Αν ήμην Βασιλεύς

Από Βικιθήκη
Αν ήμην Βασιλεύς
Συγγραφέας:
Οκτώβριος 1882.


Πολλοὶ ὡς τώρα ἔγραψαν ὅτι ἂν εἶχαν θρόνο,
θὰ ἔκαναν στρατεύματα καὶ στόλους φοβερούς,
πὼς γιὰ τὸ ἔθνος πάντοτε θὰ φρόντιζαν μὲ πόνο
καὶ τοὺς ἀρχαίους θἄφερναν τῆς δόξας μας καιρούς.
Δὲν ξέρουν τί τοὺς γίνεται καὶ λόγια μόνο χάνουν,
γιὰ βασιληάδες τῶν Ρωμῃῶν οἱ κύριοι δὲν κάνουν.

Ἐγὼ δὲν θέλω βασιληᾶς νὰ εἶμαι ὅπως ἄλλοι,
θέλω νὰ εἶμαι τύραννος ἀπόλυτος σατράπης,
νὰ ἔχω μάτια πύρινα καὶ πίσω στὸ κεφάλι,
νὰ εἶμαι τέρας, Ἐριννύς, Βριάρεως, χασάπης.
Νὰ ἔχω χέρια ἑκατὸ καὶ ἄλλα τόσα πόδια,
καὶ νὰ σηκώνω μόνος μου πενῆντα πέντε βώδια.

Ἂν ἤμουν τέτοιος βασιλῃᾶς, τί ἔλεγα νὰ κάμω!
Ὀρθὴ καμμιὰ δὲν θἄφινα νὰ στέκεται κολῶνα,
κάθε ἀρχαῖο ἄγαλμα θὰ τὸ κυλοῦσα χάμω,
καὶ ἴσως θὰ ἐγκρέμιζα κι' αὐτὸν τὸν Παρθενῶνα.
Κάτω, θὰ φώναζα παντοῦ, αἱ κλασσικαὶ Ἀθῆναι,
ἡ Δῆλος, αἱ ἀνασκαφαί, ὁ Σλῆμαν, αἱ Μυκῆναι.

Ὅποιος γυρεύει μνήματα τῆς κλασικῆς παιδείας,
ὅποιος ξεθάβει ἄγαλμα καμμιᾶς ἢ κανενός,
κι' ἂν Κουμανούδης λέγεται, κι' ἂν εἶναι Καββαδίας,
θὰ θάβεται μὲ τἄγαλμα κι' ἐκεῖνος ζωντανός.
Θὰ λείψουν τόσα μάρμαρα καὶ οἱ ἀρχαιολόγοι,
κι' ἡ δόξα τότε ἡ παλῃὰ τὸ ἔθνος δὲν θὰ τρώγῃ.

Σὲ κάθε δρόμο θἄστηνα καὶ ἀπὸ μιὰ κρεμάλα,
κι' ἀφοῦ κρεμοῦσα ὅλη μας τὴ χωροφυλακή,
τοὺς Κυβερνήτας θἄστελλα σὲ γάϊδαρο καβάλλα
σὰν σκύλοι νὰ ψοφήσουνε στὸν Κάνθαρο ἐκεῖ...
Ἀρχὴ καμμιὰ δὲν θἄμενε στὸ ἔθνος οὔτε κόμμα,
καὶ ἴσως τότε θἄλειπε ἡ μοῦχλα καὶ ἡ βρῶμα.

Δὲν θἄφινα παράσημο κι' οὔτε σταυρὸ κανένα
στὸν τάδε ὑψηλότατο, στὸ δεῖνα σπαθοφόρο,
ὅλα μὲ μιὰ θὰ τἄδινα γιὰ πεῖσμα μαζωμένα
εἰς τὸν Ἀθερινόπουλο καὶ τὸν Δὲ-Κάστρο δῶρο.
Μόνον σ' αὐτοὺς θὰ φόρτωνα χρυσᾶ καὶ διαμαντένια,
ἀλλὰ στοὺς ἄλλους τίποτε, οὐδὲ τενεκεδένια.

Εἰς ὅλους τότε θἄλεγα: μακρὰν ἡ ἐπαιτεία,
ἀφίσετε τὰ γράμματα, τὸ Σύνταγμα, τοὺς νόμους,
ἂς λείψῃ κι' ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ διπλωματία,
καὶ μέρα νύκτα σκάβετε ἀγρούς, χωράφια, δρόμους.
Ἔξω γιατροί, καθηγηταί, γραφιάδες, δικηγόροι,
ὅλοι σκαφτιάδες, κηπουροί, ποιμένες, τορναδόροι.

Ποιὸς εἶσαι σὺ ὁ κύριος; - σπουδαῖος βουλευτὴς -
δὺο κοφίνια κοπριὰ φορτῶστε του στοὺς ὥμους·
ἐσὺ ποιὸς εἶσαι; - Δήμαρχος – σὺ τ' εἶσαι; - ποιητής -
πετάξετέ τους γρήγορα στοὺς νέους ὑπονόμους.
Κανεὶς Ρωμῃὸς ὑπήκοος ἀξίωμα δὲν θἄχῃ,
καὶ οὔτε κάμαις, ρόπαλα, κουμπούρια καὶ σελάχι.

Τῶν κουβαρντάδων θἄσπαζα ἀλύπητα τὴ μούρη,
θὰ κούραζα τὰ χέρια μου ἀπὸ δαρμοὺς καὶ κτύπους,
καὶ τῆς βουλῆς θὰ ἔκανα τὸ μέγαρο ἀχοῦρι
διὰ τοὺς ἐπιβήτορας τῆς Ἀραβίας ἵππους.
Ἀλλ' ὅμως θὰ παρήγγελλα παντοῦ στοὺς ξένους τόπους
νὰ στείλουν κι' ἐπιβήτορας γιὰ τῇς Ρωμῃαῖς ἀνθρώπους.

Νὰ πιάσῃ σόϊ ἀπ' αὐτοὺς ἡ νέα Ρωμῃοσύνη,
νὰ μὴ γεννῶνται πλάσματα κουτὰ, σπασμένα, σάπια,
ἡ νέα πλάσις ὤμορφη καὶ δυνατὴ νὰ γίνῃ,
νὰ μὴ ζητῇ τὸ βρώμιον καὶ τοῦ σιδήρου χάπια.
Νὰ ἔβγουν ἄλογα καλά, ἀλλὰ νὰ βγοῦν καὶ ἄνδρες,
κι' ὄχι μαϊμοῦδες, πίθηκοι, γυναικωτοί, γαλιάνδρες.

Θὰ ἔσβυνα τὴν κάμινον τοῦ Πανεπιστημίου,
κανεὶς δὲν θὰ ἐγίνετο ταμίας πουθενά,
ἐγὼ θὰ ἤμουν ὁ σκοπὸς τοῦ Κεντρικοῦ Ταμείου,
κι' οὔτε ἀπ' ἔξω θἄφινα κανένας νὰ περνᾷ.
Κυττάξετε τὰ μοῦτρα σας καλὰ μὲς στοὺς καθρέφτες...
σᾶς ξέρω καὶ μὲ ξέρετε, διαόλου παλῃοκλέφτες.

Ὅλους αὐτοὺς τοὺς κόρακας, τοὺς φαρδομανικάδες,
ὅλους αὐτοὺς τοὺς εὐσεβεῖς, τῆς πίστεως τοὺς στύλους,
ἀμέσως θὰ τοὺς ἔζεβα μὲ γκέμια καὶ χαλκάδες
εἰς τὰ μαγκανοπήγαδα, εἰς τἄροτρα, στοὺς μύλους.
Τῇς μίτρες των καὶ τἄμφια καὶ κάθε των στολίδι
θὰ τἄλλαζα μὲ ἄφθονο σιτάρι καὶ γρασίδι.

Κι' ἀφοῦ μὲ τὸ στηλιάρι μου σᾶς ἔσπαζα στὸ ξύλο
καὶ κἄπως ἐσωφρόνιζα τὸ ἕνα κι' ἄλλο φῦλο,
καὶ ἅμα ἔβλεπα κι' ἐγὼ πὼς στὴν Ἑλλάδα πιὰ
εὑρίσκονται καὶ ἄνθρωποι μὲ λίγη ἀνθρωπιά,
θὰ ἔδινα τὸ στέμμα μου εἰς ἄλλον νὰ τὸ βάλῃ
καὶ ὅπως τώρα θἄρχιζα νὰ γράφω στίχους πάλι.