Προς τον Ήλιον

Από Βικιθήκη
Προς τον Ήλιον
Συγγραφέας:


Ο ήλιος εκ της θαλάσσης
Υγρός ακόμη ανατέλλει,
Κ' εις τας απέναντι εκτάσεις
Ως ρόδων φαίνεται νεφέλη.

Η λάμψις του, δειλή εισέτι,
Τας άκρας λείχει των ορέων.
Ζωήν εις την ζωήν προσθέτει
Και ανελίσσει κόσμον νέον.

Η φύσις εκοιμάτο πάσα.
Εγείρει όρη και κοιλάδας,
Και καταβάσα, καταβάσα
Ζωογονεί τας πεδιάδας.

Ω έφορε της οικουμένης,
Λαμπρός και δια τούτο μόνος
Ανά το άπειρον προβαίνεις
Βαδίζων άνω του αιώνος.

Φευ! πόσας, Ήλιε, καρδίας
Απέλπιδας, ωχράς φωτίζεις!
Τί ωφελεί ακτίς ευδίας
Εις το κενόν, εις ό βαδίζεις;

Το σκότος αν προ σού εχάθη,
Πλην της ψυχής το σκότος μένει·
Εις του ωκεανού τα βάθη
Η λάμψις σου δεν καταβαίνει.

Ως νύμφη βίου τερπνοτάτου,
Το παν με καλλονήν στολίζεις·
Άλλ' εις την νύμφην του θανάτου
Την νύμφην τάχιστα λακτίζεις.

Λαμπας εκεί επικηδεία
Της γης εκάστοτε θνησκούσης,
Προβαίνεις εν πομπή βραδεία
Γελών προ τελετής θρηνούσης.

Ναι, Ήλιε, γελάς, δεν κλαίεις·
Εις όμμα χαίρον ή δακρύον
Ομοίαν λάμψις διαχέεις,
Φωτίζων θάνατον και βίον.

Του ουρανού είν' αιωνίως
Γλαυκός και διαυγές το όμμα.
Ο άπειρος του Πλάστου βίος
Εις το γλαυκόν δηλούται χρώμα.

Και αν ενίοτε κοσμήται
Με νέφη και με τρικυμίαν,
Η γη τα νέφη τω δωρείται,
Φορεί της γης την βλασφημίαν.

Τί η ακτίς σου κατοπτεύει
Εις των Θερμοπυλών το χώμα;
Τον Λεωνίδαν ανιχνεύει;
Ζητεί τους μαχητάς ακόμα;

'Αλλ' έκρυψε μετά πικρίας
Και το στενόν ο ρους των χρόνων·
Με την σιγήν της ερημίας
Ενούται η ακτίς σου μόνον.

Και με την μνήμην συναντάται,
Ήτις εκείνους εξυμνούσα,
Με βήμα ελαφρόν πλανάται
Τύμβους και λίθους κατοικούσα.

Εις λείψανον της Καρχηδόνος
Είδες τον Μάριον σιγώντα,
Μόνον· αλλά δεν ήτο μόνος,
Φευ: ανεπόλει παρελθόντα.

Ερείπιον της δόξης ήτο
Καθήμενον επ' ερειπίων·
Τίς οίδε τί διενοείτο
Ο Ήλιος ο καταδύων;

Συ παρευρέθης ότε σύρων
Ο Κάτων ξίφος αυτοκτόνον
Απέθνησκε το παν οικτείρων,
Την αρετήν αυτήν πληγώνων.

Είς μόνον, ο Ναυή, σε είπε,
Στήθι! την νίκην να ταχύνης·
Πλην πόσαι βλασφημούσαι λύπαι
Σ' είπον, σποδός και νυξ να γίνης.

Ναι, νυξ· το φως είν' ειρωνεία,
Όπου κυλίονται οδύναι·
Νυξ βαθυτάτη και σκοτία
Ο ουρανός του πόνου είναι.

Συ τα μυστήρια γνωρίζεις
Της γης και του ανθρώπου μόνον·
Το βλέμμα σου καταβυθίζεις
Επί του κόσμου προ αιώνων.

Χρυσούς αιών, ως η ακτίς σου,
Εις έαρ θάλλον επλανάτο·
Ήδεν επάνω της αβύσσου
Και μ' όνειρα απεκοιμάτο.

Τα πάντα έτριψεν ο χρόνος·
Αι γενεαί περώσι πάσαι·
Άλλ' αναλλοίωτος συ μόνος
Επί την κόνιν των πλανάσαι.

Και όμως, Ήλιε, πού τείνει,
Πού η μακρά αυτή πορεία;
Ούδ' ίχνος όπισθεν αφίνει·
Το φως διώκει η σκοτία.

Σε τέρπει ο μακρός σου βίος;
Απήντησες την ευτυχίαν
Διότι βαίνεις αιωνίως,
Κ' ημείς ημέραν μόνον μίαν;

Προς τί ο Πλάστης, διασπάσας
Το αχανές του χάους στήθος,
Τας πλάσεις ήγειρεν απάσας
Από το νεκρικόν των βύθος;

Τίς οίδεν, Ήλιε, το μέλλον·
Συ εις του Γολγοθά το χώμα
Είδες τον Άνθρωπον· αγγέλων
Χορός σ' εθάμβωσε το όμμα.

Προχώρει την πιστήν πορείαν·
Εμπρός, η δύσις σε προσμένει·
Οδόν βαδίζομεν ομοίαν·
Δύσις και μνήμα πέραν χαίνει.

Αλλά δεν είναι αιωνία,
Δεν είναι θάνατος η δύσις·
Τίς οίδε, αν ως η πρωία,
Δεν θ' ανατείλωμεν επίσης;