Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη/Δ1
←Γ7 | Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Συγγραφέας: Δ1 |
Δ2→ |
Άνοιξε η Συνέλεψη κι’ άρχισε της εργασίες της. Όλοι οι Πρέσβες μέσα ο Λάγυνης με τους ανθρώπους της πρεσβείας του, ο Πισκατόρης, ο Πρόκενς της Αούστριας και οι άλλοι με τους οπαδούς τους. ’Ρεθίζουν αυτοί τους πληρεξουσίους και δεν τους αφίνουν ήσυχους· και φεύγοντας από την Συνέλεψη τους έχουν έτοιμον το τραπέζι, το βράδυ, λαμπρό, και σιαμπάνιες κι’ άλλα πιοτά. Είναι αλήθεια, της Ρουσσίας ο πρέσβυς ή άλλος από την ρούσσικη πρεσβεία δεν ζύγωσε εις την Συνέλεψη όσο οπού διαλύθη. Αφού μιλήθηκαν καμπόσα σοβαρά πράματα εις την Συνέλεψη, έλεπες από αυτούς κι’ από τους οπαδούς τους πολλοί φέρναν την Συνέλεψη άνου κάτου. Τότε μιλώ με τον Κριτζώτη, με τον Γρίβα, με τον Ίσκο κι’ άλλους, τους λέγω· «Αδελφοί, αν θέλωμεν να κάμωμεν νόμους στέρεους διά την πατρίδα μας και με ησυχία, πρώτο να ειπούμε του υπουργού του Πολέμου να μην κάμη καμμιά βαθμολογία όσο να τελειώση η Συνέλεψη. Τότε να διοριστή μια επιτροπή να δικιώση τους ανθρώπους, εκείνους οπού τους ανήκει. Τώρα να μείνη, να μην πέσουμε σε διχόνοια και φατριαστούμεν· και δεν θα γένουν κι’ άνθρωποι του Αγώνος· θα βάλη ο καθείς τους κόλακάς του και θα κάμωμεν ό,τι κάμαμεν ως τώρα· και θα διαιρεθούμεν. Πρώτο να κάμωμεν αυτό. Δεύτερον, να σας ειπώ· ο Καλλέργης τον διόρισε η Κυβέρνηση αρχηγόν όλων των στρατεμάτων της πρωτεύουσας. Εμείς να κάμωμεν μίαν φρουρά της Συνελέψεως από την Ρούμελη, από την Πελοπόννησο, από την Σπάρτη, από τα νησιά· να είναι πολίτες και στρατιωτικοί χίλιοι, δυο χιλιάδες, να γένη μια δύναμη εθνική κι’ ανεξάρτητη, να μην ’πηρεάζεται η Συνέλεψη από καμμιά φατρία, ούτε από ντόπιους, ούτε από ξένους. Και μη στοχάζεστε ότι θέλω να μπω αρχηγός· βάλτε όποιον θέλετε. Εγώ είμαι σύνφωνος και τον βοηθάγω και μ’ Αθηναίους, αν θελήση. Όμως αυτό να γένη, ότι είναι πολύ αναγκαίον να είναι δυναμωμένη η Συνέλεψη. Δεν θέλησε κανένας ν’ ακούση τίποτας από αυτά οπού τους είπα. Το ’μαθε ο υπουργός του Πολέμου κ’ έστειλε και με φώναξε και μου είπε αυτά να μη ματά τα ειπώ και ’ρεθίζονται οι πληρεξούσιοι. Άρχισε της βαθμολογίες και δεν άφησε κανέναν παραλυμένον οπού να μην τον βαθμολογήση από τους φίλους του κι’ αυτεινών, οπού τους μιλούσα πατριωτικά. Τότε άρχισαν οι διχόνοιες. Τότες, σαν είδαν οπού τους έλεγα αυτά διά να κάμωμεν πατριωτικά πράματα, καμπόσοι από αυτούς, κι’ ο Καλλεφουρνάς σύνφωνος, ήθελαν να κάμουν ταραχές κι’ αναρχίες εις την πρωτεύουσα. Ο κόσμος όλος μ’ υπολήπτετον, μ’ αγαπούσαν, ότι τους μιλούσα την αλήθεια και ήθελα την ασφάλεια τους και χάλαγα τα σκέδια εκεινών και την κακή τους θέληση. Τότε αυτείνοι, διά να με κατηγορήσουνε εις το κοινό, βάνουν εις τον τύπο ότι ο Μακρυγιάννης πήρε εικοσιπέντε χιλιάδες δραχμές, ο Μακρυγιάννης πήρε ένα κάρρο χρήματα ασημένιες ταμπακέλλες, από τους ξένους. Βλέπω αυτά, μιλώ εις την Συνέλεψη ο ’σαγγελέας να πιάση τον τυπογράφο να ιδούμεν ποιος μο ’δωσε αυτά τα πλούτη. Μίλησαν του ’σαγγελέως – κι’ αυτός σύντροφος αυτεινών. Έβαλαν εις τον τύπο ότ’ ήταν ψέματα όλα. Πήγα εις την Μεγαλειότη του τον Βασιλέα μας. Μου είπε ότι· «Είχες έναν όρκο με υπογραφές; – Είχα, του λέγω. – Να μου τον δώσης να ιδώ τους ανθρώπους. – Τι τους θέλεις να τους ιδής; – Να τους ξέρω, να τους βάλω εις ’πηρεσία. – Δεν τον δίνω τον όρκον. Εκείνοι οπού με μπιστεύτηκαν και μο ’δωσαν την υπογραφή τους ήξεραν ότι δεν θα της δώσω αλλουνού – τότε είμαι άτιμος άνθρωπος». Κ’ έφυγα.
Αφού οι ξένοι κι’ όλοι οι οπαδοί τους μάθαν οπού οργάνιζα τόσα χρόνια το Κράτος κι’ όρκιζα τους ανθρώπους και τους έδενα με υπογραφές, τους κακοφάνη πολύ – διατί δεν βάργα τα τούμπανα να το μάθουν, να με βάλουν εις την τζελατίνα! Έμεινε μυστικόν και το ανασπάστηκαν όλοι οι Έλληνες και δεν έμεινε καμμιά επαρχία, ότι σε όλες ήταν άνθρωποι ορκισμένοι· κι’ έγεινε με την ευλογίαν του Θεού – και δι’ αυτό πικραίνεται τώρα ο Κωλέτης και η συντροφιά του, ότι δεν ήταν σαν το δικό του σύνταμα, να χυθούν τόσα αίματα και ν’ αφανιστούν οι κάτοικοι. Και βαίνουν τώρα εις τον τύπον ότι αγοράστηκα με κάρρα γιομάτα χρήματα, οπού δεν τα ’χει κι’ ο Βασιλέας τόσα χρήματα· και αν ξέρω παρόμοιον, του Θεού ψυχή να μη δώσω. Να γένω προδότης της πατρίδος μου και θρησκείας μου, οπού αφάνισα το σπίτι μου κι’ άφησα δυστυχισμένα τα παιδιά μου τόσα χρόνια – και θα γένω προδότης τώρα και πουλημένος!
