Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη/Γ6
←Γ5 | Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη Συγγραφέας: Γ6 |
Γ7→ |
Φκειάνοντας τα κάδρα του πολέμου έρχονταν αγωνισταί και μο ’λεγαν· «Τ’ είναι αυτά τα κάδρα;» Τους έλεγα· «Ο τάδες ο πόλεμος, ο τάδες, οπού αγωνιζόσασταν εσείς και πληγωνόσαστε διά να ιδήτε την πατρίδα σας ελεύτερη». Κατεβαίναμεν κάτου, βλέπαν και της πέτρες· και ύστερα άλλος κουβάλαγε χώματα, άλλος πέτρες, άλλος έκανε χωράφι. Άλλος αναστέναζε κι’ άλλος έκλαιγε. Του έλεγα του κάθε ενού· «Μην κλαις και είναι τρόπος να γελάσης εσύ και γενικώς η πατρίδα». Τον έπαιρνα εις το σπίτι τρώγαμεν. Τότε του έλεγα· «Να σου μιλήσω φοβώμαι από την τζελατίνα των Μπαυαρέζων, με κόβουν». Τον όρκιζα, του έλεγα πώς να ενωθούμεν· να μιλή ένας με τον άλλον και να ορκίζωνται κ’ αυτείνοι. Και μ’ αυτόν τον τρόπον ώρκισα ’σ ούλο το κράτος· κι’ όλο ποτίζονταν αυτό. Κι’ ο Θεός το ευδοκιμούσε χωρίς να βγη κάνας προδότης, αλλά η εξουσία είχε ξερές υποψίες. Κι’ αλλουνού του έλεγα πως φροντίζομεν διά τα έξω, κι’ αλλουνού διά τα μέσα, να γένουν νόμοι κ’ Εθνική Συνέλεψη. Κι’ όποιος ήθελε τα έξω αυτόν τον ψύχωνα διά εκείνο. Τοιούτως ακολούθησα ως τα 1840.
Τότε συλλογίστηκα να φκειάσω έναν όρκον να τον υπογράφωμεν, επειδήτις και είδα άλλος ήταν Κυβερνητικός, άλλος Συνταματικός, άλλος Άγγλος, άλλος Γάλλος, άλλος Ρούσσος και τα εξής. Έπαιρνα από κάθε πολιτεία ένα-δυο τρεις Συνταματικούς κι’ άλλους τόσους Κυβερνητικούς και τους ένωνα· κ’ εκείνοι ένωναν τους συμπολίτες τους. Ο όρκος ήταν· «Να μην είμαστε ούτε Συνταματικοί, ούτε Κυβερνητικοί, ούτε σε ξένη δοξασία Άγγλοι, Γάλλοι, Ρούσσοι. Να τους σεβώμαστε αυτούς όλους διά την ευεργεσίαν τους – και να μας αφήσουν ήσυχους εμάς και τον Βασιλέα μας».[1] Με της υπογραφές επήρα ανθρώπους απ’ ούλο το κράτος κι’ ο καθείς από εκείνους κατήχαγε κι’ αυτός. Έπαιρνα από την δευτέρα τάξη, πολιτικούς και στρατιωτικούς. Την πρώτη τάξη οπού φοβώμουν, ότι ήταν μπερδεμένοι με τους ξένους, τους όρκιζα τον ίδιον όρκον, όμως χωρίς υπογραφή· και ήμασταν οι δυο, όχι άλλος παρών. Οι οπλαρχηγοί, οι πρώτοι, πήγαινε ο καθείς εις την πατρίδα του και κατήχαγε τους συνπολίτες του, οπού ’χε ’μπιστοσύνη. Και τοιούτως οργανίστη όλο το κράτος. Αφού ο Μαυροκορδάτος απαρατήθη κ’ έδειξε φιλελεύτερα αιστήματα, τον μπιστεύτηκα και το ’δειξα το σκέδιον, χωρίς υπογραφή, και τον όρκισα να μην με προδώση· τον ρώτησα αν είναι καλό, να βαίνω ανθρώπους και να τους υπογράφω. Του είπα ότι δεν αρχίνησα ακόμα. Ορκίστη να φάγη τα παιδιά του αν το προδώση κι’ αν δεν είναι Έλληνας κι’ όχι ’σ άλλη δοξασία ξένη. Τότε διατάχτη ο Μαυροκορδάτος να πάγη πρέσβυς εις Κωσταντινόπολη. Του είπα να πάγη πρώτα ν’ ανταμώση τον Βασιλέα πριν φύγη και να του ειπή την άχλια κατάστασιν της πατρίδος – κι’ αυτός πηγαίνει με ευκαρίστησίν του εκεί όπου διατάχτη. Μου το υποσκέθη και ύστερα μετάνοιωσε. Του είπα· «Οι πατριώτες σου μένουν πολλοί νηστικοί κ’ εσένα σο ’καμαν συνεισφορά τόσες χιλιάδες δραχμές· και πάλε πλερώνεσαι καλά εκεί οπού πας – και η πατρίδα δυστυχεί· και δεν πηγαίνεις να μιλήσης; Πήγα μίλησα εγώ· να πας και του λόγου σου, ύστερα να πάγη κι’ ο Μεταξάς κι’ άλλοι πατριώτες να σώσουμεν την πατρίδα». Πήγε και μίλησε πολλά. Και πήγαν κι’ άλλοι πολλοί. Πηγαίνοντας πάλε κ’ εγώ εις τον Βασιλέα του μίλησα την άχλια κατάστασιν και της μεγάλες κατάχρησες των υπαλλήλων – κι’ όλο το κράτος το ρήμαξαν. Αυτό μαθαίνοντας οι υπουργοί και καταξοχή ο Χρηστίδης άρχισε να με πειράζη. Μου βάνει κατασκόπους εις το σπίτι μου να μαθαίνη τι κάνω και ποιος μπαίνει. Αυτό βλέποντας εγώ, έφκειασα μίαν έκθεσιν και την έβαλα εις τον τύπον. Τότε ο υπουργός του Στρατιωτικού με φωνάζει και μου λέγει ν’ αναιρέσω όσα έγραψα. Του είπα ότι θα προσθέσω ακόμα κι’ όχι ν’ αναιρέσω· ότι η πατρίδα θέλει αρετή κι’ όχι κατασκόπους. Με φοβέρισε πολύ. Γύρεψαν να με κρίνουν εις το Στρατιωτικόν Δικαστήριον. Τους είπα· «Την έκθεσιν την έκαμα όταν σκάλιζα τον κήπο μου ως γιωργός, δεν την έκαμα ως στρατιωτικός». Ζήτησα και κρίθηκα εις το πολιτικόν δικαστήριον. Ήταν μαζί μου δεκαπέντε συνηγόροι κι’ ο ίδιος ο ’σαγγελέας. Και το δικαστήριον γιομάτο έξω και μέσα. Και οι περισσότεροι ακροαταί κλαίγαν, όταν με ’περασπίζονταν οι συνηγόροι. Μίλησα και μόνος μου. Τότε αυτείνοι όλοι φαρμακώθηκαν διατί δεν με καταδίκασαν. Σε ολίγον καιρόν ’νεργούνε και φέρνουν κλέφτες απόξω το σπίτι μου εις της Κολώνες του Ολυμπίου Διός, κι’ αρχίνησαν τους ντουφεκισμούς. Και είπαν ότι τους ήφερα εγώ. Κ’ εγώ αν ήξερα από αυτό τίποτας, να ’χω την κατάρα της πατρίδος. Χάρη εις τον Βασιλέα – έμαθε το δίκιον και την αλήθεια, και γλύτωσα.
