέκι. Τους είπα, ντουφέκι δεν βαρώ, ότι όσα κανόνια έχει ο Πάκερ, δεν έχομε ντουφέκια εμείς. Και τότε ήτανε εταιρία να τον σκοτώσουνε».
  6. ^  Τότε έβγαλαν και το σώμα του Κωλέτη άλυωτο από τον τάφο του. Αφού αρρώστησε ο γκενεράλ Κωλέτης και φώναζε νύχτα και ημέρα και βούιξε και γκάριξε και βγήκε η ψυχή του, κοντά σε τρία χρόνια θέλησαν οι συγγενείς του να τον ξεχώσουνε· κι’ ο φίλος του ο στενός πρέσβυς Πισκατόρης, οπού εργάζονταν μαζί εδώ και ξόδιαζαν και κατηχούσαν τους ορθοδόξους χριστιανούς να τους κάνουν δυτικούς, στέλνει να φκειάση τάφον μαρμαρένιον του φίλου του του Κωλέτη. Και τον βγαίνουν καθώς τον θάψαν· μόνον τα μάτια του ήταν βουλιασμένα και η μύτη του ολίγον πειραμένη – τα μάτια του ότι έβλεπαν της πράξες οπού ’κανε διά την πατρίδα του και θρησκεία του και τόσους άδικους φόνους των αγωνιστών, του Νούτζου, του Παλάσκα, του Δυσσέα κι’ αλλουνών, κι’ αχώρια πόσους νέους τάφους άνοιξε εις της εκλογές, πόσοι σκοτωμοί έγιναν και γίνονται, πόσες μείναν χήρες κι’ ορφανά, τι έπαθε η πατρίδα γενικώς, πόσοι αγωνισταί πήγαν εις τους Τούρκους, κι’ όλες οι φυλακές γιομάτες από αυτούς ως την σήμερον διά ν’ αναστηθή η παρανομία κι’ αδικία, να μη μείνη φωνή εις τον λαόν, ούτε ψήφος, αλλά η δύναμη η στρατιωτική και οι υπάλληλοι να γιομίζουν της κάλπες και να βγάζουν όσους ήθελαν· και μας έκαμεν όπως είμαστε διά να φανή πιστός και τίμιος εις τους ξένους του φίλους. Τότε η βρώμα του πεθαμένου δεν άφινε να ζυγώσουν οι άνθρωποι πλησίον του· κ’ έτρωγε αναθέματα πλήθος από τους μαστόρους ώσο να του χτίσουν τον μαρμαρένιο του τον τάφο.
  7. ^  Κάνουν ανάκρισες ως την σήμερον. Λένε ότι τον σκότωσαν από τους Μαυρομιχαλαίους. Ακόμα οι ανάκρισες δεν τελείωσαν.
  8. ^  Τέτοιοι Τούρκοι να ’τρωγαν αυγά, δεν έβγαινε η κόττα πουλιά – τέτοιοι πολιτικοί οπού είσαστε, φέρατε την πατρίδα σ’ αυτείνη την κατάσταση.