Άγνωστος ήρωας
Άγνωστος ήρωας Συγγραφέας: |
Από τη συλλογή διηγημάτων Αητοί και λελέκια. |
Μιὰ ὥρα μακριὰ πάνου ἀπὸ τὸ χωριό, ποὺ λέγεται Μεγάροβο, τὄμορφο δάσος φωτισμένο ἀπὸ τὀλόγιομο αὐγουστιάτικο φεγγάρι εἶναι γεμάτο μυστήριο, σὰ στοιχιωμένο, ποὺ ἐκεῖ λὲς κατοικοῦνε ὅλα τὰ φαντάσματα καὶ ὅλα τὰ ξωτικά. Τἀργυρὸ φῶς, σάβανο ποῦ ξετυλίγεται πάνου στὰ κατάμαβρα καὶ τἅγρια δέντρα, πέφτει ἀνάμεσά τους ζωγραφίζοντας τὰ πιὸ παράξενα σκήματα κάτου στὸ χῶμα, ντύνει πιὸ πέρα τοὺς χιλιόμορφους βράχους καὶ σὰν ἀχνὸς ἁπλώνεται σκεπάζοντας ὁλάκαιρο τὸν κάμπο. Κάτου, βαθειά, ἀνάμεσα στὶς σύδεντρες μεριές, μόλις τὸ μάτι ξεχωρίζει κάτι λευκὰ σημάδια, τὰ σπίτια δυὸ χωριῶν, ποὺ τὰ χωρίζει φειδωτὸ ἕνα ρέμα.
Κατακίτρινο τὸ φεγγάρι πάνου στὸν ξάστερον οὐρανό, σὰ λαμπάδα νεκρικὴ στὸ κεφάλι ἑνὸς πεθαμένου.
Τὸ φεγγάρι ποῦ προβαίνει ἀργά σὰ λυπημένο, μοιάζει μὲ λείψανο ποῦ τἀκλουθάει βουβὸς ἕνας λαός, οἱ ἤσκοι τῶν δέντρων ποὺ ἀργοσαλεύουν.
Τὸ νοιώθει ἀμέσως ἀφτὸ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιατὶ τὸ φεγγάρι ἔχει τοῦ θανάτου τὸ χρῶμα, μάλιστα σὰ μάθῃ, πὼς φωτίζει δάσος Μακεδονικό, τὴν ὥρα ποὺ σφάζονται καὶ πνίγονται ἐκεῖ στὸ αἷμα τους ἀθῶοι ραγιάδες.
Μὰ πάλι σὰ σταθῇ κανένας καὶ καλοκοιτάξει τὸ φεγγάρι, τὸ βλέπει ἀλλοιώτικο.
Τὸ φεγγάρι ποὺ φωτίζει τὸ δάσος εἶναι ἀλλόκοτο. Ἔχει μιὰ κοκκινάδα, σὰ νἆναι βουτημένο κἐκεῖνο μέσ' τὸ αἷμα καὶ στὴ φωτιά. Σὰν τὴ ντροπασμένη τὴν ἐρωτιάρα γυναῖκα, ποὺ λαχταράει στὴ μοναξιὰ καὶ στὸ σκοτάδι γιὰ φιλιὰ καὶ γι' ἀγκαλιάσματα καὶ τριγυρίζει καὶ ψάχνει γι' ἀγαπητικό. Σὰν τὸ παλληκάρι τἀτρόμητο, ποὺ μεὐχαρίστηση βρέχει τὰ χέρια του στὸ αἷμα τοῦ ὀχτροῦ του, ζητώντας νὰ σβύσῃ τὴν ἐκδίκηση ποὺ τοῦ ἀνάβει τὰ στήθια.
Τὸ νοιώθει ἀμέσως καθένας τὸ τελευταῖο τοῦτο, σὰ μάθῃ, πὼς τὁλόγιομο αὐγουστιάτικο φεγγάρι φωτίζει στὶς πιὸ ψηλὲς μεριὲς τοῦ δάσους καὶ στὶς ἀπάτητες, παλληκαρῆσες ψυχές, ποὺ ξεχύνονται, σὰν τὰ λιοντάρια μέσ' ἀπ' τὰ λημέρια τους γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦνε τὸν τύραννο καὶ νὰ σπαράξουνε τοὺς δολοφόνους, ποὺ σὰ λυσσασμένοι λύκοι χυμήξανε ὁλοτρόγυρα στὴ δασωμένη χώρα καὶ στὴν ἀλύτρωτη Πατρίδα.
Καὶ νά, ποὺ τὸ φεγγαράκι, ἔτσι, χαίρεται καὶ γελάει κἐκεῖνο στὰ μάτια τῶν παλληκαριῶν, ποὺ ὅταν ἀκόμα εἶναι κλεισμένα καὶ βυθισμένα στὸν ὕπνο καὶ στὸν ἴσκιο ἀπὸ κάτου σὲ θεώρατες ὀξιές, νανουρίζει τὰ φτερωμένα τους ὄνειρα καὶ τοὺς τραγουδάει τὸ φεγγαράκι, μαζῆ μὲ τὸν ὁλόδροσον ἀγέρα τῆς καλοκαιριάτικης νυχτιᾶς κι ἐπάνου ἀπ' τὸ κεφάλι τους, μὲ τὸ σιγαλὸ σείξιμο τῶν φύλλων, τὴν αἰώνια Δόξα.
Οἱ τρανοὶ καὶ πελώριοι ἴσκιοι ποῦ σαλεύουν μέσα στὸ δάσος φαντάζουν ξωτικὰ ποὺ σοῦ φράζουν τὸ διάβα καὶ σοῦ σταματοῦνε τὸ βῆμα. Οἱ πανύψηλες ὀξὲς σκύβουν καὶ σοῦ δηγοῦνται ἀνιστόρητες θλιβερὲς τραγῳδίες. Οἱ ρίζες τους ἁπλώνονται στὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς καὶ τὰ κλόνια τους κινούμενα σοῦ σπαράζουνε τὴν καρδιά. - Εἴμαστε ποτισμένα καὶ θρεμμένα καὶ θεριωμένα καὶ στοιχειωμένα ἀπὸ τὸ αἷμα μαρτύρων καὶ ἡρώων, τἀκούς; - Ἔτσι σοῦ φωνάζουν τὰ δέντρα, καὶ τὸ ψιθύρισμα τῶν φύλλων, αἰώνιο μυρολόϊ στοὺς ἄγνωστους καὶ τοὺς ἀδικοφονεμένους, γεμίζει τὴν ψυχή σου ἀνατριχίλα. Οἱ πηγὲς ποὺ ἀναβρύζουνε καὶ ἠχολογοῦνε στὴ νύχτια γαλήνη, τοῦ κάκου, λές, πασκίζουν νὰ ξεπλύνουν τὸ κρῖμα.
Εἶν' ἀλάργα 'πὸ τὸ δάσος οἱ βοσκοὶ ποὺ δείχνουν τὸ ἡμέρωμα τοῦ τόπου καὶ τῆς γλυκειᾶς φλογέρας ὁ σκοπός, ποὺ ἀποδιώχνει τὴν τρομάρα τῆς ἐρμιᾶς, ἀλλοίμονο, πουθενὰ δὲν ἀντηχάει, ἴσως τώρα σ' ὅλη τὴν ἀλύτρωτη κ' αἱματοποτισμένη χώρα. Οὔτε τἀλύχτισμα τοῦ σκύλου ὡς ἐκεῖ φτάνει στὸ δάσος καὶ μόνο τὸ κλάγγασμα τἀητοῦ τὴ μέρα γροικιέται καὶ τῆς κουκουβάγιας καὶ τοῦ μπούφου οἱ κράξες τὴ νύχτα ἀντισκόφτουν τὴ σιγαλιὰ καὶ πιὸ μεγάλο κάνουν τὸ φόβο.
Ὁ καπετὰν Γούδας καὶ τὰ παλληκάρια του τὴ νύχτα κείνη μέσ' τὸ δάσος ἀγρυπνοῦνε. Κάτι ἀσυνήθιστο τὴ νύχτα κείνη τοὺς βαστοῦσε ἔτσι παράωρα στὸ πόδι. Ἀπὸ τὸ πρωΐ νηστικὰ ὅλα τὰ παλληκάρια. Τὴ μέρα κείνη, δὲν τοὺς φέρανε θροφὴ οἱ ἄνθρωποί τους. Ὅλοι μαζῆ ἀποφασίσανε οἱ μισοὶ νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ δάσος καὶ νὰ κατεβοῦνε στὸ χωριὸ καὶ νὰ μάθουνε τί τρέχει. Μπροστὰ ἱ καπετάνιος καὶ πίσω κάμποσα παλληκάρια ξεκινήσανε κοντὰ τὰ μεσάνυχτα γιὰ τὸ χωριό.
Οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸ πρωΐ εἴχανε ζωσμένα τὴ δασωμένη χώρα καὶ εἴχανε πιασμένα τέσσερους ποὺ τοὺς πηγαίνανε θροφὲς καὶ τώρα παραφυλάγανε τὰ διάβα γιὰ νὰ χτυπήσουνε τοὺς ἀντάρτες, ποὺ ἡ πείνα θὰ τοὺς ξανάγκαζε νὰ βγοῦν ἀπὸ τὸ δάσος.
Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα οἱ Τοῦρκοι κρυμμένοι στὰ βράχια ὁλοτρόγυρα στο δάσος, ὅπου εἴτανε διάβα, προσμένανε τὰ παλληκάρια τὴ νύχτα. Οἱ τέσσεροι αἰχμαλῶτοι δεμένοι βρισκόντουσαν κἐκεῖνοι κατὰ γῆς, χώεια ὁ ἕνας ἀπ' τὸν ἄλλο ποὺ τοὺς φυλάγανε στρατιῶτες μὴν τύχῃ καὶ φωνάξουνε καὶ προδοθοῦνε οἱ σκοποί τους. Ὁ Νάκης Καλίτσας, εἴτανε ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερους τοὺς σκλαβωμένους, ποὺ δεμένος καταγῆς, δὲ συλογιζότανε τὴ στιγμὴ ἐκείνη μήτε τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του, ὅσο τὴ σφαγὴ τῶν παλληκαριῶν μὲ τὸ καρτέρι ποὺ τοὺς εἴχανε στήσει. Τὸ συλλογιζότανε κι ἀνατριχιάζανε τῆς καρδιᾶς του τὰ φύλλα. Καὶ ὅσο ἡ νύχτα προχωροῦσε τόσο καὶ ἡ ἀγωνία του μεγάλωνε. Ὥρες τώρα ποῦ βαστοῦσε τὴν ἀνάσα του γιὰ νἀκούῃ καὶ νὰ μαντεύῃ τὶ γίνεται.
Κοντὰ τὰ μεσάνυχτα ἀπὸ κάτι κινήματα τῶν Τούρκων ποὺ φυλάγανε στὰ βράχια, ὅλοι βουβοί, κατάλαβε πῶς ἡ τρομερὴ στιγμὴ πλησίαζε. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἀρχίνησε καὶ τὸ μεγάλο του καρδιοχτύπι. Κι ἀρχίνησε πιὰ νὰ δουλέβῃ κι ἡ φαντασία του ποὔκανε τὸ κεφάλι του καμίνι. Δοκίμασε νἀνασηκωθῇ, μὰ τοῦ κάκου. Τὰ σκοινιὰ ποὺ τὸν ἐδέναν τἄνοιωθε μέσα στὴ σάρκα χωσμένα. Κοντά του, δίπλα του, οἱ Τοῦρκοι μὲ τὰ ντουφέκια στὸ χέρι, ἕτοιμοι πίσω ἀπὸ τὸ βράχο κρυφοκοιτάζοντας πέρα πρὸς τὸ μονοπάτι, ἕτοιμοι νὰ τὸν σπαράξουνε κι ἀφτὸν στὸ παραμικρότερο κίνημα.
Τὸ μάντευε ἡ ψυχή του, πῶς σὲ λίγο θὰ προβάλουνε τὰ παλληκάρια στὸ μονοπάτι, ἀλλοίμονο, καὶ ἡ καρδιά του τρέμει. Κάτι πῆρε τἀφτί του τώρα· τὴν ἀπόμακρη κουβέντα τοῦ καπετὰν Γούδα μέσα στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας καὶ τὸ βῆμα τῶν παλληκαριῶν, ποῦ κατεβαίναν ἀπὸ τὸ δάσος. Ἡ κουβέντα κείνη κεντρὶ φαρμακερὸ στὴν καρδιά του, τὸ βῆμα καρδὶ ποὺ τοῦ τρύπαε τὰ μελίγκια. Δὲ μπορεῖ οὔτε νὰ κλάψῃ ἀπὸ τὴ θλίψη του ὁ Καλίτσας.
Μιὰ φωνή, συλλογίζεται, μιὰ φωνὴ καὶ θὰ τοὺς ἔσωζε, θὰ τοὺς γλύτωνε ἀπ' τὸ θάνατο. Μιὰ φωνὴ κι ἂς τοῦ βγῇ μαζῆ μὲ τὴ φωνὴ καὶ ἡ ψυχή του. Φλόγα τώρα πιὰ ὁ νοῦς του μαζῆ καὶ ἡ καρδιά του. Μιὰ φωνὴ καὶ ἂς πεθάνῃ. Μὰ πῶς νὰ πεθάνῃ πάλι δίχως τουλάχιστο νὰ τοὺς ἀντικρύσῃ γιὰ στερνὴ φορὰ τοὺς λεφτερωτὲς τῆς Πατρίδας; Νὰ τοὺς δῇ καὶ νὰ πεθάνῃ.
Γρήγορα, γρήγορα. Τάχα μὴν εἶναι ἀργὰ, ὅταν θὰ τοὺς βάλῃ τὴ φωνή; Μὰ ἂν τύχῃ πάλι καὶ τοὺς βάλῃ τὴ φωνή καὶ δὲν τὸ νοιώσουνε καὶ δὲν τὸν ἀκούσουνε; Νά, τὸ μεγάλο μαρτύριο τῆς πονεμένης του καρδιᾶς. Νὰ σηκωθῇ, νὰ πεταχτῇ, ὀρθός, στὴν ἄκρη τοῦ βράχου.
Τὸ σκοινὶ ποὺ τοῦ δένει χέρια μαζῆ καὶ πόδια δὲν τὸν ἀφίνει, ἄχ. Ἀκούει πάλι τὸ βῆμα τῶν παλληκαριῶν. Κοντοζυγώνουνε εἶναι τώρα πιὰ καιρός. Ἄχ, πάει εἶναι ἀργά. Ἀλλοίμονο, τοῦ τὸ λέει ἡ καρδιά του.
Τὰ μαντεύει ὁ νοῦς του μὲ ὅλη του τὴν παραζάλη. Ἐμπρός, τὴ φωνή.
Μιὰ δύναμη νοιώθει μέσα του ἀκατανίκητη νὰ τὸν ὑψώνῃ ἀπὸ τὸ χῶμα ποῦ κείτεται χάμου. Εἶναι λυτός, ἔχει φτερά, δὲν τὸν φτάνει κανένας, κανένας οὔτε σκοινί, οὔτε Τοῦρκοι, οὔτε ὅλος ὁ κόσμος κι ὅλα τὰ σίδερα τοῦ κόσμου μποροῦνε πιὰ νὰ τὸν κρατήσουνε.
Σὲ μιὰ στιγμὴ βρέθηκε ὁλόρθος, μὲ τὰ μάτια πρὸς τοὺς ἴσκιους τῶν παλληκαριῶν, ποῦ σαλέβανε, ἀπάνου ποῦ ξεβγαίναν ἀπ' τὸ δάσος. Τὴν ἴδια τὴ στιγμὴ ἡ φωνή του τράνταξε τὸν ἀγέρα, ἡ φωνή του ποὺ στὴν ὁρμή της λὲς καὶ ξεκολλοῦσε καὶ τὴν καρδιά του μαζῆ.
Τοῦρκοι, παιδιά. Πίσω, χαθήκατε! Πολλές ντουφεκιὲς ἀμέσως πέσανε. Ὁ Νάκης Καλίτσας σωριάστηκε στὸ χῶμα κι οἱ Τοῦρκοι χυμήξανε καταπάνου του.
Τοὺς εἶδε τοὺς λευτερωτὲς τῆς Πατρίδας του γιὰ στερνὴ φορά. Τοὺς εἶδε κι ἂς πεθάνῃ, μἕναν ἀναστεναγμὸν ποὺ λὲς καὶ ξαλάφρωνε τὴ βασανισμένη του τὴν καρδιά.