Είδα ότι η Κυβέρνησή μας έφυγε όλως διόλου από την δικαιοσύνη. Τότε έπρεπε ο κάθε αγωνιστής να προσέχη διά την πατρίδα του και του λόγου του να μην κυβερνιέται με το «έτζι θέλω». Αφού κατήχησα όλο το κράτος με της υπογραφές, έκρινα εύλογον να βάλω και πολιτικούς εις την πρωτεύουσα. Κανένας άλλος δεν ήταν να είχα ’μπιστοσύνη – ο Μεταξάς, ότι έδειξε και χαραχτήρα εις την προεδρία του Μαυροκορδάτου. Τότε ορκιζόμαστε ότι να κάμωμεν Εθνική Συνέλεψη και Σύνταμα, να διοικιώμαστε τοιούτως. Κι’ αν ο Βασιλέας υπογράψη, να ήμαστε υπέρ του, αν δεν υπογράψη, να του είμαστε αναντίοι, ότι τότε θα μας σκοτώση. Σε αυτά όλα μείναμεν σύνφωνοι με τον Μεταξά κ’ έδειξε μεγάλον πατριωτισμόν και πολλή εμπιστοσύνη ’σ εμένα – χωρίς εγώ να του ειπώ ότι ’νεργούσα και πρωτύτερα κι’ ότι γράφω κι’ ανθρώπους, ότι έχει ξένες σκέσες και δεν ξέρω τι μπορεί να γένη. Του είπα να μιλή, να συνδένεται και με τους πολιτικούς τους τίμιους, οπού ’ναι εδώ εις πρωτεύουσα, και μιλώ κ’ εγώ μ’ όσους γνωρίζω. Και τους όρκιζα και τους έστελνα του Μεταξά. Τα πράματα της πατρίδος πήγαιναν εις γκάγκραινα. Τηράτε όλες της ’φημερίδες – μ’ όλον οπού ’ναι και καμπόσες παθητικές και φατριαστικές, αλλά είναι και τίμιες – κι’ αρχή ως τέλος βλέπετε την άχλιαν μας κατάστασιν. Ότι η δυστυχής πατρίδα ποτέ δεν είδε πατρική Κυβέρνησιν διά να σωθούνε τα δεινά μας και διά να μην χάσουνε κι’ αυτόν τον Βασιλέα οι ξένες κρεατούρες. Κάθε ευαίστητος πατριώτης έπρεπε να προσέχη, ότι ο χαμός αυτεινού θα ήταν και χαμός της πατρίδος.
Εις τα 1842 οι Τούρκοι οδηγημένοι από τους δυνατούς ήθελαν να κινηθούν αναντίον μας με μεγάλες ετοιμασίες, ότι δεν εκλίναμεν εις την συνθήκη του Ζωγράφου· κι’ άλλες τοιούτες πρόφασες. Οι πρέσβες φέρναν τον κατακλυσμόν διά τον χαμό μας· κι’ αυτείνοι οπού μας κυβερνούσαν ξεψυχησμένοι, Μπαυαρέζοι Γκράφης, Ες, Σπις κι’ άλλοι τοιούτοι, κι’ ο υπουργός του Στρατιωτικού Βλαχόπουλος υποστράτηγος με την ίδια γενναιότητα, Όλοι αυτείνοι, Αντιβασιλείς και υπουργοί ξεψύχησαν. Αφού είδα αυτό, πήγα εις τον Βασιλέα και εις τους Αντιβασιλείς και υπουργούς και τους μίλησα. Και στείλαν κανόνια, ασκέρι, κι’ άλλες πολλές ετοιμασίες εις τα σύνορα. Όταν είδαν αυτά οι Πρέσβες είπαν των Τούρκων να γυρίσουν οπίσου, το ίδιον κ’ εμάς, να μην ανοίξη δυστύχημα.
Εις τον Αντιβασιλέα τον Γκράφη πήγε μια ημέρα ενού πρωταγωνιστή η γυναίκα κ’ έκλαιγε την γύμνεια της, την πείνα της, την δική της και των αρφανών της. Ο Αντιβασιλέας ο Γκράφης όταν άκουγε δικαιώματα, δεν «είχε το ταμείον». Πήγε η γυναίκα χίλιες φορές και την περίπαιζε. Ύστερα σε πεθαμένον άνθρωπον έκαμε την επιθυμίαν του και της έδωσε την ανταμοιβή – από τα αίματα του αντρός της και συγγενών της – κι’ αγόρασε παπούτζια· και πήρε και τον ναύλον της και πήρε τ’ αρφανά της και πάει εις την δυστυχίαν της. Δυστυχισμένη Ελλάς, δυστυχισμένοι Έλληνες! Αναθεματισμένοι κυβερνήτες, οπού μας κυβέρνησαν αρχή ως τέλος! Αν πίστευε Θεόν αυτός, έφτανε η ηθική του αυτού; Αυτό μαθαίνοντας εγώ – πήγαινε ο Αντιβασιλέας ο Γκράφης μ’ ένα άτι να κάμη το μπάνιο του. Είδα τον Γκράφη οπού ήταν εις την θάλασσα. Εγώ εκεί σκάλιζα· και ήξερα την ηθική του, οπο ’καμεν την επιθυμίαν του – χαζιρεύτηκα να τον πιάσω να του κόψω το κεφάλι του να το βάλω μέσα εις τον κ… του. Συλλογίστηκα ότι θα δικιωθούν οι άλλοι όμοιοι του και θα μας κακοσυστήσουν. Περικαλέστηκα τον Θεόν να τον διώξω με σάπια λεμόνια αυτόν και τον Ες και Σπι κι’ άλλους. (Κι’ όντως ο Θεός ο δίκιος – τους μπαρκαρίσαμεν όλους και χωρίς να μολύνη τα χέρια του κανένας Έλληνας, διά να τους αποδείξωμεν ότι όχι εμείς, αλλά αυτείνοι και οι συντρόφοι τους, οπού τους ’περασπίζονται, είναι κι’ όντως θερία, άνθρωποι χωρίς ηθική και πίστη, και κρίμα ’στα φώτα τους· ότι ο άνθρωπος κάνει τα φώτα κι’ όχι τα φώτα τον άνθρωπον· και διά να τους δείξωμεν ποιων απογόνοι είμαστε, τι μοννέδα χρυσή έλαβαν αυτείνοι από ’κείνους τους προγόνους μας και την έχουν ως την σήμερον και μ’ αυτείνη ζουν, και τι κάλπικον δάνειον δώσαν εμάς των απογόνων τους, οπού κατατρέχουν οχτακόσιες χιλιάδες Έλληνες και δεν τους αφίνουν να ζήσουν κι’ αυτείνοι ήσυχοι εις την κοινωνίαν των άλλων κρατών.
