Αθηναΐς/Α/4/Ο λιθοξόος

Από Βικιθήκη
< Αθηναΐς‎ | Α‎ | 4
(Ανακατεύθυνση από Αθηναΐς/A/4/Ο λιθοξόος)
Ἀθηναΐς-Ἔτος Α΄, τεῦχος 4
Συγγραφέας:
Ὁ λιθοξόος (μυθολογικὴ παράδοσις)


Ο ΛΙΘΟΞΟΟΣ.
(Ἰαπωνικὴ παράδοσις).

Ἔζη ποτὲ ἐν Ἰαπωνίᾳ πτωχός τις λιθοξόος, ἐργάτης ἐν λατομείῳ· ἡ ἐργασία του ἦτο βαρεῖα· εἰργάζετο πολὺ καὶ δὲν ἐκέρδιζε σχεδὸν τίποτε·—τέλος δὲν ἦτο ηὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν τύχην του.

«Νὰ ἐγινόμην ποτὲ πλούσιος, ὥστε νὰ ἀναπαύομαι καὶ ἐγὼ ἐπὶ ψιαθῶν κεκαλυμμένων διὰ μαλακῶν μεταξωτῶν καλυμμάτων!»

Τοιαύτη ἦτο ἡ πρὸς τὸν οὐρανὸν εὐχή του. Πνεῦμα τι τὸν ἤκουσε. Καὶ μετ’ οὐ πολὺ, «Γεννηθήτω τὸ θέλημά σου τοῦ εἶπε τὸ πνεῦμα», καὶ ὁ λιθοξόος μας ἐγένετο πλούσιος καὶ ἀνεπαύετο ἐπὶ ψιαθῶν κεκαλυμμένων διὰ μεταξωτῶν ὑφασμάτων.

Ἡμέραν τινα διήρχετο ὁ αὐτοκράτωρ πρὸ τῆς οἰκίας του. Πεζοὶ καὶ ἱππεῖς σαλπιγκταὶ, τρέχοντες πρὸ αὐτοῦ, ἀνήγγελλον τὴν παρουσίαν του καὶ ἄνθρωποι χρυσῷ ἐνδεδυμένοι ἐκράτουν χρυσοῦν ἀλεξήλιον διὰ νὰ προφυλάττωσι τὸν αὐτοκράτορα ἀπὸ τὴν θερμότητα τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου.

—«Τί μοῦ χρησιμεύει νὰ ἦμαι πλούσιος, ἐψιθύρισεν ὁ τέως λιθοξόος ἀφ’ οὗ δὲν ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ ἐξέρχωμαι μὲ τοιαύτην συνοδείαν! Διατί νὰ μὴ ἦμαι αὐτοκράτωρ;»

—Θὰ γίνῃς τὸ εἶπε τὸ πνεῦμα.

Καὶ τῷ ὄντι ἐγένετο. Πεζοὶ καὶ ἱππεῖς σαλπιγκταὶ, τρέχοντες πρὸ αὐτοῦ, ἀνήγγελλον τὴν παρουσίαν τοῦ (τέως λιθοξόου) αὐτοκράτορος καὶ ἄνθρωποι χρυσῷ ἐνδεδυμένοι ἐκράτουν χρυσοῦν ἀλεξήλιον διὰ νὰ προφυλάττωσι τὸν αὐτοκράτορα ἀπὸ τὴν θερμότητα τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου. ἥλιος ἐν τούτοις διὰ τῶν θερμῶν αὐτοῦ ἀκτίνων ἐξήραινε τὰς πεδιάδας καὶ αἱ κονιώδεις ὁδοὶ ἀντενάκλων τὴν λάμψιν τῶν ἀκτίνων καὶ ἐκούραζον τὴν ὅρασιν.

—«Τί μὲ ὠφελεῖ νὰ ἦμαι αὐτοκράτωρ, ὅταν ὁ καύσων τῆς ἡμέρας μὲ καταβαρύνει καὶ ὁ ἥλιος δὲν παύει νά ἐπενεργῇ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου, εἰπέ μου, νὰ ἦμαι ἥλιος, μάλιστα!»

—Ἔσο κατὰ τὸ θέλημά σου, εἶπε τὸ πνεῦμα.

Καὶ ἔγινεν ἥλιος καὶ ἤρχισε νὰ ἐκτοξεύῃ τὰς ἀκτῖνας του δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ὁλόγυρά του.

Καὶ ἔκαιε τὰ χόρτα τῆς γῆς καὶ τὰ πρόσωπα τῶν βασιλέων, ὅτε…νεφέλη τις ἐνιδρύθη μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς γῆς· ἡ νεφέλη αὕτη ἀντενάκλα τὰς ἀκτῖνας του καὶ τὰς ἠμπόδιζε νὰ κατέρχωνται μέχρι τῆς γῆς.

—«Ἰδοὺ ὁ ἰσχυρός! ἀνέκραξεν ὁ ἥλιος· εἶναι λοιπὸν τόσῳ ἰσχυρὰ ἡ νεφέλη αὕτη, ὥστε νὰ καταβάλλῃ τὴν ἰσχύν μου. Τότε καλλίτερα νά ἤμην νεφέλη».

—Οὐδεὶς σὲ κρατεῖ! εἶπε τὸ πνεῦμα.

Καὶ πάραυτα ἡ μεταμόρφωσις περατοῦται καὶ τὸ νέον νέφος τοποθετεῖται μεταξὺ ἡλίου καὶ γῆς καὶ τόσον ἐπιτυχῶς ἀντανακλᾷ τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας ὥστε ἡ γῆ χάνεται εἰς τὴν σκιάν του.

Μετ’ ὀλίγον σταγόνες ὕδατος ὑπερμεγέθεις ἔπιπτον ἐκ τοῦ νέφους εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ τὰς πόλεις καί ῥύακες καὶ ποταμοὶ καὶ χείμαρροι ὑπερπληρωθέντες ῥέουσι μετὰ τοσαύτης ὁρμῆς, ὥστε οὐδὲν ἀνθίσταται εἰς αὐτά.

Οὐδὲν πλέον ἀνθίστατο εἰς τὴν ὁρμὴν τῆς πλημμύρας· εἷς μόνον βράχος τὴν ἀντέκρουε· ἔμενεν ἀκίνητος.

Ἡ ἐπιμονὴ του δὲν διέφυγε τὴν ὀξυδέρκειαν τοῦ (τέως ἡλίου καὶ ἄλλοτε λιθοξόου) νέφους.

—«Εἷς βράχος λοιπὸν, λέγει παραπονούμενον, εἷς βράχος θὰ μοὶ γίνῃ νόμος; ἤθελα νὰ ἦμαι εἰς τὴν θέσιν του».

—Ἔσο, εἶπε τὸ πνεῦμα.

Καὶ ἰδοὺ, ὁ ἄλλοτε λιθοξόος, βράχος ἀπόκρημνος, ἀκλόνητος ἀναίσθητος εἰς τὸ θάλπος τοῦ ἡλίου καὶ ἀδιάφορος εἰς τὰς βροχὰς, τοὺς χειμάῤῥους καὶ τας συγκρούσεις τῶν κυμάτων.

Ἐν τούτοις διέκρινε παρὰ τοὺς πόδας του ἄνθρωπον πτωχοῦ ἐξωτερικοῦ πλὴν ὡπλισμένον διὰ λοστοῦ καὶ σφυρίου· καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δι’ ἀλλεπαλλήλων κτυπημάτων ἔθραυε τὰ πλευρὰ τοῦ βράχου, κόπτων ἀπαύστως ὄγκους λίθου ἀκατεργάστου διὰ νὰ τοὺς διασκευάσῃ κατόπιν εἰς λίθους οἰκοδομησίμους.

—«Τί εἶναι τοῦτο πάλιν; ἀνέκραξεν. Ἕνας κουρελιάρης, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ κόπτῃ ὄγκους ἐκ τῶν πλευρῶν μου; Τότε νὰ γίνω ὡς αὐτός!»

—Γεννηθήτω τὸ θέλημά σου! εἶπε τὸ πνεῦμα.

Καὶ κατέστη ὡς ἄλλοτε πτωχὸς λιθοξόος, ἁπλοῦς ἐργάτης ἐν λατομείῳ· ἡ ἐργασία του ἦτο βαρεῖα· εἰργάζετο πολύ, καὶ δὲν ἐκέρδιζε σχεδὸν τίποτε.

Ἀλλ’ ἤδη ἦτο ηὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν τύχην του.

ΑΙΣΩΠΟΣ.