Σελίδα:Λόγια της πλώρης (1924).djvu/147

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Κακότυχος145

Διαμάντι, ναί. Ἀλλὰ ἔτσι τὸν εἶχε πάντα πρὶν ἀφήσῃ τὸ λιμάνι ὁ καπετάνιος μας. Ἡ θάλασσα παμπόνηρη γνώριζε, νομίζεις, τὴν ἀξία του καὶ πάσχιζε μὲ χίλια δολερὰ καμώματα νὰ τὸν ξεγελᾷ ὡς ποῦ νὰ τὸν ἁρπάξῃ στὰ φτερά της. Μιὰ τὸν ἅρπαζε, τὸν ἄλεθε καὶ τὸν ἄλεθε, ὥστε νὰ τὸν κάμῃ πασπάλη. Φιλοτιμήθηκε ὅμως στὰ λόγια τοῦ γραμματικοῦ κι ἔδωκε ρότα μὲ καρδιά. Γραμμὴ θὰ κατεβαίναμε στὴν Πόλη. Εἴχαμε πρύμο τὸν καιρό· τὰ σημάδια καλά. Ἡ «Παντάνασσα» φορτωμένη ὡς τὰ μπούνια μὲ τ’ ἀμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τὰ πανιὰ γιομᾶτα, ἔφευγε ἴσκιος στὸ πρασινόγλαυκο κῦμα. Τὰ δελφίνια ἔτρεχαν καὶ κεῖνα μαζί μας. Οἱ γλάροι σύννεφο ἔσκουζαν ὁλόγυρα.

— Τὰ Μπουγάζια! ψιθύρισε ὁ καπετάνιος ἕνα πρωΐ.

Καὶ στύλωσε τὰ μάτια δίβουλα ἀπάνω τους, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τὰ καλοπιάσῃ καὶ νὰ τὰ ἡμερώσῃ, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τὰ φοβερίσῃ καὶ νὰ τοὺς βγῆ στὸ πάλαιμα. Ἐκεῖνα ὅμως στρωτά, καταχνιασμένα, ἔστεκαν ἐμπρὸς σκοτεινογάλαζος τοῖχος σὰν νὰ τοῦ ἀπαντοῦσαν: δὲν ἔχει πόρο ἐδῶ! Καὶ ὁ δύστυχος δείλιασε.

— Τὰ Μπουγάζια! ψιθύρισε πάλι.

Καὶ ἠθέλησε νὰ ὀρθοπλωρίσῃ στὸν ἄνεμο. Ὁ γραμματικὸς τὸν ἐμπόδισε.

— Κουράγιο, καπετάνιε! Τὰ Μπουγάζια δὲν εἶνε θεριὰ νὰ μᾶς χάψουν. Δὲν εἴμαστε Μαυροθαλασσῖτες νὰ πᾶμε τὴν ἄκρη-ἄκρη. Γαλαξιδιῶτες μᾶς λέν!

— Ὁ χιονιᾶς πλακώνει! εἶπε ὁ καπετάνιος δείχνοντας πίσω του.

— Σὰν πλακώνει καὶ τί; Σαράντα μίλια θέλουμε