Εις τα 1843 ο Κωλέτης από τα Παρίσια μου συσταίνει έναν σημαντικόν Γάλλον περιηγητή, μο ’γραφε προκομμένον πολύ, ’στορικόν, θέλει να μαθαίνη τους αγώνες μας και να γνωρίζεται με τους αγωνιστές· κι’ άλλα πλήθος προτερήματα μο ’γραφε. Ήταν δύο αυτείνοι συντροφεμένοι κ’ ένας διερμηνέας τους. Τον μεγάλον άντρα αυτόν τον έλεγαν Μαλέρμπη. Ήρθαν εις το σπίτι μου, δεν μ’ ηύρανε· και κατέβηκαν εις τον κήπο μου οπού εργαζόμουν· και ήμουν αποσταμένος και καθόμουν να ξεκουραστώ. Έρχονται με ρωτάνε διά τον Μακρυγιάννη. Τους λέγω· «Εγώ είμαι». Μου λέγει ο διερμηνέας τους· «Με γελάς. – Του λέγω, σα σε γελάγω, σύρτε να τον βρήτε». Τότε αφού τους είπα «είμαι εγώ» – ήταν κ’ άλλοι άνθρωποι και τους είπανε και τους βεβαίωσαν – τότε μου δίνουν το γράμμα. Αφού το διάβασα το γράμμα, μου λέγει αυτός ο σοφός άντρας ότι· «Δεν έλπιζα να βρω σε τοιούτη κατάστασιν έναν αγωνιστή της Ελλάδος. – Του λέγω· καλά τον ηύρες ή αχαμνά; – Όχι να είναι ’σ αυτείνη την αχλιότη. – Του λέγω· οι ευεργέτες μας οι Ευρωπαίγοι έτζι θέλησαν να μας κάμουν εμάς τους αγωνιστάς· όμως τους φίλους τους και κόλακές τους τους ευτύχησαν πολλά καλά. Οι τίμιοι θέλουν να ζήσουν κι’ αυτείνοι εις την ματοκυλισμένη τους γης· κι’ αγωνίζονται και κοπιάζουν να υπάρξουν κι’ αυτείνοι εις την κοινωνία όσο έχουν τ’ αμανέτι του Θεού εις το σώμα τους και είναι ζωντανοί. Όταν πεθάνη ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από τίποτας. Μ’ όλον τούτο τώρα, οπού ζούμεν, όλοι οι τίμιοι Έλληνες ευκαριστούμεν τους Φιλέλληνας εις τον κόπον οπού έλαβαν διά να μας σκηματίσουν κ’ εμάς έθνος, οπού ήμαστε τόσους αιώνες ’σ ενού λιονταργιού τα νύχια. – Μου λέγει, ένα θα σας βλάψη εσάς, το κεφάλαιον της θρησκείας, οπού είναι αυτείνη η ιδέα ’σ εσάς πολύ τυπωμένη. – Διά τούτο είπα κ’ εγώ ότι ευκαριστούμεν τους ξένους προστάτες μας, ότι είδαμεν την διάθεσίν τους εις αυτό το κεφάλαιον· ότι δεν τους δίνομεν χέρι οι Έλληνες, ότι δεν κάνομεν την όρεξή τους, και μας κατατρέχουν και αυτείνοι και οι εδικοί μας οπού μας κυβερνούν τοιούτως κατά της συνβουλές των πρέσβεων κι’ αδικούνε όλους εμάς τους αγωνιστάς· και σκάβομεν και ταλαιπωριώμαστε· κι’ άλλοι δεν υποφέρνουν την καταφρόνεση και πάνε σε κακές στράτες. Και τους πιάνουν αυτείνοι οπού ’χουν την εξουσία και τους κρένουν με τον νόμο τον δικόν τους· και βάνουν το κοπίδι, οπού μας έστειλαν οι φωτισμένοι και ήμεροι άνθρωποι της Ευρώπης, και κόβουν εμάς τους άγριους Έλληνας. Και είναι τόσοι κομμένοι, κι’ όλα τα μπουντρούμια τω Βενετζάνων και οι χάψες γιομάτες. Και ποιοι είναι αυτείνοι οπού σκοτώνονται και είναι χαψωμένοι; Όλο οι αγωνισταί· όλο από ’κείνους οπού βάστηξαν την θρησκεία τους τόσους αιώνες με τους Τούρκους – και τους κάναν τόσα μαρτύρια και την βάστηξαν· και λευτέρωσαν και την πατρίδα τους αυτείνοι με την θρησκεία τους, οπού ήταν πεντακόσιοι Τούρκοι εις τον αριθμόν κι’ αυτείνοι ένας και χωρίς τ’ αναγκαία του πολέμου και την μάθησιν οι περισσότεροι και τ’ άρματά τους δεμένα με σκοινιά. Και η πίστη εις τον Θεόν –λευτέρωσαν την πατρίδα τους. Και οι φίλοι εσάς των ξένων δικοί μας κυβερνήται, οπού μας κυβερνούν, θέλουν να την ξανασκλαβώσουν. Όμως από τούτο οπού ακούγω κι’ από την ευγενείαν σας, του κάκου κοπιάζει η Ευρώπη, οπού επιστηρίζει τους τοιούτους ανθρώπους. Όσο να καταστρέψη την αρετή, δεν σώνεται· ότι χωρίς αρετή και θρησκεία δεν σκηματίζεται κοινωνία, ούτε