Αισώπου Μύθοι/Αετός τα πτερά τιλθείς και αλώπηξ
Αἰσώπου Μῦθοι Ἀετὸς τὰ πτερὰ τιλθείς καὶ ἀλώπηξ |
Ποτὲ ἀετὸς ἑάλω ὑπ’ ἀνθρώπου. Τούτου δὲ τὰ πτερὰ ὁ ἄνθρωπος κόψας ἀφῆκε μετὰ τῶν ὀρνίθων ἐν οἴκῳ εἶναι. Ὁ δὲ ἦν κατηφὴς καὶ οὐδὲν ἤσθιεν ἐκ τῆς λύπης, ὅμοιος δὲ ἦν βασιλεῖ δεσμώτῃ. Ἕτερος δὲ τις τοῦτον ὠνησάμενος καὶ τὰ πτερὰ ἀνασπάσας καὶ μύρῳ χρίσας ἐποίησε πτερῶσαι. Ὁ δὲ πετασθεὶς καὶ τοῖς ὄνυξι λαγωὸν ἁρπάσας ἤνεγκεν αὐτῷ δῶρον. Ἀλώπηξ δὲ ἰδοῦσα εἶπεν· «Μὴ τούτῳ δίδου, ἀλλὰ τῷ πρώτῳ, ὅτι ὁ μὲν φύσει ἀγαθός ἐστιν· ἐκεῖνον δὲ μᾶλλον ἐξευμενίζου, μή πως πάλιν λαβών σε τῶν πτερῶν ἐρημώσῃ.»
Ὅτι δεῖ χρηστὰς ἀμοιβὰς τοῖς εὐεργέταις παρέχειν, τοὺς πονηροὺς δὲ φρονίμως τροποῦσθαι.
Στα νέα Ελληνικά
[Επεξεργασία]Έναν αετό έπιασε ένας άνθρωπος, ο οποίος του μάδησε τα φτερά και τον έβαλε μαζί με τις κότες του σπιτιού του. Ο αετός είχε το κεφάλι κάτω και δεν έτρωγε από τη λύπη του. Έμοιαζε με βασιλιά αιχμάλωτο. Ένας άλλος άνθρωπος τον αγόρασε, τον περιποιήθηκε· τραβώντας τα φτερά του και αλείφοντάς τα με μύρο, τον έκανε να ξαναβγάλει φτερά. Έτσι ο αετός μπόρεσε να ξαναπετάξει, έπιασε έναν λαγό και τον έφερε δώρο στον καλό εκείνον άνθρωπο που τον ελευθέρωσε. Μια αλεπού όμως που είδε τι έγινε, του είπε: μη δίνεις δώρα σ' αυτόν, γιατί ούτως ή άλλως είναι καλός. Στον πρώτο δώσε δώρα, τον κακό που σε σκλάβωσε, για να τον καλοπιάσεις, μην τυχόν σε ξαναπιάσει και σου ξανακόψει τα φτερά.