Αφού δεν μπόρεσαν να μου κάμουν τίποτας μ’ αυτά, σκεδιάζουν να γένη μια οχλαγωγία την νύχτα και να πάγω εγώ να την σβέσω, να με δολοφονήσουν. Μίαν ημέρα έρχεται ένας άνθρωπος εις το σπίτι μου και μου λέγει· «Θέλω κάτι θα σου ειπώ· ορκίσου να μη με προδώσης και χάνομαι». Ορκίστηκα. Μου λέγει· «Είσαι τίμιος άνθρωπος και δεν επιθυμώ να χαθής. Τούτες της ημέρες θα γένη μια οχλαγωγία, θα γένη την νύχτα· και θα πας να την ησυχάσης· και είμαστε πέντε πλερωμένοι να σε δολοφονήσωμεν. Είμαι κ’ ένας εγώ. Ούτε τους ανθρώπους σού προδίνω, ούτε εκείνους οπού μας βάλαν. Τούτον μόνον σου λέγω· αν γένη νύχτα είτε και ημέρα, να μην πας, ότι θα χαθής, και μου κακοφαίνεται». Εγώ το πήρα ως παραμύθι. Σε έξι ημέρες ’νεργούνε του Ράλλη, του πρωτοϋπουργού περί της μεταβολής, και του κάνουν μπλόκο· μαζώχτη όλος ο λαός και του αφάνισαν το σπίτι απόξω πετάγοντας πέτρες την νύχτα. Τότε μου παραγγέλνουν να πάγω να σβέσω το κακό. Δεν πήγα. Μου παράγγειλαν πολλές φορές, δεν πήγα. Λυπήθηκα τον άνθρωπον κι’ έστειλα τον Γιάννη Κώστα, και τον έσωσε. Και τον έχω φίλο ως σήμερα.
Οι μεγάλοι μας οι πολιτικοί δεν επιθυμούν ποτές την ησυχίαν, κι’ όλο πατριωτισμόν με τα χείλη θυσιάζουν. Θέλουν εις την Συνέλεψη να κομματιάσουνε το Έθνος. Το ’καμαν αυτόχτονας κι’ ετερόχτονας. Και μια διχόνοια, οπού τηράγει ο ένας χριστιανός τον άλλον, οι μέσα με τους έξω, ως Τούρκους όταν τους πολεμούσαμεν. Αυτά ήταν έργα του κυρίου Κωλέτη και των αλλουνών – συνοημένοι και με τον Παλαμήδη και μ’ άλλους. Ήταν αυτά σκέδια των ξένων διά να μας λευτερώσουνε, και καταξοχή των ευεργέτων μας Άγγλων· είχαν τόσα στρατέματα εις τους Κορφούς έτοιμα και γύρευαν όλο τοιούτες διαίρεσες, να πιαστούμεν αναμεταξύ μας, να ’ρθουν να μας λευτερώσουν με τα στρατέματά τους κι’ εμάς και τον Βασιλέα. Κι’ άλλα λένε εκεινού, άλλα εμάς· και με την παραμικρή τρέλλα αναμεταξύ τους να κάμουν απόβαση. Ενήργησαν πρώτα με το κεφάλαιον της θρησκείας – εκόπηκαν όλοι οι οπαδοί των ξένων· του κάκου κοπιάσαν. Ύστερα από μεγάλες συζήτησες λέγει ο Μεταξάς να το βάλωμεν εις την ψηφοφορία. Τότε οι ευλογημένοι πληρεξούσιοι είπαν πανψηφεί. Και φαρμακώθηκαν όλοι. Ο Καλλέργης, οπού ήταν αρχηγός εις τα πάντα με την συντρομή των Πρέσβεων – πήρε και καμμιά ογδοηνταριά χιλιάδες δραχμές από την Κυβέρνηση – γύρισε με τους ξένους κι’ αστόχησε την Τρίτη Σεπτεβρίου. Γύρισε αυτός κι’ ο Λόντος κι’ άλλοι. Συχνές συναστροφές και τραπέζια. Θέλουν να τον βάλουν και φρούραρχον της Συνέλεψης – και διά να ’πιτύχουν αυτό αφανίστηκαν εις τα τραπέζια οι Πρέσβες κάνοντας των πληρεξουσίων. Μίαν ημέρα ο φίλος του Καλλέργη και των Πρέσβεων ο Πετζάλης, πληρεξούσιος από την Χαλκίδα, σύντροφος του Κριτζώτη, κάνει έναν λόγον εις το βήμα και προτείνει ότι όποια συζήτηση είναι εις την Συνέλεψη διά τα πράματα τα γενικά να είναι φανερή η ψηφοφορία· εις τα προσωπικά ζητήματα να είναι μυστική. Παραδεχτήκαμεν όλοι την πρότασή του. Την άλλη ημέρα πάλε κάνει έναν λόγον κι’ εγκωμιάζει τον Καλλέργη διά της αρετές του και της ’πηρεσίες του προς την πατρίδα, και δι’ αυτά όλα να τον διορίσουνε φρούραρχον της Συνελέψεως. Παραδέχτη κι’ έγινε. Ο Γρίβας, ο Κριτζώτης και οι άλλοι στρατιωτικοί κολακεύονταν από τον Καλλέργη και ήταν αναντίοι εμένα. Και διά ’κείνο δεν δέχτη κανένας από αυτούς όσα τους μίλησα διά να κάμωμεν φρουρά εθνική απ’ ούλο το κράτος. Κι’ αυτό έμαθε η Κυβέρνηση κ’ έπεσα εις την οργή της.