βασίλειον. Και πράμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο, οπού το βαστήξαμεν εις την τυραγνία του Τούρκου, δεν το δίνομεν τώρα, ούτε το καταφρονούμεν οι Έλληνες. Η ευγενεία σου απαρατιέσαι από την θρησκείαν σου; Κι’ αν γυρίσω εγώ και οι άλλοι, πώς θα μας θεωρήσης τίμιους ανθρώπους εσύ ο τίμιος; Και τι έχεις εσύ διά ’μένα τι δοξάζω εγώ; Και διατί να φροντίζω εγώ διά σένα τι δοξάζεις; Ο Θεός ας θεωρήση του κάθε ενού την γνώμη, είναι φροντίδα αυτεινού. Σε παρακαλώ, ένα παρόμοιον να μην το ειπής αλλουνού Έλληνα, ότι θα βλαφτής. Εμένα οπού μου το είπες σου ’δωσα την απάντηση· κι’ όχι του λόγου σου να μου το ειπής δεν σ’ ακούγω, αλλά κι’ ο Θεός ο δικός σου να μου το ειπή, δεν σαλεύει το μάτι μου! Να μην το ειπής αλλουνού κι’ αντέσης!» Άρχισε να κατηγοράγη τον βασιλέα του Φίλιππα. «Εγώ, του είπα, ’σ αυτό δεν επεβαίνω, διά βασιλείς. Τον δικό μου τον Βασιλέα τον σέβομαι και υποτάζομαι, ότ’ είναι βασιλέας μου». Τους είπα να ’ρθούνε να φάμε ψωμί. Πήρα τον Μεταξά κι’ άλλους πολιτικούς κι’ αγωνιστάς και φάγαμεν. Μου γύρεψε να του φκειάσω και μια έκθεσιν του αγώνος μου. Είχα κάμη μίαν έκθεσιν διά τον Βασιλέα τότε και είχα την κόπια και την έδωσα. Ήθελε κ’ Ελληνικά τραγούδια. Του έφκειασα πεντέξι. Αφού φάγαμεν ψωμί, το ’δωσα συστατικά εις τους φίλους μου σε όλο το κράτος να τον δεχτούνε φιλικώς. Του είπα και πάλε να μη ματαειπή σε κανέναν περί θρησκείας. Αυτός ήρθε ως κατηχητής. Πήγε εις της επαρχίες κι’ άρχισε πάλε την κατήχησίν του και τον έβαλαν εις της ’φημερίδες. Κι’ αν δεν σωφρονίζεταν και ξαναμιλούσε διά θρησκεία, θα ’μεναν τα κόκκαλά του εις την Ελλάδα και τότε θα ’λεγαν θερία τους Έλληνες – διατί δεν θέλουν ν’ αλλάξουν την θρησκείαν τους.
Έστειλα επίτηδες ανθρώπους πιστούς εις την Ρούμελη και Πελοπόννησο και νησιά και αλλού σε όσους είχα ορκισμένους και τους είπα να ενώνωνται όσον ημπορούνε· και να πάψουνε οι διχόνοιες αναμεταξύ τους (και εις τον όρκον οπού τους έδινα ο πρώτος λόγος ήταν ηγ ένωση)· και να περικαλούνε τον Θεόν διά να κάμη το έλεός του να μας ενώση και να σώση την πατρίδα μας και θρησκεία μας, ότι η λευτεριά μάς απόδιωξε από αυτά και εγίναμεν Σόδομα και Γόμαρα. Είχα κι’ ανθρώπους ορκισμένους και ήξερα τι γένεταν εις τον ίδιον Βασιλέα, όσα σκέδια τον οδηγούσαν οι απατεώνες και κάθε κρυμμένον δόλον τους. Τότε μαθαίνοντας αυτά από τους αγαθούς ανθρώπους με μυστικόν τρόπον τα διαδίναμεν εις τους τύπους και τα ’βρισκαν ομπροστά τους εκείνοι οπού τα σκεδιάζαν· και δεν ήξεραν πούθε βγαίνουν. Λέγω εις τους αναγνώστες την μεγάλη χάρη του Θεού· τόσα χρόνια κατηχούσα το κράτος όλο και προδότης δεν εφάνη ούτε πλούσιος, ούτε φτωχός. Συγγενείς ήταν αυτεινών μέσα, οπού έπαιρναν τα μυστικά τους και μου τα ’λεγαν και τότε έστελνα επίτηδες ανθρώπους εις Ρούμελη και Πελοπόννησο και νησιά. Είχαν να κάμουν και κινήματα διά το έξω – ξένες οδηγίες και κακοί σκοποί να μας γελάσουνε με τέτοιες πρόφασες· και ξέροντας αυτά τα μυστήρια τους πήρα τους τουρκοκαπεταναίους οπού κάθονταν εις το κράτος – οπού θέλαν μ’ αυτούς κι’ άλλους τοιούτους να κάμουν τους κακούς τους σκοπούς διά τα έξω – τους πήρα και τους όρκισα· και τους πήρα και της υπογραφές τους· και τους ξηγήθηκα τους κακούς σκοπούς εκεινών. Και τοιούτως τους αντικόβαμεν. Κι’ άλλα έλεγα της φατρίας της Ρούσσικης (ότ’ είμαι μ’ αυτούς), άλλα της Αγγλικής κι’ άλλα της Γαλλικής.
