Αθώοι φόβοι

Από Βικιθήκη
Ἀθῷοι φόβοι
Συγγραφέας:


ΠΑΙΔΙ. Θέλω τὴ μάνα.
ΠΑΤΕΡΑΣ. Ἐπέταξε καὶ στ' ἄστρα πάει νὰ ζήσῃ.
ΠΑΙΔ. Πῶς τόσο μάκρος ἄρρωστη δυνήθηκε νὰ σχίσῃ;
ΠΑΤ. Ἔχουν φτερούγαις ἡ ψυχαίς.
ΠΑΙΔ. Γιατὶ δὲν ταῖς ἁπλόνει
Τότε ἡ δική μας, μὴν αὐτὴ τρέξῃ τ' ἀστέρια μόνη;
ΠΑΤ. Δὲν εἶναι μόνη· γύρω της φτεροκοποῦν ἀγγέλοι.
ΠΑΙΔ. Ἄν ἄγγελό της μ' ἔλεγε, κοντά της θὰ μὲ θέλῃ.
ΠΑΤ. Ὤ! δίχως κάλεσμα Θεοῦ, ψηλὰ κἀνεὶς δὲν πάει.
Κοιμήσου τώρα· ἡσύχασε.
ΠΑΙΔ. Καὶ ποιός μοῦ τραγουδάει;
ΠΑΤ. Ἐγώ, πουλάκι μου.
ΠΑΙΔ. Ἐσὺ κλαῖς.
ΠΑΤ. Ὄχι· 'ς ἐμὲ ἀπιθώσου.
«Ζάχαρη νἆναι ὁ ὕπνος σου καὶ μέλι τ' ὄνειρό σου.»
ΠΑΙΔ. Νυστάζω. Ἀπὸ τὸ πλάγι μου καθόλου μὴ σπαράξῃς.
Δός μου τὸ χέρι – σκιάζομαι μήπως καὶ σὺ πετάξῃς.