Ο γέρο Πανούτζος Νοταράς, αξιοσέβαστος άνθρωπος, ήταν Πρόεδρος της Συνελέψεως· και πάντοτες εις της Συνέλεψες ήταν πρόεδρος. Τότε ήταν νεώτερος κ’ έκανε αυτά τα χρέη· τώρα τον φορτώθηκαν τα γερατειά και δεν μπορεί. Ζητούνε αυτείνη την θέση πολλοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί – κι’ ο Γρίβας κι’ ο Κριτζώτης· και θέλουν και την συντρομή του Καλλέργη, ότι κι’ αυτείνοι βόηθησαν κ’ έγινε φρούραρχος. Την θέλει την θέσιν του προέδρου ο Κωλέτης, ο Μαυροκορδάτος, ο Λόντος, ο Μεταξάς, ο Παλαμήδης κι’ άλλοι πολλοί τοιούτοι. Εγώ, όταν πρωτοσυνάχτηκαν οι πληρεξούσιοι εδώ, ήταν και πολλοί από ’κείνους οπού ’χα εις τον όρκον· αυτεινούς κι’ άλλους οπού τους είχα ’μπιστοσύνη, τους σύναζα και τρώγαμεν εις το σπίτι μου· και τους μιλούσα πατριωτικά και φρόνιμα – «τώρα είναι εις το χέρι των αγαθών πατριώτων, να ’μαστε σύνφωνοι, να κάμωμεν πατριωτικά πράματα». Έφκειασα κ’ έναν νέον όρκον και τον υπόγραψαν καμμιά εικοσιπενταριά· και ήμαστε σύνφωνοι. Τότε διά τον πρόεδρον όσοι είχαν αυτείνη την επιθυμίαν ήρθαν εις το σπίτι μου να τους συντρέξω. Στοχάστηκα, να βγάλωμεν τον Πρόεδρο τον γέρο Νοταρά κι’ ατιμία κι’ άδικον· να μείνη, δεν αξίζει. Να μπη ένας, θα φέρωμεν διχόνοιες – να μπούνε τέσσεροι αντιπρόεδροι και οι καλύτεροι· κι’ έχοντας αυτείνοι την φιλία των ξένων, να μη γένωνται αντενέργειες από αυτούς και διγαίρεσες αναμεταξύ μας. Έκρινα εύλογον να μπη ο Μεταξάς, ο Μαυροκορδάτος, ο Λόντος κι’ ο Κωλέτης, δυο Σεπτεβριανοί και οι άλλοι δυο· και να μείνη κι’ ο Πανούτζος εις την θέση του. Μίλησα με καμπόσους από τους φίλους μου, τους άρεσε αυτό. Σηκώθηκα την αυγή πήγα εις τον Πρωτοϋπουργό Μεταξά· τους ηύρα αυτούς όλους καταλυπημένους, ότι έμαθαν αυτεινής της θέσης βήκαν πολλοί μουστερήδες και δεν θα ’πιτύχη κανένας από τους δικούς τους. Τους είπα την γνώμη μου να γένουν οι τέσσεροι και να μείνη κι’ ο Πανούτζος. Κι’ αν το δέχωνται, να μου δώσουνε και τον λόγον της τιμής τους ότι θα ενωθούν και οι τέσσεροι και θα τηράνε τα συνφέροντα της πατρίδος μας κι’ όχι τα ξένα. «Αυτό γένεται, μου είπαν· όμως δεν θα ’πιτύχωμεν, ότι διαίρεσαν τους πληρεξουσίους ο Κριτζώτης κι’ ο Γρίβας και οι άλλοι. – Εγώ το παίρνω απάνου μου, τους είπα, και θα μιλήσω φανερά και θα προτείνω τα ’νόματά σας· κ’ εσείς εις την Συνέλεψη, αφού μιλήσω εγώ πρώτα, να υποσκεθήτε ότ’ είστε κ’ οι τέσσεροι μονοιασμένοι». Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό, και σηκωθήκαμεν και πήγαμεν εις την Συνέλεψη. Ζήτησα ο πρώτος τον λόγον από τον Πρόεδρο και λέγω· «Συναδελφοί κύριοι πληρεξούσιοι! Ο αξιοσέβαστος Πρόεδρος πάντοτες ’στον καιρό της επανάστασής μας διά της αρετές του ετιμήθη από την πατρίδα μ’ αυτείνη την θέση του Προέδρου· αλλά τότε ήταν νεώτερος και υπόφερνε τους κόπους· τώρα είναι πολύ γέρων και η θέση αυτείνη θέλει εργασία. Διά τούτο προτείνω να μείνη εις την θέση του, αλλά να γένουν και τέσσεροι αντιπροέδροι. Κρίνω εύλογον – λέγω την γνώμη μου – να μπουν οι κύριοι Μαυροκορδάτος, ο Κωλέτης, ο Μεταξάς και ο Λόντος». Τότε σηκώνεται ο Πετζάλης και μ’ αντιπολεμεί· ότ’ είχε νιτερέσιον με τους άλλους και ’νεργούσαν μυστική την ψηφοφορία. Και είπε ότι αυτά είναι πρόσωπα κι’ αποφασίστη να είναι μυστική η ψηφοφορία. Τότε πήρα τον λόγο πίσου και του αντιμίλησα. Είπα· «Ο κύριος Πετζάλης το έκαμε· «δάσκαλε οπού δίδαχες και νόμον δεν εβάσταγες». Μόνος του έκαμε τον νόμον και μόνος του τον πάτησε. Εχτές με την πρόταση διά τον διορισμό του κυρίου Καλλέργη φρουράρχου της Συνελέψεως, όνομα προσώπου ήταν κι’ εκείνο καθώς ετούτα. Θα τον χτυπούσα εχτές, όμως να μην ειπήτε ότ’ είμαι αντίζηλος του κυρίου Καλλέργη σιώπησα. Έχει ένα προτέρημα ο Κύριος Πετζάλης, ότι είναι διπρόσωπος. Όποτε είναι πατριωτικά ζητήματα βγαίνει έξω και πίνει το τζιγάρο του· κι’ όταν είναι φατριαστικά και συνφέροντά του έρχεται και κάνει νόμους – και τους χαλάγει μόνος του, αλλά θέλει να τους φυλάξουν οι άλλοι». Τότε μίλησαν ο Μεταξάς, Μαυροκορδάτος, Κωλέτης και Λόντος πολλά διά την ένωσή τους χάριν της πατρίδος. Πήραμεν την πολυψηφία· και διορίστηκαν και οι τέσσεροι· κι’ ο Πανούτζος έμεινε εις την θέση του. Οχτώ ημέρες κάμαν μονοιασμένοι, και ύστερα πήρε καθείς τον δρόμο του και την φατρία του· και κατακομματιάστηκαν. Μαθαίνοντας αυτό λυπήθηκα πολύ. Διά να τους ενώσω πίσου κάνω ένα τραπέζι και τους παίρνω όλους και τους πληρεξούσιους οπού ήταν μαζί μου. Φάγαμεν· εις το τραπέζι απάνου με ήθελε ο καθένας με το μέρος του. Και τους άφησα όλους· και τους έπιασα οχτρούς. Και ηύρα τον διάβολό μου.
