Ένα προοίμιο

Από Βικιθήκη
Ἕνα προοίμιο
Συγγραφέας:
Λυρικά ποιήματα, Αναμνήσεις (1876)


Tὰ κρυφά μου φανερά σας,
Καὶ τὰ μυστικὰ ’ς τ’ αὐτιά σας.


Χωρὶς νὰ ξεφυτρώσῃ τὸ μυαλό σας
Τὸ δαιμόνιο, ποῦ ἐβγῆκε ἀπ’ τὸ δικό μου,
Νὰ σὰς πηδοκοπᾷ μέσα, ’ξωθιό σας,
Καθὼς κουλουμπουρδίζει εἰς τὸ μυαλό μου,
Πῶς εἶνε δυνατὸ ποτὲ ’ς τὸ Θεό σας
Νὰ γνωρίσετε σεῖς τὸ βάσανό μου;
Χαμένα λόγια·—κι’ ὅποίος μ’ ἀντιλέγει
Τὸ συμπάθειο του νἄχω, ψέμμα λέγει.

Τώρα λοιπὸν, ὁποῦ θὰ μ’ ἀναγνώσετε…
—Βάνετε χερικὸ ’ς τὰ χασμουρίδια;—
Ὀλίγη ὑπομονὴ, θὰ ξεφαντώσετε·
Σὰς ἔχει ὁ φίλος χιλιαδυὸ παιγνίδια.
Προσέξετε ὅμως μὴ τὸν παλαβώσετε,
Γιατὶ ἂν θυμώσῃ, πᾶν’ τὰ κατακλείδια
Ἀμέσως τοῦ μυαλοῦ μου, καὶ δὲν βγάνει
Τὸ κεφάλι μου τότε ἕνα ῥαπάνι!

Θὰ μὲ διαβάστε λέγω, καὶ θ’ ἀρχίσῃ
Τὸ πονηρὸ ψαλίδι νὰ μὲ παίρνῃ,
Κι’ ἕνας ἐδῶ τς ἰδέαις μου θὰ λειανίσῃ,
Κι’ ἄλλος ἐκεῖ, τὴν γλῶσσα θὰ μοῦ γδαίρνει·
Ποιὸς τὸ μέτρο μου θὰ κατηγορήσῃ,
Καὶ ποιὸς ἕνα κακὸ μ’ ἄλλο θὰ σπέρνῃ·
Κ’ οἱ Χαλδαῖοι θὰ πηδήσουν ’ς τὸ γελέκι,
Νὰ μὲ βαφτίσουν, ναὶ καὶ ναὶ, ζευζέκι.

Ὑπομονὴ!… εἶν’ ἡ τύχη καθενὸς ποῦ θέλει
Ἥσυχος νὰ μὴ κάθεται ’ς τὸ σπῆτί του,
Μὸν εἰς τὸν κόσμο νὰ γλυστρᾷ σὰ χέλι,
Δείχνωντας πόσο ἔχει μακρυὰ τὴ μύτη του·
Νὰ δεχθῆ τὸ φαρμάκι καὶ τὸ μέλι
Καὶ κἄπου κἄπου, ταὶς ξυλιαὶς ’ς τὴν χῄτη του…
Αὐτὰ ἔχει ὁ κόσμος, κι’ ὅποιος θὲ νὰ κλάψῃ,
Ἂς γένη Ἐκδότης,— ἤγουν ἂς συγγράψῃ.

Μιὰ Μοῦσα — θὰ σιωπήσω τὤνομά της —
Ἀδράζωντας κ’ ἐμένα ἀπ’ τὸ κοτσίδι,
Μὲ τόση ὁρμὴ μὲ τράβιξε σιμά της,
Ποῦ ξαφνισμένος ἔστριψα σὰ φίδι!
ᾈλλ’ ὅταν τὴν οὐράνια εἶδα ἀγκαλιά της
Εἶναι θαῦμα ἂν δὲν ἔγεινα ἕνα στρεῖδι!
Ἆρον, μ’ εἶπε, καὶ σὺ τὸν κράββατό σου,
Τράβα ’μπροστὰ, καὶ κάμε τὸ σταυρό σου.

Φαντασθῆτε ἐμὲ τότε εἰς τὸ λουλούδι
Τῆς νειότης, ὁποῦ ἀκόμα τὸ μουστάκι
Δὲν μ’ ἵδρωνε, νὰ ἰδῶ τέτοιο αγγελοῦδι,
Ἂν δὲν ἔτρεξα εὐθὺς σὰν κατσικάκι
’Σ τὸ πλάγι της, ἀλλ’ ὅταν τὸ τραγοῦδι
Ἀρχίνησε ἡ κυρά μου, εἰς τὸ σκοτάκι
Αἷμα δὲν μὤχει μείνει μέσα στάλα,
Κι’ ἂς ἄναφτε ὁ Θερτῆς κάθε κεφάλα!

Ναῖσκε ἤτονε Θερτὴς, κι’ ἂν δὲν πιστεύετε,
Ἐγᾦμαι ἐδῶ, γιὰ νὰ σᾶς τ’ ἀποδείξω.…
Ἀλλ’ ἄδικα γιατὶ νὰ μὲ παιδεύετε;
Ἀφῆτε κάλλια ἐμπρὸς νὰ τὰ τραβήξω·
Θερτὴς ἢ Τρύγος ἦτον ἂς κουρεύεται,
Τί ὠφέλεια θ’ ἀπολαύσετε ἂν σᾶς δείξω
Ποῦ τότε ἐδρεπανίζαμε τὰ στάρια,
Κι’ ὁποῦ διακόσια ἐμέτραγα φεγγάρια;

Καὶ τὴν ζωή μας, ἀπὸ τότε ἕως τώρα,
Τόσον εἰρηνικὰ καὶ ἀγαπημένα,
Σὰν καφφὲ τὴν ῥουφᾶμε, ὁποῦ μίαν ὥρα
Τ’ ἄστρα ἀπὸ μὲ δὲν ἔχει σηκωμένα!
Τῆς φαντασίας αὐτὴ τὰ πλούσια δῶρα,
Ὅσα εἶχε ’ς τὸ μυαλὸ θησαυρισμένα
Δικά σου εἶν’ ὅλα, μοῦ εἶπε· κ’ ἡ καρδιά μου,
Δική σου εἶνε κι’ αὐτή· πάρτηνε Ἀγᾶ μου!

Ἐγὼ τότε μακάριος, χωρὶς γνῶσι,
Μήτε λουλοῦδι ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν πῆρα!
Ἀλλ’ ὁ Θεὸς νὰ σοῦ τ’ ἀνταποδώσῃ,
Τῆς εἶπα, καὶ νὰ λάβῃς καλὴ μοῖρα.…
Τοὺς ᾕλιους της, εὐθὺς νὰ χαμηλώσῃ
Εἶδα, κ’ ἐννόησα.… ἀλλ’ ἕκλεισα τὴν θύρα
Τῆς συστολῆς, κι’ ὁρμῶ, τὴν ἀγκαλιάζω,
Καὶ ’ς τὸ φιλί μου τὴν ψυχὴν ἀδειάζω!

Ποτὲ μὲ τέτοια ῥόδα στολισμένη,
Τς αὐγῆς ὁ ποθητὸς, δὲν ἕχει κλείσει
Τήν δροσάτη εἰς τὸν κόλπο του ἐρωμένη!
Ποτὲ δὲν ἔχ’ ἡ Ἀνατολὴ κ’ ἡ Δύσι
Μὲ τέτοια λάμψι θεία περιχυμένη,
Τὴν ἀνθογέννητη ἄνοιξι φιλήσει,
Καθὼς ἔλαμψε τότε ἡ θεία παρθένα,
Ὅταν τὰ χείλη ἐπρόσφερε εἰς ἐμένα!

Ὅσαις γλυκάδαις ἡ Παράδεισο ἔχει,
Τόσαις ἔχουν χυθῆ ’ς τὰ σωθικὰ μου.
Κι’ ὅση ὁ Πλανήτης δύναμι κατέχει,
Τόση ἁπλώθηκε μὲς τὰ λογικά μου.
Μόλις ᾑ φλέβαις μου ἄκουσαν νὰ τρέχῃ
Ἀπ’ τ’ ἀθάνατα χείλη ’ς τὴν καρδιά μου,
Τέτοιο φίλημα ἁγνὸ, χαριτωμένο,
Άπὸ τὸν ἴδιο Πλάστη ἀγαπημένο.

Ὦ τῆς ψυχῆς μου οὐράνια κυβερνήτρα!
Ὦ τοῦ νοὸς μοναρχικὸ στοιχεῖο!
’Σ τὴν πάλη τῆς ὑπάρξεως ὁδηγήτρα
Γείνου πάντα εἰς ἐμὲ, σὺ πνεῦμα θεῖο!
Κάμε ὥστε αὐτὰ τῆς ξαγορᾶς τὰ λύτρα
Ὅσα μὲ χέρι λαίμαργο κι’ ἀχρεῖο
Ἡ λήθη σοὔχει ἁρπάξει γιὰ τ’ ἐμένα,
Κάμε, μὴ φημισθοῦν λύτρα χαμένα.

Τὴν ῥόδινη ἀπαλάμη, ἅπλωσε, φῶς μου·
Ἰδοὺ τὸ χέρι ὁ λατρευτής σου ἁπλόνει.…
Ἐφλογίσθη ἡ ψυχή!… Τὸν ὅρκο δός μου,
Ποῦ τὴν ἱερὰ ἕνωσί μας στερεόνει.
—«Ὁρκίζομαι, τὰ πέρατα τοῦ κόσμου
Κ’ ἐκεῖ ποῦ ὁ Θεὸς τς ἀγγέλους του μορφόνει.
Κ’ εἰς τὸν τάρταρο ἂν πᾷς, καὶ κεῖ, ἀδελφή μου,
Νὰ μὴ σ’ ἀπαρνηθῆ ποτὲ ἡ ψυχή μου!—

Μόλις μ’ ἀγάπη καὶ μὲ πίστι αἰώνια,
Μὲς τὴν καρδιὰ τὸν ὅρκο εἶχα σφραγίσει·
Τέτοια ἐβγῆκε βροντὴ ἀπ’ τὰ καταχθόνια,
Ὁποῦ καὶ τἆστρα, βέβαια, ἔχει ξαφνίσει·
Ἀλλ’ ἡ θεά μου εὐθὺς,—ἀχρεῖα δαιμόνια,
Σὲ λύσσα ὁ φθόνος σᾶς ἔχει γυρίσει;—
Καὶ μ’ ἀγκάλιασε λέγωντας ἀγάλια,
Μὴν ἔχασες καϋμένε τὰ πασχάλια;

—Οὔφ! τί μοῦ λές! τί μ’ ἐρωτᾷς, κυρά μου!
Ἀν ταὶς φρέναις μου θέλῃς ν’ ἀποχτήσω
Κι’ ἂν δὲν ποθῇς νὰ φᾷς τὰ κόλυβά μου,
Δός με λίγο μοσχάτο νὰ ῥουφήσω,
Γιατὶ ἔσχισε ἡ τρομάρα τὴν καρδιά μου!—
—Ἄνθρωπε, τί ζητᾷς! νὰ σὲ μισήσω; —
Ἀποκρίθηκε αὐτὴ ποῦ μ’ ἐξουσιάζει,
Κι’ ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ μὲ ξετινάζει.

Κι’ ἀκολούθησε·—Ἀκόμα δὲν γνωρίζεις
Ποιὰ δύναμι ἰσχυρὰ σὲ κυβερνάει!
Ἀφοῦ γι’ αὐτὴ τὴν ὕπαρξι ἀπελπίζεις
Τόσο, ποῦ καὶ τὸν ὅρκο ἀλησμονάει,
Τώρα ἡ καρδιά σου, καὶ μὲ σκανδαλίζεις
Γυρεύωντάς με, πρᾶγμα ὁποῦ δὲν πάει!
Μεθύστακα, ἐβλαστήμησες ἐμπρός μου
Tὸ κρασὶ μελετῶντας, ποὖνε ὀχθρός μου.

