Αίγες

Από Βικιθήκη


Αἶγες
Κωμῳδία



Meineke 1, 1 (Google)

Βοσκόμεθ' ὕλης ἀπὸ παντοδαπῆς, ἐλάτης πρίνου κομάρου τε πτόρθους ἁπαλοὺς ἀποτρώγουσαι, καὶ πρὸς τούτοισί γε θαλλόν, κύτισόν τ' ἠδὲ σφάκον εὐώδη, καὶ σμίλακα τὴν πολύφυλλον, κότινον, σχῖνον, μελίαν, πεύκην, ἁλίαν δρῦν, κιττόν, ἐρίκην, πρόμαλον, ῥάμνον, φλόμον, ἀνθέρικον, φηγόν, κισθόν, θύμα, θύμβραν.

Meineke 1, 2 (Google)

Ὡς ἥ τοτ' αὐτὸν ἢν κάμῃ τις, εὐθέως
ἐρεῖ [πρὸς αὐτόν], πρίν μοι σελάχιον. Β. τί δ' ἢν λύκον;
Α. κεκράξεται φράσει τε πρὸς τὸν αἰπόλον.

Meineke 1, 3 (Google)

Πλήν
ἅπαξ πότ' ἐν Φαίακος ἔφαγον καρίδας.

Meineke 1, 4 (Google)

Διόνυσε χαῖρε. μή τι πέντε καὶ δύο;

Meineke 1, 5 (Google)

Αὐτοῦ τὴν χερνίβα παύσεις.

Meineke 1, 6 (Google)

Καὶ τῆς λοπάδος ἔνεισι δ' ἑψητοί τινες.

Meineke 1, 7 (Google)

ἐν δὲ ταῖς Εὐπόλιδος Αἰξὶν ἔστιν εὑρεῖν καὶ διὰ τοῦ μ γραφόμενον.

Meineke 1, 8 (Google)

Ὦ Χάριτες αἷσι μέλουσιν ἑξητοί.

Meineke 1, 9a (Google)

Ἐπίσταμαι γὰρ αἰπολεῖν, σκάπτειν, νεᾶν, φυτεύειν.

Meineke 1, 9b (Google)

Σὺ δ' αἰγιάζεις ἐνθαδὶ καθήμενος,
ἀντὶ τοῦ περὶ αἰγῶν λαλεῖς.

Meineke 1, 10 (Google)

Μαθόντι μηδὲ τάγυρι μουσικῆς.

Meineke 1, 12 (Google)

Ἐγὼ τελῶ τὸν μισθὸν ὅντιν' ἂν χρῇ.

Meineke 1, 13 (Google)

Ταύτην ἐγὼ 'ζητοῦν πάλαι τὴν ἁρμογήν.

Meineke 1, 14 (Google)

Τὴν πανδοκεύτριαν γὰρ ὁ γλάμων ἔχει.

Meineke 1, 15 (Google)

Προσένεγκέ μοὐγγὺς τὸ στόμ' ὀσγρέσθαι τὸ σόν.

Meineke 1, 16 (Google)

Σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη.

Meineke 1, 17 (Google)

Τοῦδε νῦν γεῦσαι λαβών.

Meineke 1, 18 (Google)

Χορδῶν μέμνηται καὶ Εὔπολις ἐν Αἰξίν.

Meineke 1, 19 (Google)

Ἱερεὺς Διονύσου: Εὔπολις Αἰξίν, Ἱππόνικον σκώπτων ὡς ἐρυθρὸν τῇ ὄψει.

Meineke 1, 20–21 (Google)

Ἔφιππον

Νεανισκεύεται

Meineke 1, 22–23 (Google)

νεόκοπον κάρδοπον

βαλαντίδια

Meineke 1, 24–26 (Google)

Βίος: ἐπὶ συνουσίας.

Βουκολεῖσθαι αἶγας.

Ἐλελήθεισαν / Ἐλεινόν

Meineke 1, 27–28 (Google)

Ἀνακές: ὀξυτόνως Ἀττικοί, ὡς καὶ Εὔπολις Αἰξίν.

Ἀνεσκιρτημένας: Εὔπολις ἐπὶ τῶν αἰγῶν εἶπε τὴν λέξιν.