Σελίδα:Manussos.djvu/164

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 164 

Θὰ ἰδῇς ἐκεῖ τὴν ἄνοιξι
Καθὼς ἐπρωτοπλάσθη,
Καὶ λόγγο ἀπὸ γαρούφαλα
Θὰ ἰδῇς ὅτι ἑτοιμάσθη,
Γιὰ νὰ δεχθῇ ἕναν ἄγγελον
Ἕν’ ἄστρι, μία θεά.
Ἀκοῦς, ἀκοῦς, πλημμύρισε
Ἀπὸ ἁρμονία ὅλ’ ἡ σφαῖρα!
Καὶ σὺ δὲν ξεβουβαίνεσαι
Κακή σου μαύρη μέρα,
Μόνε ’ς τὴν ἄκρη μοὔκατζες
Καὶ ξεῖς τὴν κεφαλή;
Μοῦσα, μὰ τὸν Ἀπόλλωνα,
Τὴ μούρη θά σοῦ σπάσω,
Ἄν δὲν μὲ κάμῃς σήμερα
Τραγοῦδι νὰ χορτάσω.
Ἢ λάλει, ἢ αὐτὸ τὸν κίθαρο
’Σ τὸν σπῶ ’ς τὴν κεφαλή!
Φίλοι καὶ ξένοι σήμερα
Λαμπροπανηγυρίζουν,
Χέρια νευρώδη, ἡράκλεια,
Καμπανοκλωσιδίζουν·
Φωτοχυσία ’ς τὴν Κέρκυρα,
Τρωγούδια καὶ χαραίς!
Ἐδῶ σφυρίζουν ἅμαξαις
Μ’ ἑλληνικαὶς παρθέναις·
’Κεῖ σέρνουν κουδουνίζοντας
Γρῃαὶς τσουτσουρδωμέναις·
Ἀλλοῦ κυράδες τρέχουνε
Μεσόκοπαις, καὶ νιαίς!