Ένας ουτοπιστής ελληνολάτρης

Από Βικιθήκη
Ένας ουτοπιστής ελληνολάτρης
Συγγραφέας:
Για τον Περικλή Γιαννόπουλο


Ένα καλοκαιρινό απόγεμα – ο ήλιος ήτανε ακόμη στα μεσούρανα – ο Περικλής Γιαννόπουλος ήρθε στο σπίτι μου, χωρίς να τον περιμένω. Δεν ήτανε από τους ανθρώπους, που περιμένει κανείς. Έφτανε πάντα απροειδοποίητος, σαν το γλυκόπνοο αεράκι και σαν την ανοιξιάτικη βροχούλα. Καθόμουνα τότε σ΄ ένα σπίτι της Φρεατίδας, απάνω απ΄ το γλαυκότερο κύμα του Αιγαίου, και δεν ξέρω, αν ήμουνα εγώ, που είχε τραβήξει τον ξανθόν ιππότη ή το φως της χαρούμενης ακρογιαλιάς.

-Πού θα καθίσωμε; μου είπε κοιτάζοντας ολόγυρα του.

Τον έβαλα στο γραφείο μου.

-Εδώ; με ρώτησε με κάποια στενοχώρια.

Τον είδα να κοιτάζει με μίσος τα κλειστά παράθυρα, τα σκούρα έπιπλα, τις σκοτεινές γωνιές του δωματίου.

-Πώς ζεις εδώ μέσα; μου είπε.

-Πού θέλεις να πάμε; τον ερώτησα.

-Έξω, στο φως, στην Ελλάδα. Εδώ δεν είναι Ελλάς.

-Μ΄ αυτή την αντηλιά;

-Έχεις, λοιπόν, κι εσύ τη πρόληψη της αντηλιάς; μου είπε θυμωμένος. Πρέπει να τη νικήσεις.

Με τράβηξε από το χέρι και με κατέβασε κάτω στο περιβόλι, μέσα σε μια εκτυφλωτική αντηλιά. Καθίσαμε σ΄ ένα μπάγκο. Εκείνος έλεγε, έλεγε, έλεγε… Τι έλεγε δεν ξέρω. Ο Γιαννόπουλος μπορούσε να μιλεί ώρες ολόκληρες, χωρίς να ξέρεις στο τέλος τι σου είπε. Είχα όμως την αίσθηση πάντοτε μιας γοητείας, που δεν μπορούσες να καταλάβεις, αν ήτανε από τα λόγια, που άκουσες, απ΄ τη μελωδία της φωνής του ή από κάποια άλλη μυστική ενέργεια, που ακτινοβολούσε ο εσωτερικός παλμός του λόγου του. Και τον άκουγες πάντα ευχάριστα, όπως ακούς το φλοίσβο του κύματος και το κελάρυσμα της πηγής, που σου λένε πολλά χωρίς να σου λένε τίποτε. Όταν σηκώθηκε να φύγει - έφευγε πάντα όπως ερχότανε, σαν ένα ωραίο φυσικό φαινόμενο – ήμουνα ζαλισμένος από την αντηλιά, τα μηλίγγια μου χτυπούσανε και τα μάτια μου ήτανε θαμπωμένα. Ανέβηκα στο σπίτι μου κι έπεσα μισοπεθαμένος σε μια πολυθρόνα.

-Τι έπαθες; Είσαι άρρωστος; μου είπε ο Λάμπρος Πορφύρας, που ήρθε σε λίγο να με πάρει, για να κάνουμε το συνηθισμένο μας περίπατο στη Φρεατίδα.

-Είμαι το πρώτο θύμα της ελληνοποιήσεως, του αποκρίθηκα.

Και, όταν του εξήγησα ποιος ήτανε, λίγο πριν, στο σπίτι μου, δεν άργησε να καταλάβει.

