Αντωνέλλος
Ἀντωνέλλος Συγγραφέας: |
Περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων του 1899 του Παναγιώτη Αξιώτη |
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἦτο ἡ σειρὰ τοῦ ἰατροῦ νὰ μᾶς διηγηθῇ τὴν ἱστορίαν, τὴν ὁποίαν τοσάκις μᾶς εἶχεν ὑποσχεθῇ καὶ τὴν ὁποίαν ἀνυπομόνως ἀνεμέναμεν. Καὶ ἤρχισεν ὡς ἑξῆς.
«Μία, καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὰς ἐντυπώσεις τῆς παιδικῆς ἡλικίας μου· μία ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις, ὁποῦ ἀποτυπόνονται βαθειὰ εἰς τὸ μνημονικὸν τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁποῦ δὲν ἐξαλείφονται καὶ χίλια χρόνια ἂν ἤθελε ζήσῃ ἕνας. Ὅλαι τῆς πολυκυμάντου ζωῆς αἱ περιπέτειαι, πίκρες καὶ βάσανα, εἴτε χαραὶ καὶ ὀδύναι, φωτιὰ καὶ λαύρα, εἴτε δροσιὰ οὐρανόσταλτη, κανέν’ ἀπ’ αὐτά, οὔτε ὅλα μαζῆ δὲν ἠμποροῦν νὰ σβύσουν ἀπὸ τὴν μνήμην σου, ὅσα ἡ θεϊκὴ σμίλη μιὰ φορὰ ἐνεχάραξε.
Καὶ μὲ πόσην χαράν, μὲ τὶ λαχτάρα ἐπιστρέφει ἕνας εἰς τὰ παιδικὰ ἐκεῖνα ἐνθυμήματα, ὁποῦ θαρρεῖς ὅτι χύνουν νέαν ζωὴν εἰς τὰς φλέβας σου, μὲ ποῖον ἅγιον πόθον ἀναδιφεῖ νοερῶς τὰς σελίδας τοῦ ἀφθάρτου βιβλίου, ὁποῦ λέγεται μνήμη…
Ὁ γέρω Ἀντωνέλλος εἶνε μία ἀπὸ τὰς ἀναμνήσεις αὐτὰς τὰς πλέον γλυκείας, τὰς πλέον παρηγόρους. Εἶνε ἀπὸ ἐκείνους τοὺς μικροὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἀγνώστους τοὺς ἀφανεῖς· τὸν ὁποῖον ὅμως δὲν θὰ ἐδίσταζε, νομίζω, ἕνας νὰ ὀνομάση καὶ ἥρωα! Τοὐλάχιστον εἰς ἐμὲ τοιοῦτος παρουσιάζεται καὶ ἐλπίζω, μετὰ τὴν διήγησιν, νὰ μὲ δικαιώσετε.
Καὶ ὁ ἰατρὸς ἐξηκολούθησε.
«Τὰ σπήτια μας ἦσαν κατάντικρυ, καὶ κάθε πρωΐ, μετὰ τὸν ὕπνο, τὸ πρῶτον πρόσωπον ὅπου ἔβλεπα ἦτο ὁ γέρω Ἀντωνέλλος. Θὰ ἤμην δέκα δώδεκα ἐτῶν παιδί, ἐκεῖνος δέ, ὑποθέτω, γέρος ἑβδομηντάρης. Ὑψηλός, ὀλίγον κυρτός, μὲ μουστάκια καὶ φρύδια πυκνά, μὲ γλυκὰ ὅμως, μαῦρα μάτια, ὅπου θαρρεῖς πῶς ἐγελοῦσαν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν τραχύτητα τῶν λοιπῶν τοῦ προσώπου του χαρακτηριστικῶν.
Μοῦ ἔκαμνε μεγάλην ἐντύπωσιν ἡ ἐνεργητικότης του· ἦτο αἰωνίως εἰς κίνησιν, ἅπαξ μόνον τῆς ἡμέρας ἐκάθητο ν’ ἀνασάνῃ, εἰς τὸ κατώφλιον τῆς ἐξώθυρας, ἕως ἕνα τέταρτον τῆς ὥρας. Καὶ πάντοτ’ ἐνθυμοῦμαι τὴν ὥραν ἐκείνην τὴν ἀδελφήν του νὰ κάθεται εἰς τὸν καναπὲ καὶ νὰ πλέκῃ: Καὶ τὸν Ἀντωνέλλον νὰ ῥίπτῃ μιὰ ματιὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ μιὰ εἰς τὴν ἀδελφήν του, ἐνῷ ἐκρατοῦσε πάντοτε μιὰ μικρὴ ἀξίνη, ἢ κανένα χονδροψάλλιδο μὲ τὸ ὁποῖον ἐκαθάριζε τὰ δένδρα τοῦ κήπου των. Ἐπειδὴ τὸ σπίτι των ἀπ’ ὀπίσω εἶχεν ἕνα κῆπον ἀρκετὰ ἐκτεταμένον, ὁποῦ καὶ δι’ αὐτὸ ὠνομάσθη, ὀλίγον πτωχαλαζωνικῶς, νὰ εἰποῦμε τὴν ἀλήθειαν, «Μεγάλος Κῆπος». Τὸ ψαλλίδι καὶ ὁ Ἀντωνέλλος ἦσαν ἀχώριστοι. Καὶ ὅταν ἐκάθητο, τὸ ἐκρατοῦσε προτεταμένον καὶ ἀνοικτόν, ὡσὰν νὰ τοῦ ἔλεγε. — Ἡσύχασε καὶ θὰ σὲ μεταχειρισθῶ γρήγορα· δὲ θὰ σ’ ἀφήσω νὰ στενοχωρηθῇς.
Σχεδὸν ὅλην τὴν ἡμέραν ὁ Ἀντωνέλλος τὴν ἐξώδευε εἰς τὸ περιβόλι μέσα· τὸ ἀγαποῦσε μὲ πάθος, σὰν νὰ ἦτο ἐρωμένη. Νὰ σκάπτῃ, νὰ καθαρίζῃ, νὰ κλαδεύῃ, νὰ ποτίζῃ, ἦτο ἡ μόνη του ἐνασχόλησις· καὶ ὅλ’ αὐτὰ μόνος, ἢ σχεδὸν μόνος, διότι βοηθὸν εἶχε μόνον διὰ τὴν πιὸ χονδρὴν ἐργασίαν. Τὸν ἐμάλωνε συχνὰ ἡ ἀδελφή του, γιατὶ νὰ κουράζεται τόσον, ἀλλὰ δὲν τὴν ἄκουε, τὴν ἐμάλωνε δὲ καὶ αὐτὸς μὲ τὴν στερεότυπον φράσιν του. — «γύρευε τὴ δουλειά σου» τὴν ὁποίαν τῆς ἔρριπτε, θαρρεῖς, θυμωμένα, ἐνῷ τὰ μάτια του ἐγελοῦσαν· ἦτο μία εἰρηνικὴ λογομαχία, ἡ ὁποῖα ἐγαργάλιζε θωπευτικὰ τὴν ἀκοήν, ἀντὶ νὰ τὴν ἐνοχλῇ.
— Φθάνει σε, πλιό· ἔλα νὰ καθήσῃς, νὰ ξεκουραστῆς, (ἐκείνη).
— Γύρευε, τὴ δουλειά σου, (ἐκεῖνος) κ’ ἐπροσπαθοῦσε νὰ κάμῃ τὴν φωνήν του ὅσον τὸ δυνατὸν βαρυτέραν. Τὸ «καυγαδάκι» αὐτὸ τόσο τὸ εἶχα συνειθίσῃ, ὁποῦ τὸ ἐπερίμενα, διότι, ὅσον μικρὸς καὶ ἂν ἤμην, ᾐσθανόμην ὅτι αἱ ἐπιπληκτικαὶ λέξεις ἐκεῖναι, ἦσαν κάθε ἄλλο, παρὰ λέξεις θυμοῦ.
Καὶ πράγματι, ὅταν κατόπιν ἔμαθα τὴν ἱστορίαν του, εἶδα τί ἄνθρωπος ἦτο ὁ γέρω Ἀντωνέλλος, τὸ ἀεικίνητον αὐτὸ μυρμῆκι καὶ τὸν ἐζήλευσα.
