Σελίδα:Manussos.djvu/114

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
 114 

Κοιμοῦνται ὅλα τριγύρω τὰ πλασμένα
Κ’ εἰς τ’ οὐρανοῦ τὸ μέτωπο μοιράζει
Μύρια διαμάντια ἡ νύχτα διαλεμμένα.
Τὸ ζεφυράκι αὐτὸ δὲν ἡσυχάζει,
Ἀλλὰ πετᾷ ’ς τὸ φύλλο τὸ βρεμμένο
Καὶ ἀπὸ τὸν ὕπνο τὸ γλυκὸ ξιππάζει.
Μόν’ ἕνα σῶμα ἰσχνὸ, κακογραμμένο,
Γέρνει, βογκᾷ ’ς τὴν κλίνη, καὶ παλαίβει,
Μὲ τὸν φονιὰ τοῦ κόσμου ἀγκαλιασμένο.
Ἰδὲς, ἰδὲς τὰ στήθη πῶς σαλεύει
Ἡ Διαμαντοῦλα, ἡ μαυροδιαδημένη,
Ἄχ! ἡ καρδιά της τὴν ψυχὴ στενεύει!
’Σ τὸ σπῆτι ἀφοῦ τὴν εἴχανε φερμένη,
Ἡ Χρυσῆ ’ς τὸ κλινάρι της τὴν βάνει,
Τὴν στολίζει ὅπως πρέπει εἰς πεθαμένη.
Ἀνάφτει δύο ἁγιοκέρια καὶ λιβάνι,
Κ’ ἐμπρὸς ’ς τὴν Θεοτόκο γονατίζει,
Κ’ ἡ προσευχή της εἰς τὰ οὐράνια φθάνει.
Σκύφτει ’ς τ’ ἄψυχο σῶμα, τὸ γεμίζει
Μὲ δάκρυα τῆς καρδιᾶς φαρμακωμένα,
Καὶ τὴν γλυκειά της μάννα ὀνοματίζει·
Ἦτονε μέσ’ ’ς τὴν ὥρα ποῦ ἐχθρεμένα
Ἀρχίσαν νὰ παλαίψουν τὰ στοιχεῖα,
Κ’ ἕνα χτυποῦσε τ’ ἄλλο μανισμένα,
Ὅταν ὁ Χάρος τὰ δεσμὰ μὲ μία
Σπαίνει, δὲν θέλει ἀκόμα νὰ παγώσῃ
Τὸν παλμὸ μέσ’ ’ς τὴν ἅγια της καρδία!
Τὴν κεφαλή της τότε ἔχει σηκώσει
Καὶ χαμηλὰ τὴν κόρη της φωνάζει