Μέσα στο επεισόδιο αυτό είναι ολόκληρος ο Περικλής Γιαννόπουλος. Ένας ουτοπιστής, που ονειρευότανε ν΄ αναστήσει γύρω του το ελληνικό θαύμα και που ζούσε ο ίδιος με την φαντασία του μέσα σ΄ αυτό. Το ελληνικό φως, σα μια αντίληψη φυσική και μεταφυσική μαζί, ήτανε η θρησκεία του. Περπατούσε ώρες μέσα στο φλογερώτερο ήλιο, ρουφώντας το φως με όλους του τους πόρους. Και γι΄ αυτόν όλη η φύση, από τον άνθρωπο ως το χορτάρι και ως την πέτρα, μονάχα μέσα στο φως ζούσε την πιο εντατική της ζωή. Κάποτε του είχα συστήσει δυο νέους Ρώσσους «εντελεκτουέλ», τους αδελφούς Πολλιακώφ, που μου είχαν έρθει συστημένοι από το νέο μου φίλο Μιχάλη Λυκιαρδόπουλο, που συνεργαζότανε τότε στα ρωσσικά φιλολογικά περιοδικά – αργότερα συνεργάστηκε και στο «Νουμά»- και που μου είχε μεταφράσει κάποια κομάτια μου, στο περιοδικό «Ζυγαριά». Μην έχοντας τον καιρό να τους ξεναγήσω, παρακάλεσα το Γιαννόπουλο να αναλάβει την φροντίδα αυτή. Δεν μπορούσα να τους δώσω καλύτερον οδηγό για την επίσκεψη των ελληνικών τοπίων και μνημείων. Έπειτα ήτανε τόσο πολιτισμένος και μιλούσε τόσο τέλεια τα γαλλικά, για να τους εξηγήσει το καθετί. Ο ευγενικός φίλος δέχθηκε ευχαρίστως, του παρουσίασα τους ξένους μου στο δωμάτιό του, ένα καμαράκι υπερώου, στο απάνω πάτωμα κάποιου ξενοδοχείου της πλατείας του Συντάγματος, που, με το τίποτα και με την λεπτότατη καλαισθησία του, το είχε μεταβάλει σε μια καλλιτεχνική γωνίτσα, και συμφωνήσανε την άλλη μέρα να πάνε στην Ακρόπολη. Ήτανε Ιούλιος μήνας και τους πήγε στον Ιερό Βράχο καταμεσήμερο, λέγοντάς τους, ότι μονάχα αυτήν την ώρα, ζούνε τα μάρμαρα, και μονάχα αυτήν την ώραν θα μπορούσανε να αισθανθούν στην σάρκα τους τον παλμόν της μυστικής των ζωής, κάτω από τα φιλιά του Απόλλωνα. Και οι δυο νέοι Ρώσσοι, που ήσαν αρκετά μυστικόπαθοι, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι της φυλής τους, όταν κατέβηκαν, ξεθεωμένοι από τη ζέστη και την αντηλιά, βεβαίωναν, ότι, πράγματι, κάποιος θείος «ιχώρ» κυκλοφορούσε, την ώρα εκείνη, στην σάρκα των αρχαίων μαρμάρων. Με τέτοια φυσιολατρεία, ο μεγαλύτερος έπαινος που μπορούσε να μου κάνει, ο αλησμόνητος φίλος, ήτανε να μου στείλει κάποτε, ύστερα από το διάβασμα κάποιας σελίδας μου – δε θυμάμαι πια τι ήταν και που είχε δημοσιευθεί, - ένα γραμματάκι, όπου με το μεγάλο, ιδιόρρυθμο, γραφικό του χαρακτήρα, είχε χαράξει τις λίγες αυτές γραμμές:

«Πόσον ωραία βαδίζεις προς το Ελληνικόν φως».

Το περίεργο είναι, ότι ο ελληνολάτρης αυτός, που ονειρευότανε μια ελληνική αναγέννηση στα γράμματα, στην τέχνη, στη ζωή, με την απόλυτη κυριαρχία της ελληνικής γραμμής – η λέξη «γραμμή» έπαιζε μεγάλο και σχεδόν μεταφυσικό ρόλο σε όλα του τα γραψίματα – δεν είχε τίποτε ελληνικό στο ύφος ο ίδιος.

Του έλειπε το μέτρο, η λιτότης, η απλότης, η ευρυθμία. Το γράψιμο του ήτανε εμφαντικό, φορτωμένο, ακατάστατο, αφηνιασμένο, «βάρβαρο», με μια λέξη, στην αρχαία σημασία του όρου.

-Θέλεις να μας ελληνοποιήσεις, καημένε Περικλή, και είσαι ο τελευταίος των βαρβάρων…του είπα χωρατεύοντας κάποτε.

Και το επίστευα.

Έγραφε ακατάσχετα, χωρίς διακοπή. Και, όπως με βεβαίωσε ο φίλος Επισκοπόπουλος, ο σημερινός Nicolas Segur, που ήταν περισσότερο κοντά του, είχε στίβες ολόκληρες από χειρόγραφα στο δωμάτιό του. Πολύ λίγα απ΄ αυτά δημοσιεύθηκαν και τα άλλα είναι ζήτημα αν σώζωνται πουθενά, ή αν τα πρόσφερε ο ίδιος θυσία στον Ήφαιστο, πριν προσφέρει τον εαυτό του θυσία στον Ποσειδώνα.