Ἦτο δεκαπέντε ἐτῶν ὁ Ἀντωνέλλος ὅταν ἐγεννήθη ἡ Μπέλλα ἡ ἀδελφή του, ὅταν δὲ ὀλίγον κατόπιν ἀπέθαναν οἱ γονεῖς των, αὐτὸς ἦτο διὰ τὴν μικρὰν καὶ πατέρας καὶ μητέρα καὶ ἀδελφός, τόσον ὁποῦ ἡ χαδεμένη ἡ μικροῦλα δὲν ἐννόησε καμμίαν στέρησιν. Ἡ ἀγκάλη τοῦ Ἀντωνέλλου ἦτο τὸ πᾶν δι’ αὐτήν· καταφύγιον πολύτιμον, λιμὴν κλειστὸς ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη, ἀπρόσιτος εἰς τοὺς ἀνέμους, ἀσφάλεια τελεία! Ὁ κόσμος ἂν ἐχαλοῦσε, ἡ Μπέλλα ἐκοιμᾶτο εἰς τὴν ἀδελφικὴν ἀγκάλην ἀτάραχος· μέσα εἰς αὐτὴν ἀνετράφη.
Ἀπὸ τὰ παιδικά του ὁ Ἀντωνέλλος ἦτο δακτυλοδεικτούμενος διὰ τὰς πολλάς του χάριτας. Ἀγαθός, ἥσυχος, ἐνεργητικώτατος, ἐβοηθοῦσε τὸν πατέρα του, κατόπιν τοὺς πλοιάρχους του εἰς τὴν θάλασσαν καὶ δὲν ἄργησε νὰ γείνῃ περιζήτητος, ὀνομαστός. Ὅλοι τὸν ἤθελαν ὡς βοηθόν, ὡς δεύτερον πλοίαρχον, αὐτὸς ὅμως κατέληξεν εἰς τὸ πλοῖον τοῦ Καραγιάννη, νέου πλοιάρχου, μὲ τὸν ὁποῖον συνεδέθη μὲ τοὺς ἀρρήκτους δεσμοὺς φιλίας πραγματικῆς. Ὁ Ἀντωνέλλος ἦτο ἡ ψυχὴ τοῦ πλοίου. Ἀκαταπόνητος, αὐστηρός, ἀλλὰ δίκαιος, μόνον τοὺς ὀκνηροὺς ἀπεστρέφετο.
Νεότητα ὁ Ἀντωνέλλος δὲν εἶχε γνωρίσῃ· παρῆλθε δι’ αὐτὸν χωρὶς σχεδὸν νὰ τὸ καταλάβῃ. Ἡ μόνη ἀγάπη, τὸ πάθος μᾶλλον τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο νὰ τὸν κατέχῃ ὁλόκληρον, ἦτο ἡ πρὸς τὴν ἀδελφήν του ἀφ’ ἑνός, καὶ ἡ πρὸς τὸ καράβι του ἀφ’ ἑτέρου, θερμή, ὁλόψυχος προσκόλλησίς του. Εἶχαν νὰ κάμουν ὅλοι μὲ τὸν μοναδικὸν αὐτὸν χαρακτῆρα. — Τί διάβολο! ἔλεγαν· μάρμαρο εἶν’ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος! Διότι δὲν τὸν εἶδαν ποτὲ νὰ γλεντίσῃ καὶ αὐτός, σὰν νέος, δὲν ἐνθυμεῖτο νὰ τὸν εἶδε κανεὶς ποτὲ νὰ γελάσῃ! Ἡ Μπέλλα ἡ ἀδελφή του καὶ τὸ καράβι ἦσαν τὰ μόνα του ἰδανικά, ἡ μόνη τοῦ χαρά, ὁ κόσμος ὅλος! Καὶ ἡ ἀδελφή του ὅμως δὲν τὸν ἀγαποῦσε ὀλιγώτερον καὶ σήμερον ἐνθυμοῦνται τὴν μικρὰν Μπέλλαν, ὅταν ὁ ἀδελφὸς ἔλειπε στὰ ξένα, νὰ καταβαίνῃ εἰς τὸ παράλιον μὲ καμμιὰν φιληνάδα της καὶ εἰς τὴν ἄμμον ἐπάνω, ἢ ἐπὶ βράχου, νὰ τραγουδῇ, ὅταν ἔβλεπε καράβι νὰ διαβαίνῃ.
«Καράβι καραβάκι ποῦ πᾶς γιαλὸ γιαλό,
«τὸν ἀδελφό μου φέρε, φέρτον μὲ τὸ καλό.
«Καράβι καραβάκι, ποῦ σκίζεις τὰ νερά,
«τὸν ἀδερφό μου φέρε, τὴ μόνη μου χαρά!
Τὸν ἔλεγαν ἀγέλαστον, παράξενον, κακὸν μάλιστα, ἐνῷ ἦτο ὁ καλλίτερος τῶν ἀνθρώπων. Ποσάκις τὸ ἐξωτερικὸν δὲν ἀπατᾶ! Καὶ συχνὰ συμβαίνει, εὔχαρις, λεία, γελαστὴ ἐπιφάνεια, νὰ κρύπτῃ θυέλλας παθῶν εἰς τὸ βάθος, καὶ τ’ ἀνάπαλιν, ἐξωτερικὸν αὐστηρόν, στρυφνόν, σκαιόν, ἂν θέλετε, νὰ καλύπτῃ ἀρετὰς πολυτίμους, τὰς ὁποίας νὰ φυλάττῃ ζηλοτύπως, ὡς ὁ φιλάργυρος τοὺς θησαυρούς του, ὡσὰν ἀπὸ φόβον μὴν ἀποκαλυφθοῦν καὶ τὰς ἰδῇ ὁ κόσμος, ὅστις συνήθως κρίνει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν, ἐπιπολαίως, στεφανώνων ἢ στιγματίζων ἀδιακρίτως καὶ μὲ σκληρότητα ἐνίοτε, ἧς δὲν φαίνεται ἔχων συνείδησιν. Καί…
Ὁ ἰατρὸς εἶχεν ὄρεξιν νὰ συνεχίση τὰς φιλοσοφικάς του σκέψεις, ἀλλὰ τὸν ἐπανεφέραμεν εἰς τὴν τάξιν διὰ βοῆς γενικῆς καὶ ἐξηκολούθησε τὴν διήγησιν, ὡς ἐν παρενθέσει, καλλύνας αὐτήν, μὲ τὸ ἑξῆς συγκινητικὸν ἐπεισόδιον.
