Ύλη

Από Βικιθήκη
Ύλη
Συγγραφέας:


Ἄρες μάρες πιά, Μοῦσα, μὴν ψάλλῃς,
καιρὸς εἶναι τὰ μέτρα ν' ἀφήσῃς,
ἔλα γνῶσι ὀλίγη νὰ βάλῃς,
καὶ μὲ κόσμο καὶ ὕλη νὰ ζήσῃς.

Κύττα, Μοῦσα, τριγύρω παλάτια,
μὰ καὶ πόσα ἀκόμη θὰ γίνουν!
ὅλοι ἄνοιξαν τώρα τὰ μάτια,
καὶ οἰκόπεδα πέρνουν καὶ δίνουν.

Κύττα, κύττα... κι' ἐδῶ κι' ἐκεῖ πέρα
ὅλοι κτίζουν, καὶ σὺ – συμφορά σου! -
κτίζεις σπίτια, μὰ ποῦ;... στὸν ἀέρα
ἀλλ' αὐτὰ πάρτα σύ, χάρισμά σου.

Κύττα ἕναν, ποὺ πάει μπροστά...
μήπως εἶναι κανεὶς τραπεζίτης;
κύτταξέ τον τί πόζα βαστᾷ...
κι' ὅμως ξέρεις τί εἶναι;... μεσίτης.

Μὲ ἁμάξι στοὺς δρόμους γυρνᾷ,
ἕως κάτω κι' αὐτὸν προσκυνοῦν,
μὲ μεγάλους μεγάλος περνᾷ
καὶ καυχᾶται πὼς ἔχει καὶ νοῦν.

Μὲ μεσίτας γεμίζουν οἱ δρόμοι,
ποία φύσις τριγύρω πεζή!
Μὰ σὺ μόνο δὲν νοιώθεις ἀκόμη,
πὼς μὲ στίχους ὁ κόσμος δὲν ζῇ;

Γιατί δίχως φρονιμάδα κοιμᾶσαι,
καὶ γιὰ κλέφτες πεντάρα δὲν δίνεις;
πιὸ καλὰ ἀπ' αὐτοὺς νὰ φοβᾶσαι,
παρὰ ξένοιαστη τόσον νὰ μείνῃς.

Ἐμπρός, Μοῦσα, βαπτίσου, μεσίτρα,
καρακάξα, κυράτσα, γλωσσοῦ,
οἰκοπέδων, σπιτιῶν προξενήτρα,
γιὰ ν' ἀνέβῃς εἰς σφαίρας χρυσοῦ.

Ἐμπρός, μέτρα καὶ σὺ τὰ κουπόνια
καὶ στὸ διάβολο στεῖλε τὸν στίχο,
πρὶν σὲ πάρουν, καϋμένη, τὰ χρόνια,
καὶ κτυπᾷς τὸ ξερό σου στὸν τοῖχο.

Πάψε, Μοῦσα, νὰ εἶσαι σκαρτάδα,
ἔλα λίγο καὶ σὺ εἰς τὴν πρᾶξι
συλλογίσου πὼς ζῇς στὴν Ἑλλάδα,
κι' ἐδῶ εἶναι ποιὸς πρῶτος θ' ἁρπάξῃ.