Αλλά στα λίγα έργα, που άφησε ο Γιαννόπουλος – άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες και τα περίφημα δύο μανιφέστα του «Προς το Πανελλήνιον Κοινόν» - κοντά στα ουτοπιστικά πλάσματα της φαντασίας του, πόση εκφραστική δύναμη, κάποτε και τι μοναδικοί χαρακτηρισμοί προσώπων και πραγμάτων. Ο χαρακτηρισμός, έξαφνα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, ως ενός ανθρώπου, που με το ένα χέρι κρατεί αρχαία δακρυδόχη, για να δεχτεί τα δάκρυα μιας Αυτοκρατόρισσας, και με το άλλο ανακατεύει έναν τενεκέ με σκουπίδια, έμεινε ιστορικός. Και ο άκακος χαρακτηρισμός του μακαρίτη Πεσματζόγλου, που πλούτιζε τότε την Αθήνα και τα προάστεια από μέγαρα και επαύλεις διαφόρων ρυθμών, με το πρωτότυπο επίθετο «τρελοσπιτάς», έμεινε σαν ένα μονολεχτικό επίγραμμα.

Ο θαυμασμός του – ένας απεριόριστος λυρικός θαυμασμός σε καθετί που νόμιζε ελληνικό, - δεν περιωριζότανε στην φύση και στην αρχαιότητα. Ο «ελληνικός άνθρωπος» ήτανε, γι΄ αυτόν, το τελειότερο δείγμα του ανθρώπου, που έπλασε η Φύση. Και εξακολουθούσε να είναι.

Όλων των άλλων φυλών οι άνθρωποι ήσαν, απλούστατα, «ανθρωποειδείς».

Ο τελευταίος χαμάλης της προκυμαίας του Πειραιώς – μου είπε κάποτε, χωρίς καμμιά διάθεση να αστειευθεί – είναι πλάσμα ανώτερο από τον πιο πολιτισμένο Ευρωπαίο.

Δεν έμεινε, λοιπόν, παρά να λάβει ο σύγχρονος παραστρατημένος ρωμηός συνείδηση της υπεροχής του και να οδηγηθεί προς το «ελληνικό φως», για να ξαναφανερωθεί πάλι το ελληνικό θαύμα και να ξανανθίσει ο αρχαίος πολιτισμός. Και σ΄ αυτή την ωραία φανταστική προσπάθεια είχε αφιερώσει, με ανάλογα φανταστικά μέσα, όλη του την ωραία ζωή. Φυσικά, με μια τέτοια ψυχοσύνθεση, ο θεωρητικός κλασικισμός του δεν ήτανε, στην ουσία του και στην έκφραση του, παρά ένας άκρατος ρομαντισμός.

Ο καημένος ο Περικλής! Κάτω από την ευγενικώτατη παράσταση του ωραίου αυτού νέου, με τα τεφρόξανθα μαλλιά, τα πνευματικώτατα γαλανά μάτια, το άψογο ανοιχτόχρωμο ντύσιμο – γιατί και παληά ακόμα τα ρούχα του, φάνταζαν σαν της πρώτης φρεσκάδας – με το λευκό πάντα μαλακό λαιμοδέτη και το κλαδί της εληάς ή το άνθος της μυγδαλιάς – συχνά και η “αττική άκανθα” έπαιρνε τις τιμές της μπουτονιέρας του – κάτω, λοιπόν, από την πλούσια αυτή παράσταση, κρυβότανε ένας φτωχός, που έκρυβε περήφανα τη φτώχεια του και που είχε μείνει πολλές ημέρες νηστικός, επειδή δεν είχε να φάει.