«Τὸν ἔλεγαν βαρὺν καὶ σχεδὸν ἀναίσθητον καὶ ὅμως πολλοὶ εἶνε μάρτυρες τοῦ ἡρωϊσμοῦ καὶ τῆς αὐταπαρνήσεώς του. Ἐνθυμοῦνται, εἶχε πιάσῃ φωτιὰ τὸ καμαρὶ ἑνὸς σπιτιοῦ στὰ Ματογιάνια. Κόσμος πολὺς εἶχε συναχθῇ ἀπὸ κάτω, μεταξὺ δὲ καὶ μερικοὶ ἄνδρες, καὶ ὅλοι ἔβλεπον μὲ ἀγωνίαν τὰς προόδους τῆς πυρκαϊᾶς χωρὶς νὰ κινῶνται. Γλῶσσαι πυρὸς ἀπειλητικαὶ ἐξήρχοντο ἀπὸ τὸ μόνον παράθυρον τοῦ καιομένου δωματίου καὶ ἀφοῦ κατέφαγαν τοὺς παραστάτας, ὁποῦ ἐτριζοκοποῦσαν ἀπαίσια, ἐγλυστροῦσαν ἐπάνω εἰς τὸ ἀσβεστόχρισμα τῶν τοίχων, ζητοῦσαν νέαν τροφήν. Φωναὶ φρίκης ὀξύταται, σπαρακτικαὶ ἐπάγωναν τὸ αἷμα εἰς τὰς φλέβας τῶν θεατῶν, ἀδυνατούντων νὰ δώσουν χεῖρα βοηθείας οἱασδήποτε. Αἱ ἀπελπιστικαὶ φωναὶ ἦσαν τῆς οἰκοκυρᾶς, νέας ὀρφανῆς, ἥτις ἔβλεπε τὴν ζωήν της ἀπειλουμένην ἀπὸ τὸν φρικτώτερον τῶν θανάτων. Ἔβλεπε ὁ κόσμος καὶ ἠγωνία, ὅτε ἀπὸ τὸ πλῆθος ἀποσπᾶται ῥωμαλέος ἄνδρας, ὁρμᾶ ἐπὶ τῆς πετρίνης κλίμακος, τὴν διασκελίζει, εἰσέρχεται εἰς τὴν οἰκίαν καὶ διὰ τῆς ξυλίνης κλίμακος, ἥτις ἔφερεν εἰς τὸ ἄνω πάτωμα, ἀναβαίνει ταχύς, μέσα εἰς τὰς φλόγας καὶ χωρὶς διόλου ν’ ἀναμετρήσῃ τὸν κίνδυνον, ἐμβαίνει εἰς τὸ δωμάτιον, ἁρπάζει τὴν νέαν ἔξαλλον ἐκ φρίκης, εἰς τοὺς στιβαρούς του βραχίονας καὶ διὰ τῆς ἰδίας κλίμακος, καιομένης ἤδη καὶ ἀπειλούσης νὰ καταπέση, κατέρχεται τρέχων μὲ τὸ φορτίον του, τὸ ὁποῖον ἐναποθέτει ἡμιλιπόθυμον εἰς τὰς ἀγκάλας ὁμίλου γυναικῶν ἐν τῷ μέσῳ θρήνων καὶ κραυγεῖ καὶ φεύγει τρέχων. Ἦτο ὁ Ἀντωνέλλος ὁ ἀμίλητος, ὁ ἀγέλαστος. Τὰ χέρια του, τὰ μαλλιά του καὶ τὰ φρύδια του εἶχαν ὑποφέρῃ ἀρκετά. Ἡ νέα ἐκείνη διηγεῖτο συχνὰ τὸ ἀνδραγάθημα τοῦ Ἀντωνέλλου, τὸν ὁποῖον ἐθεωροῦσε σωτῆρα της. Μὲ πραγματικὰς λοιπὸν προικισμένος ἀρετὰς καὶ χωρὶς ἐλαττώματα, ἦτο περιζήτητος γαμβρός. Αὐτὴν τὴν ἰδέαν εἶχαν πολλαὶ μητέρες καὶ περισσότεραι ὑποψήφιοι νύμφαι, φρονῶ ὅμως ὅτι, ἂν καμμία προξενήτρια ἤθελε τολμήσῃ νὰ τοῦ προτείνῃ ἀποκατάστασιν, θὰ ἦτο ἱκανὸς νὰ τὴν δείρῃ. Ὁ Ἀντωνέλλος νὰ νυμφευθῆ! Νὰ βάλῃ εἰς τὸ σπίτι του γυναῖκα ἄλλην, ἐκεῖ που βασιλεύει ἡ ἀδελφή του! Νὰ σκεφθῇ αὐτός, νὰ διανοηθῇ, ἔστω καὶ πρὸς στιγμήν, νὰ ὑπανδρευθῇ, πρὶν ὑπανδρεύσῃ τὴν ἀδελφήν του! Καὶ δὲν ἐτολμοῦσε κανεὶς νὰ τοῦ προτείνῃ ἕνα τοιοῦτον τερατῶδες σχέδιον! Ἀλλοίμονον του, οἱοσδήποτε καὶ ἂν ἦτο…
Ἔχαιρε μὲ τὴν χαρὰν τῆς ἀδελφῆς, ἐγελοῦσε (καθ’ ἑαυτόν, ἐννοεῖται) μὲ τὸ γέλοιο της, ἐτρέφετο μὲ τὰ ὄνειρά της… Καὶ τί ὄνειρα! Τὴν ἐφαντάζετο ἀποκαταστημένην, εὐτυχῆ ὅσον καμμίαν ἄλλην. Ὅσον τὴν ἔβλεπε ν’ ἀναπτύσσεται, ὡραία, λυγερὴ μαυρομμάτα, ηὔξανε καὶ ἡ ἀγάπη του πρὸς αὐτήν· ἦτο ὑπερήφανος καὶ ηὐφραίνετο μὲ τὰ ὄνειρα τὰ ὁποῖα ἐφαντάζετο πραγματικά, τότε δέ, ὡσὰν νὰ ἐτελεῖτο εἰς τὴν καρδίαν του μέσα μία μυστικὴ πανήγυρις.
Ἦτο ὅμως καὶ πολὺ δύσκολος ἐπάνω σ’ αὐτό. Ἐννοοῦσε νὰ δώσῃ τῆς ἀδελφῆς του τὸν καλλίτερον ἄνδρα· καὶ μίαν φοράν, ὁποῦ ἕνας τῶν λατρευτῶν της ἐτόλμησε νὰ τῆς κάμῃ πατινάδα, ὁ Ἀντωνέλλος εὐγῆκε στὸ παράθυρο μὲ τὰ νυχτικά του καὶ τοῦ εἶπε νὰ τραβηχθῇ, γιὰ νὰ μὴ φάγῃ καμιὰ τρομπονιά· ὁ νέος αὐτὸς ἐραστὴς δὲν ἦτο τοῦ γούστου του.
Ἦτο ἐντελῶς ἀφιλοχρήματος, ὅσον ἀπέβλεπε τὸν ἑαυτόν του καὶ μόνον ἐκυνήγει τὸ χρῆμα χάριν τῆς ἀδελφῆς, τὴν ὁποίαν ἤθελε πρώτην μεταξὺ τῶν ὁμοίων της. Ἐκείνη ἐθύμωνε μαζῆ του μὲ τὰ σωστά της, βλέπουσα ν’ ἀμελῆ ἑαυτὸν πρὸς χάριν της· δὲν ἤθελε, αὐτός, τὸ καλλίτερο παλληκάρι νὰ εἶνε παρηγκωνισμένος καὶ ἄλλοι νέοι, ὁποῦ δὲν ἔφθαναν εἰς τὰ μισά του, νὰ τὸν ὑποσκελίζουν, μόνον καὶ μόνον διότι ἐφρόντιζε νὰ κρύπτεται. Καὶ ἤρχοντο συχνὰ εἰς λόγους δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀντωνέλλος, εἰς τὰ ἐπιχειρήματα τῆς ἀδελφῆς ἀπεκρίνετο θυμωμένος· — Γύρευε τὴ δουλειά σου.»
Καὶ συνέβαινε τὸ ἑξῆς περίεργον.
Ἐνῷ ὁ Ἀντωνέλλος ἄλλην φροντίδα δὲν εἶχε ἢ πῶς νὰ κατορθώσῃ νὰ εὕρῃ διὰ τὴν ἀδελφὴν κανένα νέον τῆς ἀρεσκείας του, ἡ Μπέλλα ἐπίσης τὴν ἰδίαν εἶχε φροντίδα διὰ τὸν ἀδελφόν, κρυφὰ ὅμως, πολὺ κρυφὰ καὶ μὲ πολλὴν προσοχήν, διότι τὸν ἐφοβεῖτο. Καὶ ἐνθυμοῦμαι μίαν κωμικωτάτην σκηνήν, καθ’ ἣν, γνωστὴν προξενήτριαν, τολμήσασαν νὰ τοῦ εἰπῇ ὅτι δὲν ἐπείραζε δὰ ἂν ὑπανδρεύετο πρὸ τῆς ἀδελφῆς, ὁ Ἀντωνέλλος τὴν ἐκυνήγησε μὲ τὸ ραβδί, στ’ ἀστεῖα, ἐννοεῖται, διότι δὲν ἦτο ἱκανὸς νὰ κτυπήσῃ· ἐκείνη δέ, ἀπὸ φόβον, ὅταν τὸν ἔβλεπε ἔπαιρνε ἄλλον δρόμον.
Καὶ ὁ Καραγιάννης, ὁ πλοίαρχος καὶ φίλος του, ἦτο γαμβρὸς περιζήτητος διότι, πρὸς τοῖς ἄλλοις, ἦτο καὶ πλούσιος. Ἦσαν οἱ δύο φίλοι στενοὶ καὶ μόνον ὁ Καραγιάννης εἶχεν ἐπιρροὴν ἐπὶ τοῦ Ἀντωνέλλου, τὸν ὁποῖον κατώρθωνεν ἐνίοτε, νὰ παρασύρῃ εἰς καμμίαν συναναστροφήν. Ἦτο ὁ Καραγιάννης κατὰ δέκα ἔτη νεώτερος τοῦ Ἀντωνέλλου, ὑψηλό, μελαγχροινὸ, εὔμορφο παλληκάρι καὶ κατ’ αὐτοῦ, πολλαὶ γυναικεῖαι κανονοστοιχίαι ἦσαν στημέναι διαρκῶς, ἐπὶ πολὺν καιρὸν ὅμως χωρὶς ἀποτέλεσμα. Εἶχε καὶ ὁ Καραγιάννης ἀδελφὴν ἐλευθέραν, πολὺ θελκτικήν, ἦτο δὲ καὶ νεώτερος τοῦ Ἀντωνέλλου καὶ δὲν ἐβιάζετο· Θαρρεῖς ἐκαμάρωνε κ’ ἐπερίμενε.
