Φούρια-Φούρια

Από Βικιθήκη
Φούρια-Φούρια
Συγγραφέας:
Σεπτέμβριος 1885.


Ἂς εἶχα πόδια δώδεκα εἰς ὅλα νὰ προφθάνω,
νὰ εἶμαι πρῶτος πάντοτε σὲ καθεμιὰ παράτα,
οὔτε καμμία παρέλασι ἐφέδρων νὰ μὴ χάνω,
νὰ βλέπω τόση λεβεντιά, νὰ βλέπω τόσα νειάτα.
Νὰ βλέπω Καλαβρυτινούς, νὰ βέπω Σκαρπαθιώταις,
νὰ βλέπω καὶ τοὺς Λάκωνας, νὰ βλέπω καὶ τοὺς Χιώταις.

Ὦ Κύριε τῶν οὐρανῶν, τί ζάλη στὴν Ἑλλάδα!
ἀνέτειλεν ἡ χαραυγὴ τοῦ ἐθνικοῦ παιᾶνος...
Ὁ Συριανὸς ἀσπάζεται τὸν φλογερὸν Ἀρκάδα,
κι' ὁ Χιώτης ἀγκαλιάζεται μετὰ τοῦ Ἀκαρνᾶνος.
Κανεὶς δειλὸς καὶ ἄτολμος, παντοῦ παλληκαράδες,
κι' οἱ Βρονταδοῦσοι, ἔρχονται μαζὶ μὲ τοὺς Ξυλάδες.

Ἡ φουστανέλλα, τὸ βρακί, ἡ σκούφια καὶ τὸ φέσι
φιλιοῦνται, ἀγκαλιάζονται κι' ἀρχίζουν τὸ χορό,
κι' ὁ Στεφανίδης ἔξαφνα πετιέται μὲς στὴ μέση
μὲ τὸ μακρὺ μπουρνούζι του καὶ στέκει στὸ φτερό.
Κι' ἀρχίζουν πιὰ τὰ κλέφτικα ἐλεύθεροι καὶ δοῦλοι,
συμψάλλονται τὸν Μάντζαρον τοῦ μουσικοῦ Σταμούλη.

«Σφάζουν ἀρνιὰ στὰ Σάλωνα... Ἑλλήνων παῖδες ἴτε...
«Πεφιλημένη μου πατρίς, ἦλθε καιρὸς καὶ σήκω...
«παιδιὰ σὰν θέτε λεβεντιὰ καὶ κλέφτες νὰ γενῆτε...
«Μιὰ παπαδιὰ ἐφώναξεν ἀπὸ τὸν Ἀβαρῖκο».
Πηδᾷ χορεύει, τραγουδεῖ ὁ κάθε στρατιώτης,
καὶ ποῦ καὶ ποῦ ἀκούεται καὶ ἡ Μασσαλιῶτις.

Ἕνας παππᾶς μιλεῖ ἐδὼ μὲ γαλανὴ παντιέρα,
τὸν βλέπεις καὶ σοῦ φαίνεται πὼς εἶν' ὁ Μπουκουβάλας,
τοὺς Γορτυνίους προσφωνεῖ ὁ Δούνης παραπέρα,
κι' ἀπάνω εἰς τὸ σύνταγμα φωνάζει ὁ Σιγάλας.
Ἀλλ' ἀπὸ τὰ παράθυρα μιλεῖ κι' ὁ Δεληγιάννης,
καὶ τὸ μυαλό σου σταματᾷ, σαστίζει καὶ τὰ χάνεις.

Προσφώνησις ἐδῶ κι' ἐκεῖ, ποὺ σοὔρχονται ζαλάδες...
δὲν ξέρεις ποῦ νὰ πρωτοπᾷς καὶ τί νὰ πρωτακούσῃς,
ἀπὸ παντοῦ μᾶς ἔρχονται πολεμισταὶ παππάδες,
καὶ ὁσονούπω ἔρχεται καὶ ὁ Μυριανθούσης.
Ἰδοὺ παππᾶς-Καστρίσιος καὶ παππᾶ-Κουβαράκης
ἀλλὰ ἰδοὺ κι' ὁ Σώμερβιλ καὶ ὸ Καλαποθάκης.

Ἀφίν' ἡ μάννα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ τὴ μάννα,
ἀσπίδα εἰς τὰ τέκνα της ἡ Λάκαινα προσφέρει,
παντοῦ τσαντῆρι ἀνοικτὸ καὶ μαύρη κουραμάνα,
καὶ κλαῖν ἀπὸ συγκίνησι καὶ τὰ παιδιὰ κι' οἱ γέροι.
Ἀλλὰ κι' ὁ Πύρλας δέχεται μὲ πᾶσαν προθυμίαν
νὰ μᾶς διδάξῃ δωρεὰν καὶ τὴν Ἀνατομίαν.

Ὅλ' ἡ Ἑλλὰς συνέρρευσε στὸ Ἄστυ τῆς Παλλάδος,
ἐδῶ καὶ βράκαις κι' ἀντεριά, ἐδῶ καὶ φουστανέλαις...
ὁ πόλεμος ἐμέθυσε τὸν κόσμο τῆς Ἑλλάδος,
καὶ θέλουν νὰ ζωσθοῦν σπαθὶ καὶ λιγεραῖς κοπέλαις.
Κι' ἐγὼ μαζί σας τραγουδῶ, κι' ἐγὼ μὲ σᾶς χορεύω,
καὶ πότε κλαῖν τὰ μάτια μου καὶ πότε χωρατεύω.