Ο Παλαμήδης, ο Κριτζώτης, ο Γρίβας, Πετζάλης κι’ άλλοι προκομμένοι τράβαγαν ένα κόμμα· ήθελαν να γένη μια Βουλή, όχι Γερουσία. Κι’ αυτό δεν το ’καναν με ’λικρίνεια, αλλά να γένη αναρχία. Είχαν και με το μέρος τους ως τριάντα ψήφους απάνου κάτου. Πήγα μίαν ημέρα εις τον Βασιλέα, με ρώτησε τι γνώμη είμαι διά της Βουλές. Του είπα μια να γένη, ότ’ είναι φτωχό το έθνος και δεν υποφέρνει έξοδα. Μου είπε τα αίτια οπού δεν μπορούμεν να κάμωμεν με μία. Είχα ρωτήση και γνωστικούς κι’ αδιάφορους ανθρώπους και μου είπαν κι’ αυτείνοι τα ίδια. Εμείς οι δυστυχισμένοι δεν τα γνωρίζομεν αυτά. Τότε λέγω του Βασιλέα αν γένουν δυο, παραπάνου από δεκαπέντε γερουσιασταί να μην γένουν. Η Μεγαλειότης του έμεινε ως τους εικοσιέναν το πολύ. Ηύρα κι’ άλλους αδιάφορους, μίλησα δι’ αυτό, μου είπαν είναι καλό. Έκαμα μίαν έκθεσιν, την έβαλα εις τον τύπο και είπα την γνώμην μου. Έμεινε διά το παρόν αυτό, ότ’ ήταν άλλα ζητήματα.
Αφού Παλαμήδης, Κριτζώτης, Γρίβας, Καλλεφουρνάς και οι άλλοι είχαν λίγους συντρόφους κ’ εγώ γγίχτηκα και με τους άλλους, μόνον με το Μεταξά μιλούσα και ήμαστε σύνφωνοι. Τότε μιλώ και με τον Κριτζώτη κι’ άλλους να πηγαίνωμεν σύνφωνοι όλοι πατριωτικώς και να μπορέσουμεν να λάβωμεν την πολυψηφία να τράμεν τα συνφέροντα της πατρίδος. Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Ήταν ένα ζήτημα μια ημέρα, μίλησα. Εκεί πήραμεν εκατόν ογδοήντα ψήφους· πήραμεν την πολυψηφία. Ακολουθήσαμεν αυτό καμπόσες ημέρες, και πάλε αυτείνοι το χάλασαν. Τραβήχτηκα κι’ από αυτούς.
Αφού ο Καλλέργης έλαβε την φρουραρχίαν της Συνέλεψης και οι Αντιπρόεδροι έφυγαν από τον δρόμο τους, καταξοχή Μαυροκορδάτος, Λόντος και Κωλέτης – ήταν παιδιά των ξένων και πολύ κολάκευαν και τον Βασιλέα – παράλυσαν την Συνέλεψη. Μπαίναν άνθρωποι από το ακροατήριον, οδηγούσαν τους πληρεξούσιους και τους κατακομμάτιαζαν. Αφού τους ανακάτωναν αυτείνοι, μπήκαν και οι αξιωματικοί του Καλλέργη κι’ αρχίσανε να βρίζουν τους πληρεξούσιους και να τους κάνουν φοβερισμούς πολλούς. Κάτι θέλησε να κρίνη ο Κριτζώτης κι’ ο Γρίβας κι’ άλλοι, ρίχτη απάνου τους ο φίλος τους ο Καλλέργης κι’ άλλοι αξιωματικοί. Πήγα εκεί, τρόμαξα να τους ξεχωρίσω· όμως πολύ αναμμένοι ο Καλλέργης και οι συντρόφοι του οι αξιωματικοί. Άλλη φορά διάλυσε ο Πρόεδρος την Συνέλεψη και φύγαμεν όλοι αγαναχτισμένοι. Την άλλη ημέρα θα ’χαμεν καυγά. Ελέπετε ένα θόρυβο – ανακατώθηκαν όλοι οι κάτοικοι, άλλοι υπέρ κι’ άλλοι κατά. Το βράδυ έπεσα να κοιμηθώ, περνώντας τα μεσάνυχτα, όσο να φύγουν οι άνθρωποι από το σπίτι μου· κάνα δυο ώρες να φέξη, εκεί οπού κοιμώμουν, ακούω να μου λένε· «Σήκου, τι κοιμάσαι; Ότι δεν είστε καλά· κιντυνεύετε!» Ξύπνησα. Είπα η υποψία μού δίνει αυτές της παραλογίες. Ματακοιμήθηκα· πάλε το ίδιον. Πάλε κοιμήθηκα. ’Στο τρίτο μού δίνει έναν χτύπον, έτζι μου ’ρθε, μου λέγει· «Σήκου!» Τότε σηκώθηκα, φώναξα τα παιδιά, τους στρατιώτες οπού ’χα, τους λέγω· «Εσύ κ’ εσύ να πάτε να ειπήτε των ’πιτρόπων των εκκλησιών να ειπούνε των πολιτών καθείς εις την ενορία του να μην πάνε κανένας εις τα χτήματά τους ή ’σ άλλη τους δουλειά· να κάτζουν εις τα σπίτια τους με τ’ άρματά τους όλοι – να μη βγη κανένας έξω μ’ όπλα όσο να σας μιλήσω εγώ τι να κάμετε». Στέλνω άλλους εις τους πρωτοσιναφιτζήδες να μιλήση καθένας εις το σινάφι του να μην ανοίξουν τ’ αργαστήρια, μόνον της πόρτες· να ’χουν τ’ άρματά τους. Στέλνω άλλους εις τον Γρίβα και ’σ άλλους να συναχτούν ξημερώνοντας εις του Κριτζώτη το κονάκι όσο να πάγω κ’ εγώ. Πήγαν οι άνθρωποι παντού και μίλησαν· κι’ ακολούθησαν ό,τι τους παράγγειλα.
