Αθηναϊκά γράμματα - Το θέατρο που τελειώνει

Από Βικιθήκη
Αθηναϊκά γράμματα - Το θέατρο που τελειώνει
Συγγραφέας:
περιοδικό «Νεά Ζωή», τεύχος 37, σελ. 660-661, 1907


ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟΝ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ

Ἀθῆναι 15 Σεπτεμβρίου 1907.

Ἡ τέντα ἡπλώθη ἐπάνω ἀπὸ τὰ θερινὰ θέατρα, ὡς πελώριον πρόγραμμα τῆς προσεγγίσεως τοῦ χειμῶνος. Πραγματικῶς ὁ χειμὼν ἔρχεται ἤδη. Εἰς τὰς Ἀθήνας ὄχι πλέον οἱ γεροντότεροι, ἀλλὰ καὶ οἱ νεώτεροι Ἀθηναῖοι, ἐνθυμοῦνται πρὸ ὀλίγου ἀκόμη, τὰ καλοκαίρια παρατεινόμενα πολύ, ἔως τὸν Ἅγιον Δημήτριον. Πρὸ ὀλίγων ἀκόμη ἐτῶν ἐνθυμούμεθα ὅλοι τὸν θίασον Ταβουλάρη παίζοντα ἔως τὰς 20 Ὀκτωβρίου εἰς τὸ ὕπαιθρον. Τώρα ὅλα μετεβλήθησαν καὶ καθὼς πλέον ὅλα εἶναι γρήγωρα καὶ βιαστικά, ἔρχεται γρήγωρος καὶ βιαστικὸς καὶ ὁ χειμών. Τὸ αὐτοκίνητον, διασχίζον ὡς βολὴ τὰς ἀποστάσεις, γίνεται πλέον σύμβολον καὶ τῆς φύσεως ἀκόμη. Καὶ μολονότι μόλις ἐφθάσαμεν εἰς τὸ μέσον τοῦ πρώτου φθινοπωρινοῦ μηνὸς καὶ ἔχομεν θαυμάσια χλωμὰ ἀπογεύματα καὶ, ὑπέροχα δροσοστάλακτα βράδυα, αἱ νύκτες εἶναι ἤδη ψυχραὶ καὶ τὰ θέατρα ἠναγκάσθησαν ν’ ἁπλώσουν ἐπάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια των θεατῶν αὐτὰ τὰ ἀπέραντα πανιὰ τὰ ὁποῖα δίδουν εἰς τὸ θέατρον ὄψιν τεραστίου ὑπερωκεανείου. Τελειώνει λοιπὸν τὸ θέρος καὶ μαζῆ του τελειώνει καὶ ἡ θερινὴ καλλιτεχνικὴ καὶ ἐν γένει πνευματικὴ κίνησις.

Διότι ἀντιθέτως ἀπὸ ὅ, τι συμβαίνει ἀλλοῦ εἰς τὰς Ἀθήνας ἔχομεν ζωηροτέραν τὴν κίνησιν αὐτὴν τὸ καλοκαῖρι ἀπὸ τὸν χειμῶνα. Ὁ Ταὶν συνεβούλευσε τοὺς επισκεπτομένους τὴν Ἰταλίαν νὰ τὴν ἰδοῦν τὸ καλοκαῖρι καὶ νὰ τὴν ἀκοῦσουν τὸν χειμῶνα. Μὲ αὐτὸ ἤθελε νὰ εἴπῃ ὅτι τὸ καλοκαῖρι ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ μελετήσῃ τὴν Ἰταλίαν εἰς τὴν μόνωσιν καὶ τὴν ἀκινησίαν τῶν μνημείων της, ἐνῶ τὸν χειμῶνα ἠμπορεῖ νὰ παρακολουθήσῃ τὴν θεατρικὴν καὶ τὴν φιλολογικήν της κίνησιν. Εἰς τὰς Ἀθήνας συμβαίνει τὸ ἀντίθετον. Τὸ καλοκαῖρι καθὼς ἐκχύνεται ὁ κόσμος εἰς τὸ ὕπαιθρον, ὅλα πέρνουν ζωὴν καὶ ὅλα κινοῦνται καὶ ὅλα προκαλοῦν τὸ ενδιαφέρον. Εἰς τὰς μακρὰς ὥρας τοῦ ἀπογεύματος, ὁ Ἀθηναῖος καὶ πρὸ πάντων ἡ Ἀθηναία, διαβάζουν μεταξὺ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως. Τὸ βράδυ παντοῦ ἐκτελεῖται μουσική, καὶ τὴν νύκτα δέκα θέατρα προσκαλοῦν τοὺς θεατάς. Καὶ εἶναι μὲν ἀλήθεια ὅτι πολλοὶ Ἀθηναῖοι φεύγουν εἰς τὰς ἐξοχὰς εἰς τὰ νησιὰ καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην, ἀλλὰ ἡ ἀποζημίωσις ἔρχεται ἱκανοποιητική. Τὸ ἐσωτερικὸν μᾶς στέλλει τοὺς Ἕλληνάς του, καὶ αἱ ἐπαρχίαι μας ἀποβιβάζουν κάθε πρωῒ μὲ σιδηροδρόμους καὶ μὲ ἀτμόπλοια κυρίας μὲ καπέλλα τεράστια, μὲ πτερὰ καὶ μὲ μικρὰς χονδρὰς ἁλυσσίδας, καὶ ἄνδρας οἱ ὁποῖοι παραπονοῦνται ὅτι ἡ πρωτεύουσα ἀπορροφᾶ τὰς ἐπαρχίας καὶ ὅμως ἔρχονται εἰς τὰς Ἀθήνας διὰ νὰ συντελέσουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὴν ἀπορρόφησιν.

