Σελίδα:Λεξικόν Γεωγραφικόν.pdf/10

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΑΒ5
ΑΒ

κυβερνητικῶς, χωρισμένη πόλις μὲ 3,000 κ. θεωρεῖται ὅμως συνήθως ὡς τὸ ἐνδοξότατον τῶν προαστείων της.

Ἄβερι, (ἢ Ὀβυρέχα) εἰς τὸ βασίλ. Βενὶν ἢ Ἄδου εἰς Νιγριτίαν Ἀφρικῆς πολίχν. μὲ περίπου 5,000 κ. μητρόπολις τῆς ὁμωνύμου πολιτείας κατοικουμένη ἀπὸ τοὺς Ἰακερίς. Οὗτοι εἶναι λαὸς ἱλαρὸς καὶ φιλόπονος, πρᾶγμα τόσον παράδοξον, ὅσον περικυκλοῦνται πανταχόθεν ἀπὸ ἀγρίους Βενίνους. Κατὰ τὸν Παλισὸτ ἔχουσιν οὗτοι σημεῖά τινα Χριστιανισμοῦ, ὅστις ἐφέρθη κατὰ τὴν 17 ἑκατονταετηρίδα ἀπὸ τοὺς Πορτογάλλους. Ἐκ ταύτης τῆς πόλεως ἐκβῆκε τὸ 1786 ἔτος ὁ Παλισὸτ δὲ Βεανβοῒ νὰ ἐξετάσῃ τὴν ἐσωτερικὴν Ἀφρικήν. Ἐπεριπάτησε πρὸς τὰ βορειοανατολικα ὁδὸν ὡς 300 ὡρῶν εἰς τὰ ἐντὸς δι’ ἐρήμων, αἵτινες κατοικοῦνται ἀπὸ ὄφεις, λέοντας, πάνθηρας καὶ ἄλλα ἄγρια θηρία, οἱ ὁδηγοί του μὴ θέλοντες νὰ προχωρήσουν ἐμπόδισαν τὰς περαιτέρω ἐξετάσεις του.

Ἁβερεστβὶθ, εἰς Κομητάτον Καρδιγὰν Ἀγγλίας, κατ. 3,000, µ. στ. ν. ἴδε Ἀγγλίαν.

Ἀβεσβοὺργ, Καστέλι εἰς Ἑλβετίαν πλησ. ποτ. Ααρ, θεωρούμενον ὡς ἑστία τῆς Αὐστριακῆς δυναστείας.

Ἀβεσὰβ, φυλὴ εἰς τὴν κάτω Αἴγυπτον εἰς τὰ Ναζηράτα τῆς Ἐπαρχ, Ὠχυβὲχ καὶ Μανσουράχ. Θρ. µ. στ. ν. ἴδε Αἴγυπτος.

Ἀβεχάσοι, φυλὴ Μεζεδισγικὴ εἰς Ῥωσσίαν ἐν Καυκασίᾳ.

Ἀβιγδὼν, πολ. εἰς Κομητάτον Βερκσ. τῆς Ἀγγλίας με 5,000 κ.

Ἀββιγὲρμ, (ἐν Κιρκασίᾳ) χανάτον πρὸς Β. τοῦ Χανάτου Βαδακχὰν, εἰς τὴν πρωτεύουσαν Ἀλιμβέργην κατοικεῖ ὁ Χάνης, ὅστις συχνάκις εὑρίσκεται εἰς πολέμους, ὁ οἰκ. ἀμφίβολος ὁ Μαϊνδόρφ Περιηγητὴς νεώτερος ἀποδίδει εἰς την Ἀλιμβέργην 3.000 οἴκους. Θρ. Ἰσλαμ. µ. στ. ν. ἴδε Κιρκασία.

Ἀβὶκ, πολ. εἰς Κομητάτον Ῥοξβοὺργ τῆς Ἀγγλίας κατ. 5,000.

Ἀβιπόνοι (ἢ Ἀβυπόνοι) ἀγρία φυλὴ ἰνδικῆς οἰκογενείας ἐν Ἀμερικῇ, διηρημένη εἰς Μουκόβι, καὶ Ἀβιπὸν, λαὸς πολεμικὸς, μακρύσωμοι, ὁ δρυμὼν τῆς κατοικίας των ὀνομάζεται Χάκο, θρ. εἰδωλολατρεία, ἢ Ἡλιολατρεία· µ. καὶ στ. ἐπιζύγια, ν. ἀνταλλαγὴ καὶ κογχύλια.

Ἄβισα, Κωμ. ἐν Περσίᾳ ὑπὸ τὸ Κυβ. Χουρσιστὰν, Θρησ. Ἰσλαμ. µ. στ. ν. ἴδε Περσία.

Ἄβξια, πρωτεύουσα ποτὲ τοῦ Βασιλείου Χουρχοὺρ, τὸ αὐτὸ καὶ Ἀρὰρ εἰς τὴν ἀνατολικὴν στερεὰν Ἀφρικὴν, ἔσχε διαφόρους πρωτευούσας. Τοῦτο τὸ μέρος εἶναι διαβόητον διὰ τὴν μισοχριστίαν καὶ τὰς ἐπιδρομὰς κατὰ τῶν Ἀβυσσινίων καὶ διὰ τὰς τρομερὰς ἐρημώσεις, τὰς ὁποίας ἐπέφερον εἰς αὐτήν.

Ἄβο, πρώην μητρόπολις τῆς Σβεκικῆς Φιννίας καὶ καθέδρα πανεπιστημίου, τώρα καθέδρα Κυβερνείου τῆς Φιννίας καὶ καθέδρα Λουθηρανοῦ ἀρχιεπισκόπου καὶ αὐλικοῦ δικαστηρίου διὰ τὴν μεγάλην ταύτην μερίδα τῆς Ῥωσσικῆς αὐτοκρατορίας ἔχει 22,000 κατ. καὶ ἀνίσταται κατ’ ὀλίγον ἀπὸ τὴν στάκτην της, ἀφοῦ κατὰ τὸ 1827 ἔτος ἐκ φρικτῆς πυρκαϊᾶς ἠφανίσθη σχεδὸν ὅλη, μόνον ὁ μέγας ἀρχιεπισκοπικὸς ναὸς δὲν ἐκάη. Τὸ γυμνάσιον καὶ ἡ φυσιογραφικὴ ἑταιρία εἶναι τὰ