Την αυγή πήγα ’στου Κριτζώτη· συνάχτηκαν όλοι. Άρχισε ο Γρίβας με τον Κριτζώτη να μου μιλούν αναντίον του Καλλέργη κι’ αξιωματικών του. Τότε τους λέγω· «Τι σας είπα εγώ διά να μην πάθωμεν αυτά; Σας είπα να κάμωμεν την φρουρά την εθνική και να βάλετε όποιον θέλετε από σας αρχηγόν. Εσείς υποπτευτήκετε να μην μπω εγώ, το είπετε του Λόντου και Καλλέργη και των αλλουνών και με πήραν ’στην οργή τους. Και γέλασαν κ’ εσάς κ’ έκαμαν τον Καλλέργη παντοδύναμον· το ’δωσαν και του δίνουν τόσα χρήματα καθεμερινώς – κάνει τώρα ό,τι θέλει. –Μου λένε, εμείς σε πήραμεν εις τον λαιμό μας. – Εμένα πήρετε εις τον λαιμό σας; Πήρετε την πατρίδα γενικώς και του λόγου σας· και πού θα καταντήσουμεν ο Θεός το ξέρει». Τότε τους είπα το σκέδιο οπού έκαμα· και παράγγειλα και του Γιάννη Κώστα κι’ άλλων αξιωματικών να συνάξουν όσους στρατιώτες είναι εις την πρωτεύουσα και φερμένοι από τ’ άλλο το κράτος, να ’χουν τα σπαθιά τους και της πιστιόλες τους κρυμμένες, και να μαζωχτούν εις την Συνέλεψη οπού είναι η βάρδια και καμμιά ’κοσαριά να πιάσουν άξαφνα τα σπίτια του Καρατάσιου, του Κολοκοτρώνη, του Μεταξά, του Λόντου, όσα σπίτια είναι κοντά εις την Συνέλεψη. Και να είναι μυστικό αυτό, από ’νας δυο αξιωματικοί να το ξέρουν – ο καθένας το σπίτι οπού θα πιάση. Τους είπα και στέκονταν όλοι καθένας εις το μέρος του. Είπα όλα αυτά αυτεινών και να πάρουν και οι άνθρωποί τους ολουνών τα σπαθιά τους και πιστιόλες τους και να είναι όλοι απόξω· κι’ όταν μπούμεν εις την Συνέλεψη και δώση αιτία ο Καλλέργης με τους συντρόφους του, άξαφνα οι δικοί μας να ριχτούνε εις την βάρδια να τους πάρουν τα όπλα τους και τότε να πιάση κι’ ο καθείς τα διορισμένα σπίτια· τους άρεσε το σκέδιόν μου. Τους είπα να πάμε όλοι εις το Μεταξά και να φωνάξη τον Μαυροκορδάτο, τον Κωλέτη, τον Λόντο, τον Καλλέργη κι’ από καμμιά δεκαριά πληρεξούσιους Ρούμελης, Πελοπόννησος και νησιών και να μιλήσουμε μ’ αυτούς· κι’ αν δεν συναγροικηθούμεν, ο Θεός ας τους το πλερώση. Μείναν σύνφωνοι και εις αυτό. «Ποιος θα κρίνη, τους είπα, αυτά; – να φαίνεται ότ’ έχομεν γνώση, να μη μας παίρνουν διά ζώα». Μου είπαν εγώ να κρίνω. Σηκωθήκαμε όλοι πήγαμε ’στο Μεταξά. Του είπα κ’ έστειλε και σύναξε όλους αυτούς. «Αδελφοί, τους είπα, εμείς συναχτήκαμεν να κάμωμεν ελεύτερη Συνέλεψη και φρόνιμη και πατριωτική, όχι φατριαστική και με ξένες θέλησες. Αν εις το εξής εσείς οι Αντιπρόεδροι βάλετε την Συνέλεψη σε τάξη, και οι ακροαταί να μην μπαίνη κανένας μέσα κι’ ο κύριος Καλλέργης να βγάλη όλους εκείνους τους αξιωματικούς, οπού διατίμησαν τους αντιπροσώπους της πατρίδος και βήκαν από τα χρέη τους τα στρατιωτικά, και να μη ματακολουθήσουν παρόμοια και διατιμιώμαστε από τους ξένους ανθρώπους, οπού ’ναι τόσοι ακροαταί, κι’ απ’ ούλους τους φρόνιμους – και διατιμιώμαστε κι’ εμείς και η πατρίδα μας θα ζημιωθή. Κι’ αν δεν γένουν αυτά, εμείς τραβιώμαστε, και ο αίτιος του κακού ας δώση λόγον εις τον Θεόν κι’ ο αθώος ας προσκαλεστή την βοήθεια του να μπη το δίκιον εις τον τόπο του. Και να δειχτούμεν με γενναιότητα αναμεταξύ μας». Αποκρίνεται ο γενναίος Καλλέργης, ο Σεπτεβριανός, ο σύντροφός μου ο ορκισμένος, και μου λέγει· «Έμαθα ότι όπλισες ανθρώπους και μέρασες και πολεμοφόδια, και θα πάρωμεν μέτρα εις αυτό». Του λέγει ο Γρίβας· «Είναι ψέματα» αυτά και συκοφαντίες αναντίον του Μακρυγιάννη». Του λέγω εγώ· «Είναι αληθινά αυτά οπού μου είπες, κι’ ο Γρίβας δεν σου λέγει την αλήθεια. – Διατί τα ’καμες; μου λέγει. – Τα ’καμα ότι είδα το φέρσιμο το δικό σου και των συντρόφωνέ σου εις την Συνέλεψη και κατάλαβα την θέλησή σας. Την Αθήνα δεν την καίτε και ν’ αλιμουργιαχτή δεν αφίνω εγώ. Ότ’ ήρθα νέος εδώ, εις τα 1822, και είμαι γέροντας τώρα. Και ήμουν μόνος μου όταν ήρθα, και τώρα έχω σπίτια και φαμελιά. Κι’ όλους τους Αθηναίους τους θεωρώ καλύτερα από τα παιδιά μου κι’ από το σπίτι μου· ότι μ’ είχαν αρχηγόν τους εις τον αγώνα της πατρίδος και σκοτωνόμαστε μαζί και πληγωνόμαστε. Αυτό σου είναι γνωστό· το είδες εις Περαία, οπού πλέγαμε εις το νερό και εις τους πάγους μ’ αυτούς. Μέσα τον κάμπο φκειάναμεν ταμπούρια και κολυμπούγαμεν νύχτα και ημέρα ανάμεσα των Τούρκων τα πόστα. Κ’ εσείς οι άλλοι ήσαστε εις τα ψηλώματα. Φαίνονται ως την σήμερον πού είναι τα πόστα μας. Κι’ από αυτά μείναμεν οι μισοί κι’ όσοι μείναμεν όλοι σάπιοι. Δι’ αυτό κι’ ότι και τώρα μ’ έχουν οι Αθηναίγοι πρόεδρο του Συβουλίου και μ’ έκαμαν και τώρα πάλε αρχηγόν τους και πληρεξούσιόν τους, θα φυλάξω αυτούς πρώτα και τα σπίτια τους και γενικώς την πατρίδα μου, όταν βλέπω ’διοτέλεια. Κι’ αν κάμετε όσα μιλήσαμεν· οι Αντιπρόεδροι να βάλουν την τάξη εις την Συνέλεψη κ’ εσύ να βγάλης τους αξιωματικούς προς ’κανοποίησιν των πληρεξουσίων, είμαστε φίλοι κι’ αδελφοί όπως πρώτα· ειδέ κάμετε ό,τι μπορήτε εσείς, κ’ εμείς είμαστε έτοιμοι να κάμωμεν ό,τι μπορέσωμεν». Τότε μίλησαν κ’ οι άλλοι. Και υποσκέθηκαν αυτά. Και τα ’νέργησαν. Και ήταν η καλή αρμονία αναμεταξύ μας. Και ξαναενώσαμεν την φιλία μας.
