Μετάβαση στο περιεχόμενο

Έρως διπλούς

Από Βικιθήκη
Ἔρως διπλοῦς
Συγγραφέας:


Κάθε καρδιά μιὰ Λυγερὴ μπορεῖ νὰ τὴν τρελλάνῃ,
ἕνα ποτῆρι μοναχὰ φαρμάκι τήνε φθάνει·
μὰ ἡ δική μου ἡ καρδιά κι' ἄλλο ζητεῖ ἀκόμα·
πίνει φαρμάκι σὲ Ξανθῆς καὶ Μαυρομμάτας στόμα,
κι' ὅταν ἡ μιά μὲ φίλημα μὲ θανατόνει, ἡ ἄλλη
μὲ ἀνασταίνει μὲ φιλὶ καὶ μὲ πεθαίνει πάλι....

Ρόδο μοῦ παίρνει τὴ ζωὴ καὶ ρόδο μοῦ τὴ δίνει·
φωτιά μ' ἀνάφτει τὴν καρδιὰ καὶ φλόγα μοῦ τὴν σβύνει·
βρίσκω τ' ἀθάνατο νερὸ στοῦ χάρου τὴν ἀγκάλη,
καὶ μέσ' στ' ἀθάνατο νερὸ φαρμάκι χάρου πάλι.
Ζῶ καὶ πεθαίνω· ἡ αὐγὴ μοῦ φέρνει τὸ σκοτάδι,
ὁ θάνατος τὸν οὐρανὸ κι' ὁ οὐρανὸς τὸν ᾅδη...

Ἄχ, τὶ γλυκὰ μέσ' στῆς ζωῆς πεθαίνω ταῖς ἀγκάλαις,
ἡμέραις χαίρομαι ξανθαὶς καὶ νύχτες μαυρομάλλαις·
ὅταν προβαίνῃ ἡ Ξανθὴ αὐγὴ κι' Ἀπρίλη σέρνει,
τὸν ἥλιο καὶ τὸν οὐρανὸ στὰ δυὸ της μάτια φέρνει·
καὶ πάλ' ἡ Μαυρομμάτα μου ὅταν φανῇ παρθένα,
ἀστέρια μέσ' σὲ σύννεφα κυττάζω σκεπασμένα.

Σὰν μάνα τὴν Ξανθούλα μου ὁ οὐρανὸς προικίζει·
τοῦ ἥλιου τὴν ἀνατολὴ στὰ μάτια της χαρίζει,
τοῦ ἥλιου τὸ βασίλεμμα στὰ δυό μάγουλά της,
δροσιά στὰ στήθια καὶ χρυσαὶς ἀκτίναις στὰ μαλλιά της.
Μόνο τ' ἀστροπελέκι του στὴν κόρη δὲν χαρίζει,
γιατί μιὰ μόνη της ματιά ἀστροπελέκι' ἀξίζει!

Ὅμως τὴ Μαυρομμάτα μου τὴν ἔχουν προικισμένα
τοῦ ᾅδη καὶ τοῦ οὐρανοῦ τὰ χέρι' ἀνταμωμένα·
τῆς ἔδωσε τὴν πίσσα του ὁ ἕνας στὴ ματιά της,
πίσσα στὰ φρύδια της τὰ δυό καὶ πίσσα στὰ μαλλιά της.
Μ' ἀνάμεσα στὰ μάτια της ἀστράφτει, ξημερόνει·
σὲ μιὰ ματιά της καὶ αὐγὴ καὶ νύχτα ζευγαρόνει!

Σὰν τραγουδάει ἡ Ξανθὴ ἀηδόνια κελαϊδοῦνε,
αὔραις στενάζουνε γλυκὰ κ' ἔρωτες πετοῦνε·
μὰ σὰν τῆς Μαυρομάλλας μου τὰ χείλη τραγουδοῦνε,
θαρρεῖς πὼς ὀνειρεύεσαι, θαρρεῖς παλμοὶ μιλοῦνε...
Φιλεῖ ἡ ψυχὴ τὰ χείλη της καὶ βγαίνει τὸ τραγοῦδι,
καθὼς φιλεῖ νερὸ τὴ γῆ καὶ βγαίνει τὸ λουλοῦδι!

|Η Ξανθομάλλα ὁλόχαρη μ' ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη
κι' αὐξάνει τὴν ἀγάπη της σὰν ἔρχωμαι· ἡ ἄλλη,
ὅταν παράμερα μὲ ἰδῇ μὲ μάτια δακρυσμένα,
τότ' ἔρχεται ὁλοπρόθυμη κι' ἀνήσυχη σ' ἐμένα...
Χαμογελῶ μὲ τὴ Ξανθή, δακρύζω μὲ τὴν ἄλλη,
ζῶ μὲ τ' ἀστέρια τῆς νυχτιᾶς, καὶ τῆς αὐγὴς τὰ κάλλη.

Ποιὰν ἀγαπῶ; ἄχ, καὶ τῂς δυό... ὁ ἔρωτάς μου θέλει
στὸν ᾅδη νὰ φλογίζεται, στὰ ὕψη ν' ἀνατέλλῃ·
κ' ᾑ δυὸ μοῦ λείπουνε μαζῆ ὅταν ἡ μιά μοῦ λείπῃ·
λείπει ἀπ' τὸν πόνο ἡ χαρὰ κι' ἀπ' τὴ χαρὰ ἡ λύπη·
κ' ἐγὼ μ' ἀρέσει νὰ ρουφῶ σ' ἕνα ποτήρι μόνο,
εἰς ἕν' ἀθάνατο ἀφρὸ χαρὰ μαζῆ μὲ πόνο!