Νέα Ζωή/Τεύχος 37/Γράμματα - Τέχναι - Επιστήμαι

Από Βικιθήκη
Γράμματα - Τέχναι - Επιστήμαι
Ανώνυμος
Περιοδικό «Νεά Ζωή», τεύχος 37, σελ. 662-666, 1907


ΓΡΑΜΜΑΤΑ - ΤΕΧΝΑΙ - ΕΠΙΣΤΗΜΑΙ

Η ΕΥΦΥΪΑ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ, ὑπὸ Μαυρικίου Μαιτερλίγκ. — Ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ πρόνοια τὴν ὁποίαν τὰ φυτὰ ἀναπτύσσουν διὰ τὴν ὑπεράσπισιν τῆς ζωῆς των, ἡ εὐφυΐα τὴν ὁποίαν δεικνύουν εἰς τὴν διάδοσιν τοῦ εἴδους των, εἶναι ἐφάμιλλοι ὡς πρὸς τὴν μεθοδικότητα, τὴν ἀκρίβειαν, καὶ τὴν τελειότητα τῶν ἀποτελεσμάτων, τῆς τέχνης καὶ τῆς εὐφυΐας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ἀκριβῶς θέλει νὰ δείξῃ ὁ συγγραφεύς τοῦ δοκιμίου τούτου, ἀναφέρων πολὺ γνωστὰ παραδείγματα. Μᾶς ἀναφέρει φέρ’ εἰπεῖν τὰς θαυμασίας προσπαθείας τὰς ὁποίας καταβάλλει κάθε ἄνθος διὰ νὰ κορέσῃ τὴν πρὸς τὸ «φῶς δίψαν» του, τὰ ἐμπόδια τὰ ὁποῖα ὑπερνικᾷ διὰ νὰ ἀναλάβῃ τὴν αὔξησίν του ἐστραμμένον πάντοτε πρὸς τὸν ἥλιον. Ἐξετάζει τὸ ἀκόμη ἐκπληκτώτερον γεγονὸς, τὴν μεταφορὰν τῶν σπερμάτων.

Ἐὰν τὰ φυτὰ ἦσαν ὑποχρεωμένα νὰ αὐξηθῶσι πλησίον ἐκείνων ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐβλάστησαν θὰ ἐχάνοντο πνιγόμενα ὑπὸ τὴν προγονικὴν σκιὰν ἢ εἰς τὴν πάλην ἐναντίον τῶν ἀπειραρίθμων ἀδελφῶν των. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ἐφευρίσκουν πλῆθος μεθόδων παραδόξων διὰ νὰ μεταφέρουν τὰ σπέρματα εἰς ἀποστάσεις μακρυνάς. Ἐξευρίσκουν μηχανισμοὺς καταλλήλους διὰ νὰ τὰ ρίπτουν μακρὰν ἢ ἀεροστατικὰ μηχανήματα, ὡς ἕλικας, πτερύγια, ἀλεξίπτωτα, καταλλήλως προσηρμοσμένα εἰς αὐτὰ ταῦτα τὰ σπέρματα.

Ὅλα ὅμως αὐτὰ εἶνε σχεδὸν τίποτε παραβαλλόμενα πρὸς τὴν ζέσιν τὴν πραγματικῶς λεπτὴν καὶ συγκινητικὴν τὴν ὁποίαν δεικνύουσι διὰ νὰ συναντηθοῦν κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τὰ ἄνθη καὶ τῶν δύο φύλων. Ὁ Μαιτερλίγκ τονίζει τὰ ἐκπληκτικὰ τεχνάσματα διὰ τῶν ὁποίων τὰ ἄνθη ἑλκύουν τὰ ἔντομα καὶ τὰ ὑποχρεώνουν νὰ συνεργασθοῦν εἰς τὴν μεταφορὰν τῆς γύρεως. Εἰς τοὺς κάλυκας μερικῶν ἀνθέων ὑπάρχουσι μηχανήματα πολὺ λεπτοφυῆ καὶ περίπλοκα τὰ ὁποῖα σκοπὸν ἔχουν, καθ’ ἥν στιγμὴν τὸ ἔντομον ἐγγίζει τὸ ποθητὸν νέκταρ νὰ ἐπιχύσουν τὴν γῦριν εἰς τὰ μέλη τοῦ σώματος του, τὰ ὁποῖα θὰ εὑρεθοῦν εἰς ἐπαφὴν μὲ τὸν ὕπερον ἄλλου τινὸς ἄνθους. Εἰς τὴν τοιαύτην τελειότητα τῆς τέχνης ὁ συγγραφεὺς διαβλέπει μίμησιν τῆς αἰσθητικῆς καὶ τῆς εὐφυΐας τοῦ ἀνθρώπου, ἢ καλλίτερα ὅπως ὁ ἴδιος λέγει «ὁμοιότητα τῆς εὐφυΐας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ πνεῦμα τῆς φύσεως.»

Αἱ χρησιμώτεραι ἀνακαλύψεις διὰ τὰς ὁποίας ὑπερηφανεύεται ὁ ἄνθρωπος, ἔχουν ἤδη πραγματοποιηθῇ πρὸ αὐτοῦ εἰς τὴν ὕλην ἑνὸς ἁπλοῦ ἄνθους. Αὐτὰς τὰς σκέψεις αἱ ὁποῖαι φέρουν τὸ ἀποτύπωμα τοῦ πανθεϊστικοῦ ἐκείνου αἰσθήματος τῆς παγκοσμίου ζωῆς, ὑπὸ τοῦ ὁποίου τόσον εὔκολα συγκινοῦνται οἱ ποιηταὶ, ὁ Μαιτερλὶγκ τὰς ἰδιοποιεῖται διὰ τῆς τέχνης μὲ τὴν ὁποίαν συμπλησιάζει πρὸς τὰς ἀνθρωπίνους πράξεις τὰς ἐξ ἐνστίκτου τῶν φυτῶν, διὰ τῆς βαθείας ἀντιλήψεως τῶν τάσεων τῶν σκοτεινῶν αὐτῶν ψυχῶν, διὰ τῆς πραγματικῆς συγκινήσεως τὴν ὁποίαν μᾶς μεταδίδει, καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τὸ ὁποῖον μᾶς κινεῖ μὲ τοὺς ἔρωτάς των, τὰς προσπαθείας των, τὴν γαλήνιον ζωϊκότητά των. Τὸ ἀκόλουθον ἀπόσπασμα θὰ μᾶς δώση δεῖγμα αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς ποιήσεως.

«Μεταξὺ τῶν ἐντυπώσεων ἐκείνων αἱ ὁποῖαι, χωρὶς νὰ τὸ ἠξεύρομεν, ἀποτελοῦν τὴν βάσιν τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς ὑπάρξεώς μας, ποῖος ἀπὸ ἡμᾶς δὲν διατηρεῖ τὴν ἀνάμνησιν μερικῶν ὡραίων δένδρων; Ὅταν περάση κανεὶς τὸ μέσον τῆς ζωῆς. ὅταν φθάσῃ εἰς τὸ τέρμα τῆς περιόδου τοῦ θαυμασμοῦ ἀφοῦ ἐξαντλήσῃ ὅλα τὰ θεάματα τὰ ὁποῖα ἠμποροῦν νὰ τοῦ παράσχουν ἡ τέχνη, τὸ πνεῦμα καὶ ἡ πολυτέλεια τῶν αἰώνων καὶ τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ δοκιμάσῃ καὶ συγκρίνῃ πολλὰ πράγματα ἐπανέρχεται εἰς μερικὰς πολὺ ἁπλᾶς ἀναμνήσεις. Αὗται μᾶς ἀνεγείρουν εἰς τὸν αἴθριον ὁρίζοντα δύο ἢ τρεῖς ἀθῴας εἰκόνας ἀμεταβλήτους καὶ δροσερὰς, τὰς ὁποίας θὰ ἤθελε κανεὶς νὰ πάρῃ μαζί του εἰς τὸν τελευταῖον ὕπνον, ἐὰν ᾖναι ἀλήθεια πῶς μία εἰκὼν ἠμπορεῖ νὰ περάση τὸ κατώφλιον τὸ ὁποῖον χωρίζει τοὺς δύο κόσμους μας.

