Μετάβαση στο περιεχόμενο

Έρως Ήρως

Από Βικιθήκη
Έρως-Ήρως
Συγγραφέας:


Η βάρκα αραγμένη στην ακρογιαλιάν, η μπαρούμα δεμένη έξω εις ένα βράχον, δίπλα εις την άμμον του Χειμαδιού, παραπέρα από το Μικρό Μουράγιο της Πιάτσας, κάτω από τον βραχώδη κρημνόν του Πανωμαχαλά.
Και ο μικρός ναύτης, ο Γιωργής της Μπούρμπαινας, εξαπλωμένος επάνω εις την πρύμνην, με μίαν βελέντζαν τυλιγμένος, βωβός, ακίνητος, με ανοικτά τα όμματα, σπινθηρίζοντα εις το σκότος, ωμοίαζε με τον δράκον του παραμυθιού κατά τούτο, ότι εκοιμάτο με ανοικτόν το όμμα.
Δεν εξήρχετο στεναγμός ούτε πνοή από το στόμα του. Το στήθος του δεν εκολπούτο. Θα έλεγες ότι ανέπνεε προς τα έσω, ότι έζη μόνον ζωήν ενδόμυχον.
Είχαν περάσει τα μεσάνυκτα προ πολλού. Ολίγα φώτα εφαίνοντο ακόμη λάμποντα αμυδρώς εις τους φεγγίτας των οικιών, ολόγυρα, σιμά εις την ακρογιαλιάν. Γαλήνιος η θάλασσα εκοιμάτο, και μόνον εις την ακροπελαγιάν ως ρογχάλισμά της ερρόχθει, εφλοίσβιζε μελαγχολικώς φωσφορίζον το κύμα. Και η βάρκα ελικνίζετο ελαφρά, ως διά της απαλωτέρας μητρικής θωπείας. Και ο φωσφορισμός του κύματος απήντα εις τον σπινθηρισμόν του όμματος του ναύτου. Ήτο καρφωμένον, εμπηγμένον ατενώς το όμμα του εις εν σημείον, εις μιαν οικίαν, υψηλά, όχι μακράν, επάνω από τους βράχους. Ανοικτά ήσαν τα παράθυρα, αι ύαλοι κλεισμέναι, φως μέγα έφεγγεν εις τας υάλους. Και έβλεπες συχνά εις το φως εκείνο σκιάς κινουμένας, φεύγουσας εικόνας, πρόσωπα και ινδάλματα. Ο μικρός ναύτης εκοίταζεν απλήστως, και δεν ανέπνεεν ούτε εμορμύριζεν.
Ήκουε μετά πολλούς άλλους κρότους και ήχους και μετά ύπνους και όνειρα και νευρικούς τιναγμούς, ήκουε πότε-πότε σιγώντα και πάλιν θορυβούντα διά μακρών βιολιά, λαγούτα, λαλούμενα. Και ενωτίζετο ρυθμικόν κρότον χορού, και ενηχείτο άσματα και εκδηλώσεις χαράς και ευθυμίας. Και όλα του εφαίνοντο ασυνάρτητα, ακατάληπτα και βόμβος άναρθρος ήχει εις τα ώτα του. Δι αυτόν δεν υπήρχε πλέον άσμα ούτε φθόγγος ούτε ήχος, ικανός να εκφράση το τι υπέφερε.

Του είχεν ειπεί αποβραδύς ο κυβερνήτης της βάρκας, ο καπετάν Κωνσταντής ο Σιγουράντσας:
— Αύριο, πρωί-πρωί, με το καλό, έχουμε ναύλο, θα τους κουβαλήσουμε πέρα· (έδειξε την συνοικίαν επάνω εις τον βράχον, και είτα έκαμε κυματοειδή κίνησιν της χειρός προς δυσμάς). Νά 'χης το νου σου.
— Ποιανούς θα κουβαλήσουμε; ηρώτησεν ο μικρός ναύτης.
— Δεν ξέρω τί ώρα θα ξεμπερδέψουνε, επανέλαβεν ο κυβερνήτης, δεικνύων επιμόνως την συνοικίαν. Μπορεί να μας σηκώσουν το ταχύ-ταχύ, πριν φέξη. Νά 'χης το νου σου.
— Ποιοι είναι πού θα μας σηκώσουν; ηρώτησε πάλιν ο Γιωργής.
— Καλά είναι να πλαγιάσης μες στη βάρκα. Θέλεις πάλι να πας στη γριά σου να κοιμηθής, πριν χαράξη, νά 'σαι στο πόδι, άμα βγη ο αστέρας. Τάχατες πως ντρέπεται η νύφη, κατάλαβες, να την καραβώσουνε, να κινήση απ' το χωρίο μέρα μεσημέρι. Νά 'χης το νου σου.
— Ποιά νύφη; ηρώτησε με χάσκον το στόμα ο Γιωργής.
Αλλ' ο Σιγουράντσας απήλθε, χωρίς ν' απαντήση.
Ο μικρός ναύτης δεν ήτο ενήμερος εις όλας τας ειδήσεις και εις όλα τα συμβάντα του χωρίου. Εταξίδευε δύο φοράς την εβδομάδα, μικρά ταξιδάκια, πότε κατά διμηνίαν έν μακρότερον, τα οποία όλα ο καραβοκύρης του, ο καπετάν Κωσταντής, περιέγραφε δι' επιρρημάτων ως εξής: Πότε πέρα, πότε αντίκρυ, πίσω, μέσα, πάνω, πότε κάτω. Μίαν φοράν, χαριζόμενος εις ένα χερσαίον, ευηρεστήθη να επεξηγήση τί εσήμαινον ταύτα. Ή πέρα, στα χωριά, ή αντίκρυ, στο Γριπονήσι, ή πίσω, στην Κεχρεά, ή μέσα, στη Στυλίδα, ή πάνω, στη Σαλονίκη, η κάτω, στον Πειραιά.
Ο Σιγουράντσας είχε κάμει πολλά ταξίδια, και πριν περάση στα χαρτιά κυβερνήτης με την φελούκαν αυτήν. Είχε φάγει την θάλασσαν με την φούχταν. Απέκτησε δύο ή τρεις βρατσέρας ιδικάς του, έπεσεν έξω ή εβούλιαξε και με τας τρεις, και τώρα ήτο μόνον διά τα “χαρτιά” καραβοκύρης. Η βάρκα αυτή, η Ελεούσα, όπως την ωνόμαζαν, ήτο κτήμα του Γιωργή του Μπούρμπα. Την είχεν αποκτήσει με τους κόπους του, όχι από κληρονομίαν, ούτε από στραβού διαβόλου, ούτε από κελεπούρι. Μικρός-μικρός, από τότε που εγύριζε ξυπόλυτός, μ' ένα βρακί αιωνίως ανασηκωμένον ως τα γόνατα, μ' ένα υποκάμισον έως τους αγκώνας ανασκουμπωμένον, κρατών μικρόν γάντζον με καλαμιάν, τον οποίον παρ ολίγον θα εχρειάζετο να μάθη ο ίδιος την γύφτικην τέχνην διά να τον κατασκευάση αφού επί εβδομάδας και μήνας επαρακαλούσε τον Γιαλαδρίτσαν, τον Γύφτον του ναυπηγείου, να του τον φτιάση, προσφέρων αυτός το σίδερον, το οποίον είχε κλέψει από τον πεσμένον έξω σκελετόν μιας σκούνας, και δεν τον έπειθε· τέλος, μετά πολλά, μίαν Κυριακήν πρωί, επέτυχε να τον εύρη ξεμέθυστον, και τον εκατάφερε να σφυρηλάτηση το σίδερον, αναλαβών αυτός να δουλεύη τας φύσας, και ούτω ηξιώθη ν' αποκτήση γάντζον· από τότε, λέγω, που εγύριζε με τον γάντζον του από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν, θαλασσωμένος μέχρι μηρών και βουβώνων, κυνηγών τα οχταπόδια, εβγάζων κοχύλια και σκουλήκια διά δολώματα, πηγαίνων ως μούτσος με όλες τες βάρκες και τες ψαροπούλες, από τότε είχεν αρχίσει να πιάνη λεπτά. Και εικοσαετής ήδη είχεν αποκτήσει την βάρκαν αυτήν με τον ιδρώτα του.
Αλλ' ο γραμματεύς του λιμεναρχείου του γ' παραλίου τμήματος δεν ηθέλησε να του δώση πασσάγιο ούτε δίπλωμα κυβερνήτου, λέγων ότι ήτο παραπολύ νέος δια να κυβερνά πλοίον, και φρονών ίσως ότι θα είχεν εξοδεύσει όλα όσα είχεν εις το ναυπηγείον, και ήτο ανάγκη να κάμη ολίγα ταξίδια, υπό άλλον κυβερνήτην, διά να του μείνουν τίποτε λεπτά.
Εν τοσούτω ο Σιγουράντζας είχε την έξιν του προστάσσειν, και εφέρετο προς τον Γιωργήν ως προς μούτσον, ή, αν θέλετε, μούστον, δηλαδή νέον ανάγκην έχοντα προστασίας και συμβουλών. Ο νέος τον ηνείχετο προς καιρόν, ελπίζων ότι τάχιστα θ' απέκτα “τας απαιτουμένας ναυτικάς γνώσεις” διά να λάβη δίπλωμα.
Χθες ακόμη, το Σάββατον, είχαν επαναπλεύσει από το τελευταίον ταξίδι, και σήμερον Κυριακήν, το βράδυ, ο κυβερνήτης έδιδεν εις τον Γιωργήν τας ατελείς εκείνας πληροφορίας και τας ασαφείς οδηγίας, ότι καλόν θα ήτο να διανυκτερεύση επί της λέμβου, διότι είχαν ναύλον, και πιθανόν ήτο ν' απέπλεον λίαν-λίαν πρωί, καθόσον “η νύφη εντρέπετο να μπαρκάρη μέρα μεσημέρι”. Ποία νύφη;

Δεν ήτο ενήμερος εις τας ειδήσεις του χωρίου. Ήτο άνθρωπος της θαλάσσης και όχι της ξηράς. Αλλ' ήτο πιστός εις το καθήκον του.
Άμα ενύκτωσεν, εδείπνησε λιτώς με την μητέρα του, την γραίαν χήραν Μπούρμπαιναν, και με τα δύο μικρά παιδία της υπάνδρου αδελφής του, είτα εσηκώθη, εφόρεσε τα ναυτικά του, ήναψε το φαναράκι, εκαληνύκτισε την γραίαν μητέρα του, επήρε την ευχήν της, λέγων ότι θα κοιμηθή εις την βάρκαν, διότι θα έχουν ταξίδι αύριον το πρωί.
Η γραία ηθέλησε να του κάμη μερικές παρατηρήσεις, διατί να κοιμηθή εις την βάρκαν και όχι εις το σπίτι, αλλ' αυτός, μη γνωρίζων ποίας αφορμάς είχεν εκείνη, δεν έδωκε προσοχήν, ουδέ υπώπτευσε τίποτα. Επέμεινεν ότι ήτο καλύτερον να πλαγιάση εις την βάρκαν, και απήλθε.
Διευθύνθη εις τον βράχον του Πανωμαχαλά, κατέβη με ασφαλές βήμα, έφθασεν εις την ακρογιαλιάν, έσυρε την μπαρούμαν, το σχοινί της βάρκας, κ' επήδησε μέσα. Εκρέμασε το φανάρι από ένα σκαλμόν, προς τα έσω της λέμβου, έψαξε κάτωθεν της πλώρης, έβγαλε μίαν καπόταν, μίαν βελέντζαν κ' έν προσκέφαλον, εξεδύθη την καμιζόλαν του, έστρωσεν επάνω της πρύμνης, έκαμε τρεις σταυρούς προς ανατολάς, κ' εξηπλώθη επί του προχείρου στρώματος.
Απεκοιμήθη σκεπτόμενος τους αινιγματώδεις λόγους του καπετάν Κωνσταντή, του καραβοκύρη. Μετά πολλήν ώραν ανετινάχθη υπό σφοδρού κλονισμού κ' εξύπνησε. Τί ήτο;
Τουφεκιές, τρομπονιές. Φώτα και χαρές αντικρύ. Έπειτα πάλιν ύπνος, όνειρον, εγρήγορσις, πνίκτης, κακός εφιάλτης. Έπειτα φθόγγοι μελωδικοί και βιολιά και λαγούτα. Πού; Απέναντί του, άνωθεν του κρημνού, ύπερθεν του κατωφερούς βράχου, εις μίαν μικράν οικίαν. Τα παράθυρα κατάφωτα, και ζωή και κίνησις εκεί διακόπτουσα την ομαλήν ηρεμίαν και κρατούσα των μονοτόνων ψιθύρων της νυκτός. Τί συνέβαινεν;
Εφαίνετο να είναι οικογενειακή τις χαρά κ' εορτή. Κάτι ως γάμος.
Όταν είδε την οικίαν και την ανεγνώρισεν, ο νέος ησθάνθη μέσα, βαθιά είς τα σωθικά του, σπαραγμόν απερίγραπτον.
Υπανδρεύετο λοιπόν το Αρχοντώ; Αυτή τάχα ήτο εκείνη, περί ης ωμίλει ο Σιγουράντσας; Αυτή, η νύφη;

 
Είχε μάθει προ ημερών ότι η μάννα της την επανδρολογούσε μ' ένα νοικοκύρην στεργιώτην, από κει πέραν απ' τα Εικοσιτέσσερα Χωριά. Πού τον ηύρε;
Τάχα δεν υπήρχαν γαμβροί εις την πατρίδα, εις το ωραίον χωρίον, το παραθαλάσσιον; Και δεν ήτο αυτός, είς μεταξύ όλων, καλός γαμβρός; Διατί εβιάζετο η μάννα της; Αλλά διατί να υποπτεύση ότι εκείνη, περί ης είχεν είπει ο Σιγουράντσας, ήτο αυτή, η εύμορφη κόρη; Από πού κι ως πού; Τάχα δεν υπήρχον άλλαι νύμφαι; Και διατί αυτή;
Διατί; Διότι ιδού, γάμος εγίνετο, καθ' όλα τα φαινόμενα, εκεί.
Δυνατόν να εγίνετο γάμος. Καμμία πτωχή εξαδέλφη της θα υπανδρεύετο εις δανεικόν σπίτι, εις το σπίτι της μητρός της Αρχόντως. Όχι, δεν ηδύνατο να το πιστεύση ότι ήτον αυτή.
Το Αρχοντώ είχε καιρόν. Ήτο σχεδόν ομήλιξ με αυτόν, ένα χρόνον μικροτέρα. Δεκαεννέα ετών. Αυτός την είχε γνωρίσει από μικρήν. Μαζί έπαιζαν. Εκείνη με τες κούκλες της, με τα νινιά και με τα προικιά της. Αυτός με τα καραβάκια του, τ' αρμίθια και τις απετουνιές του.
Εκείνη έπαιζε “τα συμπεθερικά” με δύο ή τρεις άλλας κορασίδας, οπού υπάνδρευαν τες κούκλες των κ' εψέλλιζαν χελιδονιστί η μία με την άλλην:
— Αχ, σ'μπεθερίτσα μ' πλιό, να φέρουμε πλιό τον μπακλαβά, πως καμαρών' η νύφη, σ'μπεθερίτσα μ' πλιό. Να κ' η τέμπλα με τα προικιά, νύφη, νύφη κι γαμπρός, σ'μπεθερίτσα μ' πλιό.
Κι αυτός απ' έξω από τον μικρόν αυλόγυρον ήκουε τους ψιθυρισμούς και τα κορασιώδη καμώματα, κ' εκολλούσε το μάτι του στην χαρασμίδα της πόρτας, διά να ιδή, οπού την είχαν μανδαλωμένην από μέσα, κλείσασαι αυτόν έξω, αι σκληραί και τρυφεραί και φίλαυτοι. Και άλλοτε η Αρχοντώ έπαιζεν ενώπιον του το “ανέβα μήλο - κατέβα κίτρο”, και αυτός έχασκε βλέπων, και εφλέγετο ν' αρπάξη με τα δόντια το πορτοκάλι, καθώς ανέβαινεν εις το ύψος και κατέβαινεν εις το λευκόν χεράκι της φιλοπαίγμονος μικράς.
Και άλλοτε πάλιν έπαιζαν οι δύο τους “τον δείχτην”, οπού ήτον μία απλή κόκκινη κλωστή, μεταβαλλομένη τεχνηέντως εις την χείρα της μικράς πότε εις πριόνι, πότε εις καράβι, πότε εις τραπέζι, πότε εις τυλιγάδι και εις αργαλειόν. Και πάλιν άλλοτε έπαιζαν, εκείνη με τα δύο χέρια της, αυτός με το έν δάχτυλον του, το “Δώ' μ' φωτίτσα — έλα παραπανίτσα”, οπότε, καθώς ανέβαινε με το δάκτυλόν του εις το τελευταίον σκαλοπάτι, το σκυλί, το οποίον ενήδρευεν από μέσα από τας δύο παλάμας της, οπού παρίστων οικίαν, και τα συνημμένα δάκτυλα της σκάλαν, τον έπιανε και τον εδάγκανε και τον εκυνηγούσε, γαύ! γαύ! Ώ της αθώας παιδιάς, οπού είναι κρίμα να μην είναι τις ακόμη παιδί διά να την παίξη!
 

Και τώρα η μάννα της την επροξένευε, και την επανδρολογούσε, και ήθελε να την κάμη νοικοκυράν. Το είχεν ακούσει αυτός προ ημερών να ψιθυρίζεται εις την γειτονιάν, πλην η μάννα της ήτον πολύ κρυφοδάκωτη γυναίκα, και όσον και αν την εψάρευαν οι γειτόνισσες, δεν θα επρόδιδε ποτέ το μυστικόν της.
— Λόγια του κόσμου, γειτόνισσα. Πού έχω 'γω καιρό ακόμα! Εμένα το κορίτσι μ' δεν το επήραν τα χρόνια μπροστά, ας παντρευτούν οι μεγάλες δα! Του Κατερνιώ τ' Μπαρμπαγιάννη, κι του Μαριώ τς Κάλληνας, κι του Βάσω τς Χατζηγιώργινας, τί σ'νέριο τς έχει; Εμένα τ' Αρχοντώ μ' τώρα ακόμα άρχισε να κεντά τα προικιά τς.
Πολλοί οπού την ήκουαν να διαμαρτύρεται ούτω την επίστευαν, και αι γειτόνισσαι έμενον εν υποψία και δυσπιστία, αλλά χωρίς τεκμήριον ή βεβαιότητα, και μόνον ο Νταλντογιάννης, κατά το φαινόμενον απλοϊκός άνθρωπος, οπού εγύριζεν εις όλες τις γειτονιές κ' εκουβαλούσε εις τα σπίτια στάμνες με νερό προς μιαν δεκάραν την μιαν, εύρε φράσεις διά να ερμηνεύση τας υποψίας όλων:
— Μην την ακούτε, έτσι τα λέει. Απ' την περηφάνια τς, γιατί θα κάμη καλόν γαμπρό, νοικοκύρη απ' το Μπρομύρ'. Κι τα λέει τάχα για να ριξ' όξου τς άλλες απού 'ναι ανύπαντρες. Δεν τ'νε βλέπετε που δεν μαζώνει τα χείλια τς απ' τη χαρά τς;
Πλην ο Γιωργής δεν έτυχε ν' ακούση τους συμπερασμούς του Νταλντογιάννη, και ήτον παιδί της θάλασσας, όχι από εκείνους οπού αγαπούν να κάθωνται εις την παραθαλάσσιον αγοράν και ν' αργολογούν. Και πάλιν ένας από εκείνους είχε σπεύσει προ ημερών να του πάρη τα συχαρίκια, ότι υπανδρεύετο το Αρχοντώ, άλλως θα ήτο εν μακαρία αγνοία. Και αφ' ετέρου η μάννα του ήτον, και αυτή, κρυφή γυναίκα, κατ' άλλον τρόπον, και δεν επεθύμει μεν να νυμφευθή ο υιός της τόσον γρήγορα, έχαιρε δε ενδομύχως αν υπανδρεύετο το Αρχοντώ.
Την Πέμπτην είχε αποπλεύσει ο νέος εις το τελευταίον ταξίδι. Την Παρασκευήν η γραία επληροφορήθη θετικώς ότι ο αρραβών είχε γίνει πολύ κρυφά, και ότι ο γάμος θα ετελείτο πάλιν κρυφά, κατά το δυνατόν, την ερχομένην Κυριακήν. Η Μπούρμπαινα ευχαριστήθη, ελπίσασα ότι, κατά πάσαν πιθανότητα, ο υιός της δεν θα επανήρχετο προ της Δευτέρας, και δεν θα ήτο εδώ εις τον γάμον. Διότι υπώπτευεν, ήξευρε και ησθάνετο ότι ο Γιωργής έτρεφε παιδικόν αίσθημα προς την Αρχόντω.
Αλλά παρ' ελπίδα, η υπόθεσις του ταξιδίου ετελείωσε γρήγορα, ή ο καιρός ήτο πολύ ευνοϊκός, και η βάρκα επέστρεψε το Σάββατον, αργά την νύκτα. Τότε συνεκινήθη η γραία και εφοβήθη. Ο Γιωργής δεν είχε μάθει τίποτε ειμή περί επικειμένου αρραβώνος. Την άδειαν του γάμου είχαν αναβάλει να την λάβουν την Κυριακήν, άμα θα ενύκτωνε. Το μυστήριον θα ετελείτο παράωρα, μεσάνυχτα. Ο Γιωργής δεν ήξευρε τίποτε απ' όλα αυτά.
Όταν ο νέος ανήγγειλεν ότι θα είχαν ναύλον διά την Δευτέραν το πρωί, η γραία τον ηρώτησε διά πού, και ποίους θα μετέφεραν. Ο Γιωργής είπεν ότι ο κυβερνήτης του ήξευρεν, ότι δεν είχε εξηγηθή, και το κάτω-κάτω ολίγον τον έμελεν. Η γραία δεν είχεν αφορμάς να υποπτεύση ότι το ταξίδι αυτό είχε καμμίαν σχέσιν με τον γάμον.
Ελέχθη μεν ότι η νύφη θα επήγαινε να κατοικήση εις το χωρίον του γαμβρού, εις τα σπίτια του, εις τα νοικοκυριά του, αλλ' επιστεύετο ότι θα παρήρχοντο ημέραι προ της μετοικεσίας. Αλλ' η γρια-Μαρουδίτσα, η μήτηρ της Αρχόντως, φαίνεται ότι εβιάζετο να κουβαλήση την κόρην της πέραν, καθώς είχε βιασθή και να την “κουκουλώση” μίαν ώραν αρχύτερα.
Άλλως, ποίαν τάχα ενόει ο Σιγουράντσας, ο καραβοκύρης, λέγων ότι “εντρέπετο να καραβωθή η νύφη μέρα-μεσημέρι”;
Ποία νύφη;

Η γραία τον παρεκίνησε να μείνη στο σπίτι να κοιμηθή. Ανελογίζετο ότι, αν και ήσαν γείτονες με την οικίαν της μητρός της Αρχόντως, και αν ήκουε θορύβους και εκρήξεις χαράς εις τον ύπνον του ο Γιωργής, αυτή θα τον επαρηγόρει και θα επροσπάθει να τον αποπλανήση· και έπειτα θα τον είχε σιμά της, εμπρός εις τα μάτια της.
Ο Γιωργής όμως ήθελε να υπάγη στην βάρκαν, όχι διότι του είχε παραγγείλει ούτω ο κυβερνήτης του, αλλά διότι πάντοτε ηρέσκετο κ' επροτίμα να κοιμάται εις την βάρκαν. Η μάννα του ήτο πλέον γραία και δεν ηδύνατο να τον νανουρίση εις την κούνιαν του ούτε εις την αγκαλιάν της. Η άλλη μάννα του, η θάλασσα, ακόμη τον ελίκνιζε με τα κύματα της. Κ' εκείνη είχε κούνιαν, κ' εκείνη είχεν αγκάλην και αγκάλας πολλάς. Διά την πρώτην μητέρα ήτο πλέον μεγάλος και ηλικιωμένος υιός. Διά την δευτέρα μεγάλην μητέρα, την προσφιλή και υγράν και άπιστον, ήτο ακόμη μικρόν, πολύ μικρόν τέκνον της.
Η γραία δεν επέμεινε περισσότερον να τον αποτρέψη. Επροσποιήθη μόνον ότι γνωρίζει και αυτή από θάλασσαν (και δεν εγνώριζεν άλλο παρά τους καημούς της θάλασσας), και είπεν ότι το αγκυροβόλιον του βράχου δεν ήτο πολύ ασφαλές, και του εσύστησε να πάγη ν' αράξη την βάρκαν εκείθεν των βράχων, μεσημβρινώτερα, προς την Σπηλιάν ή τες Πλάκες. Τούτο το έκαμε διά να είναι ο υιός της μακράν από την συνοικίαν και εις άποπτον από της οικίας, οπού θα ετελείτο ο γάμος. Πλην αυτός της είπε να ησυχάση και απήλθεν.
Όλα αυτά τα εσκέπτετο η ανήσυχος μητρική στοργή, αλλ' η γραία Μαρουδίτσα, η μήτηρ της Αρχόντως, ούτε ιδέαν είχεν ούτε υποψίαν ούτε έννοιαν αν ο Γιωργής, ο υιός της Μπούρμπαινας, ήτο ερωτευμένος με την κόρη της την Αρχόντω. Και αν είχεν ιδέαν, πάλιν δεν θα την έμελε τίποτε. Και αν εγνώριζεν ότι η κόρη της ανταπεκρίνετο εις το αίσθημα, πάλιν ολίγον θα ανησύχει. Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα, τί θα πη; Το μόνον χρέος των είναι να υπακούουν εις τους γονείς των. “Νυμφευμάτων μεν των εμών πατήρ εμός μέριμναν έξει”. Καθώς όλαι αι γραίαι, η Μαρουδίτσα ήτο συμφωνοτάτη με τον Ευριπίδην, χωρίς να έχη την τιμήν να τον γνωρίζη.
Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα. Δεν πρέπει, αλλ' όταν ο Γιώργης ήκουσε μέσα εις τον ύπνον του τους δύο πυροβολισμούς — διότι αφού η “κουλούρα” εμβήκεν εις το κεφάλι, δεν ήτο πλέον ανάγκη μυστικότητος, και αυτός ο κίνδυνος μήπως “ρίξουν τα κορίτσια της νύφης” παρήλθε πλέον· διότι τα κορίτσια, καθώς είναι γνωστόν εις πολλούς, τα ρίχνουν αι εχθραί της νύμφης, ενόσω διαρκεί η ακολουθία του Αρραβώνος, ήτις και δι' αυτό τελείται πολύ μυστικά, κατ' απαίτησιν των πονηρών γραϊδίων, χωρίς να πάρη είδησιν κανείς απ' έξω· κ' έπειτα η Μαρουδίτσα είχε λάβει πρόνοιαν να οχυρώση τους κόλπους της κόρης της, καθώς και του γαμβρού, με δύο μικρά ωραία χρυσοδεμένα τετραβάγγελα· οι δε πυροβολισμοί ρίπτονται κατ' αυτήν την στιγμήν του Στεφανώματος, ευθύς μετά την τελετήν του Αρραβώνος — όταν, λέγω, ο Γιωργής ήκουσε μέσα εις τον ύπνον του δύο τουφεκιές ή μάλλον τρομπονιές, εξύπνησεν έντρομος με ανασκίρτημα, και του εφάνη ότι ήτο κακός εφιάλτης. Αλλά δεν ήτο σωστόν ξύπνημα.
   Ο νέος ευρίσκετο εν ημιασυνειδησία και δεν ενόει τίποτε. Του εφάνη ότι έβλεπεν ως εν ονείρω εκεί, επάνω από τον βράχον, σύρριζα εις τον κρημνόν, μίαν οικίαν εκτάκτως φωτισμένην. Έπειτα εκοιμήθη πάλιν, κ' εκοιμήθη επί πολύ. Αλλά μέσα εις τον ύπνον του είχε συνείδησιν ονείρου μελωδικού, ούτως ειπείν, εφέρετο επί πτερύγων μουσικών φθόγγων, επί πτίλων αύρας εναρμονίου, λιγυράς. Μετά πολλήν ώραν εξύπνησεν.
Ήκουσεν ευκρινώς βιολιά, λαγούτα, λαλούμενα. Τί ήτο; Εκοίταξε κατά τον βράχον. Ήτο πράγματι οικία λαμπρώς φωτισμένη, παμφαής, και η οικία αύτη ήτο της Μαρουδίτσας. Υπανδρεύετο λοιπόν το Αρχοντώ; Δι' αυτό ο Σιγουράντσας του είχεν είπει “ντρέπεται η νύφη”; Ποιά νύφη;
Είχεν ακούσει περί μνηστείας. Ίσως να έκαμναν μνηστείαν, και αυτά ήσαν τα “μβασίδια” του γαμβρού. Διότι συνήθως, ευθύς μετά την απλήν ανεπίσημον μνηστείαν, “μβάζουν” τον γαμβρόν, δηλαδή τον εισάγουν επισήμως εις την οικείαν της νύμφης. Κ' επειδή ο γαμβρός ήτο πέραν από τα Εικοσιτέσσερα Χωριά, νοικοκύρης άνθρωπος, ηθέλησαν να τον εμβάσουν εν πομπή εις την οικίαν, διότι αύριον θ' απήρχετο πάλιν εις την πατρίδα του, και ο γάμος θ' ανεβάλλετο μετά μήνας. Αυτό θα ήτον.
Εζήτει να εύρη μικράν παρηγορίαν, επροσπάθει να πιασθή από ολίγην σφαλεράν ελπίδα. Επεθύμει να πιστεύση ότι αυτό μόνον ήτον. Ο γάμος θα εβράδυνεν. Είχεν καιρόν εν τω μεταξύ να βάλη μέσα εις ενέργειαν, διά να χαλάση τους αρραβώνας. Ήτο ικανός, αυτός, να το κλέψη, το Αρχοντώ. Και με όλα τα δίκια του. Διότι επίστευεν ότι διά της βίας ήθελαν να της δώσουν άνδρα ξένον άνθρωπον, οικοκύρην.
Αλλά τόσα φώτα, τόση χαρά, τόσος θόρυβος, ήτο μόνον διά τα μβασίδια; Ημπορούσε να το πιστεύση;
Έπειτα εκείναι αι φράσεις του Σιγουράντσα ήρχοντο πάλιν εις τον νουν του. “Μπορεί να τους σηκώσουν πρωί. θα μβαρκάρουν τη νύφη. Νά 'χη τον νουν του”.
Να ήτο λοιπόν αληθές; Ετελείτο γάμος εκεί επάνω; Υπανδρεύετο το Αρχοντώ;
— Ώ, Τύχη και Πρόνοια! Ώ, βουλαί ανθρώπων υποβολιμαίοι, του Αχιτόφελ βουλαί!

Τί να σκεφθή! Τί να είπη; Πώς ν' αρθρώση λόγον; Ήθελε, κατά το άσμα, “ν' αρχίση να πη τα πάθη του τραγούδια”. Σύρε να πης της μάννας σου να κάμη κι άλλη γέννα. Όχι! Ανάθεμα τη μάννα σου!...
Διατί κοιμάται; Πώς αγρυπνεί; Πώς μένει εξαπλωμένος; Και δεν εξέρχεται πνοή και στεναγμός από το στόμα του, και το όμμα του εκαρφώθη εκεί απλανές, και ζη, και δεν ζη, ενδόμυχον ζωήν; Τί σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Όχι, δράσις. Να σηκωθή... Να πηδήση... Να τρέξη... να πετάξη... Ν' αναβή τον βράχον, σκαλοπάτια-σκαλοπάτια, στενούς δρομίσκους, λιθόστρωτα... Να φθάση εκεί επάνω... Να χυθή, να ορμήση... Να τους ταράξη. Να τους θαλασσώση... Να επίβάλη χείρα εις την νύφην, οπού στέκει στολισμένη και καμαρώνει. “Έλα εδώ, συ!”... Να την αρπάξη... Να την σηκώση ψηλά... Να την κατεβάση, κάτω από την σκάλαν... θα εξαφανισθούν... θα μείνουν απολιθωμένοι... θα τον νομίσουν διά τρελόν... θα συνέλθουν... θα τρέξουν κατόπιν του... Η γριά θα τραβήξη τα μαλλιά της, θα χυθή επάνω του, και θα τον σχίση με τα νύχια της τα μαύρα... Οι άλλοι, καλεσμένοι, κουμπάρος, συγγενείς, θα του ριχθούν με τους γρόνθους, με ράβδους, με τας φιάλας τας κενάς και με τας φιάλας τας μισογεμάτας... με την σκούπαν... με ό,τι τύχη. Αυτός με την μίαν χείρα θα σπρώχνη την νύφην εμπρός, με την άλλην θα προσπαθή να τους φέρη γύρο όλους!... Και ο γαμβρός, ο νοικοκύρης, με το πανωβράκι του το τσόχινον, με το φέσι του το στιλπνόν, με την τσάκαν του την βελουδένιαν, με το ζωνάρι του το μεταξωτόν, θα τρέξη απ' οπίσω του, και θα γυρεύη να τους χωρίση... Όχι, θα του έλθη λιγοθυμιά, και θα πέση απ' οπίσω από την πόρταν... και τότε αι γυναίκες θα βάλουν τες φωνές, και θα πασχίζουν να ξελιγοθυμήσουν τον γαμβρό... και θα επέλθη μικρός αντιπερισπασμός... κι αυτός θα σπρώχνη την νύφην κατά τον βράχον, σιμά εις την βάρκαν, κάτω, και με τους γρόνθους και με τους αγκώνας του, καταπληγωμένος, αφρίζων, αιματωμένος, άγριος, θ' απαντά εις τα κτυπήματα των λυσσασμένων.
Εμπρός! θάρρος, απόφασις. Σηκώσου! θα κουνηθής επί τέλους;

Είχε κοιμηθή αποβραδύς ο Σιγουράντσας, ο καραβοκύρης. Εις τας δύο μετά τα μεσάνυκτα εξύπνησεν. Είχε χορτάσει τον ύπνον.
Έτριψε τα μάτια του, εχασμήθη, εγόγγυσεν, έρριψεν ολίγον νερόν εις τα βλέφαρα του, εφόρεσε την μικράν καπόταν του, και κατέβη.
Διευθύνθη εις το σπίτι της χαράς, εκεί οπού εγίνετο ο γάμος.
Δεν ήτο καλεσμένος, όχι, αλλ' ήτο καραβοκύρης της βάρκας... του Γιωργή και ήτο ναυλωμένος να μεταφέρη το νέον ανδρόγυνον πέραν. Η νύφη δεν είχε σπίτι ως προίκα. Η γριά της έδωκε δύο ή τρία μεταξωτά και ολίγα βαμβακερά φορέματα, δύο χαλκώματα, μισήν δουζίναν χουλιαράκια του γλυκού, δύο προσκέφαλα, τρία σινδόνια, μίαν σκάφη και μίαν ανεμοδούραν, έγραψεν εις το προικοσύμφωνον πεντακοσίας δραχμάς μέτρημα, τας οποίας είναι άδηλον αν είχε σκοπόν ποτέ να δώση, και με αυτά τους “εκουκούλωσε”.
Το να μη λάβη σπίτι ως προίκα η νύφη εσήμαινεν ότι δεν θα έμενεν εγκάτοικος εις την πατρίδα της. Ο γαμβρός, πέρα, στα χωρία τα δικά του, έλεγαν ότι είχε σπίτι και σπίτια πολλά. Και χωράφια όχι ολίγα. Οικοκύρης άνθρωπος.
Είχεν αποφασισθή, ευθύς μετά τον γάμον, άμα εξημέρωνε να μβαρκάρουν ο γαμβρός, η νύφη, συνοδευόμενοι από την γραίαν, και να περάσουν πέραν εις τον Πλατανιάν, σιμά εις την Σηπιάδα άκραν, εις τα χωρία του γαμβρού, εις τα σπίτια του κ' εις τα νοικοκυριά του.
Είχαν συμφωνήσει με πολλήν μυστικότητα από το δειλινόν της Κυριακής (την μυστικότητα την ήθελεν η γραία εις όλα, φυλαττομένη τας κακάς γλώσσας του χωρίου· ήθελε ν' αποκοιμίση την κοινήν περιέργειαν· δεν της ήρεσκε ν' ακούη σχόλια, διατί και πώς η γραία Μαρουδίτσα υπάνδρευσε την κόρην της και την έστειλεν εις ξένον μέρος, και την εξεπάτρισε, και την “εκαράβωσε” μέρα-μεσημέρι· και προσέτι αν η νύφη είχε καλά προικιά, και αν “εκαμάρωνεν” όταν θα επήγαινε να μβαρκάρη κτλ.), είχαν συμφωνήσει, λέγω, με τον Σιγουράντσαν, τον καραβοκύρην, πρωί-πρωί να τους πέραση πέρα με την βάρκαν, την βάρκαν του Γιωργή. Με αυτό το θάρρος επηγαινεν ο καπετάν Σιγουράντσας τας δύο μετά τα μεσάνυκτα εις της χαράς το σπίτι, χωρίς να είναι καλεσμένος. Είχε σκεφθή ότι καλόν θα ήτο να χορτάση τον ύπνον ενωρίς, αφού ήτον διά ταξίδι, και βαθιά την νύκτα, περί το δεύτερον λάληλα του πετεινού, να σηκωθή να υπάγη απροσκάλεστος εις της χαράς το σπίτι.
Ήρκει άπαξ να είπη:
— Έ! τί κάνουμε; Καλορρίζικα δα. Ας είναι στερεωμένα. Κοντεύει να φέξη. Ο αστέρας θα βγη. Η Πούλια πάγει μεσουρανίς. Να, τώρα θα χαράξη. Εγώ λέω να τραβιόμαστε αγάλι' αγάλια. Τώρα με το απόγειο, το πρωί, θα κολλήσουμε μια χαρά πέρα, πριν ψηλώση ένα κοντάρι ο ήλιος... Ας είναι στερεωμένα, καλορρίζικα! Με γυιούς! Εβίβα σας! Στερεωμένο το ανδρόγυνο! Στην υγειά σας! Καλορρίζικα!
Και ύστερον επί τρεις η τέσσαρας ώρας θα εκερνάτο και θα έπινεν ανέτως, ως καλεσμένος με τους καλεσμένους, υπενθυμίζων μόνον από καιρού εις καιρόν:
— Κοντεύει να φέξη... Να τραβιόμαστε σιγά-σιγά. Εβίβα σας! Καλορρίζικοι! Στερεωμένοι!
— Ας φέξη! θα απήντων εκάστοτε ο κουμπάρος και οι καλεσμένοι.
Και ούτω συνέβη. Ήτο ήδη τετάρτη μετά τα μεσάνυχτα. Γλυκοχαράματα, απόπασχα, Απρίλιος ο μην. Τα πουλιά εκελαδούσαν εις τα δένδρα, γύρω εις την ακρογιαλιάν. Η αυγή έδειχνε τα ρόδινα δάκτυλα της ψηλά από την κορυφήν του βουνού αντικρύ, και όλος ο αήρ εμοσχοβολούσεν από τα ρόδα των κήπων ολόγυρα, τα ρόδα τα οποία είχον πλασθή από τον Δημιουργόν χωρίς ακάνθας· και τώρα, διά να δρέψη τις έν από αυτά ανάγκη να ματώση τα δάκτυλα... και πάλιν, όταν το ρόδον είναι υψηλά πολύ, δεν το φθάνει όσον και αν τανυσθή τις, μόνον αδίκως ματώνει τα δάκτυλα... και καμμίαν φοράν πέφτει και σπάζει τα πόδια.
Ήτο τετάρτη ώρα γλυκοχαράματα, και κανείς ακόμη δεν είχε κινηθή από την οικίαν. Τέλος, η γραία Μαρουδίτσα, ήτις επεθύμει να γίνη το μπαρκάρισμα όσον το δυνατόν ενωρίτερα, επήρε δύο αβασταγές με ρούχα, τας οποίας είχεν ετοιμάσει, και, αφού συνεννοήθη με τον Σιγουράντσαν, τας έδωκεν εις δύο παιδία, ανεψιούς της, να τας κουβαλήσουν κάτω εις τον αιγιαλόν.
— Εκεί είν' η βάρκα, είπεν ο καραβοκύρης, δεικνύων διά του παραθύρου. Ο Γιωργής κοιμάται μέσα. Ας τον φωνάξουν να σηκωθή, να του παραδώσουν τα πράματα. Κι ό,τι άλλο έχετε, στείλετε το. Δώστέ μου κ' εμένα να κουβαλήσω τίποτα, τώρα που θα κατέβω. Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! Τέπερτε όλοι! Το ανδρόγυνο στερεωμένο!

Να σηκωθή... Να τρέξη... Να την αρπάξη μέσ' από τα χέρια τους... Η γρια θα τον σχίση με τα νύχια της... Αυτός θα την αρπάξη από τον λαιμόν να την πνίξη... Οι καλεσμένοι θα του ριχθούν με τις μπουκάλες, με τους γρόνθους και με τα ρόπαλα... Αυτός θα τους κυνηγήση μ ένα σκαρμόν, μ' ένα μπάγκον, με μιαν τροπωτήρα, οπού μπορεί να πάρη μαζί του από την φελούκαν... Αι γυναίκες θα βάλουν τες φωνές... Ο γαμβρός θα τας καταπραΰνη. “Σιωπάτε! σιωπάτε!”. Είναι ειρηνικός άνθρωπος, φρόνιμος νοικοκύρης.
Δεν εσηκώθη... Δεν έτρεξε. Δεν ήτο πλέον καιρός. Ο μακρός εφιάλτης τον είχε προδώσει.
Τα δύο παιδία κατέβησαν κάτω εις την άκρην του βράχου, φέροντα τας δύο δέσμας των φορεμάτων. Δύο φανάρια υπήρχον εξ αρχής κρεμασμένα εις το μπαλκόνι της οικίας. Τρίτον φανάριον προσετέθη τώρα έξω από την θύραν της αυλής, διά να φέγγη τον δρόμον εις αυτούς οπού ήρχισαν να κουβαλούν την αποσκευήν. Το ουράνιον δρέπανον, λευκόν, εστιλπνωμένον, είχεν ανατείλει προ ώρας, και τώρα είχεν ωχριάσει από τας ερυθράς και κυανάς λάμψεις του λυκαυγούς. Και τα ρόδα της αυγής εκοκκίνιζαν υψηλά, πρωτογενή, άφθαστα ρόδα... φλογίνη ρομφαία εις την πύλην του φωτός!
Τα δύο παιδία εφώναξαν τον Γιωργήν. Αλλ' ο νέος είχε σηκωθή πριν τον φωνάξουν.
— Μπάρμπα, ειπ' ου καπιτάνιους, να πάρ'ς, λέει τα ρούχα μέσ' τ' βάρκα.
— Είπε, λέει, η θειά μ' η Μαρουδίτσα, να τα βάνης, λέει, σε καλή μεριά, τα ρούχα, να μη βραχούνε.
— Να τα βάνης, λέει, απουκάτ' απ' την πλώρ' τς βάρκας, όμορφα - όμορφα.
— Τα ρούχα, λέει, κι τα μάτια σ'.
   Και συγχρόνως ηκούσθη από το ύψος του βράχου κατερχομένη η μεγάλη φωνή του Σιγουράντσα:
— Αλέστα, Γιωργή! Τα πήρες τα πράματα μέσα;
Είχεν εξέλθει έξω από την θύραν της αυλής, κ' εκεί προπεμπόμενος και ξεκολλών αργά-αργά, εξηκολούθει να κερνάται ακόμη.
— Γεια μας! Στερεωμένο τ' ανδρόγυνο! Καλορρίζικοι! Καλό μας καταυόδιο!
Και μετ' ολίγα λεπτά κατήρχετο βραδύς την κλιτύν του βράχου, εξακολουθών να φωνάζη καθ' οδόν:
— Ασένιο, Γιωργή! Θά 'χουμε καλό ταξίδι.