Μυστικὰ μεταξύ των οἱ δυὸ φίλοι δὲν εἶχαν, μόνον ἦλθε μία ἐποχὴ διὰ τὸν Ἀντωνέλλον πολὺ σπουδαία, κρίσιμος ἐποχή, καθ’ ἣν καὶ τὰ ὀλίγα του λόγια κ’ ἐκεῖνα τὰ ἔκοψε, πρὸς μεγάλον θαυμασμὸν καὶ θυμὸν τοῦ Καραγιάννη, ἀδυνατοῦντος νὰ εἰσδύσῃ εἰς τὸ ἰδιόρρυθμον μυαλὸ τοῦ φίλου του.
Ὁ καϋμένος ὁ Ἀντωνέλλος, ὁ ἄγριος, ὁ ἀκοινώνητος, ἦτο πεπρωμένον νὰ λάβῃ μίαν ἀπὸ ἐκείνας τὰς πληγάς, ὁποῦ μόνον ὁ θάνατος θεραπεύει. Ἦτο ἥσυχος, μόνον εἴδωλόν του εἰς τὴν καρδίαν του ἔχων τὴν ἀδελφήν, ὅταν ἔξαφνα…
Κατὰ τὸ διάστημα τῆς διαμονῆς των εἰς τὸ νησάκι των, ἐβλέποντο πολὺ συχνὰ εἰς τὸ σπίτι ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου.
Ἕνα πρωῒ ὁ Ἀντωνέλλος ὑπῆγε εἰς τοῦ πλοιάρχου του νὰ τοῦ ὁμιλήσῃ διὰ μίαν ὑπόθεσιν, ἀφορῶσαν τὸ πλοῖον. Ἐκεῖνος ἔλειπε καὶ τὸν ὑποδέχθη ἡ ἀδελφή. Αἵ, τώρα τί θὰ πῆτε; Δὲν τὴν εἶχεν ἰδῇ ἄλλοτε; Καὶ ὅμως αὐτὴν τὴν φορὰν τοῦ ἐφάνη ἐντελῶς ἄλλη· τοῦ ἐφάνη ὅτι ἀνοίχθη ὁ οὐρανὸς καὶ ὅτι πρώτην φορὰν ἔβλεπε τὸ ἀληθινὸν φῶς… Ἴσως ἐπειδὴ τὸν ὑπεδέχθη πολὺ θερμά, πολὺ ἐγκάρδια… ἡ ἀλήθεια εἶνε ὅτι τὸν Ἀντωνέλλον ἐνώπιόν της τὸν κατέλαβε γλυκύς, ἄγνωστος τρόμος, ἐνῷ ἐκείνη ἦτο ὁλοπόρφυρος… Ἐσιώπων καὶ οἱ δύο· πόσα ὅμως δὲν ἔλεγεν ἡ σιωπὴ αὐτή! Εὑρίσκοντο εἰς μεγάλην ἀμηχανίαν, ὅταν ἐμβῆκεν. Ὁ Καραγιάννης… — Ἔρχομαι ἀπὸ τὸ σπίτι σου, εἶπε εἰς τὸν Ἀντωνέλλον.
Τὸ αἴσθημ’ αὐτὸ ὁ Ἀντωνέλλος τὸ ἔκρυψεν εἰς τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του· δὲν ὡμιλοῦσε ποτὲ δι’ αὐτό, ἐμονολόγει μόνον συχνὰ πυκνά, εὑρίσκων ἀνακούφισιν τοῦ πόνου του εἰς τὸ κρυφὸν αὐτὸ παραλήρημα…
Δὲν συνέβη ὅμως τὸ ἴδιον καὶ μὲ τὴν ἀδελφὴν τοῦ Καραγιάννη· αὐτὴ ἐνεπιστεύθη τὸ μυστικόν της εἰς μίαν στενὴν φίλην της, ἡ ὁποῖα εὗρε τὸν τρόπον νὰ εἰδοποιήση τὸν Ἀντωνέλλον. Καὶ τώρα τοῦ ἐφάνη ὅτι ἀνοίχθη ἐνώπιον του ὁ οὐρανός, γεμᾶτος ἄστρα καὶ ὅμως δὲν ἐμποροῦσε νὰ εἰπῇ πῶς εἶν’ εὐτυχής, διότι, ᾐσθάνετο ὅτι ἐχθρὸς μεγάλος, ἰσχυρός, ἐπιβουλεύεται τὴν ψυχικήν του γαλήνην, ὅτι φυσιογνωμία νέα ἐνεθρονίσθη ἐν τῇ καρδίᾳ του, ἣν ἐπλήρου ἕως τότε μόνη ἡ τῆς ἀδελφῆς λατρευτὴ μορφή…
— Ποτέ, ποτέ, ἐμονολόγει ὁ Ἀντωνέλλος, ἐπανερχόμενος ὅμως πάντοτε εἰς τὰς αὐτὰς σκέψεις αἵτινες τὸν ἐβασάνιζαν τρομερά.
Τὸ ταξεῖδι τῶν δύο φίλων, τὴν φορὰν ἐκείνην διήρκεσεν ὁλόκληρον ἔτος — ἔτος μοιραῖον διὰ τὸν Ἀντωνέλλον.
Ἤξευρεν αὐτὸς πρὸ πολλοῦ ὅτι ὁ Καραγιάννης ἐζήτει ν’ ἀποκατασταθῇ, καὶ ὅτι δὲν εἶχε παρὰ νὰ ἐκλέξῃ. Ἤξευρεν ἐπίσης ὅτι δὲν ἐννοοῦσε νὰ κάμῃ γάμον ἐκ συμφέροντος, διότι πολλάκις εἶχαν συζητήσῃ ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ἀντικειμένου. Ἐσχάτως ὅμως ὁ Καραγιάννης ἐδείκνυε ἀνυπομονησίας σημεῖα, ἐννόησε δὲ ἀπὸ μερικὰς φράσεις του, ὅτι τὸν ἐβάρυνε πλέον αὐτή του ἡ θέσις — Τί εὐχή! ἕως πότε θὰ περιμένη ἕνας; ὅσο γιὰ τὴν ἀδελφή, εἶμαι εἰς θέσι νὰ φροντίσω.
Ἦτο ἡ ἀρχὴ φθινοπόρου, ἐπέστρεφον δὲ ἐκ τοῦ ταξειδίου των εἰς τὴν πατρίδα ἀφ’ ἧς ὀλίγας ὥρας ἀπεῖχον. Ὁ ἄνεμος ἔπνεε σφοδρὸς καὶ τὸ πλοῖον, κλίνον μὲ χάριν εἰς τὴν μίαν τῶν πλευρῶν ἐχώρει πλησίστιον πρὸς τὸ τέρμα, τὸν ποθητὸν δι’ ὅλους λιμένα. Οἱ ναῦται μετὰ τὸ πρόγευμά των, συνήχθησαν εἰς τὴν πρώραν ὅλοι καὶ ἄρχησαν νὰ τραγῳδοῦν χαμηλόφωνα, συνοδευόμενοι ἀπὸ τοὺς ὀξεῖς τῶν λάρων κρωγμοὺς καὶ ἀπὸ τὸν μονότονον καὶ θρηνώδη συριγμὸν τῶν σχοινίων.
Εἰς τὸν θάλαμον τῆς πρύμνης, παρὰ μικρὰν τετράγωνον τράπεζαν, ἐκάθηντο οἱ δύο φίλοι, ὁ πλοίαρχος μὲ τὸν βοηθόν του. Οὗτος ἡτοιμάζετο ν’ ἀνέλθῃ εἰς τὸ κατάστρωμα, ὅταν ὁ Καραγιάννης τὸν ἐκράτησε· εἰς τὸ πρόγευμα εἶχε πιῇ ἕνα ποτῆρι περισσότερον καὶ ἦτο εὔθυμος.
