Άνοιξη (Μεταστάζιο)
Ἡ Ἄνοιξη Συγγραφέας: Μεταφραστής: Διονύσιος Σολωμός |
Ἀπ' τὴν ἄνοιξι, ποὺ ἐγύρισε,
οὐρανος καὶ γῆς εὐφράνθη,
μὲ τὸ χόρτο καὶ μὲ τ' ἄνθι
παίζει ὁ ζέφυρος τερπνά.
………………………………………………………
Καὶ τὸ χόρτο πρασινίζει,
μόν' 'ς ἐμένα δὲ γυρίζει
τῆς καρδιᾶς ἡ σιγαλιά.
Ἥλιου ἀκτῖνα καθαρώτατη
τοῦ βουνοῦ τὰ χιόνια λυώνει,
ποὺ τὸ νέο του ξεφυτρώνει
πράσιν' ἔντυμα λαμπρό.
Τὸ σιγὸ τὸ κυματάκι
εὶς τὲς ἄκρες του φλοισβίζει,
καὶ τὸ ἀνθοδροσοστολίζει
μὲ τ' ἀκοίμητα νερά.
Τὸ ίσχυρὸ τὸ δέντρο, ποὺ εἴδανε
σταθερὸ καιροὶ καὶ χρόνοι,
τὰ κλωνάρια ξαλαφρὠνει
ἀπ' τὰ χιόνια τὰ ὀκνηρά.
Παντοῦ, ἰσού, ξυπνοῦν καὶ τρέμουν
ἄνθια χίλια ἀπὸ τὸ χῶμα,
ποὺ εἶν' ἀπείραχτα εἰς τὸ χρῶμα
ἀπ' τ' ἀλέτρια τὰ σκληρά.
Νὰ, τὸ χελιδόνι ἐγύρισε,
ποὺ τὸ πέλαο περνάει,
κ' ἐδῶ πάλι οἰκοδομάει
τὴ γλυκειά του τὴ φωλιά·
κι' ἐκεῖ ποὺ μὲ τὴ φτεροῦγα
τρέχει ὀγλήγορα καὶ λάμνει,
προσοχὴ καμμιὰ δὲν κάμνει
εἰς ὁποῖον τὸν κυνηγᾶ.
Ἡ βοσκοῦλα ἐρωτεμένη
πάει στὸ ρεῦμα νὰ κοιτάξῃ,
γιὰ νὰ βάλῃ ὡραῖα σὲ τάξι
τὰ ξανθά της τὰ μαλλιά.
Νὰ βοσκοῦν βγαίνουν τὰ πρόβατα·
τὠρα λέον δὲ μνέσκουν ἄλλοι,
ἥ ψαράδες στ' ἀκρογιάλι,
ἥ διαβάτες στὴν οἰκιά.
Ὡς καὶ ναύτης, ποὺ γυμνότατος
στὴν πατρίδα του ἐσυνάχθη,
γιατὶ ὁ μαῦρος ἐταράχθη,
ἀπὸ φουσκοθαλασσιά,
βλέποντας σιγὸ τὸ κῦμα,
λύει τὸ πλοῖον, καὶ δὲ φοβᾶται
καὶ οὐδὲ πλέον ξαναθυμᾶται
πῶς ἐφούσκωσε φρικτά.