Δεν ήτο πλέον ψέμα, ήτον αλήθεια. Ο Γιωργής έπλεε με την βάρκαν του και με τον Σιγουράντσαν. Έπλεε και μετέφερε την Αρχόντω, με την μητέρα της και με τον γαμβρόν, την ώραν της αυγής. Τους μετέφερεν εις την Σηπιάδα άκραν, εις τα χωρία του γαμβρού, εις τα σπίτια του, εις τα νοικοκυριά του.
Και πάλιν ημπορεί να ήτον ψέμα, τίς δύναται να είναι βέβαιος; Ήτο όνειρον μαγικόν, απαίσιον και τρομερόν, όνειρον το οποίον έβλεπε με ανοικτά τα μάτια. Κ' εσφαλούσε τα μάτια και ακόμη το έβλεπε.
Τα ρόδα της αυγής εφυλλορροούσαν κ' εκοκκίνιζαν αι παρειαί της Αρχόντως, ή εκοκκίνιζαν μόναι των εις την θέαν του Γιωργή; Αυτός ήτο χλωμός, μαραμμένος, αδρανής.
Τα ρόδα της αυγής δεν ήρκουν διά να τον κάμουν να κοκκινίση. Τα χέρια του μηχανικώς, ως ξυλιασμένα, ετραβούσαν το κουπί. Ξύλον κολλημένον επάνω εις το ξύλον.
Μίαν φοράν μόνον εκοίταξε την Αρχόντω. Το βλέμμα εκείνο ήτον η τελευταία συγκεντρωμένη ακτίς της ψυχής του. Είτα εκείνη κατεβίβασε τα όμματα, και το ιδικόν του όμμα κατέστη απλανές.
— Καλό κατευόδιό σας!
— Παναγία μπροστά σας!
— Δούλευέ τα, καπετάνιο.
— Δούλευέ τα! δούλευέ τα.
Εμακρύνθησαν, επελαγώθησαν, κ' έφευγαν, έφευγαν.
Δεν ημπορούσε να συνάψη ιδέαν πλέον. Δεν ήτο τάχα πλέον καιρός παλληκαριάς; Παρήλθεν η ευκαιρία διά να ορμήση επάνω εις το σπίτι, να την αρπάξη από τας χείρας όλων, με τους γρόνθους και με τους οδόντας και με τους όνυχας.
   Η γραία δεν θα τον έσχιζε πλέον με τα νύχια της τα μαύρα... Αυτός ημπορούσε ακόμη να την πνίξη... να την πνίξη... Έβλεπε τον γαμβρόν και του εφαίνετο ως όρνεον, το οποίον είχεν έλθει από ξένον τόπον διά ν' αρπάξη την περιστέραν, την τρυγόνα.
Του ήρχετο να ξεστηθωθή, να πτύση εις τας χείρας, και να του είπη:
— Παλεύουμε, μπάρμπα;
Του ήρχετο να συγχαρή την γραίαν διά τον γάμον της τάχα — προσποιούμενος ότι επίστευεν ότι αυτή ήτο η νύφη... διότι η ηλικία του γαμβρού εφαίνετο διά να είναι σχεδόν πατήρ της κόρης.
Και να συγχαρή την νέαν διότι, μετά τόσα έτη ορφάνιας, είχεν αποκτήσει τάχα δεύτερον πατέρα.
Έπειτα του ήλθεν να είπη εις τον γαμβρόν, δεικνύων την θάλασσαν:
— Παραβγαίνουμε στο κολύμπι;
 
Εκείνος θα εκάγχαζε με την τρέλαν του νέου. Δεν είχεν όρεξιν διά θαλάσσιον λουτρόν. Ήτο χερσαίος, θα επήγαινεν ως μολυβήθρα κάτω εις τον βυθόν. Οικοκύρης άνθρωπος, με τα χωράφια του, με τα σπίτια του, με τα καλά του.
Το απόγειον εφύσα. Ο άνεμος εδυνάμωνε. Θα εδυνάμωνε πολύ. Ήτο ήμερα πλέον, και ο ήλιος θ' ανέτελλε πυριφλεγέθων επάνω. Και τα ρόδα των παρειών της νύμφης δεν θα εξηλείφοντο. Και η χλωμάδα η ιδική του ενίκα την ηλιοκαΐαν του προσώπου του, την παιδιόθεν κτηθείσαν.
Ο άνεμος εδυνάμωνε. Σαβούραν δεν εφρόντισαν να βάλουν. Ποίος να το ενθυμηθή; Αυτόν δεν τον έμελεν. Ο Σιγουράντσας ήτο “καπνισμένος”. Ο γαμβρός δεν ήξευρεν από τέτοια. Ήτο στεργιώτης άνθρωπος, με τα χωράφια του, με τα υπάρχοντά του.
Ο άνεμος εδυνάμωνε. Τάχα δεν ημπορούσε να δυναμώση αρκετά, ώστε μ' ένα σαγανίδι ν' αναποδογυρίση την ασαβούρωτην βάρκαν;
Μ' ένα σαγανίδι μόνον. Με μικράν ανεπιτηδειότητα του Σιγουράντσα εις το τιμόνι, μ' ελαφράν απροσεξίαν του Γιωργή εις το πανί.
Και τότε όλα θα έπλεαν εις την θάλασσαν... όλοι θα έπεφταν εις το κύμα. Ο γαμβρός θα επήγαινε μολύβι εις τον πάτον, χερσαίος, αθαλάσσωτος άνθρωπος. Την γριαΜαρουδίτσαν ας την εγλύτωνεν, αν ήθελεν, ο Σιγουράντσας. Ο Γιωργής θα εγλύτωνε την Αρχόντω κολυμβών. “Κ' εσένα να γλυτώσω, κορμί μ' αγγελικό”.
Ένα σαγανίδι, ένα σαγανιδάκι μόνον. Και τούτο τί εχρειάζετο; Μία παρατιμονιά του Σιγουράντσα δεν ήρκει; Και αυτή τί εχρειάζετο; Ένα καργάρισμα του πανιού δεν ήτο αρκετόν; Και δεν ήτο αυτό εις το χέρι του Γιωργή και μόνον;
Με το χέρι του ημπορούσε να βιάση το πανί, και με το πόδι του ημπορούσε να βγάλη τον πίρον της βάρκας. Η βάρκα είχεν οπήν φραγμένην διά πίρου, δίπλα εις την καρίναν. Ήτο τούτο σχέδιον του Γιωργή, όστις έσωζεν ακόμη παιδικάς τινας κλίσεις εις τα θαλασσινά του, και επεθύμει, καθώς βουλιούν τα παιδιά τες μικρές φελούκες κολυμβώντα, να βουλιά συχνά την βάρκαν του, διά να χορταίνη εκείνη θάλασσαν και αυτός κολύμβημα.
Με εν λάκτισμα, ακόμη ολιγώτερον, με εν κτύπημα του δακτύλου του ποδός, ημπορούσε να στείλη εις τον άλλον κόσμον άναυλα τρεις ψυχάς, τον γαμβρόν, την πενθεράν και την νύφην... εάν δεν ήθελε να γλυτώση την τελευταίαν.
Ο κυβερνήτης, αν και βαρύς, θα εκολύμβα όπως-όπως και θα εγλύτωνε. Δεν απείχον ήμισυ μίλιον από την ακτήν. Ο γαμβρός θα επήγαινε βολίς εις τον πάτον με όλα τα σπίτια του... ή μάλλον χωρίς τα σπίτια του, χωρίς τα χωράφια του και τα υπάρχοντα του. Η γραία Μαρουδίτσα... αυτή το ψωμί της το είχε φάγει. Την κόρην της την είχε “κουκουλώσει” και την είχε κάμει νοικοκυρά. Θα εφρόντιζεν αυτός να της κάμη τα κόλλυβα... μαζί με την Αρχόντω.
Εμπρός! Καρδιά! θάρρος!
   Όχι, δεν έπρεπε να βουλιάξη την βάρκαν διά του ανοίγματος της οπής. Το μέσον δεν μετείχε παλληκαριάς, ήτο δε και απαίσιον. Έπειτα δεν θα ήτο πολύ ασφαλές, διά την εις τον άλλον κόσμον προπομπήν.
Με βουλιαγμένην βάρκαν εσώθησαν πολλοί μη γνωρίζοντες να κολυμβούν. Με αναποδογυρισμένην βάρκαν πολλοί και δεξιοί κολυμβηταί εχάθησαν.
Όχι, δεν θα εβούλιαζεν την βάρκαν θα την αναποδογύριζε!

Θα έβλεπεν τερπνόν θέαμα, τον Σιγουράντσαν να κολυμβά ως φώκη μακράν του. Θα εξεπιάνετο από τον γαμβρόν, θα απηλλάσσετο από την πενθεράν, διά να ριφθή εις την θάλασσαν. Η γραία μόλις θα επρόφθανε να κάμη τον τελευταίον σταυρόν της, και η φωνή της αγωνίας της θα επνίγετο βαθιά κάτω.
Την επαύριον εις το χωρίον, οι ιερείς θα της έψαλλον τον “κανόνα” της, και θα προέτρεπον τους παρεστώτας να κάμουν μετανοίας διά την ψυχήν της. Και επί σαράντα ημέρας, όλαι αι ευλαβείς γραίαι του χωρίου θα έπαυον να τρώγουν οψάρια, με την υποψίαν ότι αυτά είχον εγγίσει την πνιγμένην.
   Να δράξη την Αρχόντω από τον βραχίονα... από την μασχάλην... όχι, από την μέσην, Και έπλεεν ήδη, έπλεε κ' εκολυμβούσε μαζί της. Δια μίαν φοράν ας γίνη γλυκιά η πικρή και αλμυρά θάλασσα.
Έφευγεν, έφευγεν ως δελφίνι, εφύσα κ' εξέρνα το νερόν ως φάλαινα, και προέβαλλε κοπτερόν τον βραχίονα ως ξιφίας. Έπλεε με τον δεξιόν βραχίονα, κ' εσφιχταγκάλιαζε την νέαν με τον αριστερόν. Άνω την κεφαλήν της, άνω. Ν' αναπνέη το δακτυλιδένιο στοματάκι της... “Μη φοβάσαι, αγάπη μου!” Και μικρόν κατά μικρόν θα εξετοπίζετο οργυιάς και οργυιάς... θα εζύγωνε, θα επλησίαζεν εις την ξηράν. “Τώρα, τώρα, εφτάσαμε, ψυχή μου”. Κανέν δυστύχημα δεν έμελλε να συμβή. Όλος ο κόσμος θα εσώζετο. “Εζαλίσθης, ψυχή μου; Όλα καλά τώρα. Επνίγη κανείς; Όχι, αφού εγλύτωσες συ”. Ώ, πώς θα έπεφταν αφανισμένοι, μισοπνιγμένοι, στάζοντες θάλασσαν, επάνω εις την άμμον. Αναπλασμένοι και αναβαπτισμένοι. Νέος Αδάμ και νέα Εύα, φέροντες τους χιτώνας θαλασσοβρεγμένους κολλητά εις την επιδερμίδα των, περισσότερον παρά γυμνοί.
“Εκεί εις τον βράχον είναι μία σπηλιά. Ύπαγε εκεί μέσα, φιλτάτη μου, ν' αλλάξης”. Εκείνη, αν είχε δύναμιν να τον ακούη, θα τον εκοίταζε κατάπληκτος. Ν' αλλάξη με τί; “Να στέγνωσης, θα σου φέρω εγώ φύλλα, απ' όλα τα δένδρα του δάσους, αγάπη μου, να σκεπασθής”.

Τέλος, αναποδογύρισε την βάρκαν; Έπνιξε τους επιβάτας; Την έσωσεν εκείνην;
Δεν ισχύει τηλαισθησία ούτε τηλεπάθεια, διά να ζητήσωμεν τας ψήφους των αναγνωστών, νοερώς, ακαριαίως, ουδέ Κοινοβουλίου τέμενος είναι παρ' ημίν ιερόν, αλλά ναός Ευβουλίας. Πας συγγραφεύς υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει την μέσην κρίσιν και το μέσον αίσθημα των αναγνωστών του. Δεν την αναποδογύρισε, δεν τους έπνιξε. Ολίγον ακόμη ήθελε διά να το κάμη, αλλά το ολίγον αυτό έλειψεν.
Έξαφνα είδε νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του της Μπούρμπαινας, εναέριον, παλλομένην. Ετράβα τα μαλλιά της κλαίουσα και του έλεγε: “Αχ! γυιέ μου! γυιέ μου! Τ' είν' αυτό που θα κάμης;”
Έκαμε κρυφά το σημείον του σταυρού επί της καρδίας, από μέσα από το υποκάμισον του. Ενθυμήθη και είπε τρεις φορές το “Κύριε Ιησού Χριστέ”, οπού του το είχε μάθει, όταν ήταν μικρός, η μήτηρ του, και αυτός έκτοτε το είχε ξεχάσει. Είπεν: “Ας πάγη, η φτωχή, να ζήση με τον άνδρα της! Με γεια της και με χαρά της!”
Κατέστειλε το πάθος, επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε κ' εφάνη ήρως εις τον έρωτά του — έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας.