Οι τρεις φίλοι

Από Βικιθήκη
Οἱ τρεῖς φίλοι
Συγγραφέας:


- Μίμησις -

Μέσ' σὲ λαγκάδι σκιερὸ καὶ ἥσυχο μιὰ μέρα,
ρυάκι κρυσταλλένιο,
τὸ πράσινο διαμάντονε χορτάρι πέρα-πέρα
κι' ἄγρια κρίνα μὲ νερὸ ἐδρόσιζε ἀσημένιο.
Ἦταν ἡμέρα ὤμορφη κι' αὐγὴ πολὺ ἀκόμη,
ὄταν ἐφάνησαν ἐκεῖ μαζῆ τρεῖς πεζοδρόμοι.

Β'
Συνωμιλοῦσαν κ' ἤρχουνταν σὰν φίλοι ἀγαπημένοι,
κ' εἰς ρίζα δέντρου ἐκάθησαν ἀπάνω κουρασμένοι·
ὁ ἕνας ἄντρας ἤτανε θρασύς· μὲ φτερωμένα
τὰ πόδια· μ' ἄταχτα μαλλιὰ καὶ γένεια μπερδεμμένα.
Τὸν ὠνομάζανε Βοριᾶ· οἱ σύντροφοί του πάλι
γυναῖκες ἤτανε· ἡ μιά, σὰν γίγαντας μεγάλη·
κάθε πνοὴ της ἔκαιγε, σπινθήριζ' ἡ ματιά της,
καὶ σὰν δυὸ φλόγες μοιάζανε τὰ δύο μάγουλά της...
Ὁ κόσμος τὴν φοβότανε καὶ τὴν ἐπεθυμοῦσε,
καὶ τ' ὄνομά της ἔλεγαν Φωτιὰ ὅπου περνοῦσε.
Ἡ ἄλλη ἦταν δροσερή, γλυκειά, γαλανομμάτα
καὶ ὁ Βοριᾶς καὶ ἡ Φωτιὰ μὲ σέβας τῆς μιλοῦσαν·
τὰ μάτια της ἐντροπαλὰ καὶ ἀγγελισμὸ γεμᾶτα,
κὰτω στὴ γῆ ἐβλέπανε· Τιμὴ τὴν ἐκαλοῦσαν.

Γ'
Ἀφοῦ ξεκουρασθήκανε, εἶπ' ὁ Βοριᾶς· «Φοβοῦμαι
μήπως ἐκεῖ ποὺ τρέχωμε καμμιὰ φορὰ χαθοῦμε·
γιὰ πέστε ποῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ βρῇ τὸν ἄλλο πάλι,
ἄν χωρισθοῦμε τρέχοντας σὲ μιὰ μερὰ καὶ σ' ἄλλη;»
«Εὔκολα, εἶπε ἡ Φωτιά, νὰ μ' εὕρετε μπορεῖτε·
ὅπου κυττάξετε καπνὸ ἐκεῖ θενὰ μὲ ἰδῆτε...»
Κ' εἶπ' ὁ Βοριᾶς· «σὲ κύμματα ἐπάνω φουσκωμένα
κι' ὅπου τὰ φύλλα σείνωνται θὰ μ' εὕρετε κ' ἐμένα!
Ὄμως ἐσένα, ποῦ, Τιμή, ἄν κάποτε χαθοῦμε
μποροῦμε νὰ σὲ βροῦμε;»
Κ' ἐκείνη ἀναστέναξε· «Ἀνίσως μ' ἁγαπᾶτε,
τοὺς ἀπεκρίθηκε· ποτὲ νὰ μὴ μὲ παραιτᾶτε.
Ἄν φύγω, μήτε Ἄνεμος, μήτε Φωτιὰ μὲ φθάνει·
κεῖνος ποὺ χάνει τὴν τιμὴ γιὰ πάντα τηνὲ χάνει!