Ἡ ζωηροτέρα ἐκδήλωσις τῆς πνευματικῆς καὶ κοσμικῆς κινήσεως τοῦ θέρους εἶναι πάντοτε τὰ θέατρα. Ὁ χειμὼν δὲν εἶναι πλέον ἡ θεατρικὴ ἐποχὴ τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὸ Βασιλικὸν θέατρον δὲν κατώρθωσε νὰ τὴν κάμη τοιαύτην, ἀνοήτως ἐξ ἀρχῆς διοικηθέν. Ὁ Ἀθηναῖος δὲν ἀφήνει τὴν ἄνεσιν τοῦ σπητιοῦ, τὴν ἀπόλαυσιν τῆς φωτιᾶς, τὴν εὐχαρίστησιν τῆς συντροφιᾶς καὶ τοῦ μάους καὶ τοῦ πόκερ διὰ νὰ ἐκστρατεύσῃ μὲ βροχήν, χιόνι ἢ ὑγρασίαν ν’ ἀνακαλύψῃ τὸ Βασιλικὸν θέατρον εἰς μίαν ἀπόκεντρον γωνίαν τῆς πόλεως. Καὶ ἂν ἐξαιρέσῃ κανεὶς ὀλίγας «πρώτας» καὶ τὸ πέρασμα ξένων καλλιτεχνικῶν ἀστέρων, ἡ χειμερινὴ θεατρικὴ ἐποχὴ περνᾶ χωρὶς ενδιαφέρον, χωρὶς κίνησιν.

Ἀλλ’ ἡ ἀποζημίωσις ἔρχεται τὸ καλοκαῖρι. Ὅλαι αἱ μάνδραι τῶν Ἀθηνῶν κινδυνεύουν πλέον νὰ γίνουν θέατρα καὶ δὲν ὑπάρχει ἠθοποιός, πλανώμενος εἰς τὰ μακρυνότερα σημεῖα τῆς Ἑλληνικῆς ὑδρογείου, ὁ ὁποῖος νὰ μὴ ὀνειροπολῇ νὰ παίξῃ τὸ καλοκαῖρι εἰς τὰς Ἀθήνας. Διότι πραγματικῶς τὸ «παίξιμον» ἑνὸς νέου ἔργου εἰς τὰς Ἀθήνας αὐτὴν τὴν ἐποχήν, πέρνει τὰς διαστάσεις πανηγυριοῦ Ἂν ὁ συγγραφεὺς εἶναι γνωστὸς καὶ ἡ προηγουμένη του ἐργασία ἐμπνέει ἐμπιστοσύνην τὸ θέατρον γεμίζει ἀπὸ ὅλον τὸν πνευματικὸν κόσμον των Ἀθηνῶν καὶ ὁ ἠθοποιὸς ἔχει τὴν εὐχαρίστησιν νὰ παίζῃ ἐμπρὸς εἰς κοινὸν τὸ ὁποῖον δὲν εἶνε ἐκλεκτόν διότι ζητεῖ τὰς πρώτας θέσεις καὶ πλειοδοτεῖ εἰς τὰς τιμὰς των εἰσητηρίων καὶ ἔρχεται εἰς τὸ θέατρον φορτωμένον δακτυλύδια καὶ διαμαντικὰ, ἀλλ’ εἶνε ἐκλεκτὸν διότι παρακολουθεῖ, ἐννοεῖ, σκέπτεται καὶ κρίνει. Ἔχομεν τώρα κυρίας ποῦ διαβάζουν ποῦ πηγαίνουν εἰς τὸ θέατρον καὶ χειροκροτοῦν καὶ ἐνθουσιάζονται. Μερικὰ βράδυα τὸ ἀκροατήριον τοῦ Ἀθηναϊκοῦ θεάτρου γίνεται τὸ ἀνώτερον πνευματικὸν κριτήριον τοῦ τόπου. Αὐτὸ εἶναι ἤδη κἄτι τι.

Κ’ ἐφέτος ἐξαιρετικῶς ἐδόθησαν αἱ εὐκαιρίαι αὐταὶ εἰς τὸ Ἀθηναϊκὸν κοινόν. Δύο θίασοι ἐκλεκτοὶ ὑπὸ τὸν κ. Σαγιὼρ εἰς τὴν «Νέαν Σκηνὴν» ὑπὸ τὸν κ. Βονασέραν εἰς τὸ «Σύνταγμα» ἔδωκαν νέα ἔργα προκαλέσαντα ζωηρότατον τὸ ενδιαφέρον, ἔργα διαφόρου βέβαια θεατρικῆς ὑφῆς, ἄλλου εἴδους τὸ καθένα, συναντηθέντα ὅμως εἰς τὴν ἐπιτυχίαν. Εἰς τὴν «Νέαν Σκηνὴν» ἔδωκαν σειρὰν τριάντα πέντε παραστάσεων «Τὰ Παναθήναια», Ἀθηναικὴ ἐπιθεώρησις τοῦ κ. Μπάμπη Ἀννίνου καὶ τοῦ ὑπογράφοντος τὸ ἄρθρον αὐτό. Εἰς τὰ «Παναθήναια» ἐκάμαμεν μίαν σατυρικὴν ἐπιθεώρησιν τῶν συγχρόνων Ἀθηναϊκῶν γεγονότων, μὲ γραμμὰς χονδρὰς, κτυπητῆς καὶ ἐντυπωτικῆς σατύρας.

Ἡ κριτικὴ τῶν ἐφημερίδων δὲν ὑπῆρξεν εὐνοϊκὴ πρὸς τὸ ἔργον αὐτό· τὸ κοινὸν ὅμως τοῦ ἐξεδήλωσε ζωηρωτάτην συμπάθειαν καὶ ἐπὶ τριάντα πέντε παραστάσεις ὅλαι αἱ Ἀθῆναι παρήλασαν ἀπὸ τὴν «Νέαν Σκηνὴν» χειροκροτοῦσαι, ξεκαρδιζόμεναι εἰς τὰ γέλοια, ζητοῦσαι ἐπανάληψιν τῶν μᾶλλον κτυπητῶν σκηνῶν. Ἐδόθη εἰς τὸ ἴδιον θέατρον καὶ «Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἡμέρας» φάρσα τοῦ κ. Μωραϊτίνη, συγγραφέως τοῦ «Μαραθωνίου Δρόμου». Ὁ εὐφυὴς χρονογράφος τοῦ «Ἐμπρὸς» δὲν εἶχε εἰς τὸ δεύτερον ἔργον του τὴν ἐπιτυχίαν τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰς τὸ πρῶτον. Ὁ «Ἄνθρωπος τῆς ἡμέρας» ἐπανελήφθη δέκα φορὰς καὶ ἐσταμάτησε. Τρεῖς κωμῳδίαι τοῦ κ. Δεληκατερίνη, μονόπρακτοι, ἔκαμαν καὶ αὐταὶ πολὺ καλὰ τὸ μέρος των εἰς τὴν θεατρικὴν περίοδον τῆς «Νέας Σκηνῆς, τῆς ὁποίας ὅμως πραγματικὴ θεατρικὴ ἐπιτυχία ἀπομένουν τὰ «Παναθήναια» ζητούμενα διαρκῶς ἀπὸ τὸ κοινὸν, τὸ ὁποῖον εὑρῆκεν ὀλίγας καὶ τὰς τριάντα πέντε παραστάσεις.

Ὁ θίασος τοῦ κ. Βονασέρα, περιλαμβάνων στοιχεῖα μᾶλλον δραματικὰ, ἔδωκε περισσότερον δράματα παρὰ κωμῳδίας. Ἔπειτα ἀπὸ δύο τρία ξένα ἔργα εἰς τὰ ὁποῖα ὁ θίασος ἐσημείωσεν ἐπιτυχίας καὶ ἐκτελέσεως καὶ εἰσπράξεων ἦλθεν ἡ σειρὰ τῶν ἑλληνικῶν. Ὁ λεπτοτέχνης τοῦ ὕφους καὶ των ἰδεῶν ὁ Νιρβάνας, ἔδωκεν εἰς αὐτὸ τὸ δράμα του «Ὁ Ἀρχιτέκτων Μάρθας» ἐνώπιον τοῦ ἐκλεκτοτέρου πνευματικοῦ κοινοῦ τῶν Ἀθηνῶν. Καὶ ὁ «Ἀρχιτέκτων Μάρθας» ἔκαμε τὴν ἐντύπωσιν ποῦ ἐπεριμένετο. Ὁ συγγραφεύς του συνεκράτησε τὸ ενδιαφέρον τοῦ κοινοῦ μὲ χαρακτῆρας δυνατοὺς καὶ μὲ φράσιν λεπτὴν τὴν φράσιν ποῦ γράφει πάντοτε ὁ ὡραῖος αὐτὸς χειριστὴς τοῦ ὕφους. Καὶ ταὐτοχρόνως σχεδὸν ἐδόθη εἰς τὸ ἴδιον θέατρον ἡ «Βασίλλισσα Σαββά» δραμάτιον τοῦ ὑπογράφοντος τὰς γραμμὰς αὐτάς. Δὲν ἐπιτρέπεται βεβαίως εἰς ἐμὲ νὰ γράψω περὶ ἔργου τὸ ὁποῖον φέρει τὸ ὄνομά μου. Δὲν εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ κατηγορηθῶ ὅτι περιαυτολογῶ, ἂν περιορισθῶ εἰς τὴν σημείωσιν γεγονότων, ὅτι δηλαδὴ ὅλαι αἱ πνευματικαὶ Ἀθῆναι κατέκλυσαν τὸ θέατρον κατὰ τὴν πρώτην παράστασιν, ὅτι ὁ συγγραφεὺς ἐπὶ τρεῖς ἐσπέρας ἐκαλεῖτο ἐπανειλημμένως εἰς τὴν σκηνὴν, καὶ ὅτι τὴν ἑπομένην οὔτε μία ἀντίθετος γνώμη δὲν ἦλθε νὰ ταράξῃ τὴν ὁμοφωνίαν τοῦ τύπου ἐνθουσιωδῶς ἐκφραζομένου.

Καὶ τέλος ἀπὸ προχθὲς ὁ θίασος Βονασέρα δίδει ἕνα νέον ἔργον «Ὁ γυιὸς τοῦ Ἴσκιου» πρῶτον θεατρικὸν ἔργον ἑνὸς νέου συγγραφέως τοῦ κ. Σπ. Μελᾶ, ὁ ὁποῖος εἰσέρχεται θριαμβευτικῶς εἰς τὸ θέατρον. Ὁ κ. Μελᾶς ἐπῆρε κἄποιαν μακρυνὴν ἀπήχησιν ἑλληνικῶν παραδόσεων, τὴν μετέβαλεν ὅπως τοῦ ἐχρειάζετο καὶ μᾶς ἔδωκεν ἕνα δράμα περισσότερον ποιητικὸν παρὰ πραγματικὸν, ἀλλὰ μὲ τόσην ψυχὴν, Ἑλληνικὴν ψυχὴν μέσα του, ὥστε νὰ μᾶς τινάξῃ τὸν συγγραφέα του ψηλὰ πολὺ ψηλὰ εἰς τὴν ἐκτίμησίν μας. Νεώτατος ὁ κ. Μελᾶς μᾶς ἔδειξε θεατρικὴν καὶ ποιητικὴν δύναμιν ἀσυνήθη. Σήμερον εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς ἡμέρας εἰς τὰς Ἀθήνας, ἐνῷ χθὲς ἀκόμη δὲν τὸν ἐγνώριζε κανείς. Εἰς τὸ θέατρον κάθε βράδυ ζητεῖται εἰς τὴν σκηνὴν καὶ δέχεται συγχαρητήρια καὶ ἄνθη. Αἱ κυρίαι ζητοῦν νὰ τὸν γνωρίσουν· τὸ ἔργον του ἦλθε κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ οἱ ἀκροαταὶ ἀφοῦ κρατήσουν εἰς ὅλην τὴν πρᾶξιν τὴν ἀναπνοήν των ξεσποῦν ἔπειτα εἰς ἀτελείωτα χειροκροτήματα.

Εἰς αὐτὰς τὰς ἐπιτυχίας τῶν δύω θεάτρων, πρέπει νὰ προσθέσωμεν καὶ ἐπιτυχίας ἄλλων Ἑλληνικῶν ἔργων, λαϊκωτέρων αὐτῶν, εἰς τὰ λαϊκώτερα θέατρα, τῆς «Νεαπόλεως» καὶ τοῦ «Ἀθηναίου». Εἰς τὴν «Νεάπολιν ἔδωκεν ὁ κ. Δημητρακόπουλος τοὺς «Βασιλεῖς ἐν Ἐξορίᾳ» τελευταῖον δράμα τοῦ Ὀθωνικοῦ κύκλου, νέον διὰ τὰς Ἀθήνας. Καὶ μολονότι γενικῶς ἐκρίθη ὅτι τὸ ἔργον αὐτὸ εἶνε τὸ καλλίτερον ἀπὸ ὅσα ἐγράφησαν διὰ τὰς περιπετείας των πρώτων βασιλέων, καὶ μολονότι εὐκολωτάτη ὑπῆρξεν ἡ γνώμη τῶν ἐφημερίδων δὲν κατωρθώθη μεγάλη σειρὰ παραστάσεων, πιθανώτατα ἕνεκα τοῦ κόπον πλέον τοῦ κοινοῦ, ἀπέναντι τῶν Ὀθωνικῶν δραμάτων. Τοὐναντίον ἄλλο δράμα τοῦ κ. Ποταμιάνου αὐτό «Ὁ Κολοκοτρώνης εἰς θάνατον» σκηνοποιηθεῖσα ἱστορία τῆς καταδίκης τοῦ μεγάλου Πελοποννησίου στρατηγοῦ ἔφθασε τὰς εἴκοσι παραστάσεις πρὸ κοινοῦ τὸ ὁποῖον ἐτραβοῦσαν αἱ μεγάλαι πατριωτικαὶ φράσεις καὶ. τα ἱστορικὰ εἰρωνικώτατα ρητὰ τοῦ Γέρου τοῦ Μωρηᾶ.

Τώρα τα θέατρα κλείουν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Οἱ θίασοι ἑτοιμάζουν τὰς ἀποσκευάς των διὰ τὰ τέσσαρα σημεῖα τοῦ Ἑλληνικοῦ κόσμου. Καὶ ταυτοχρόνως τὸ «Βασιλικὸν θέατρον» καταρτίζει τὸ πρόγραμμά του, εἰς τὸ ὁποῖον καθὼς λέγεται, κατωρθώθη νὰ συγκεντρωθοῦν ἐφέτος τα ὀνόματα τῶν καλλιτέρων δραματικῶν μας συγγραφέων. Ἀλλὰ τοῦ Βασιλικοῦ ἡ ἐπιτυχία ἐξαρτᾶται ἰδίως ἀπὸ τὸν καιρόν. Ἄν ὁ χειμών εἶναι ἐπιεικὴς τὸ Βασιλικὸν θὰ θριαμβεύσῃ. Ἄν ἔχωμεν τὸν περισινὸν Πολικὸν χειμῶνα, ὁ κ. Βλάχος δὲν θὰ μείνῃ εὐχαριστημένος. Τὸ μέλλον εἶνε ἄδηλον. Αὐτὴν τὴν φορὰν διὰ τὸ Βασιλικὸν θέατρον περισσότερον πρέπει νὰ ἐρωτᾶται ὁ διενθυντὴς τοῦ Ἀστεροσκοπείου, ἀπὸ τὸν διευθυντὴν τοῦ Βασιλικοῦ θεάτρου.

Γ. Β. ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΣ