Ανυπομονησία

Από Βικιθήκη
Ἀνυπομονησία
Συγγραφέας:


Κυλίστε γρηγορώτερα ἡμέραις καρφωμέναις,
καὶ φέρτε, φέρτε τὴ στιγμή,
ποὺ θ' ἀναπνέω γιασεμὶ
σὲ χώραις μυρωμέναις.

Δὲν εἶμ' ἐγὼ γιὰ ξενητειά, δὲν εἶμ' ἐγὼ γιὰ ξένα·
παιδὶ τοῦ ἥλιου, τῆς φωτιᾶς,
δὲν θέλω χιόνια ξενητειᾶς
καὶ χνῶτα παγωμένα.

Ἔχω μανοῦλα τὴν αὐγή, τὸν ἥλιο γιὰ πατέρα·
λημέρι, πράσινα κλαδιά,
πνοή, τοῦ ρόδου μυρωδιὰ
καὶ νύκτα, τὴν ἡμέρα.

Εἶναι μητρυιὰ ἡ ξένη γῆ, κακὴ μητρυιὰ στὸν ξένο·
δίνει φαρμάκι γιὰ νερό,
ψωμί, ὡσὰν αὐτή πικρό,
μὲ δάκρυ ζυμωμένο.

Ποῦ, μαύρη μοῖρα μ' ἔρριξες; Στὴ χώρ' αὐτὴ μαυρίζει
γῆ, θάλασσα καὶ οὐρανός,
ὁ ἥλιος μαῦρος, σκοτεινὸς
καὶ τ' ἄστρο δὲν φωτίζει.

Ἑνὸς πουλιοῦ δὲν ἄκουσα ὡς τώρα τὸ τραγοῦδι·
δὲν κάθησα σ' ἕνα βουνό,
δὲν εἶδα κῦμα γαλανό,
δὲν μύρισα λουλοῦδι!

Ἐχθὲς τ' ἀστέρια ἐκύτταζα, καὶ πονεμέναις εἶδα
ματιαὶς ἀράπικαις... κι' αὐτὰ
τ' ἀστέρια εἶναι σὰν σβυστά·
δὲν ἔχουν φῶς κ' ἐλπίδα.

Ἄχ, μόν' ἀπ' τῆς πατρίδος μου τ' ἀνθόστρωτα λημέρια
βλέπεις τὸ κῦμα γαλανὸ
καὶ πρασινίζει τὸ βουνὸ
καὶ λάμπουνε τ' ἀστέρια.

Ἐκεῖ θ' ἀκούσω τὰ πουλιά, λουλοῦδι θὰ μυρίσω
καὶ σ' ἡλιοφώτιστη φωληά,
μεσ' στῆς στοργῆς τὴν ἀγκαλιά,
τὸ φῶς θὰ χαιρετήσω!