Δεν μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Ο Γιαννόπουλος ήτανε ανίκανος για κάθε πεζή βιοποριστική εργασία, ξένη με τα ιδανικά του. Είχε πλούσιους συγγενείς και πλούσιους φίλους, που θα μπορούσαν και θα ήσαν ευτυχισμένοι να τον βοηθήσουν. Δε δέχτηκε ποτέ τίποτε από κανένα. Και, όταν μια φορά η αδελφή του, που είχε μάθει την κατάστασή του, του έστειλε κάποιο γενναίο ποσό από τη Σύρα, όπου έμενε, το γύρισε αμέσως με το άλλο ταχυδρομείο. Ο γαμπρός του τότε, που αντιπροσώπευε μία μεγάλη ξένη ατμοπλοϊκή εταιρεία μεταναστεύσεων, για να του δώσει μια πρόφαση εργασίας, ώστε να κερδίζει τη ζωή του, χωρίς να απασχολείται και υπερβολικά, τον διώρισε στο πρακτορείο του Πειραιώς, όπου άλλος διευθυντής θα είχε να κάνει όλη την πραγματική εργασία. Δέχτηκε στην αρχή με ευχαρίστηση. Και με προσκάλεσε μάλιστα – ήμουν τότε γιατρός στο Π. Ναυτικό – ν΄ αναλάβω την ιατρική επιθεώρηση των μεταναστών του γραφείου του. Δέχτηκα κι εγώ ν΄ αφιερώνω λίγες ώρες, που μου περίσσευαν από την υπηρεσία μου, στην εργασία αυτή, περισσότερο από την έλξη της συντροφιάς του Γιαννόπουλου, παρά από την έλξη ενός ασήμαντου κέρδους. Και έτσι κάθε απόγεμα ανταμώναμε με τον Περικλή γύρω από ένα τραπεζάκι καφενείου, στην πλατεία Θεμιστοκλέους, μπροστά στο μεταναστευτικό γραφείο.

Δεν πρέπει να υποθέσει κανείς, ότι ο Γιαννόπουλος είχε πάρει τη νέα του θέση στ΄ αστεία. Μόνο αργόμισθος δε θα δεχότανε να γίνει ποτέ. Είχε αφιερωθεί, απεναντίας, ολόψυχα στην δουλειά του και μελετούσε το μεταναστευτικό ζήτημα, με τον τρόπο το δικό του. Στους Έλληνές του, που μπαρκάρανε για την Αμερική, έβλεπε τους αποστόλους, που πήγαιναν να εκπολιτίσουν τους “ανθρωποειδείς” του Νέου Κόσμου. Και ήταν περήφανος, που συνεργαζότανε στην ελληνική αυτή κατάκτηση του κόσμου. Για ώρες ολόκληρες τον άκουγα να μου μιλεί, αποκλειστικά τώρα, στο λαϊκό καφενείο της προκυμαίας, για τα μεταναστευτικά ζητήματα, που είχε γίνει τέλειος κάτοχός τους, με την οξύτητα της παρατηρήσεώς του. Άξαφνα όμως δεν ξεύρω τι τον έκαμε ν΄ αλλάξει ιδέα. Και, πράκτορας αυτός μεταναστευτικού γραφείου – και είναι γνωστό τι μέσα μηχανεύονται τα μεταναστευτικά γραφεία, για να προσηλυτίσουν μετανάστες – αυτός άρχισε να κατηχεί τους πελάτες του γραφείου να μην μεταναστεύουν. Επειδή όμως η συνείδηση του δεν του επέτρεπε να εργάζεται σ΄ ένα γραφείο, υπονομεύοντας ο ίδιος τα συμφέροντά του, παραιτήθηκε. Και ξανάπεσε πάλι στην περήφανη φτώχεια του και στη μυστική του δυστυχία.

Μόνο ένας περιφρονητής του χρήματος σαν κι αυτόν μπορούσε να κάνει τέτοια πράμματα. Και για την περιφρόνηση του προς το χρήμα θα έφτανε ν΄ αναφέρω μια χαρακτηριστική σκηνή, που μου έμεινε βαθειά εντυπωμένη.

Μια παραμονή πρωτοχρονιάς, παίζαμε χαρτιά στο σπίτι του μακαρίτη μουσικού Αξιώτη. Ήτανε κι ο Γιαννόπουλος, που ακολουθούσε το παιγνίδι – μπακαρά σεμέν-ντε-φερ – χωρίς να παίζει. Με τα πολλά, τον καταφέραμε να κάνει ένα γύρο για το καλό του χρόνου. Έβγαλε δυο τάλληρα – τα μόνα, που είχε, όπως έμαθα αργότερα από τον ίδιο, απάνω του – και όταν ήρθε η σειρά του, έκανε μπάγκο. Κέρδισε τρεις φορές. Του είπα τότε, καθώς καθόμουνά κοντά του, ότι είχε το δικαίωμα ν΄ αποσύρει και να ξαναβγεί με ένα μικρό ποσό.

-Τ΄ αφίνω όλα…είπε, χωρίς να με προσέξει.

Ξανακέρδισε.