Ἔχω νὰ σοῦ μιλήσω, Ἀντωνέλλο, τοῦ εἶπε. Ὁ Ἀντωνέλλος ἐπανεκάθησε. Κάτι προεμάντευε, κάτι προῃσθάνετο καὶ ἡ καρδία του ἔπαλλε.
— Βρὲ ἀδελφέ, Ἀντωνέλλο, ἐγὼ βρίσκω πῶς εἶνε καιρὸς πλιὸ νὰ ἰδοῦμε καὶ μεῖς τί θὰ κάμωμε.
Ὁ Ἀντωνέλλος δὲν ἀπήντησε.
— Ὡς πότε θά μαστε λεύτεροι; ἐξηκολούθησεν ὁ Καραγιάννης.
Ὁ Ἀντωνέλλος ἐσιώπα.
— Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲ θέλω νὰ μοῦ κάνῃς τὸ βουβό, παράξενε.
— Τί θὲς νὰ σοῦ πῶ; εἶπε σιγά ὁ Ἀντωνέλλος.
— Νὰ μοῦ πῇς τὴ γνώμη σου· ἐγὼ δὲ θέλω πλιὸ νάμαι λεύτερος· μόνο βρίσκω σωστὸ νὰ κάμῃς ἐσὺ τὴν ἀρχή, σὰν πιὸ μεγάλος.
Οἱ παλμοὶ τῆς καρδίας τοῦ Ἀντωνέλλου ἐδιπλασιάσθησαν.
— Ἔχω τὴν ἀδερφή μου, καπτὰ Γιάννη.
— Καὶ ἐγὼ ἔχω τὴ δική μου· τί πειράζει; θὰ φροντίσωμε καὶ κατόπι.
Ὁ Ἀντωνέλλος ἐκίνησε τὴν κεφαλήν, χωρὶς ν’ ἀπαντήσῃ.
— Ἄκουσε, Ἀντωνέλλο, εἶπεν ὁ Καραγιάννης ἂν ἡ Μπέλλα πανδρευότανε, δὲ θ’ ἀρχότανε καὶ ἡ δική σου ἀράδα;
Ὁ Ἀντωνέλλος ἤκουε τώρα τοὺς παλμοὺς τῆς καρδίας του: τόσον ἦσαν σφοδροί!
— Τί θὲς νὰ πῇς; ἠρώτησε σιγανά.
— Θέλω νὰ πῶ, Ἀντωνέλλο, πῶς γιὰ τὴν ἀδερφή σου εἶνε γαμπρὸς καί… καλός, μοῦ φαίνετ’ ἐμένα, εἶπεν ὁ καπετὰν Γιάννης τονίζων μίαν μίαν τὰς λέξεις.
Νὰ καλοϋπανδρεύσῃ τὴν ἀδελφήν του ὁ Ἀντωνέλλος δὲν ἤθελ’ εὐτυχίαν μεγαλειτέραν· ἦτο τὸ προσφιλέστερον του ὄνειρον· τοῦτο δὲ ἐπὶ πλέον, θὰ ἔλυε καὶ τὰ ἰδικά του δεσμά…
Τοῦ ἦλθε ὡσὰν ἐλαφρὰ σκοτοδίνη μία ἀλόκοτος φρικίασις… ἔφερε τὴν χεῖρα εἰς τὸ μέτωπον, ὡς νὰ ἤθελε νὰ συγκεντρώσῃ τὰς σκέψεις του, αἵτινες ἔφευγον ἀνυπότακτοι.
Ἔρριψε τὰ βλέμματά του ἐπὶ τοῦ πλοιάρχου καὶ φίλου του, ὅστις τὸν παρετήρει μειδιῶν ἐλαφρῶς.
— Καπετὰν Γιάννη, ἐψιθύρισε, δὲ μοῦ μιλεῖς πιὸ καθαρά;
— Εἶνε πολὺς καιρὸς ποῦ συλλογοῦμε νὰ σοῦ κάμω μιὰ πρότασι.
— Ὡσὰν σφυρὶ ἐκτυποῦσε ἡ καρδιὰ τοῦ Ἀντωνέλλου. Ἐκινεῖτο ἐπὶ τοῦ καθίσματός του, δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ· δὲν ἤξευρε τί νὰ πῆ καὶ μὲ προθυμίαν θὰ ἐτρέπετο εἰς φυγήν, ἂν ἐμποροῦσε.
Ὁ Καραγιάννης ἐξηκολούθησε.
— Ἐμεῖς εἴμαστε σὰν ἀδέρφια· γιατὶ νὰ βάνωμε ξένους στὰ μυστικά μας;
Ὁ Ἀντωνέλλος ᾐσθάνετο ὅτι ἵδρωνε.
— Τοὺς προξενητάδες καὶ τὴς προξενήτρες ἃς τοὺς στέλνουν ἄλλοι· ἐμεῖς καλλίτερα ἐξηγούμαστε μεταξύ μας, ἀλήθεια;
— Μὴ μὲ παιδεύῃς, καπτὰν Γιάννη, εἶπεν ὁ Ἀντωνέλλος μὲ φωνὴν τρέμουσαν ἐλαφρῶς· ξέρεις πόσο σὲ σέβομαι καὶ σ’ ἀγαπῶ…
Ὁ Καραγιάννης ἔβαλε τὴν χεῖρα ἐπὶ τοῦ ὤμου τοῦ Ἀντωνέλλου.
— Ἀδελφὲ Ἀντωνέλλο, εἶπε μὲ φωνὴν συγκεκινημένην, σοῦ ζητῶ γιὰ γυναῖκα μου τὴν Μπέλλα· μοῦ τὴν δίνεις;
Ὁ Ἀντωνέλλος ὠχρίασε φρικωδῶς· τὸ μαρτύριον ποῦ ὑπέφερε ἀπό τινων στιγμῶν, τὰ ἀλλεπάλληλα κτυπήματα τὸν ἐζάλισαν… ἐκλονίσθη… Ὁ Καραγιάννης τὸν παρετήρει ἀνήσυχος… ἡ σιωπή του, ἀκατάληπτος δι’ αὐτόν, ὡσὰν νὰ τὸν δυσηρέστει…
— Ἀντωνέλλο! εἶπε.
Ἐκεῖνος, ὡσὰν τώρα νὰ συνῆλθε, ἔσφιγξε δυνατὰ τὸ χέρι τοῦ φίλου του, ἐνῷ ᾐσθάνετο ὅτι ἡ συγκίνησις τὸν ἔπνιγε, καὶ ἀνῆλθε τρέχων εἰς τὸ κατάστρωμα.
Μεγάλον κρότον ἔκαμε, ἐνθυμοῦνται πολλοί, ὁ γάμος τοῦ καπετὰν Γιάννη μὲ τὴν ἀδελφὴν τοῦ Ἀντωνέλλου· ὁλόκληρον ἑβδομάδα διεσκέδαζαν καὶ πρᾶγμα παράξενο, ὁ Ἀντωνέλλος ἔκαμνε τὸν μεγαλείτερον θόρυβον. Τὰ σχόλια ὅμως τοῦ κόσμου δὲν εἶχαν τελειωμόν. Ὁ Καραγιάννης ἦτο πρῶτος γαμβρὸς καὶ θὰ ἐμποροῦσε νὰ πάρῃ πολὺ καλλιτέραν τῆς Μπέλλας· κανείς, τόσον καιρὸν δὲν εἶχε καταλάβῃ τίποτε· πῶς ἔξαφνα ἔγεινε τὸ συνοικέσιον αὐτό; Φαίνεται θὰ τὴν ἀγαποῦσε κρυφὰ ὁ Καραγιάννης τὴν κοπέλλα· ἀλλέως δὲν ἐξηγεῖται αὐτό, διεδόθη ὅμως καὶ κάτι ἄλλο· ὅτι ἡ ἀδελφὴ τοῦ καπετὰν Γιάννη ἀγαποῦσε δῆθεν τὸν Ἀντωνέλλο καὶ τα λόγι’ αὐτὰ δὲν ἄργησαν νὰ πᾶν στ’ αὐτιὰ τοῦ τελευταίου, ὁ ὁποῖος καὶ ἐθύμωσε φοβερὰ κ’ ἔλαβε μέτρα νὰ μὴν μάθῃ τίποτε ἡ Μπέλλα. Ὁ παλῃόκοσμος ὅμως δὲν κρατεῖται· ἡ Μπέλλα τὰ ἔμαθε ὅλα καὶ ἡ εὐτυχία, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχε φέρῃ τὸ λαμπρὸν συνοικέσιον, ὡσὰν νὰ ἐσκιάσθη κατά τι… Καὶ οὔτε ἠμπόρεσε νὰ κρατηθῇ· ἕνα πρωΐ, ποῦ ἔτυχε μόνη μὲ τὸν ἀδελφόν της, τοῦ τὰ εἶπε ὅλα καὶ τὸν ἐμάλωσε μὲ παράπονο… Ὁ Ἀντωνέλλος κατεκοκκίνησε, καὶ τῆς εἶπε ὅσον ἐμποροῦσε πιὸ θυμωμένα.
