Αι λυγεραίς της ξενητειάς
Αἱ Λυγεραὶς τῆς Ξενητειᾶς Συγγραφέας: |
Από την ποιητική συλλογή Αγροτικά |
κ. Γ.Δ. Ζαχρήστῳ
-Στρῶστε, κορίτσια, τὸ χορό, στρῶστε καὶ τὸ τραγοῦδι,
Γιατ' εἶμαι ξένος καὶ θὰ ἰδῶ νὰ πάω νὰ μολογήσω.
Ἔμπα, Μαρούσω γαλανή, καὶ πιάσου πρώτη-πρώτη,
Καὶ τράβα τὸ λεβέντικο 'ςτοῦ Νάκα τὸ τραγοῦδι,
Πάρε σὺ Λένη τὸ Σταθᾶ, σὺ Βάγγιω τὸ Μηλιώνη,
Ἡ κλειστοφρύδω ἡ Αναστασιὰ τὸ Γέρω-Πάλλα ἄς πάρῃ,
Ἣ Φωτεινὴ τὰ Σάλωνα, τὴν Ποταμιὰ ἡ Φροσύνη,
Ἣ ὤμορφ' ἡ Βασιλικὴ τὸ Μάλωμα τοῦ Ολύμπου,
Καὶ σὺ Παναγιωτοῦλά μου, ξανθὴ καὶ μαυρομμάτα,
Πάρε τὸ πόδι τ' ἀλαφιοῦ, τοῦ λουλουδιοῦ τὴ χάρι,
Πάρε τὸ μάτι τοῦ ἀητοῦ καὶ τ' ἀηδονιοῦ τὸ στόμα,
Καὶ πιάσου, τράβα τὸ συρτό, καὶ πὲς ἕνα τραγοῦδι,
Τραγοῦδι μὲ παράπονο, τῆς ξενητειᾶς τραγοῦδι.
Καὶ μπαίν' ἡ κόρη 'ςτὸ χορὸ καὶ τραγουδάει καὶ λέει:
-Σ' ἐχάρηκεν ἡ ξενητειὰ δώδεκα ἀκέρῃα χρόνια,...
Τώρα νὰ φύγῃς, ξένε μου, 'ςτὸν τόπο σου νὰ 'παγῃς.
Ἄλλοι σὲ καρτεροῦν ἐκεῖ• τὤμορφο τὸ χωριό σου,
Οἱ γκαρδιακοὶ οἱ φίλοι σου, οἱ γέροι οἱ γονιοί σου,
Σὲ καρτερεῖ τόσον καιρὸ κ' ἡ δόλια σου ἡ ἀγάπη.
Κ' ἐκεῖ σὰν πᾷς, μὴ λησμονᾷς νὰ 'μολογήσῃς, ξένε,
Ποῦ ἂν τὸ ψωμὶ τῆς ξενητειᾶς εἶνε πικρὸ φαρμάκι,
Εἶν' τὰ κορίτσια της γλυκὰ καὶ τὸ φιλί τους μέλι.
Κ' ἐκεῖ ποῦ σέρνουν τὸ χορὸ περνοῦν ἀπὸ 'μπροστά του,
Καὶ τὸν φιλοῦν ἀραδαριὰ 'ςτὰ χείλη τὰ πικρά του.