Έφεδρος

Από Βικιθήκη
Έφεδρος
Συγγραφέας:
Ιανουάριος 1886.


Α'
Τρέχω... τοῦ πολέμου ἔφθασε ἡ ὥρα
ἡ πατρὶς στὰ ὅπλα πάλι μὲ καλεῖ...
Σώβρακο δὲν ἔχω καὶ δυὸ μῆνες τώρα
μ' ἄλλαξαν τὴν πίστη στὴ μεταβολή.

Ὡς αὐτὴ τὴν ὥρα ὅπλο δὲν ἐπῆρα,
τῇς ἀμυδγαλάταις μ' ἄλλους κυνηγῶ,
ἀλλὰ τέλος πάντων γιὰ καλή μου μοῖρα
γίνομ' ὀρδινάντζα σ' ἕνα λοχαγό.

Β'
Τί μεγάλα γλέντια ἔχω ἐκεῖ πέρα!
μὲ κυρὰ καὶ δοῦλα παίζω καὶ γελῶ,
ὁ ἀνώτερός μου λείπει νύκτα μέρα
κι' ὅλα του τὰ χρέη μόνος ἐκτελῶ.

Τρατατάμ! Τρουμπέταις, σάκκος καὶ τρεχάλα,
στ' ἄρματα φωνάζει τὸ κηφηναριό,
κι' ἐγὼ πότε τρέχω στῆς κυρᾶς τὴ σάλα,
πότε ζαχαρόνω μὲς στὸ μαγειριό.

Στὸ Σταυρὸ ἀπάνω τρέχει τὸ λεφοῦσι...
ἔξω πιὰ μαράζι καὶ πολέμου φόβοι,
ἔφοδο στὴ δοῦλα, στὴν κυρὰ-γιουροῦσι,
καὶ ὁ λοχαγός μου κἄπου θὰ τὰ κόβῃ.

Γ'
Τί γλέντι τούτη τὴ φορά!
Ζήλεια κι' ἡ δοῦλα κι' ἡ κυρά,
καὶ στὰ κρυφὰ καὶ φανερὰ
ζητοῦν ἀγάπης χάδια...

Τῇς δυὸ μονάχος κυβερνῶ
καὶ μὲ κερνοῦν καὶ τῇς κερνῶ
καὶ μιὰ χαρὰ μ' αὐταῖς περνῶ
τῇς μέραις καὶ τὰ βράδια.

Δ'
Ἦλθα μὲ φιλοπατρία
νὰ δουλέψω στὸ στρατό,
κι' ἐγὼ τώρα τὴν κυρία
λοχαγοῦ ὑπηρετῶ.

Δὲν ἐπίστευα ποτέ μου,
λοχαγέ, μὰ τὸ σταυρό,
γιὰ πεδίον τοῦ πολέμου
τὸ σαλόνι σου νὰ βρῶ.

Καὶ δὲν τὄβαζε ὁ νοῦς μου
πὼς θὰ ἔχω γιὰ ἐχθρούς μου
τὴν κυρά σου καὶ τὴ δοῦλα
φουντωτὴ σὰν νερατζοῦλα.

Ε'
Ὅλοι μ' ἀπαντοῦν μοῦ λένε:
«Βρὲ τί ἔχεις, Νικολῆ;
εἰς τοῦ λοχαγοῦ καϋμένε,
ἀδυνάτισες πολύ».

Ὅσο καὶ ἂν εἶμαι ἥρως,
μοναχὸς μ' αὐταῖς μονάχαις
ἀδυνάτισα σὰν τσίρος,
ποὺ λὲς κι' ἤμουνα σὲ μάχαις.

Στ'
Κι' ἂν τύχῃ μὲς στοῦ λοχαγοῦ τὸ σπίτι ν' ἀποθάνω,
χωρὶς κὰν ψευτοπόλεμο εἰς τὸν Σταυρὸ νὰ κάνω,
χαράξατε, παρακαλῶ, στὸν ἔρημό μου τάφο
αύταῖς τῇς τέσσερες γραμμαῖς, ποὺ παρακάτω γράφω.

«Ἐνθάδαι κεῖται Νικολῆς, φαντάρος μιὰ φορά,
εἰς τοῦ πολέμου τοὺς καιροὺς σπουδαίως ἐκδουλεύσας
τὴ δοῦλα κἄποιου λοχαγοῦ καθὼς καὶ τὴν κυρά,
καὶ θῦμα ἐκδουλεύσεως πολεμικῶν ἐκπνεύσας».