Αναφορά του Γκούρα προς τη Διοίκηση
Αναφορά του Γκούρα προς τη Διοίκηση Συγγραφέας: |
Προς το Εκτελεστικόν Σώμα.
Την 27 Μαρτίου εδιώρισα τον στρατηγόν Γριζιώτην (Κριεζώτην) να πλησιάση εις μίαν ράχην, μακράν του εχθρικού στρατοπέδου ώραν μίαν, και να κατασκευάση εκεί οχυρώματα, ονομαζομένην ο Προφήτης Ηλίας. Την εσπέραν της 28ης ήλθον και εγώ αυτού, την δε 30ην διετάχθη ο αντιστράτηγος Ρούκης με περίππου 800 να οχυρωθή εις ένα λόφον ευρισκόμενον υπεράνω του μοναστηρίου Βελιβού, κυριευμένου τότε από τους Τουρκοαντάρτας και απέχοντα από το στρατόπεδον του ώραν μισήν. Την αυτήν ημέραν ο Οδυσσεύς ηθέλησε να ομιλήση μαζί μου, του απεκρίθην ότι δεν μου είναι συγχωρημένον από την Διοίκησιν να συνομιλώ μόνος χωρίς τους άλλους οπλαρχηγούς. Ήλθε λοιπόν την αυτήν εσπέραν εκεί. Δια νυκτός επολιορκήθη από μέρους ανθρώπων Γριζιώτη και από αυτόν τον ίδιον Ρούκην το μοναστήριον, όντος μέσα του Οδυσσέως με περίπου 100 και με δύο του αδέλφια.
Την 31ην του μηνός η μάχη άρχισεν εις το μοναστήριον. Οι εκεί πολιορκούντες ιδικοί μας βλέποντες αδύνατον την θέσιν των, απεσύρθησαν· και οι μεν περί τον Ρούκην εισήλθον εις τα υπέρ αυτό οχυρώματα, οι δε του Γριζιώτη και τινές του Χαλμούκη επαραμέρισαν.
Αφού οι Τούρκοι εμβήκαν εις το μοναστήριον, απεφάσισαν να εφορμήσουν εις τα οχυρώματα του Ρούκη. Η πρώτη ορμή έγινε με καρδίαν ουχί ευκαταφρόνητον από μέρους των Τούρκων στρατηγούντος αυτούς του Οδυσσέως. Οι ημέτεροι αντέκρουσαν αυτούς με ανδρείαν και η μάχη επροχώρει τακτικά από αμφότερα τα μέρη. Οι από μέρους του Προφήτου Ηλία με τον Γριζιώτην αναχωρήσαντες προς βοήθειαν των υπέρ το Μοναστήριον ημετέρων, ηθέλησαν πριν εκεί φθάσουν, να δοκιμάσουν ένα βιαίον κίνημα κατά του ιππικού, το οποίον επαρετήρει τα κινήματα
του ημετέρου σώματος περί την αυτήν εκκλησίαν τοποθετημένου από το οποίον εγώ δεν απεμακρυνόμην.
Το τολμηρόν τούτο κατά του ιππικού εις ανοικτήν πεδιάδα κίνημα μ’ ετρόμαξε κατ’ αρχάς, αλλ’ εις τέλος ετράπησαν οι ιππείς εις φυγήν, μη υπομείναντες την ορμήν των Ελλήνων, και επλησίασαν εις το γενικόν τους τοποθέτημα εις Λιβανάτες, μακράν της θαλάσσης εν τέταρτον απέχοντες. Εξακολουθήσας έπειτα την οποίαν προέλαβε διαταγήν ο Γριζιώτης εχώρει προς τον Ρούκην, συνοδευόμενος από τον Χαλμούκην.
Άμα η τοιαύτη βοήθεια έφθασεν εκεί και ενομίσθη κατ’ αρχάς από τους ιδικούς μας τουρκική, το οποίον έφερε εμπόδια πολλά, οι εχθροί γνωρίσαντες το αληθές ετσακίσθησαν, ώρμησαν κατ’ αυτών οι περί τον Ρούκην, Γριζιώτην και Χαλμούκην· η φυγή γενική πεζών και ιππέων ατάκτων και διασκορπισμένων, κατερχομένων από βουνά, βράχους και κρημνούς σφαζομένων από τους Έλληνας εστάθη απαραδειγμάτιστος και παρ’ ολίγον εξηφανίσθη και ο προδότης της Πατρίδος Οδυσσεύς Ανδρίτσου, φεύγων και διωκόμενος από χριστιανούς. Αν εν πυκνότατον
δάσος κατάφυτον από σχίνα, δεν υπέκριπτεν αυτούς όλους κρημνιζομένους και φεύγοντας ατίμως, ψυχή δεν εγλύτωνε.
Διασκορπισθέντες οι εχθροί εις τοιούτον τρόπον έφθασαν, όσοι εγλύτωσαν από την θεοκατασκεύαστον των Ελλήνων μάχαιραν, εις το γενικόν αυτών στρατόπεδον πληγωμένοι και ξεσχισμένοι και από τον πανικόν φόβον νεκροί άταφοι, μη δυνηθέντες να επάρωσι από το Μοναστήριον Βελιβού μήτε τον Γιαννάκην, αδελφόν του προδότου, με τους περί αυτόν 70 στρατιώτας. Έλαβον όμως μεθ’ εαυτών τον μέλλοντα να χρησιμεύση σφάγιον εις την οργήν του Σουλτάνου υπεύθυνον Οδυσσέα, και ένα του αθώον αδελφόν χρονών 14, δια να τον δεικνύουν τρόπαιον της νίκης των, εναντίον μόνον του από Τούρκους καταγομένου υιού του Ανδρίτσου και μάρτυρα της λαμπρής φθοράς των, όσην εδοκίμασαν μετά μίαν πεισματώδη μάχην 6 ωρών από τα νικηφόρα στρατεύματα της Ελληνικής Διοικήσεως.
Περί το δειλινόν της αυτής λαμπροφόρου ημέρας δια τους Έλληνας και πενθίμου δια τους Τουρκαντάρτας εδιώρισα νέαν πολιορκίαν του αυτού Μοναστηρίου. Δια να υποχρεώσω εν πρώτοις αυτούς να δοκιμάσουν και την ακόλουθον ημέραν την τύχην των και κατά δεύτερον λόγον να βιάσω δια να παραδοθούν οι περί τον Γιαννάκην. Αλλ’ εις μάτιν οι εχθροί εδοκίμασαν να τους
φέρουν ζωοτροφίας και πολεμοφόδια προς το εσπέρας. Οι Έλληνες τους ετσάκισαν και τους επήραν και ταύτα.
Η μάχη εξανάρχισε περί το Μοναστήριον την 1 Απριλίου το πρωΐ· αλλ’ έως το δειλινόν μήτε οι Τούρκοι εδοκίμασαν πλέον να έλθουν εις βοήθειαν των πολιορκημένων, μήτε ο Τουρκοδυσσέας να βοηθήση τον αδελφόν του. Όθεν στενοχωρηθέντες, επαραδόθησαν εις τας χείρας της Σεβ. Διοικήσεως οι κλεισμένοι οπλαρχηγούντος του Γιαννάκη. Αλλά δια σκοπούς της Πατρίδος εκρίθη καλόν ν’ αφήσω τον Γιαννάκην και πολλούς των περί αυτόν να επιστρέψουν εις το τουρκικόν στρατόπεδον. Όθεν παρακαλώ την Σεβ. Διοίκησιν να έλθη αμέσως με διαταγή να στρατολογήση ο ρηθείς χιλίαρχος Γιαννάκης Φιλιππίδης στρατιώτας 120 και να μείνη υπό την οδηγίαν μου, ως τον υπεσχέθην και μ’ υπεσχέθη.
Χθες προς το εσπέρας οι περί τον Ρούκην επλησίασαν, έως ένα τέταρτον της ώρας μακράν των εχθρών, στρατοπεδεύσαντες, και αν είχαμεν πτυάρια και αξίνας ηθέλαμεν τους πολιορκήσει, ιππείς όντας, εις αυτό το εις την πεδιάδα στρατόπεδόν τους. Αλλ’ έως ταύτην την ώραν μήτε σαλεύουν. Φοβούμαι ότι θα αναχωρήσουν. Τον Οδυσσέα, λυτόν ή δεμένον θα πάρουν μαζί τους, νομίζω. Εδιώρισα τον μεν στρατηγόν Κατσικογιάννην να πιάση τα στενά του χωρίου Μαρτίνου, δια να μην επιστρέψουν εις Εύριπον· τους δε Νάκον Πανουργιάν και Γεωργάκην Δυοβουνιώτην
να πιάσουν τα Βασιλικά, δια να μη φύγουν εις Ζητούνιον και αποφύγουν την οργήν των Ελλήνων. Ημείς είμεθα έτοιμοι ν’ ακολουθήσωμεν τα ίχνη των. Αλλά ψωμία, φυσέκια και φτυάρια το γληγορώτερον, χωρίς να λείψουν τα σιτηρέσια, αν θέλετε να ιδήτε θαύματα. Αν πάλι επιθυμήτε να μείνουν αι καλλίτεραι της Ελλάδος επαρχίαι υπό την μάχαιραν του Οδυσσέως και την Δεσποτείαν του Σουλτάνου, αι τότε!…
2 Απριλίου 1825, Ταλάντι.
Ο στρατηγός Ιωάννης Γκούρας».