Ο Πρωθυπουργός προς τους Δημάρχους

Από Βικιθήκη
Ο Πρωθυπουργός προς τους Δημάρχους
Συγγραφέας:
Νοέμβριος 1886.


Ὁ σεβαστὸς Διάδοχος τοῦ κρατικοῦ μας θρόνου
ἐνῆλιξ πλέον γίνεται ἐντὸς ὀλίγου χρόνου,
καὶ ἡ Ἑλλὰς ὁλόκληρη, ὡς ἦν γνωστὸν τοῖς πᾶσι,
τὴν ἐνηλικιότητα λαμπρῶς θὰ ἑορτάσῃ
διὰ μεγάλων τελετῶν καὶ ὕμνων διαφόρων,
γενναῖον ἀποτίνουσα εὐγνώμοσύνης φόρον.

Διὸ τὰς ἐξοχότητας παρακαλῶ Ὑμῶν
νὰ ἔλθουν στὴν πρωτεύουσαν χωρὶς ἀναβολήν,
διὰ νὰ τύχετε καὶ σεῖς εὐνοίας καὶ τιμῶν
κι' ἐκ τοῦ πλησίον ἴδετε κι' ἡμᾶς καὶ τὴν Αὐλήν.
Ἂν δὲ κανένας ἀπὸ σᾶς τυχὸν ἀπουσιάσῃ,
κι' ὁ βασιλεὺς θὰ λυπηθῇ καὶ δὲν θὰ ἑορτάσῃ.

Ἐν τούτοις σᾶς παρακαλῶ, ἀγαπητοί μου φίλοι,
νἀλθῆτε στὴν πρωτεύουσαν ὀλίγον καθαροί,
νὰ βάλετε στὴν τσέπη σας κι' ἕνα λινὸ μανδύλι,
ἂν κι' ὁ καθείς σας περιττὸν φορτίον τὸ θαρρῇ.
Κι' ἡ μαύρη φουστανέλλα σας νὰ εἶναι σὰν τὸ χιόνι,
ποὺ νὰ σᾶς βλέπῃ ἄνθρωπος καὶ νὰ σᾶς καμαρώνῃ.

Πρὸς τούτοις σᾶς παρακαλῶ ἐκ μέσης μου καρδίας
νὰ πλύνετε τὰ πόδια σας καὶ δύο φοραῖς καὶ τρεῖς,
διότι ἐνδεχόμενον νὰ χύνουν εὐωδίας,
καὶ μὲ αὐτὰς ἐχόρτασε ὡς τώρα ἡ πατρίς.
Νὰ μὴν ὑπάρχῃ λίγδα μιὰ στὸ κόκκινο σας φέσι,
καὶ κάλτσαις εἰς τὰ πόδια του καθένας νὰ φορέσῃ.

Νὰ σαπουνίσετε καλὰ τὸ τρυφερόν σας σῶμα,
τ' αὐτιά σας, τὸ κεφάλι σας, τὸ κάθε σας ρουθοῦνι,
καὶ τὰς περιφρείας σας νὰ πλύνετε ἀκόμα,
ἂν δὲ αὐτοῦ, ἀγαπητοί, δὲν ἔχετε σαποῦνι,
ἀμέσως τὸ δημόσιον μὲ πίστωσιν σᾶς στέλλει,
καὶ πῶς θὰ τὸ πληρώσετε καθόλου μὴ σᾶς μέλῃ.

Καὶ ὅταν πλέον σὺν Θεῷ ἐδῶ εὐοδωθῆτε,
προσέξετε μὴ φάγετε καμμιὰ σκελίδα σκόρδο
διότι ἐνδεχόμενον πολὺ νὰ συστηθῆτε
στὸν Ροῦμπολδ, στὸν Τραούτεμβεργ, καὶ σὲ κανένα Λόρδο.
Ἂν δὲ ὡς τότε εἶν' ἐδῶ κι' ὁ Τσάμπερλαιν ἐκεῖνος,
θὰ συστηθῇ καὶ πρὸς αὐτὸν τὸ εὔοσμόν σας σμῆνος.

Καὶ ὅταν εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ θρόνου εἰσαχθῆτε
κι' ὁ βασιλεὺς τῆν χεῖρα του εἰς ὅλους σας προσφέρῃ,
προσέξετε γιὰ τὸ Θεὸ νὰ μὴν ἀφαιρεθῆτε
καὶ πιάσετε τὴ μύτη σας μὲ τὸ δεξί σας χέρι,
καὶ μὲ βαρὺ ρουθούνισμα καὶ διαφόρους ἤχους
τὸ προϊὸν τῆς μύτης σας τινάξετε στοὺς τοίχους.

Ἀνάγκη κατεπείγουσα ἐδῶ νὰ εὑρεθῆτε,
διότι καὶ στ' Ἀνάκτορα θὰ φᾶτε καὶ θὰ πιῆτε,
πλὴν καὶ χορὸς βασιλικὸς πρὸς χάριν σας θὰ γίνῃ
καὶ ἀπὸ σᾶς ἀπρόσκλητος κανένας δὲν θὰ μείνῃ,
ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν λέοντα θὰ γνωρισθῆτε ὅλοι,
ποὺ μέσα στὸ βασιλικὸ μουγκρίζει περιβόλι.

Θὰ εἰσαχθῆτε παρ' ἐμοῦ κι' εἰς τῆς Αὐλῆς τὸν σταῦλον,
ποὺ εἶναι ἀπὸ ἄλογα βασιλικὰ γεμᾶτος,
καὶ ὅλα σας τὰ ἔξοδα καὶ ὅλον σας τὸν ναῦλον
θὰ τὰ πληρώσῃ, ὡς εἰκός, ἀρζὰν κοντὰν τὸ Κράτος.
Ἐκτὸς αὐτοῦ στοὺς προὔχοντας τῶν προσφιλῶν μας Δήμων
θὰ δώσῃ ὁ Διάδοχος καὶ πλῆθος παρασήμων.

Ὁπόταν δὲ ἀφήσετε γελῶντες τὸ Παρίσι
καὶ ὅταν εἰς τὰ ἴδια γυρίζετε χορτᾶτοι,
χωρὶς καθόλου ὀβολὸν νὰ δώσετε κανένα,
θὰ ἐνθυμῆσθε πάντοτε τὰς τελετὰς κι' ἐμένα,
καὶ εἰς τὸν νοῦν σας φέροντες ἐκεῖνα τὰ συμβάντα,
ὑπὲρ του προσκαλέσαντος θὰ κάμετε τὰ πάντα.

Καὶ τότε θὰ δουλεύσετε καὶ μὲ ψυχὴν καὶ σῶμα
τοῦ νῦν Πρωθυπουργεύοντος τὸ βασιλεῦον κόμμα,
καὶ θὰ κοπῆτε ὅλοι σας ἐν ἀληθεῖ ἀγάπῃ
ὑπὲρ τοῦ κατορθώσαντος νὰ βάλετε τσουράπι,
γενναῖον ἀποτίνοντες εὐγνωμοσύνης φόρον
διὰ τὰ τόσα γεύματα ἐντὸς τῶν Ἀνακτόρων.