Είδαν οι ξένοι και οι φίλοι τους ότι απέτυχαν κι’ από αυτό, ότι τους πείραξε πολύ το σαράντα άρθρο διά την θρησκείαν και η βάφτιση του διαδόχου – νιτερέσια μέραζαν ένας του αλλουνού. Εγώ απόταν έγινε η μεταβολή με προσκαλούσαν οι Πρέσβες να φάμεν και να μιλήσωμεν – ούτε ματαπάτησα ως την σήμερον, ούτε θέλω πατήση μ’ όλον οπού τους είχα φίλους και τους έκαμα τόσες φορές τραπέζια. Αν θέλουν αυτείνοι να ’χουν το δικό τους σπίτι, θέλομεν κ’ εμείς να φκειάσωμεν το δικό μας. Τώρα ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέτης, ο Λόντος, ο Καλλέργης και οι συντροφιές τους ενώθηκαν με τους Άγγλους, με τους Γάλλους και τους άλλους κι’ ως δυσαρεστημένοι από αυτείνη την μεταβολή ταμπουρώνονται αναμεταξύ τους και τάζουν και του Βασιλέα λαγούς με πετραχήλια – κι’ ανάθεμα και του θέλη κανένας το καλόν του. Ούτε οι ξένοι του θέλουν το καλό, ούτε οι συντρόφοι τους, αλλά του λένε λόγια της όρεξής του κι’ ελπίζει οπού τους έχει φίλους. Και τον ασκουντούνε ολημέρα εις τον γκρεμνόν. Και κακοσυσταίνουν τους Σεπτεβριανούς, όσοι μείναν και δεν πήγαν εις την βούλλα τους· αυτούς όλους τους κακοσυσταίνουν εις τον Βασιλέα κι’ αυλικούς και τους κάνουν ύποπτους και περισσότερον τον Μεταξά – τον γύμνωσαν κι’ από τους φίλους του πολιτικούς και στρατιωτικούς. Ότι κι’ αυτός από τα δυο του ποδάρια το ’να τ’ άφησε εις την Τρίτη Σεπτεβρίου και το άλλο εις τον Βασιλέα κι’ αδρασκελάγει – ούτε εις την Τρίτη Σεπτεβρίου σώνει με τα σωστά του, ούτε εις τον Βασιλέα. Όταν τραβάγη το ’να του ποδάρι να πάγη εις το ένα μέρος, τ’ άλλο ανεμένει εις τ’ άλλο μέρος· κ’ έτζι πουθενά δεν πηγαίνει να δώση τον λόγον της πίστεως, τι πιστεύει αληθινά. Κανένα μέρος από τα δυο δεν ξέρει ως την σήμερον πού τρέχει. Ο Θεός γνωρίζει των ανθρώπων της καρδιές· και οι άνθρωποι – γνωρίζει ένας του άλλου τα χείλη κι’ όχι την καρδιά. Όποιος βρίσκει κάνα ηύρεμα και δεν ξέρει τι αξίζει – όποιος τ’ αγοράση αυτό ξέρει την τιμήν του. Δι’ αυτείνη την μεταβολή είκοσι πέντε δραχμές ξόδιασε ο κύριος Μεταξάς. Είχα να στείλω έναν άνθρωπο να πάγη οπού ’ταν ανάγκη και το ’ταξα τρακόσες δραχμές και μο ’λειπαν πενήντα· και μο ’δωσε αυτός της είκοσι πέντε. Αυτείνη την θυσία έκαμεν· και του δώσαμεν έτοιμες και τιμές και δόξες και της μουτζώνει· και της αφίνει και παίρνει άλλον δρόμον. Και κιντυνεύομεν κ’ εμείς οι άλλοι Σεπτεβριανοί από τον χαραχτήρα αυτεινού.