Ὅσον δι’ ἐμέ, δὲν φαντάζομαι παράδεισον, οὔτε ζωήν πέραν τοῦ τάφου ὅσον ὡραία καὶ ἂν ἦναι αὕτη, ὅπου δὲν θὰ ἦτο εἰς τὴν θέσιν της μία μεγαλοπρεπὴς ὀξυὰ τῆς Sainte-Baume, μία κυπάρισσος ἢ μία πεύκη τῆς Φλωρεντίας ἢ ἑνὸς ταπεινοῦ ἐρημητηρίου γειτονικοῦ τοῦ σπητιοῦ μου, αἱ ὁποῖαι δίδουν εἰς τὸν διαβάτην ὑπόδειγμα ὅλων τῶν μεγάλων κινήσεων τῆς ἀπαιτουμένης ἀντοχῆς, τοῦ ἡρέμου θάρρους, τῆς ὁρμῆς, τῆς σοβαρότητος, τῆς ἀθορύβου νίκης καὶ τῆς ἐπιμονῆς».

Ο CH. GÉNIAUX ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΡΑΒΙΚΩΝ ΟΙΚΙΩΝ. — Εἰς μίαν αἰσθητικὴν μελέτην ἐπὶ τῶν Ἀραβικῶν οἰκιῶν δημοσιευθεῖσαν εἰς τὴν «Κυανῆν Ἐπιθεώρησιν» τῆς 7 Σεπτεμβρίου ὁ ἀρθρογράφος κ. Ch. Géniaux περιγράφων μὲ μεγάλην λεπτομέρειαν καὶ μὲ δυνατὴν παρατηρητικότητα τὴν Ἀραβικὴν οἰκίαν τὴν οἰκτείρει καὶ διὰ τὸ ἀφιλόκαλον καὶ διὰ τὸ ἀνθυγιεινὸν αὐτῆς.

Ἀπὸ τὴν θαυμασίαν αὐτὴν περιγραφὴν παραλαμβάνομεν μερικὰ ἀποσπάσματα: «Ἐν ᾧ οἱ ἀρχιτέκτονες μας, λέγει, ἀνοίγουν, ὅσον ἠμποροῦν περισσότερον, εἰς τὰς σημερινὰς οἰκοδομὰς πλατύτερα παράθυρα, ὡσὰν γουρλωμένα μάτια, διὰ νὰ εἰσέρχεται ὁ ἀὴρ καὶ ὁ ἥλιος, οἱ Ἄραβες ἀπεναντίας κτίζουν σπήτια ἐντελῶς τυφλά. Καμμία ὕελος παραθύρου δὲν λάμπει εἰς τοὺς λευκοὺς τοίχους των. Τὰ οἰκήματα αὐτὰ κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς περιωνύμου Κάσμπαχ τῆς Μέκκας, φαίνονται ὅτι εἶνε πάντοτε σκεπασμένα ἀπὸ πέπλον. Καὶ βέβαια αἱ μουσουλμανικαὶ κατοικίαι δὲν θὰ εἶχαν ποτὲ τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιδεικνύουν τὸ πρόσωπον τους εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἄλλως τε καὶ αἱ γυναῖκες των εἶνε προφυλαγμέναι ἀπὸ τὰ ἀδιάκριτα βλέμματα τῶν ἀνθρώπων!!»

