Κλίν᾿ ὁ Ἥλιος λαμπρὸς
κι᾿ ἀνυπόμονος στὴν δύση
κ᾿ ἔνα νέφος στήν᾿ ἐμπρὸς
νὰ τὸν κρύψ᾿ ἀπὸ τὴν κτίση.
Ἐπειδὴ χρυσονδυμένη
κι᾿ ὁλονὲν ὡραιοτέρα,
μ᾿ ἀνοικτὰς τὸν περιμένει
τὰς ἀγκάλας ἡ Ἑσπέρα.
Εἰς τ᾿ ἀθάνατα νερὰ
τόνε λούει πρῶτα πρῶτα
καὶ τοῦ παίρνει δροσερὰ
τοῦ προσώπου τὸν ἱδρῶτα.
Καὶ κατόπι τὸν καθίζει,
νηστικὸ καὶ κουρασμένο,
στὸ τραπέζι ποῦ ἀχνίζει,
ποῦ τοῦ ἔχ᾿ ἑτοιμασμένο.