Μίαν ημέρα πήγα εις τον Κωλέτη να τον ιδώ, ότι ήρθε εις το σπίτι μου και δεν είχα πάγη. Εκεί ήταν πολλοί φίλοι του· κι’ ο Κουντουργιώτης. Μιλήσαμεν πολλά. Μου είπε ο κύριος Κωλέτης να ενωθούμεν. Του είπα· «Πολλές φορές αυτό το κάμαμεν και δεν τελεσφόρησε. Ξέρω την καρδιά σου διατί θέλεις την ένωσή μας. Τα είπαμεν πολλές φορές. Εγώ θέλω του σπιτιού μας τα κεραμίδια να σάσουμεν, να μην τρέχουν και πέση το σπίτι μας και μας πλακώση. Τα ξένα τα σπίτια τα ’χουν καλά σκεπασμένα οι νοικοκυραίοι τους και δεν παίρνει ο αγέρας τα κεραμίδια τους όσο σφοδρός και να είναι. Του δικού μας του σπιτιού τα κεραμίδια λίγος άνεμος να φυσήξη δεν αφίνει κανένα. Και έχει και κάτι μαστόρους – παίρνουν τα κεραμίδια και σκεπάζουν τα ξένα σπίτια». Ζύγωσε η ώρα να πάμεν εις την Συνέλεψη και μείναμεν σύνφωνοι να κολλήσωμεν εις το δωμάτιον, διαλώντας η Συνέλεψη, να μιλήσωμεν ο Κωλέτης, ο Κουντουργιώτης κι’ εγώ. Εις την Συνέλεψη πήγαν οι ομιλίες τους αυτεινών με τον Μεταξά πολύ ξεμακρυσμένες. Διαλύθη η Συνέλεψη· μου είπαν να πάγω απάνου. Τους είπα· «Σύρτε κ’ έρχομαι». Πήγαν αυτείνοι απάνου. Πήρα εγώ τον Μεταξά και πήγαμεν. Ηύραμεν απάνου και τους Πρέσβες, τον Λάγυνς, τον Πισκατόρη και Πρόκενς. Σα μ’ είδαν με τον Μεταξά δεν μο ’πιασαν ομιλίαν. Αρχινούνε όλοι αυτείνοι – ήρθε κι’ ο Μαυροκορδάτος· την γλώσσα δεν την καταλάβαινα. Βλέπω τον καϊμένον τον Μεταξά εις της ομιλίες του λυπημένον πολύ και θύμωνε. Μετά πολύ του λέγω· «Τι τρέχει; – Δεν τους αρέσουν καμπόσα πράματα. Δεν είναι της αρεσιάς τους και θα παρατηθώ, δεν υποφέρνω πλέον». Και τραβήχτη από ’μέναν και πήγε κ’ έπιασαν οπίσου την φιλονικίαν. Ύστερα τραβγιώνται και πάνε οι μισοί ’στην άλλη κάμαρη με τους Πρέσβες κ’ οι μισοί μείναν εκεί και φιλονικούσαν. Τους λέγω αυτεινών· «Ετούτο το Σύνταμα οπού αποχτήσαμεν δεν είναι ανθρώπινον έργον, είναι του Θεού, οπού αποφάσισε να λευτερώση αυτό το δυστυχισμένον έθνος από της αδικίες των εγωιστών. Εγώ έχω να σας ειπώ ότι πρέπει να κάμωμεν την Συνέλεψή μας ελεύτερη – εκείνο οπού είναι συνφέρον εις την πατρίδα μας. Και ξένες γνώμες πλέον δεν θ’ ακούσωμεν ότι δεν θα ξαναπέσωμεν εις τον χαμόν. Κι’ αν φαντάζεστε οπού ’στε δυνατοί εσείς οι μεγάλοι πολιτικοί κ’ εμείς αδύνατοι, θα κάμωμεν το χρέος μας κ’ εμείς οι αδύνατοι· κι’ αν χαθούμεν, ας χαθούμεν. Ότι μας έφαγαν πλέον οι ξένοι ως γλάροι. Και καλύτερα βάλτε την θέλησή σας εις ενέργεια μίαν ώρα αρχύτερα να μπούμεν σε καλόν δρόμον». Και σηκώθηκα κι’ έφυγα. Πήγα εις το σπίτι του Μεταξά κ’ έκατζα και τον περίμενα. Ήρθε αυτός θυμωμένος. Σε ολίγες ημέρες απαρατήθη· δεν μπόρεσε ν’ ανθέξη εις της αντενέργειες των αλλουνών.
Το Σύνταμα εις την Συνέλεψη προβόδεψε σε όλα όσα ήταν αναγκαία. Τότε οι καλοθεληταί του Βασιλέως τυπώνουν εις το κεφάλι του να κάμη προσταφαίρεσες εις το Σύνταμα· και του κάνουν και νέον σκέδιον. Του Βασιλέα του πουλούσαν δούλεψη οι ξένοι κι’ αυτείνη η συντροφιά. Όξω εις το Κράτος διαδόθηκε ότι ο Βασιλέας θα χαλάση το Σύνταμα – οπού δεν θα ’μενε ποδάρι ούτε από τον Βασιλέα, ούτε από αυτεινούς τους ανθρώπους. Κι’ εμείς χαμπέρι δεν είχαμεν! Εγώ πρώτος, μα τ’ όνομα του Θεού, δεν είχα μάθη τίποτας από ’δω. Από της επαρχίες μο ’γραφαν ότι· «Αυτού κάτι θα γένη κ’ εσύ δεν μας γράφεις· κι’ αν είναι ανάγκη, να ’ρθωμεν με δύναμη». Εγώ τους έλεγα δεν είναι τίποτας. Κι’ από το μέρος αυτεινών κουβαλιώνταν εις την πρωτεύουσα· και τους έλεγαν οι επίβουλοι· «Μην ειπήτε του Μακρυγιάννη τίποτας, ότι τον αγόρασε ο Βασιλέας και πήρε τόσα χρήματα». Αφού έβαλα περιέργεια έμαθα αυτό, την προσταφαίρεση του Συντάματος και το νέον σκέδιον. Τότε σηκώνομαι και πάγω εις τον Βασιλέα. Του λέγω· « Τ’ είναι αυτό οπού κάνεις, Βασιλέα; Πώς απατήθης; Μία τρίχα να πειραχτή κιντυνεύεις και η Μεγαλειότη σου και το Κράτος κι’ όλοι. Αυτά είναι σκέδια φατριαστικά διά να σε βάλουν εις αυτό το παιγνίδι, να σ’ εκθέσουν. Να το τραβήσης πίσου, του λέγω, και να παρατηθής από αυτείνη την ιδέα. – Δεν μπορώ, μου λέγει, έγινε τώρα· δεν μπορώ να κάμω αλλοιώς». Πάσκισα πολύ, δεν στάθη τρόπος. Αφού είδα ότι επιμένει εις την γνώμη του, του λέγω· «Σαν θα κάμης προσταφαίρεση εις το Σύνταμα, εγώ δεν είμαι με την Μεγαλειότη σου. Ότι μ’ αυτείνη την προσταφαίρεση όσοι άνθρωποι είναι της μεταβολής είναι σε ριζικόν. Είμαι ένας κ’ εγώ από αυτούς. Σου έδωσα τον λόγον της τιμής μου, όταν παρουσιάστηκα και σου μίλησα πώς έγινε αυτείνη η μεταβολή· και σου είπα αυτό οπού υπόγραψες να το βαστάξης κ’ εγώ κι’ όλοι οι τίμιοι υπηκόοι σου πεθαίνομεν εις την πόρτα του παλατιού σου διά το νύχι της Μεγαλειότης σου. Ήταν κι’ ο Γαρδικιώτης παρών τότε οπού σου είπα αυτά. Τώρα δεν είμαι μαζί σου· και σου το λέγω πρωτύτερα να μην λες ότι σ’ απάτησα και να με λες άτιμον κι’ άπιστον». Μου λέγει η Μεγαλειότης του· «Είσαι ορκισμένος στρατιωτικός και δεν μπορείς να είσαι αναντίος μου. – Είμαι ως στρατιώτης ορκισμένος, όμως είμαι κ’ Έλληνας και θέλω να ζήσωμεν εγώ και οι πατριώτες μου με νόμους· και δεν σε απατώ. Η γνώμη μου είναι αυτείνη και να δώσουνε λόγο εις τον Θεόν εκείνοι οπού σε συβούλεψαν να κάμης αυτό – εχάθη και η πατρίδα και η Μεγαλειότη σου!» Τότε αναστέναξε μεγάλως και είπε· «Με πήραν εις τον λαιμό τους!» Εγώ τον λυπήθηκα πολύ, του είπα· «Βασιλέα μου, έχεις καιρό να το χαλάσης αυτό (και δάκρυσαν τα μάτια μου). Μη μας κιντυνεύεις και κιντυνέψης κ’ εσύ». Δεν στάθη τρόπος. Μου είπε να είμαι πιστός της Μεγαλειότης του. Του είπα και πάλε· «Δεν μπορώ να σε γελάσω, δεν είμαι». Κ’ έφυγα.