Τα κακά άξαιναν εις το κράτος. Πολλές κατάχρησες γένονταν. Τότε γύρεψαν και οι δανεισταί μας το χρεώλυτρο· και οι Πρέσβες μάς βιάσαν πολύ. Κι’ έγινε ’κονομία εις το πολιτικό μας και στρατιωτικό και εις τ’ άλλα της παλαβομάρας μας. Το μυστήριον ύστερα έπεσε ’σ ανθρώπους κακούς, αλλά η σωτηρία ήταν οπού δεν ξέραν τον οργανισμόν και της υπογραφές και τους συντρόφους μας. Ότι πάντοτες είχα υποψίαν από τους ανθρώπους οπού κάνουν την τύχη τους με τους ξένους και κάθε έναν τον κουβέντιαζα κατά την φατρίαν του κ’ επιθυμιά του. Άλλος ήθελε να διώξωμεν τον Βασιλέα, άλλος να τον σκοτώσωμεν· εγώ κι’ όσοι ήταν τίμιοι κι’ αγαθοί πατριώτες ορκισμένοι μιλούσαμεν με φρονιμάδα και θέλαμεν με γνώση κ’ ένωση να κάμωμεν Εθνική Συνέλεψη και να γένουν νόμοι εθνικοί· κι’ ο Όθωνας βασιλέας να είναι, αν τους υπογράψη, κ’ έτσι να σωθούνε τα δεινά οπού έπαθε η πατρίδα μας κι’ από ’μας τους αγωνιστάς σκοτώθηκαν περισσότεροι από τους Τούρκους, σκοτώθηκαν κι’ αφάνισαν την πατρίδα τους διά τα θελήματα του Μαυροκορδάτου, του Κωλέτη, του Μεταξά και συντροφιές τους. Αυτείνοι όλοι πάντοτες και τώρα ήξεραν τα συνφέροντά τους και δι’ αυτά κουβέντιαζε καθείς από αυτούς εις τους ξένους τους συντρόφους του. Οι νοικοκυραίοι ήξεραν την πατρίδα τους μοναχά πώς να υπάρξη. Δι’ αυτό οι Πρέσβες και οι άλλοι οι φίλοι τους δεν ήξεραν τίποτας, αυτείνοι οπού ψάχουν εις τον πάτο της θάλασσας και βρίσκουν το βελόνι.[2] Κι’ ενώθη όλο το κράτος με την θέλησιν του Θεού και την φώτισίν του· κ’ εγκολπώθη γενικώς η πατρίδα αυτό το θείον έργον την τρίτη Σεπτεβρίου, οπού θέλω την ξεστορήση.
Την είχα την ιδέα αυτείνη εις το νου μου και μο ’γινε μια υποκοντρία· κι’ όλο η ψυχή μου ήταν εις αυτό νύχτα και ημέρα, αφού έβλεπα την κακή κυβέρνησιν και τον κίντυνον της πατρίδας. Μίαν βραδειά – ότι έχω ένα σύστημα· θέλω έναν φίλο εις το σπίτι μου να τρώμε ψωμί μαζί – είχα ειπή ενού αγωνιστή να ’ρθη να φάμεν· οπού τρώγοντας κάναμεν πολλές ομιλίες. Στοχαζόμουν να τον βάλω και εις τον όρκον, ότ’ ήταν άξιος και είχε κ’ επιρρογή, κι’ όλο αποκοβόμουν χωρίς να του ειπώ το μυστήριον. Εκεί οπού κουβεντιάζαμεν μου λέγει ότι· «Είχα υποψίαν από ’ναν άνθρωπον ότι θα με σκοτώση και πήρα κ’ έναν άλλον και τον σκοτώσαμεν· και διά να μη με προδώση αυτός οπού με βόηθησε, φαρμάκωσα κ’ εκείνον». Τότε του μίλησα καμπόσα, όμως τον σιχάθηκα, κι’ αποφάσισα να μην του ειπώ τίποτας διά το μυστικόν. Φέραμεν τον λόγον διά τον Καΐρη ότι αθέισε (και τοιούτος είναι ως την σήμερον). Εγώ μιλούσα απελπισμένα πώς ένας σοφός, γερωμένος άνθρωπος είπε αυτό· και πικραινόμουν εις αυτό πολύ. Εις την φιλονικία βλέπω τον φίλον να μου ’περασπίζεται τον Καΐρη και να είναι με το φρόνημά του. Μου λέγει· «Όλα μπόσικα· και πώς ο Θεός θα πήγαινε σε μίαν γυναίκα και να μείνη εννιά μήνες εις την κοιλιά της;» Ήταν κι’ άλλοι πολλοί οπού μας άκουγαν. Του λέγω· «Τούτα του Θεού τα ποιήματα και την τάξη την βλέπεις· είναι διά να θαμαίνεται ο καθείς; – Μου λέγει, ναι. – ’Μπρος ’σ αυτά είναι το μικρότερον αυτό, οπού σκοτώνεις το νου σου διά να πιστέψης εσύ ο μωρός άνθρωπος. Θέλησε ο Θεός να γένη διά να δοξάζωμεν οι άνθρωποι τα μεγάλα του κατορθώματα και την παντοδυναμία του· και διά να γένη αυτό «είπε» κ’ έγινε, λόγον είπε κι’ όχι ανθρώπινον έργον. Τέτοια μυαλά, του είπα, σαν τα δικά σου έχει κι’ ο Καΐρης. Και διά να φρονής τοιούτως διά ’κείνο τρως τους ανθρώπους διά μικρή υποψίαν». Δεν ματάρθε εις το σπίτι μου. Έκοψα την σκέση του και δεν τον πλησίαζα.
Μίαν βραδειά έκανα την προσευκή μου, λυπημένος πολύ διά την κατάστασιν της πατρίδος, κ’ έπεσα και κοιμήθηκα. Βλέπω εις τον ύπνο μου ότι από πάνου το σπίτι μου ήταν ένα πλήθος περιστέρια κ’ ένα όρνιον τα κυνηγούσε και τα ’τρωγε· κι’ άλλα τα ξεκλούσε και τα πέταγε κάτου. Αυτό βλέποντας συνάχτηκαν πλήθος άνθρωποι και μου φώναζαν· «Μακρυγιάννη, βάρε αυτό το όρνιον οπού καταφάνισε τα περιστέρια!» Τους έλεγα· «Είναι πολύ ψηλά, τι να του κάμω;» Αλλού ύστερα παίρνει το όρνιον ένα περιστέρι εις τα νύχια του και κατεβαίνει κάτου· και ήταν ένας γκρεμνός και εις τα χείλια του γκρεμνού κάθεταν και το ’τρωγε. Τότε όλος αυτός ο κόσμος με φωνάζουν να πάγω να το πιάσω. Τους λέγω· «Να πάγω να το πιάσω μου βγάζει τα μάτια με τα νύχια του». Τους είπα κ’ έφκειασαν ένα μεγάλο παλούκι και το ’μπηξαν εις την γη· και τους είπα και μο ’φεραν και μίαν χοντρή τριχιά και την έβαλα και την πέρασα εις το παλούκι και την έδεσα καλά· και τότε έδωσα τη μια άκρη ενού από τον λαόν και την άλλη την άκρη την πήρα εγώ και τους είπα· «Τώρα οπού τρώγει το περιστέρι, έχει το νου του εκεί να πάμεν να του δέσουμεν τα ποδάρια του με την τριχιά· το παλούκι θα το βαστήση». Του περάσαμεν της άκρες του σκοινιού, το δέσαμεν χωρίς να μας νοιώση. Αφού τελείωσε αυτό το περιστέρι, κάνει να πάρη φτερόν κρεμάστη κάτου με το κεφάλι και βαρούσε τα φτερά του. Τότε ξύπνησα· και είπα θα δέσουμεν τον Βασιλέα με νόμους. Αυτό το όνειρον το είδα πριν την τρίτη Σεπτεβρίου ως πέντε μήνες.