Ὦ Μοῦσα μαυρομάτα, μαυροφρύδα,
—Εὐθὺς ἀλησμονῶντας τὴν τρομάρα
Ἀφοῦ τόσο ὠργισμένη ἐγὼ τὴν εἶδα.—
Γονατιστὸς ’ς τὴ μιά μου τὴν ποδάρα,
Ὁποῦ θὰ συγχωρέσῃς ἔχω ἐλπίδα
Τὴν πρώτη μου, τῆς εἶπα, κουταμάρα,
Κ’ ἕνα φιλὶ ’ς τὸ ῥάσσο, ἕνα ’ς τὸ χέρι,
Ἔφερε σὲ γαλήνη αὐτὸ τ’ ἀστέρι.

Σήκω, καὶ νὰ τὴν δυναμί μου, ἀνδρίσου,
Εἶπε· καὶ τἄσπρο χέρι της ἁπλόνει!
Τὸ χέρι αὐτὸ, ποῦ ῥόδα παραδείσου
’Σ τὸν δρόμο τῆς ζωῆς μου ξεφυτρόνει!
—Πῶς δύναμαι ἐγὼ πλέον νὰ σὲ χωρίσω.—
Λέγει εἰς ἐμὲ — ἀφοῦ θέλησις μ’ ἑνόνει
Τῆς ἐδικῆς μου ἀνώτερη, εἰς ἐσένα;
—Κ’ ἐλάλει αὐτὰ μὲ μάτια θολωμένα!—

Ἔχεις πνεῦμα γερὸ, καρδιὰ βαρβάτη,
Ἤκουσε τὸν παλμό της ἡ ἀγκαλιά μου.
Ἄστατος εἶσαι καὶ τρελλὸς κομμάτι,
Ἀλλ’ ἐγὼ θὰ σὲ φέρω ’ς τὰ νερά μου·
Ἔχε τὸ νοῦ σου, ὅταν σοῦ κλειῶ τὸ ’μάτι,
Ἐσὺ νὰ κουδουνίζῃς τὰ φλωριά μου·
Νὰ φᾷς δόξα, τιμαὶς μὲ τὴν κουτάλα
Ποῦ μούντζαις νἄχῃ ἡ δάφνη ’ς τὴν κεφάλα.

Ἐλπὶς, χαρὰ μαζῇ κ’ εὐγνωμοσύνη,
Τόσο βαρειὰ πλακῶσαν τὴν καρδιά μου,
Ποῦ πέφτω εἰς τὸν ἀγῶνα ἀπ’ τὴν είρηνη!
Κόμπος πικρὸς σφαλνᾷ τὸν λάρυγγά μου,
Εἰς τὸ χορὸ πετιέται κ’ ἡ γαλήνη
Ποῦ ἐβασίλευε πρὶν εἰς τὰ μυαλά μου.
Θέλω νά γράψω, ἁρπάζω τὸ κονδύλι,
Νὰ, ποῦ μοῦ σβύνει ὁ διάολος τὸ κανδύλι!

Ὥστε λοιπὸν, ἀγαπητοὶ ἀναγνῶσται,
Ἂν γιὰ τὴν ὥρα πρέπει νὰ τσακίσω
Τὸ προοίμιον αὐτὸ, μὴ μὲ μαλῶστε·
Σὲ ὀλίγο σᾶς ὑπόσχομαι ν’ ἀρχίσω
Μία νόστιμη ἱστορία νὰ ξεφαντῶστε·
Τώρα δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς μιλήσω.
Μὲ συγχωρεῖτε, ἀλλὰ δὲν εἶμαι ὁ πρῶτος
Ὁποῦ δὲν θέλει νὰ μιλῇ εἰς τὸ σκότος.