Σελίδα:Manussos.djvu/156

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 156 
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟΥ ΚΥΡ ΑΝΤΩΝΗ.




’Σ τὸν κόλπο τὸν Ἀμβρακικὸ, ’ς τὰ πλάγια τῆς Ἠπείρου,
Ἐκεῖ ποῦ ξεφυτρόνουνε τἄξια παιδιὰ τοῦ Πύῤῥου.
Ποῦ χελομάναις πιάνουνε, καὶ σπάρους, καὶ γαρίδια,
Πήναις, χιβάδια, μούσουλα, ἀσπρόμυδα καὶ μύδια,
Ἔῤῥιξε μοῖρα ἀνάποδη, κακὴ κι’ ἀσβολωμένη
Τὸν κὺρ Ἀντώνη, νὰ χαρῇ ζωὴ μακαρισμένη!
Καὶ σὲ καθέδρα κάθεται καὶ τἄγνωστα διδάσκει,
—Μὲ τέτοια χάρι, ποῦ ὅποιος κι’ ἂν τὸν ἀκούσῃ χάσκει!—
Εἰς τὰ Πρεβεζανόπουλα, εἰς τοὺς Νικοπολίταις,
Ποῦ τρῶν ἕνα περίδρομο ξυνόγαλο καὶ πήταις!
Χωρὶς ποτὲ νά στοχαστοῦν νὰ ποῦνε αὐτ’ οἱ Χαλδαῖοι,
Τὸ στόμα τὤχει ὁ δάσκαλος μονάχα γιὰ νὰ λέῃ;
Ἀλλὰ μὲ προσκυνήματα, μ’ ἐπαίνους, τίτλους, κι’ ἄλλα,
Μ’ αὐτὰ νὰ τοῦ γκαστρώσουνε πασχίζουν τὴν κεφάλα·
Οἱ τετραδιπλογραμματοκαλαμαροζωσμένοι
Σοφολογιώτατε τοῦ λέν’, καὶ σκύφτουν τὴν θλιμμένη·
Ὁ Τοῦρκος ποῦ τὸν ἀπαντᾷ, σηκόνει τὸ δεξί του,
Πρῶτα ’ς τὸ στόμα τ’ ἀκουμπᾷ, κι’ ἀπὲ ’ς τὴν κεφαλή του
—«Χόντζα, Σαμπὰχ χαΐρολσουν, κεφλὲρ ἐΰ;»—τοῦ λέει.
Σουκιοὺρ, ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντὰ, κι’ ἂν σφάλλῃ ποιὸς τὸν φταίει;
Τοὺς μαθητάς του τς ἀγαπᾷ σὰν τὸ δεξί του μάτι,
Κι’ ἂν εἶπε τίποτε γι’ αὐτοὺς, ἂς ᾖν’ νερὸ καὶ ἁλάτι.
Ἐδῶ, καθὼς μυρίζομαι, τὸ τεντωμένο πνεῦμα