Το κεράκι

Από Βικιθήκη
Τὸ κεράκι
Συγγραφέας:


Α'
Κάτ' ἀπ' τὸν ἴσκιο τῆς ἐλῃᾶς μὲ μέτωπο γυρμένο,
ὁ γέροντας ὁ δάσκαλος ἐκάθετο καὶ πάλι,
κ' ἦλθαν κοντά του τὰ παιδιά μὲ βῆμα φτερωμένο,
ἀπ' τὸ παιχνίδι κόκκινα καὶ μὲ σπουδή μεγάλη.
Ἕνα ἀπ' ὅλα ἔτρεξε πειὸ γρήγορα κοντά του
κ' ἐπήδησε ὁλόχαρο στὰ δύο γόνατά του.

Β'
- Πές μου, τοῦ εἶπε, δάσκαλε· σὰν πάντα πάλι κρῖνε·
ὁ ἥλιος πειὸ καλλίτερος ἢ τὸ φεγγάρι εἶναι;
Γιατί ὁ κύριος ἐδῶ, ποὺ ὅλα τὰ γνωρίζει,
ὁ Φαίδων, λέγει πὼς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου δὲν ἀξίζει.
Ὁ Φαίδων ἀπεκρίθηκε, κομμάτι πειραγμένα·
- Ὅμως στὸν ἴσκιο ἔτρεξες προτήτερ' ἀπὸ μένα,
γιὰ ν' ἀποφύγῃς γρήγορα τοῦ ἥλιου σου τὴ χάρι...
Δὲν κατακαίει τὸ κορμὶ σὰν ἥλιος τὸ φεγγάρι!

Γ'
Καὶ νά! Σ' ἀγῶνα μονομιᾶς ἐμπήκανε μεγάλο·
ἤτανε τόσο νόστιμο τὸ πεῖσμα κ' ἡ ὁρμή τους·
ἕνα τὸν ἥλιο ἐπαιναγε καὶ τὸ φεγγάρι τ' ἄλλο·
ξεκούφανε τὸ Δάσκαλο ἡ παιδικὴ φωνή τους·
- Τοῦ ἥλιου, ἕνα ἔλεγε, ἡ λάμψι γεννᾷ μόνη,
τὰ λουλουδάκια, τοὺς καρπούς, τὰ δέντρα, τὸ σιτάρι·
ἀνίσως ἔλειπεν αὐτός, ποιὸς θἄτρωγε πεπόνι;
Μπορεῖ σταφύλια ροζακιά νὰ κάμῃ τὸ φεγγάρι;
Πλὴν ἄλλο, πάλι, ἔλεγε πὼς πυρετοὺς γεννάει,
καὶ παγωμένη ἔχιδνα ἡ φλόγα του ξυπνάει...
- Δὲν τὸν ἀφήνεις, ἔκραζε, τὸν φοβιτσιάρη, ἄλλο
ποὺ ὅταν φθάνῃ τῆς νυχτιᾶς τὸ σκότος τὸ μεγάλο
εὐθὺς τὸ στρήβει τρέμοντας... πλὴν τ' ἄφοβο φεγγάρι
ἡμέρα χύνει στὴ νυχτιά, καὶ στὸ σκοτάδι χάρι.
- Πλὴν μ' ἥλιου φῶς... κι' ἀργὰ καὶ ποὺ νὰ φέξῃ βγαίνει μόνο,
μὲ λάμψι κατακίτρινη ἀπ' τὸν πολύ του φθόνο.
Παιδὶ τοῦ ἥλιου ἔκραξε, ποὺ στὰ ξανθὰ μαλλιά του
ἀκτῖνες ἥλιου ἔβλεπες καὶ λάμψι στὴ ματιά του.

Δ'
- Σωπᾶστε, εἶπ' ὁ δάσκαλος· μιλῆστε ἕνα, ἕνα·
πειό φέγγει περισσότερο; αὐτὸ εἰπέτε μόνο·
τοῦ Γεώργου ἐβουρκώσανε τὰ μάτια τὰ θλιμμένα
κι” ἀπήντησε μὲ πόνο:
- Οὔτε ὁ ἥλιος, Δάσκαλε, οὔτε τὸ φεγγαράκι·
γιὰ μένα φέγγει πειὸ καλὰ τὸ κίτρινο κεράκι,
π' ἀνάφτω στοῦ πατέρα μου τ' ἀγαπημένο χῶμα...
Αὐτὸ εἰναι ὁ ἥλιος μου καὶ τὸ φεγγάρι ἀκόμα!