— Δὲν εἶνε δουλειά σου ν’ ἀνακατώνεσαι! λένε ψέμματα· ἐγὼ δὲν ἀγαπῶ, δὲν ἀγάπησα κανένα. Ἡ Μπέλλα ἐδάκρυσε καὶ ὁ Ἀντωνέλλος ἐτράπη εἰς φυγήν.
Ὁ Ἀντωνέλλος ἐδέθη μὲ πλειότερον ζῆλον εἰς τὴν ἐργασίαν, ἦτο δὲ ἡ ψυχὴ τοῦ πλοίου, τὸ ὁποῖον, μετὰ τὸ συνοικέσιον, μετωνομάσθη «Μπέλλα» πρὸς τιμὴν τῆς ἀδελφῆς. Μόνον ὁ χαρακτήρ του ἠλλοιώθη ἐπὶ τὸ χεῖρον. Ἐκτὸς τῆς ἀδελφῆς καὶ τοῦ πλοίου, κόσμος δι’ αὐτὸν δὲν ὑπῆρχε. Καὶ αὐτὸς ὁ Καραγιάννης δὲν εἶχε πλέον καμμίαν δύναμιν ἐπάνω του· ἀφοῦ καὶ εἰς τὸν γάμον τῆς ἀδελφῆς του, τελεσθέντα ὀλίγον καιρὸν κατόπιν, δὲν κατώρθωσε νὰ τὸν σύρῃ. Εἶχε προσποιηθῇ τὸν ἄρρωστον καὶ αἱ παρακινήσεις τῶν οἰκείων ἀπέβησαν εἰς μάτην. — Διασκεδάσετε σεῖς, ἐγὼ δὲν εἶμαι γιὰ γάμους καὶ χαραίς· τοὺς εἶπε καὶ τοὺς ἀπέπεμψε.
Εἶχε γηράσῃ κατὰ εἴκοσιν ἔτη, τὸν ἔλεγαν δὲ γέρο — παράξενο. Ἡ πρὸς τὴν ἀδελφήν του ὅμως ἀγάπη δὲν ἦτο ἀγάπη συνήθης, ἦτο λατρεία! Καὶ εἶνε γνωστὴ ἡ κωμικὴ σκηνὴ ἥτις ἔλαβε χώραν μεταξὺ τῶν τριῶν προσώπων, μίαν πρωΐαν Κυριακῆς, κατόπιν μακροῦ καὶ προσοδοφόρου ταξειδίου.
Ἔπιναν, καὶ οἱ τρεῖς μαζῆ, τὸν πρωϊνὸν καφέν, ὅταν ἔξαφνα ὁ Ἀντωνέλλος ἀποτείνεται πρὸς τὸν γαμβρόν του.
— Γιὰ νὰ σοῦ πῶ, καπτὰ Γιάννη, πόσα χρήματα ἔχω νὰ πάρω;
Ὁ Καραγιάννης ἐγέλασε.
— Τί τὰ θές; τὸν ἐρωτᾶ.
— Τὰ θέλω!
— Πιὰς’ τὸ τεφτέρι καὶ κύταξε.
— Δός μου τὸ κλειδὶ τοῦ συρταριοῦ σου.
Ὁ Καραγιάννης τοῦ τὸ ἔδωσε, μὲ τὸ γέλοιο πάντοτε.
Ὁ Ἀντωνέλλος ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ βιβλίον καὶ εἶδε τὸν λογαριασμόν του, ἔπειτα ἤνοιξε τὸ συρτάρι τοῦ γραφείου τοῦ γαμβροῦ του, ἤνοιξε μίαν σακοῦλαν, ἐμέτρησε μ’ ἐπιμέλειαν κάμποσα τάλληρα καὶ ἀφοῦ ἔκλεισε τὸ συρτάρι, ἔβαλλε τὰ τάλληρα εἰς τὸ μανδῆλι του καὶ σταθεὶς ἐμπρὸς εἰς τὴν ἀδελφήν, ἥτις ὑπεμειδία, διότι ἐμάντευε τὸν σκοπόν του·
— Ἄνοιξε τὴν ποδιά σου, Μπέλλα, τῆς εἶπε.
Ἐκείνη ἤνοιξε τὴν ποδιάν της καὶ ὁ Ἀντωνέλλος ἔχυσε μέσα ὅλα τὰ τάλληρα τοῦ μανδηλιοῦ του.
— Νὰ τὰ κάμῃς ὅ,τι θές· ἐπρόσθεσε. Ὁ γαμβρός του ἐδόθη εἰς γέλωτα θορυβώδη.
— Γέλα ὅσο θές, εἶπεν ὁ Ἀντωνέλλος· ἔχεις ἀκόμα νὰ μοῦ δίνῃς ἑκατὸ τόσα τάλλαρα, ἐκείνη τὴ παλαιὰ διαφορά!
— Καλά, καλά, εἶπεν ὁ καπετὰν Γιάννης, μὴ παύων νὰ γελᾶ.
— Δὲν ἔχει καλὰ καὶ καλά, εἶπε σοβαρὰ ὁ Ἀντωνέλλος· αὐτὴ τὴ διαφορὰ θὰ σοῦ τηνε ζητῶ ὅλη μου τὴ ζωή!
Πάντοτε ὁ Ἀντωνέλλος ἔδιδε τὰ χρήματα του εἰς τὴν ἀδελφήν του, ἐκρατοῦσε ὅμως καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν του ἕνα ποσόν. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην οὐδὲ ὀβολὸν ἐκρατοῦσε πλέον καὶ διὰ τὰς μικράς του ἀνάγκας ἐζήτει ἀπὸ τὴν ἀδελφήν.
Μετὰ κάμποσα ἔτη ἀκαταπονήτου ἐργασίας ὁ Ἀντωνέλλος κατεβλήθη καὶ ἠναγκάσθη ν’ ἀφήσῃ τὸ πλοῖον. Μὲ πολὺν κόπον ἀπεχωρίσθη, ἀπὸ τὸ «ἀγαπητό του πλεούμενο» καθὼς τ’ ὠνόμαζε, ἀπὸ τὴν θαλασσινήν του Μπέλλαν διὰ ν’ ἀφοσιωθῇ ἐξ ὁλοκλήρου εἰς τὴν ἀδελφήν, τὴν Μπέλλαν του τῆς ξηρᾶς. Διὰ νὰ μὴν κάθηται δέ, ἔγεινε κηπουρός. Αὐτὸς ἦτο ἡ ψυχὴ τοῦ περιβολιοῦ τῆς ἀδελφῆς του, καθὼς ἦτο ἡ ψυχὴ τοῦ καραβιοῦ ἄλλοτε. Μόνον τὰς Κυριακὰς ἐπήγαινε εἰς τὴν ἐκκλησίαν τῆς ἐνορίας των, τὰς δὲ λοιπὰς ἡμέρας τὰς ἐξώδευε εἰς τὸ σπῆτι καὶ εἰς τὸ περιβόλι, τὸ ὁποῖον μετέβαλεν εἰς καράβι, διότι τὸ μὲν ἕνα μέρος, τὸ βορεινόν, ὠνόμαζε «πλώρην» τὸ δὲ ἄλλο, τὸ πρὸς τὸ σπῆτι, «πρύμη» καὶ τὴν μέσην, ὅπου ἦτο καὶ ἡ στέρνα τὴν ἐβάπτισεν «ἀμπάρι»· καὶ ἤκουες μὲ τὸ πλέον σοβαρὸν ὕφος νὰ σοῦ λέγῃ ὅτι κολοκυθάκια ἔχει ἡ πλώρη, ἀγγουράκια ἡ πρύμη καὶ μελιτζάνες τὸ ἀμπάρι. Ἀλλὰ καὶ δὲν ἔλειπε, κάθε φορὰ ποῦ ἤρχετο ἡ «Μπέλλα», νὰ ζητῇ ἀπὸ τὸν γαμβρόν του ὅσα τοῦ ὤφειλε, τὴν διαφορὰν τοῦ λογαριασμοῦ των καὶ μάλιστα μὲ θυμόν, ἐνῷ ὁ γαμβρός του ἐγελοῦσε.