Βλέπω μίαν άλλη νύχτα, ως τέσσερες μήνες πρωτύτερα από την τρίτη Σεπτεβρίου, ότι ο Δεσπότης Αττικής μ’ όλον τον λαόν θα ’κανε μίαν δοξολογίαν εις τον Θεόν και συνάζονταν πλήθος λαγός από παντού. Αφού συνάχτη όλος ο λαός με τον Δεσπότη εκεί, παρουσιάζεται ένα χαντάκι μπροστά τους. Κάνει να περάσει πρώτος ο Δεσπότης, του πέφτει το ρωλόγι του και γένεται κομμάτια· και χάλασαν όλες οι όπερες. Το πήρε ο αδελφός του Δεσπότη, πολεμούσε να το φκειάση, δεν μπορούσε. Του λέγω· «Δο’ μου το, κυρ Γιώργη, να το φκειάσω εγώ. – Μου λέγει, πού ξέρεις εσύ; – Μ’ έμαθε ο μάστορας, του λέγω, τώρα». Το πήρα και το ’φκειασα καθώς ήταν. Και ξύπνησα. Την αυγή πήρα το σκαλιστήρι μου, πήγα εις το περιβόλι μου και δούλευα· κι’ απόστασα και καθόμουνε και συλλογώμουν όλα αυτά. Έρχεται ο σεβάσμιος αγαθός δεσπότης Μπουντουνίτζας – έρχεται πάντοτες· με ξεμολογάει εμένα και την οικογένειάν μου – εγώ ήμουν συλλογισμένος. Μου λέγει· «Τι είσαι έτζι, τέκνο μου; – Απόστασα, του λέγω. Και του ξηγώμαι το όνειρον. Μου λέγει· «Κάτι εργάζεσαι να κάμης και θα το ευλογήση ο Θεός· και ’σ αυτό μέσα συμμετέχεται και η θρησκεία· και θα στερεωθή· και θα γένης ο αίτιος εσύ. – Του λέγω, τι άξιος είμ’ εγώ διά την θρησκεία; Έργον δικό σας είναι αυτό. – Μου λέγει, το όνειρον αυτό δείχνει». Κι’ όντως, δοξασμένο το όνομα του Θεού! Είχα κατηχήση κι’ από το γερατείον διαλεμένους, από μοναστήρια κι’ αλλού, να μην είναι διαφερμένοι με τους πολιτικούς και στρατιωτικούς, οπού ’χουν ξένες σκέσες, και προδοθούμεν.[3]
Το μυστικόν πάγαινε πολύ κακά και θα προδόνεταν εξ αιτίας – αφού μιλήσαμε με τον Μεταξά να κατηχούμεν τίμιους πολιτικούς κι’ άλλους, αυτός έβαλε και τον Αντρέα Λόντο εις αυτό· κι’ αυτός έχει αδυναμία πολλή εις τους νέους· και τους νέους δεν τους αδικώ ότι είναι κακοί, αλλά είναι πολύ ’θουσιασμένοι, και το μυστικόν γένεται κοινόν, και τότε αν θα...[4] τα φρύδια, βγαίνουν τα μάτια. Κι’ αλήθεια κοντέψαμεν να τα βγάλωμεν. Αυτείνοι συνάζονται, ο Μεταξάς, ο Λόντος, ο Ζωγράφος και οι άλλοι και σκεδιάζουν και βρίσκουν κ’ έναν ανθυπολοχαγόν να βαρέσουμεν ντουφέκι εις την Αθήνα – μ’ ενού ανθυπολοχαγού δύναμη κ’ επιρρογή! Και μέσα εις την Αθήνα ήταν πλήθος στρατέματα ταχτικά κι’ άταχτα και το ιππικό και πολλοί χωροφύλακες. Και οι αρχηγοί του ταχτικού κι’ άταχτου και οι άλλοι σημαντικοί στρατιωτικοί δεν ξέραν τίποτας. Τότε η Κυβέρνηση μ’ αυτεινούς όλους θ’ αφάνιζαν κ’ εμάς τους ’νεργητάς κι’ όλη η πολιτεία θα γένεταν γης Μαδιάμ. Την άλλη ’μέρα στείλαν και πήγα κι’ ανταμωθήκαμε· και μου λένε αυτό. Τους λέγω όλα αυτά· «κ’ εγώ δεν μπαίνω εις αυτό, ότ’ είμαστε χαμένοι· και θα μας αναθεματούν ο κόσμος. Και η πατρίδα χάνεται διά πολύν καιρό». Αφού τους πολέμησα την ιδέα τους, δεν στάθη τρόπος να ’περισκύσω, αλλά με πείραξαν εις την φιλοτιμία μου, με είπαν και δειλό. Τότε τους λέγω· «Δι’ αυτόν τον λόγον κλίνω· και να έχετε εις τον λαιμό σας πρώτα του λόγου σας και την πολιτεία κι’ όλους τους αθώους, οπού θα χαθούν εξ αιτίας της στραβής σας ιδέας, και ύστερα εμένα. Στρέγω, τους είπα στανικώς με μίαν παρατήρησιν, να βαστήξετε να στείλω του Κριτζώτη, οπού τον έχω ορκισμένον, να μπορέση να ’ρθη με καμμιά τρακοσιαριά ανθρώπους ν’ ανθέξωμεν». Μείναμεν σύνφωνοι εις αυτό. Στέλνω επίτηδες άνθρωπον διά νυχτός εις την Χαλκίδα και του μίλησε και ήταν έτοιμος να ’ρθη. Ο υπολοχαγός ο φίλος τους το λέγει αλλουνού φίλου του κ’ εκείνος το είπε αλλουνού. Και η σωτηρία μας ήταν ότι αυτός το είπε του Γενναίου Κολοκοτρώνη ’πασπιστή του Βασιλέως, κι’ αυτός, φίλος του Μεταξά, πήγε και του το είπε. Και με πολλούς τρόπους ο Μεταξάς έκαμεν ότι δεν ενέχεται ’σ αυτά και είπε του Γενναίου να μείνη μυστικό όσο να μάθωμεν τι τρέχει. Κ’ έτζι έμεινε. Πάγω την άλλη ’μέρα και τους βρίσκω όλους πεθαμένους. Και μου λεν αυτό· και χάλευαν πού να σωθούνε. Τότε τους λέγω· «Πήρα και τον Κριτζώτη εις τον λαιμό μου». Και του στέλνω επίτηδες πάλε άνθρωπον και του λέγει αυτά· και διά τους ανθρώπους οπού σύναζε να ειπή ότι λησταί βήκαν να συνάξουν κι’ άλλους από ’δω και να βγούνε να ταράξουν την Τουρκιά. Ακολούθησε...[5] και το βάλαμεν εις τον τύπο και σιωπήθη.[6] Τότε οι φίλοι όλοι πάγωσαν και γύρευαν τόπο να τρυπώσουν. Κι’ άφησαν παγωμένα τα σκέδια τους.