-Τ΄ αφίνω όλα.

-Τι κάνεις εκεί; του ψιθύρισα. Θα πέσεις και θα τα χάσεις όλα σου τα κέρδη μαζί με το κεφάλαιό σου. Αυτό είναι τρέλλα…Τράβηξε τα λεφτά σου.

-Τ΄ αφίνω όλα…ήτανε και πάλι η απάντηση του.

Όλοι του ποντάριζαν, περιμένοντας να πέσει από στιγμή σε στιγμή. Η τύχη όμως τον ευνοούσε απίστευτα. Έκανε δεκατρείς πάσσες στην αράδα. Μπροστά του είχε συσσωρευθεί ένας λόφος από χαρτονομίσματα.

-Είσαι τρελλός…του ψιθύρισα πάλι. Δεν μπορείς να κερδίζεις αιωνίως. Τράβηξε τα λεφτά σου. Θα πέσεις….

-Το ξέρω μου είπε ψυχρά.

Και γυρίζοντας προς τους πονταδόρους, που τον ρωτούσαν πόσα αφίνει.

-Τ΄ αφίνω όλα… ξαναείπε.

Έπεσε.

-Τα βλέπεις, τώρα; του είπα.

Γαλήνιος, ατάραχος, γελαστός, σα να μην του είχε συμβεί τίποτε, μου αποκρίθηκε.

-Μήπως δεν το ήξερα πως θα πέσω;

Και αποσύρθηκε σ’ ένα καναπεδάκι, χωρίς πεντάρα στην τσέπη, με το καλύτερο κέφι του κόσμου, για να εξακολουθήσει αμέριμνα το διάβασμα κάποιου περιοδικού, που είχε βρει απάνω σ΄ ένα τραπέζι.

Εννοείται, ότι τίποτε δεν άλλαξε στον κόσμο και στην Ελλάδα, με το κήρυγμα και το παράδειγμα του Περικλή Γιαννόπουλου. Το «Πανελλήνιον Κοινόν» έμεινε ολότελα αδιάφορο προς τα φλογερά μανιφέστα του και η προφητική του φωνή έσβυσε, χωρίς καμμιά απήχηση, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».

Για πολύν καιρόν, από τότε, ο Γιαννόπουλος δεν ακούστηκε πια. Είχε απελπισθεί τάχα κι ο ίδιος από το ιδανικό του ή είχε συγκεντρωθεί περισσότερο σ΄αυτό και, τραβηγμένος από την ζωή, είχε κλεισθεί μέσα στα τείχη της ουτοπίας του και ζούσε με τις σκιές και τα φαντάσματα ενός κόσμου, που τον είχε πλάσει ο ίδιος; Δεν εμάθαμε παρά την ηρωική του έξοδο.

Ένα πρωί, πλημμυρισμένο από φως – το ελληνικό φως, που τον είχε μεθύσει σε όλη του τη ζωή, σα δυνατό, παλαιό κρασί – καββαλίκεψε ένα άσπρο άλογο, τράβηκε προς το Πέραμα, με γρήγορο καλπασμό, και, όταν αντίκρυσε μπροστά του τα βουνά της Σαλαμίνας, κατέβηκε στο γιαλό, προχώρησε – φανταστικός καββαλάρης – στα γαλανά, διάφανα νερά, κράτησε τα ινία του αλόγου του σ΄ένα σημείο, πυροβόλησε την καρδιά του, με το όπλο που κρατούσε απάνω του, κι έπεσε, νεκρός, από τη σέλα του, μέσα στα ιερά κύματα, που τον δέχτηκαν, αδιάφορα κι αυτά σαν τους ανθρώπους, για να τον ξεβράσουν στο ακρογιάλι της Ελευσίνος, που του έγεινε τάφος, με λίγα λουλούδια του αγρού, που είχαν σκορπίσει απάνω στο ωραίο σώμα του νεκρού Αδώνιδος, ευλαβητικές, χωριάτισσες παρθένες.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος δε στάθηκε τυχερώτερος στο έργο του θανάτου του από το έργο της ζωής του. Θέλησε να δημιουργήσει έναν ελληνικό θάνατο και πραγματοποίησε ένα θάνατο, που θα ταίριαζε περισσότερο στον Δον Κιχώτη, παρά σ΄έναν Έλληνα «εστέτ». Η Μοίρα του Μαγχησίου Ιππότη στάθηκε έτσι η Μοίρα της ζωής και του θανάτου του, μια Μοίρα βαρβαρικιά τραγική.