Ἀλλὰ ὁ καιρὸς ἔφευγε καὶ μαζῆ μ’ αὐτὸν ἔφευγε καὶ ὁ Ἀντωνέλλος. Κ’ ἔβλεπες ἕνα γεροντάκι κατάλευκο, κυρτωμένο, δραστήριο ὅμως πάντοτε. Ἦτο εὐτυχισμένος νὰ ἐργάζεται εἰς τὸ περιβόλι καὶ νὰ βλέπῃ τὴν ἀδελφήν του· χωρὶς ὅμως νὰ τὸ δείχνῃ, ἐζωογονεῖτο ὁσάκις ἤρχετο ἀπὸ ταξεῖδι ὁ γαμβρός του καὶ διότι τὸν ἀγαποῦσε πολύ, ἀλλὰ προπάντων διότι ἡ ἀδελφή του ἦτο πλέον εὐχαριστημένη τότε, τοῦ ἔκαμνε ὅμως πάντα τὸν θυμωμένον, τὸν δυσαρεστημένον καὶ μὲ πεῖσμα παιδιοῦ τοῦ ἐζητοῦσε τὰ ἑκατὸν τόσα τάλληρα, τὴν παλαιάν των διαφοράν.
Ἦτο μιὰ πρωϊνὴ τοῦ Ἰουλίου· ἀφ’ ἑσπέρας εἶχαν λάβῃ γράμμα ἀπὸ τὸν Καραγιάννην ὅτι ἡ «Μπέλλα», φθάσασα εἰς Μασσαλίαν μὲ φορτίον, θὰ ἤρχετο εἰς τὴν πατρίδα μετὰ τὴν ἐκφόρτωσιν. Καὶ ἦσαν καταχαρούμενοι ὁ Ἀντωνέλλος καὶ ἡ ἀδελφή του· αὐτὴ μάλιστα εἶχε διοργανώσῃ μίαν ἐκδρομὴν εἰς τὸ νησάκι τοῦ Μπάου, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε μόλις ἕνα μῆλι ἀπὸ τὸ μεγάλο νησί. Καὶ εἶχαν συναχθῇ τὸ πρωῒ ἐκεῖνο ἓξ-ἑπτὰ κοράσια καὶ γυναῖκες, φίλαι τῆς Μπέλλας καὶ ὅλαι μαζῆ, σὲ μιὰ βάρκα μέσα, ἐκίνησαν κατὰ τὸ νησάκι. Εἰς τὸ τιμόνι ἐκάθητο ὁ Ἀντωνέλλος, τὰ κουπιὰ δὲ σιγὰ-σιγά, μὲ φωνές, γέλοια καὶ τραγούδια ἐτραβοῦσαν αἱ γυναῖκες ἀλληλοδιαδόχως.
Ἦτο γαλήνη ἐντελής· ἡ θάλασσα μάρμαρο, λάδι, ὅπως λέγουν οἱ θαλασσινοί· ἐμάγευεν ἡ θέα τοῦ ὁμαλοῦ ἐκείνου καθρέπτου, ὁποῦ ἐδείκνυεν ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ πυθμένος του, σὰν νὰ σοῦ ἔλεγε· «Ἐμπιστεύσου εἰς ἐμὲ ἀμέριμνος.» Καὶ τὰ κοχλίδια τ’ ἀσπρογάλαζα εἰς τὸ βάθος καὶ τὰ ψαράκια τὰ πολυειδῆ καὶ πολύχρωμα, ὅπου ἔτρεχαν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ μὲ χάρι, σχίζοντα τὰ διαμαντένια νερά, καὶ τὰ φύκη καὶ τὰ βρύα καὶ τὰ ζωόφυτα καὶ τὰ ὄστρακα, ὅλα ἦσαν μία χαρά, τὴν ὁποίαν οἱ ἐπιβάται τῆς βάρκας ἐξεδείλουν θορυβωδέστατα. Καὶ αὐτὸς ὁ Ἀντωνέλλος εἶχε γείνῃ, θαρρεῖς, νεώτερος.
Ἔφθασεν εἰς τὸ νησάκι, προσωρμίσθησαν εἰς μίαν ἀμμουδιὰν καὶ ὥρμησαν ὅλαι, ὡσὰν ἄτακτα παιδιὰ καὶ ἀνυπότακτα, ἀνὰ δύο, ἀνὰ τρεῖς, εἰς τοὺς βράχους. Ὁ Ἀντωνέλλος, ἀφοῦ ἐτοποθέτησε καταλλήλως τὰ κουπιὰ καὶ ἔσυρε ὀλίγον ἔξω τὴν βάρκαν, ἀπομακρύνθη τελευταῖος.
Τί εὐμορφιὰ ἦτο ἐκείνη τριγύρω! Μέσα εἰς τὴν ἀσάλευτον γαλήνην, ὅλα ζωὴ καὶ λάμψις καὶ ἄρωμα. Θάλασσα καὶ οὐρανός, καθρέπτης διαφανής, ἀτελεύτητος· βαρκοῦλες ψαράδων ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, καὶ φωναὶ καὶ γέλωτες ἠχηροὶ πότε, πότε, οὓς ἐπανελάμβανεν ἡ ἠχὼ τῶν ἀπέναντι βράχων.
Ἔμειναν πολλὰς ὥρας εἰς τὸ νησάκι. Καὶ τί δὲν ἔκαμαν; Αἱ νεώτεραι, πηδῶσαι μὲ εὐστροφίαν κατσίκας, τὰ γλυστερὰ βράχια, εὔγαζαν πεταλίδες, ἀχινούς, καβούρους· ὁ Ἀντωνέλλος, ὁποῦ εἶχε τὸ καμάκι του, ἔπιασε δυὸ τρία χταποδάκια καὶ μὲ φωνές, μὲ γέλοια, μὲ τραγούδια, μὲ ἀδιάπτωτον εὐθυμίαν, ἐδιάλεξαν ἕνα ὡραῖο μέρος, μίαν γελαστὴν ἀμμουδιάν, ἅπλωσαν ἐκεῖ τὰ πολυποίκιλλα ὀρεκτικά τους καὶ ἐρρίφθησαν ἐπ’ αὐτῶν μὲ ὄρεξιν, μόνον εἰς τὰ νέα χρόνια γνωστήν.
Θὰ ἦσαν τρεῖς μετὰ μεσημβρίαν, ὅταν ἐφάνη ἕνα συννεφάκι ἐπάνω εἰς τὴν ἄκραν τῆς Τήνου· ὁ Ἀντωνέλλος συνωφρυώθη καὶ χωρὶς νὰ χάνῃ καιρόν, παρώτρυνε τὰς γυναίκας νὰ φύγουν — Θά χωμε φουρτοῦνα γλήγορα, ταὶς εἶπε· ἡ Τῆνο ἄρχισε νὰ καπελλώνῃ…
Καὶ πράγματι μετὰ ἕνα τέταρτον τῆς ὥρας ἡ Τῆνος ἐσκεπάσθη ἀπὸ γιγάντεια μεγαλοπρεπῆ λευκόφαια σύννεφα φαινόμενα ἀκίνητα εἰς τὸν ὀφθαλμόν, σὰν ἀπολιθωμένοι, ὄγκοι στρογγυλόσχημοι.
Συγχρόνως δέ, ἀεράκι, ἀδύνατο στὰς ἀρχάς, ἀνὰ πᾶσαν δὲ στιγμὴν ἰσχυρότερα πνέον, συνετάραξε τὸ κοιμώμενον στοιχεῖον, τὸν πρὸ ὀλίγων μόλις λεπτῶν ὁμαλώτατον καὶ λεῖον καθρέπτην…
— Γρήγορα στὴ βάρκα· ἐβροντοφώνησεν ὁ Ἀντωνέλλος· Καὶ αὐτοστιγμεὶ αἱ γυναῖκες ὅλαι, ὡς φοβισμένα πτηνά, ἐσωρεύθησαν εἰς τὴν ἀμμουδιὰν καὶ ἐρρίφθησαν εἰς τὴν βάρκαν μέσα.
Ἀπεμακρύνθησαν· ὁ Ἀντωνέλλος ἐκάθησε εἰς τὸ τιμόνι, δύο δὲ ἀπὸ τὰς ρωμαλεοτέρας γυναίκας, (γυναίκας ναυτῶν) ἔδραξαν τὰ κουπιά.
Ἀλλ’ ὁ βορρᾶς ἀπελύθη ἀκάθεκτος ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ πεδίου καὶ τὸ συνεκλόνισε· τὰ κύματα, μὲ τὰς κορυφὰς ἀφρισμένας, συνωθοῦντο ἀκατάσχετα καὶ μὲ φοβερὰν βοήν. Δὲν ἐθώπευον τώρα τὸ εὔπιστον ἐλαφρόξυλον μὲ τὸ δειλόν του φορτίον, ἀλλὰ τοῦ ἔπληττον τὰς πλευρὰς μὲ ἀγριότητα θηρίου καὶ τὸ ἐκύλιον ἀνηλεῶς καὶ τὸ ἐτίνασσεν ὡσὰν πτερὸν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, προσπαθοῦντα νὰ τ’ ἀνατρέψωσι. Καὶ ἦτο φόβος μὴ βυθισθῇ ἡ καϋμένη ἡ βαρκοῦλα· τὰ νερὰ τὴν κατέκλυζον ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον καὶ τόσον, ὁποῦ στεγνὸν μέρος ἐν αὐτῇ δὲν ὑπῆρχε· Αἰ γυναῖκες, φοβισμέναι, ἐκρατοῦντο ἀπὸ τὰς χεῖρας καὶ συνεσφίγγοντο. Ὁ Ἀντωνέλλος εἶχε πλησίον του τὴν ἀδελφήν του, τῆς ὁποίας οἱ πόδες ἦσαν διαρκῶς εἰς τὸ νερὸν καὶ ἥτις ἔτρεμεν ἀπὸ τὸ ψῦχος καὶ ἀπὸ τὸν φόβον.
Ἀλλὰ ὁ Ἀντωνέλλος, τιμονεύων δεξιῶς, κατώρθωσε νὰ πλησιάσῃ τὴν ἀμμώδη παραλίαν, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἡ βαρκοῦλα ἐρρίφθη μὲ τὴν μίαν τῶν πλευρῶν. Μὲ τὴν βοήθειαν παρατυχόντων διαβατῶν αἱ γυναῖκες ἀπεβιβάσθησαν, ὁ δὲ Ἀντωνέλλος, περιβάλλων καὶ ὑποβαστάζων τὴν ἀδελφήν, τὴν ὡδήγησεν εἰς τὰ ἴδια.
Ἡ καϋμένη ἡ Μπέλλα ἀρρώστησε δυνατά. Τὸ ψῦχος τὴν εἶχε διαπεράση καὶ ὁ ἰατρὸς εἶπεν, ὅτι χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ καὶ πολλαὶ φροντίδες διὰ ν’ ἀναλάβῃ· τὴν κατέκαιεν ὁ πυρετός… Νοσοκόμος της, καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς ἀσθενείας ἦτο ὁ Ἀντωνέλλος, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ τὴν περιποιηθῇ κανεὶς ἄλλος. Οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἐκοιμᾶτο ὅπως ἔπρεπε, μεθ’ ὅλας τὰς ἐνστάσεις τῆς Μπέλλας ἥτις, μετὰ εἴκοσιν, ἡμέρας ἀνέρρωσε.
Ὅταν ὅμως ἐστράφη νὰ ἰδῆ τὸν Ἀντωνέλλον, κατετρόμαξε! Δὲν ἦτο πλέον αὐτός· ἦτο ἡ σκιά του. Κατέρρευσεν ἐντὸς μιᾶς ἡμέρας· αἱ συγκινήσεις, οἱ κόποι καὶ αἱ ἀγρυπνίαι εἶχον τελείως καταβάλῃ τό, καὶ ἄλλως, ἀσθενὲς σαρκίον τοῦ γέροντος. — Γρήγορα στὸ κρεββάτι, ἐφώναξεν ἡ Μπέλλα καὶ ὁ Ἀντωνέλλος δὲν ἀντέστη. Κατεκλίθη, καὶ ὁ ἰατρός, ἀφοῦ τὸν εἶδε, εἶπε κρυφὰ εἰς τὴν Μπέλλαν τὴν ἀλήθειαν· ὁ Ἀντωνέλλος ἦτο εἰς τὰ τελευταῖα του… Ἡ Μπέλλα ἔκλαυσε, ἀλλ’ ἔκρυψε τὰ δάκρυά της καὶ ἐκάθησε κοντὰ στὸ προσκέφαλό του.
Ὁ Ἀντωνέλλος ἔσβυνε χωρὶς ἀγωνίαν· μία γαλήνη ἦτο χυμένη εἰς τὸ πρόσωπόν του, γαλήνη ὕπνου, ὅστις ἔμελλε νὰ εἶνε αἰώνιος. Ἤνοιγε ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὰ μάτια, ᾐσθάνετο ὅτι εἶνε πλησίον του ἡ ἀδελφή.
— Μπέλλα, ἐψιθύρισε μίαν φοράν, δὲ θέλω ν’ ἀγρυπνᾶς καὶ νὰ κουράζεσαι· ἄμε…
Καὶ ἔδιδε εἰς τὴν φωνήν του τόνον θυμωμένου.
Ἐκεῖνο ὅμως ποῦ τὸν ἐπείραζε πολὺ ἦτο ἡ ἀπουσία τοῦ γαμβροῦ του. Ἠσθάνετο τὸ τέλος ἐγγίζον καὶ συχνὰ ἐψιθύριζε, ἐρωτῶν ἂν ἦλθεν ὁ Καραγιάννης.
— Ἤθελα νὰ τὸν ἤβλεπα. Μπέλλα, πότε θάρθῃ;
Καὶ τὰ μάτια τῆς Μπέλλας ἐγέμιζαν δάκρυα. Καὶ ὁ ἀσθενὴς ἐπρόσθετε.
Μὴν κλαίς· θάρθῃ χωρὶς ἄλλο.
Δυὸ τρεῖς ἡμέρας κατόπιν, τὸν ἐμετάλαβαν καὶ μία γαλήνη ὑπερκόσμιος ἐξωράϊσε τὸ κάτισχνον πρόσωπόν του. Περιέφερε τὸ βλέμμα ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ἐκινοῦσε τὰ χείλη, ὡσὰν κάτι νὰ ἤθελε νὰ εἰπῇ, ὅταν ἔξαφνα διεδόθη ὅτι ἕνα καράβι εἶχεν ἀράξῃ στὸν Τοῦρλο.
Ἦτο ἡ «Μπέλλα» καὶ δὲν παρῆλθεν ὥρα, ὁποῦ ὁ Καραγιάννης εἰσῆλθεν εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ ἀσθενοῦς. Δὲν ἐγνώριζε περὶ τῆς ἀσθενείας του καὶ ἔμεινε κατάπληκτος! εἶχεν ἐνώπιόν του ἓν πτῶμα…
Τὸ πρόσωπον τοῦ θνήσκοντος ἐφωτίσθη.
Ἠτένισε τὸν γαμβρόν του καὶ διὰ τοῦ βλέμματος τοῦ ἔνευσε νὰ πλησιάσῃ. Ἐκεῖνος ἐπλησίασε καὶ ἔκυψεν ἐπ’ αὐτοῦ. Ἐκ τοῦ στόματος τοῦ θνήσκοντος ἐξῆλθε ψιθυρισμός…
— Νὰ τὴν ἀγαπᾶς…
Δάκρυα ἀνέβλυσαν ἐπὶ τῶν βλεφάρων τοῦ Καραγιάννη.
Τοῦ ἔνευσεν ἀκόμη. Ἐκεῖνος ἔκλινε· σχεδὸν ἤγγισε μὲ τὸ πρόσωπον τὰ χείλη του καὶ ἠκροάσθη.
Τὰ χείλη τοῦ θνήσκοντος διεστάλησαν ἐλαφρά, ὡς ὅταν θέλει τις νὰ μειδιάσῃ.
— Καὶ νὰ τῆς δώσῃς ἐκεῖνα τὰ τάλλαρα…
Ἦτο ἡ τελευταία πνοή…
Τὸ πρῶτον καὶ τελευταῖον του χαμόγελο…