Βλέπω πάλε εις τον ύπνο μου ένα βράδυ ότι ήρθε ο Κριτζώτης εις την Αθήνα και γυρεύει εμένα να πάγω ν’ ανταμωθούμεν, ότ’ ήταν μια μεγάλη στέρνα, να βγάλωμεν νερό οι δυο μας να ποτίσουμεν έναν μεγάλον τόπο. Αφού πήγα εκεί, άφησε την στέρνα κ’ έφυγε κατά τον τόπο του καβάλλα. Εγώ ’στ’ άλογο πήγαινα τρέχοντας να τον σώσω. Μην ξέροντας τον δρόμον μού παρουσιάζεται ένας βαθύς γκρεμνός και εις τον πάτο ήταν πλήθος νερό μαύρο. Εγώ καθώς πήγαινα μ’ ορμή, πάνε και τα τέσσερα ποδάρια του αλόγου ’στα χείλια του γκρεμνού κ’ ευτύς οπού είδα αυτό τράβησα τον χαλινόν και στέκεται σούζα το άλογον και με το ’να μου το ποδάρι έφκειασα ένα χαράκωμα εις τον γκρεμνόν και ύστερα με τ’ άλλο μου ποδάρι έφκειασα κι’ άλλο και στάθηκα· κ’ έβαλα της πλάτες μου κι’ από το στήθος του αλόγου, του έδωσα μια και το κόλλησα απάνου. Και το καβαλλίκεψα τρέχοντας να σώσω τον Κριτζώτη να τον γυρίσω οπίσου. Εκεί οπού πάγαινα τρέχοντας μου παρουσιάζεται ένας πολύ μεγάλος πλάτανος και είχε έναν κλώνο πολύ μεγάλον κι’ απάνου ήταν ένα χρυσό πουλί. Τόσο το ζήλεψα! Στάθηκα να το κάμω σίγρι· και στάθηκα αρκετά. Θα πέρναγα από κάτου τον κλώνο οπού ’ταν το πουλί. Ζύγωσα κοντά του· αυτό είχε το κεφάλι του εις τα φτερά του και κοιμάταν. Έρριξα το χέρι μου και το ’πιασα. Του έλεγα· «Τέτοιο όμορφο πουλί και ήσουν νυστασμένο και σ’ έπιασα!» Και το λιμπίζομουν και το λυπώμουν. Το βαστούσα εις το χέρι μου κ’ έτρεχα διά τον Κριτζώτη. Εκεί μου παρουσιάζεται ένας μ’ ένα κάρρο και είχε και τα παιδιά του μέσα. Σαν είδα τα παιδιά· «θα μου γυρέψουν το πουλί» είπα και το ’κρυψα εις την τζέπη μου. Και μ’ αυτό ξύπνησα. Το πρωί πήγα εις τους φίλους μου Μεταξά κι’ άλλους και τους ηύρα πεθαμένους κι’ άλυωτους. Τους λέγω· «Κάμετε κουράγιο και ’νεργάτε με τον φόβον του Θεού και θα κερδέσουμε. Τους λέγω το όνειρο κι’ ότι ο Βασιλέας και οι συντρόφοι του τους τυφλώνει ο Θεός και κοιμώνται· και τον Βασιλέα τον έπιασα και τον έχω εις την τζέπη. Αυτείνοι είναι άπιστοι και δεν πιστεύουν.
Είχα και τον Θοδωράκη Γρίβα εις τον όρκον, τον όρκισα μαζί με τον Κριτζώτη, και πήγε εις την πατρίδα του, εις το Ξερόμερο, πήγε φαντασμένα, ανόγητα και μαθεύτηκε εις της αρχές. Ο Μήτρο...[7] ήταν σε όλη την Ακαρνανία αρχηγός του μεταβατικού με μίαν μεγάλην δύναμιν· έμαθε όλα τα σκέδια του Γρίβα και των φίλωνέ του και της ετοιμασίες κι’ από δω όσοι ’νεργούσαν και τον Κώστα Μπότζαρη εις το Μισολόγγι κι’ άλλους και ζήτησε άδεια από την Κυβέρνησιν και ήρθε μόνος του να τα ειπή όλα αυτά να πάρουν μέτρα. Τότε αυτό μαθαίνοντας εμείς νεκρώσαμεν όλοι, ότι χαθήκαμεν. Η Θεία Πρόνοια τι κάνει! Τον ανταμώνω εις το παζάρι· του είπα· «Πήγα χαλεύοντάς σε εις το κονάκι σου να σε ιδώ· δεν σ’ ηύρα». Ψέματα του είπα διά το κονάκι του· είχε λίγη ώρα οπού ’ρθε. Ήταν κάνα δυο ώρες να νυχτώση· του είπα να πάμεν εις το σπίτι μου να φάμεν. Μου λέγει· «Δεν έρχομαι, ότι θα πάγω να παρουσιαστώ πρώτα». Εγώ αυτό δεν ήθελα· τον χρειαζόμουν εγώ πρώτα. Τέλος τον έβιασα και τον πήρα και ήρθε και φάγαμεν. Σηκωθήκαμεν από το τραπέζι, κάτζαμεν σε μίαν κάμαρη· αρχίσαμεν οι δυο μας με τα φρούτα το κρασί. Εγώ το ’πινα νερωμένο, ότ’ είμ’ αστενής. Το βάλαμεν καλά εις το κέφι. Ως τα μεσάνυχτα κοντά άρχισα να τον ρωτάγω διά χαμπέρια από εκεί οπού ’ταν. Μου λέγει αυτά οπού σημείωσα· «και θα τα ειπή όπου ανήκει· ότι κιντυνεύομεν». Τότε αφού έμαθα όλα αυτά λύθηκαν τα κόκκαλά μου όλα. Γιομίζω δυο κούπες κρασί, του λέγω· «Να το πιούμεν εις συχώριον εκεινών οπού σκοτώθηκαν διά την πατρίδα παράγωρα κι’ άφησαν χήρες γυναίκες κι’ αρφανά παιδιά· οι γριές των σκοτωμένων διακονεύουν, οι νιες – στανικώς τους πατούνε την τιμή τους· όσοι αγωνισταί μείναν, οι περισσότεροι νηστικοί και δυστυχισμένοι, μην υποφέρνοντας την δυστυχίαν πάνε λησταί και τους πιάνει η δικαιοσύνη με την δύναμή της, βάνει την τζελατίνα και τους κόβει. Και γιομάτες οι φυλακές του Κράτους. Πιε, του λέγω, είναι