Ήρθα εις το σπίτι μου και φωνάζω καμπόσους πληρεξούσιους από ’κείνους οπού ’χα ορκισμένους διά να είμαστε σύνφωνοι διά τα συνφέροντα της πατρίδος και θρησκείας μας. Τους λέγω· «Αύριο την αυγήν να συναχτήτε όλοι εδώ εις την σάλλα μου και θα φέρω έναν να του μιλήσω· κι’ όταν φωνάξω εγώ «φέρτε καφφέ», εσείς θα ξέρετε ότ’ είναι αυτός και θ’ αρχίσετε· «Τ’ είναι αυτά οπού θα γένουν προσταφαίρεσες του Συντάματος; Εδώ θα λυώσουμεν όλοι μ’ εκείνους οπού ’νεργούνε αυτά! Έχομεν τόσους ανθρώπους και θα λυώσουμεν όλοι! Και θα βάλωμεν φωτιά να γένη η Αθήνα γης Μαδιάμ». Και να με φωνάξετε κ’ εμένα και μ’ αγανάχτηση, τους είπα, να μου ειπήτε· «Κ’ εσύ συνφώνησες κ’ έγινες ένα μ’ αυτούς – κ’ εσύ θα προκόψης κι’ αυτείνοι οπού θέλουν να κάμουν αυτά!» Έστειλα και ήρθε ο Λάμπρο Νάκος, ότ’ είναι πολύ αγαπημένος του Βασιλέα και τον συβουλεύει πάντοτες και του λέγει και χαμπέρια. Ήρθε κι’ ακούγει αυτά και τρόμαξε. Του λέγω· «Σύρε ’πες της Μεγαλειότης του ότ’ ήρθες να πιούμεν τον καφφέ και ήμαστε οι δυο μας και τι έλεγαν οι πληρεξούσιοι· και τι μου είπαν κ’ εμένα». Και του είπα να πάγη και ’σ άλλες μεριές να διαδώση αυτό, ότ’ είμαστε χαμένοι· και να μιλήσουν κι’ αυτείνοι του Βασιλέα. Αφού πήγε και του τα είπε όλα του Βασιλέγα (και συχρόνως του μίλησαν και οι άλλοι), του λέγει ο Βασιλέας του Νάκου· «Σύρε να ειπής του Μακρυγιάννη –όμως αυτά οπού θα σου ειπώ πρώτα να τα ξέρη ο Θεός κ’ ύστερα εσύ κ’ εγώ κι’ ο Μακρυγιάννης, όχι άλλος· να είναι μυστικόν – να του ειπής να μην αλλάξη γνώμη και να βαστήση την ησυχία εις την πρωτεύουσα και εις την Συνέλεψη – κι’ απαρατιώμαι απ’ ούλα· δεν θα γένη ούτε τρίχα προσταφαίρεση». Τότε βαστάξαμεν την ησυχίαν όλ’ οι τίμιοι άνθρωποι και μέσα εις την Συνέλεψη κι’ έξω εις την πολιτεία. Κι’ όλοι οι πληρεξούσιοι συναχτήκαμεν και κάμαμεν μίαν μυστική συνεδρίαση και φιλονικήσαμεν πολλά. Ήρθε η Μεγαλειότης του εις την Συνέλεψη με μεγάλην παράταξιν και παραδέχτη όλα του Συντάματος κ’ υπόγραψε.[1] Σαν έπεσα εις την οργή και των ξένων και των μεγάλων πολιτικών μας συντρόφων των Πρέσβεων, ότι δεν ήμουν σύνφωνος με της όρεξές τους και φατρίες τους, ενέργησαν όλοι να μη με κάμη κ’ εμένα ο Βασιλέας υποστράτηγον· αλλά ο Βασιλέας επίμενε κ’ είπε ότ’· «Είναι άδικο αυτό και δεν τον αδικώ». Και μ’ έκαμεν. Μαθαίνοντας εγώ την διάθεσίν τους, είπα ότι δεν θέλω προβιβασμό· και στανικώς του υπουργού – μ’ έβγιασε κ’ έφκειασα τα χαραχτηριστικά του υποστράτηγου. Πήγα και παρουσιάστηκα εις τον Βασιλέα και μου είπε ότι θα μ’ έκανε και ’πασπιστή του, όμως διά της πληγές του σώματός μου, οπού είμαι πάντοτες αστενής, να μην πάθω εις την ’πηρεσία, δι’ αυτό μ’ αφίνει. Τον ευκαρίστησα κ’ έφυγα.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[Επεξεργασία]- ^ Θυμηθήτε το χρυσό πουλί οπού ’πιασα· οπού ’ταν νυστασμένο εις τον πλάτανο και το ’πιασα κι’ αφού είδα τα παιδιά το ’κρυψα εις την τζέπη μου. Και γλύτωσε από αυτόν τον κίντυνο το πουλί (ο Βασιλέας). Και διάλυσε την Συνέλεψη. Κ’ έδωσε τον Μεγαλόσταυρον του γέρο Πανούτζου. Έκαμε και τον Καλλέργη ’πασπιστή του κ’ υποστράτηγο.