διά την τζελατίνα και παλούκι των αγωνιστών, εκεινών οπού τους αδικούνε και χάθηκαν, το άνθος της πατρίδος! Και θα τους χρειαστή μια ημέρα και η πατρίδα κι’ ο Βασιλέας. Θυμήσου τι τραβήσαμεν κ’ εμείς οι δυο. Δεν αδίκησαν εσένα, όταν γύρευαν να σε βάλουν υποταματάρχη εις την οδηγίαν του Κουτζονίκα και μάλλωσα δι’ αυτό και διά άλλους με τον Αγιντέκ και με τ’ άλλα τα μέλη της Αντιβασιλείας; Και μας έστειλαν ’πιτροπή εσένα κ’ εμένα να οργανίσουμε τους αγωνιστάς – και να τους δώσουμε μιστόν δώδεκα γρόσια; Τι θα το ’κανε αυτό το μισό τάλλαρο εκείνος ο καταπληγωμένος αγωνιστής· αυτός να ντυθή, η γυναίκα ή τα παιδιά του ή οι γέροι οι γονέοι του; Διά τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά και διά ’κείνους οπού θυσιάσαν το εδικό τους εις τον αγώνα της πατρίδος, και ήτον νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακονιαραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα δι’ αυτούς όλους, είναι φτωχή, και διά τον Αρμασπέρη έχει, οπού ’ρθε ψωργιασμένος κόντης κ’ έφυγε μ’ ένα μιλλιούνι τάλλαρα κι’ αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπον και τον έβγαλε Ελλάς και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες αυτός και οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας; Πού ’ναι τόσα μιλλιούνια δάνεια, πού είναι οι πρόσοδοι, πού ’ναι οι καλύτερες γες, πού ’ναι οι μύλοι, πού ’ναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, πού είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τα ’χει παρμένα; Ο Αρμασπέρης με τους άλλους Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν, κι’ αυτείνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα. Ποιους θα επιστηρίξης εδώ οπού ’ρθες και ποιους θα προδώσης; Πού το τζάκισες αυτό το χέρι; – ’Στο Μισολόγγι, μου λέγει. – Πού το τζάκισα εγώ αυτό; – ’Σ τους Μύλους του Αναπλιού. –Διατί τα τζακίσαμεν; – Διά την λευτεριά της πατρίδος. – Πού ’ναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη; Σήκου απάνου! Τον παίρνω και πάμεν και τον ορκίζω. Του παρουσιάζω και τον όρκον και τον διάβασε· και τον υπόγραψε ο αγαθός και γενναίος πατριώτης.
Τότε του είπα να κάμη τον άρρωστον και να μην πάγη πουθενά να παρουσιαστή. Κι’ αν παρουσιαστή, να ειπή άλλα. Και του ξηγήθηκα όλα τα τρέχοντα. Είχαμεν κι’ άλλη φορά αγροικηθή και δι’ άλλα της πατρίδας και δεν προδοθήκαμεν, καθώς και διά του Παλαμηδιού οπού σημειώνω. Ύστερα τον κακομεταχειρίστη ο Αρμασπέρης και τον είχε ρέστο· και μάλλωσα δι’ αυτόν με τον Αρμασπέρη και τον απόλυσε. Και στάθη ως τίμιος κι’ αγαθός πατριώτης σε όσα ορκιστήκαμεν και μιλήσαμεν. Και του είπα κ’ έφυγε· και το ’δωσα γράμμα κι’ αγροικήθη μ’ όλους αυτούς. Κι’ από τότε μας βόηθησε περισσότερο από κάθε άλλον· ότ’ είμαστε και στενοί φίλοι εξ αρχής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[Επεξεργασία]- ^ Αυτόν τον όρκον θέλετε τον ιδήτε εδώ και της υπογραφές των ανθρώπων· και φαίνεται η βαρύτητα του κάθε ενού οπού ’χει εις την πατρίδα του.
- ^ Ύστερα είδαν τον όρκον οπού ’βαλα εις τον τύπον, οπού λέγει να μην είμαστε ούτε Συνταματικοί, ούτε Κυβερνητικοί, ούτε σε καμμιά άλλη ξένη δοξασία, ούτε Άγγλοι, ούτε Γάλλοι, ούτε Ρούσσοι· να τους σεβώμαστε αυτούς ως ευεργέτες μας, αλλά μόνον μ’ Ελληνικούς νόμους να κυβερνιώμαστε. Διά τούτο δεν τους αρέσω τώρα και με κατατρέχουν όλες οι φατρίες.
- ^ Όταν μπήκαμεν εις την Συνέλεψη έστειλα και ήρθαν απ’ όλο το Κράτος γερωμένοι και τους σύναξα εις το σπίτι μου και φκειάσαμεν διάφορα ένγραφα διά την Συνέλεψη. Έκαμα κ’ εγώ μίαν πρότασιν και πρώτος μίλησα διά την θρησκεία· και πήραν την γνώμη μου κι’ άλλοι αγαθοί πατριώτες πληρεξούσιοι· κ’ έγινε δεκτό πανψηφεί. Πάσκισαν αναντίον μας άλλοι, του κάκου κοπιάσαν όλοι. Και καταφαρμακώθηκαν.
- ^ Μία ή δύο λέξεις φθαρμένες.
- ^ Μία ή δύο λέξεις φθαρμένες.
- ^ Μία ή δύο λέξεις φθαρμένες.
- ^ Μία λέξη φθαρμένη, Nτεληγιώργης, βεβαίως.