Ὅσον δὲ ἀφορᾷ εἰς τὰ σχολεῖα γράφει που τὰ ἑξῆς: «Εἰς τὸ μέσον τοῦ δρόμου, εὑρίσκεται τὸ κούταμπ ἢ κορανικὸν σχολεῖον κάτωθεν ἑνὸς θόλου μισοασβεστωμένου. «Ἀπὸ τὸ παράθυρον, διακρίνει τις τὸν μουέντεμπ, τὸν διδάσκαλον, καὶ τοὺς ποικιλοχρώμους μαθητάς του σὰν τὰ πτηνὰ τοῦ παραδείσου. Κινοῦν τὴν κεφαλὴν συμφώνως μὲ τὸν διδάσκαλόν τους καὶ φωνασκοῦν ἐν ρυθμῷ. Αἴφνης ὁ διδάσκαλος κτυπᾷ τοὺς μαθητάς του μὲ τὸ καλάμι. Ὅλοι σιωπαίνουν. Τώρα πλέον γράφουν ἐπάνω εἰς τὰς ξυλίνας πλάκας των τὰς ἀλειμμένας μὲ ἄργιλον, ἕνα σουρὰτ, ἕνα ὄνομα δηλ. ἐκ τῶν κεφαλαίων τοῦ Κορανίου. Ὕστερα εὐλαβῶς πλύνουν τὴν πλάκα τους, ἡ ὁποία εἶνε τώρα πλέον ἱερὰ, ἐπειδὴ τὰ ὀνόματα τοῦ Ἀλλὰχ καὶ τοῦ Μωχαμὲτ, τοῦ ΙΙροφήτου, εἶνε γραμμένα ἐπάνω εἰς αὐτήν· τὸ δὲ λαμπερὸ νερὸ χύνουν εἰς ἕνα κῆπον ἢ εἰς ἕνα νεκροταφεῖον».

Καταλήγει δὲ λέγων ὁ Charles Géniaux ὅτι ὁ πολιτισμός των εἶνε τόσον ἀντίθετος πρὸς τὸν ἰδικόν μας, ὥστε οὐδεμίαν ἐξομοίωσιν, οὐδεμίαν συνεργασίαν νὰ ἐλπίζῃ τις, ἐφ’ ὅσον τὸ Κοράνιον διαμένῃ ὡς βιβλίον των.

ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. — Εἰς τὴν «Εἰκονογραφημένην» τῶν Παρισίων τῆς 31 Αὐγούστου ὁ κ. Α. Ἀδοσίδης, συντάκτης τοῦ «Hellénisme» ἐν Παρισίοις, ἐδημοσίευσεν ὑπὸ τὸν τίτλον «εἰς τὴν Ἑλλάδα» μίαν ἐκτεταμένην, διασαφητικωτάτην καὶ καλλιτεχνικωτάτην περιγραφὴν τῶν Ἑλληνικῶν καλλονῶν καὶ ἐθίμων, διὰ τῆς ὁποίας καθιστᾷ γνωστὸν εἰς τὸ διεθνὲς κοινὸν ὅτι αἱ σημεριναὶ Ἀθῆναι δὲν εἶνε τὸ χωριουδάκι τοῦ 50, ἀλλὰ τοὐναντίον πόλις εὐρωπαϊκὴ, ὅτι ἐν Ἑλλάδι βασιλεύει ἀπόλυτος ἀσφάλεια, ὅτι ὁ Χατζῆ Σταῦρος τοῦ About ἀπέθανεν ἄνευ ἀπογόνων, ὅτι τὰ κυριώτερα ἀρχαιολογικὰ κέντρα εὑρίσκονται ἐν τακτικῇ συγκοινωνίᾳ μὲ τὰς Ἀθήνας διὰ τοῦ σιδηροδρόμου. Τὴν ὡραίαν αὐτὴν διαφημιστικὴν μελέτην συνοδεύουν ἰδεώδους κάλλους φωτογραφίαι τοῦ καλλιτέχνου κ. Boissonnas, ὡς: τὸ Ἐρέχθειον, αἱ Μυκῆναι, τὸ Μέγα Σπήλαιον τῶν Καλαβρύτων, ὡραῖα τοπεῖα, ὡς αἱ κορυφαὶ τοῦ Παρνασσοῦ, ἡ πεδιὰς τῆς Σπάρτης μὲ τὸν Ταΰγετον, ἡ νῆσος τῶν Μακάρων τῆς Κερκύρας, τὸ χαριτωμένο δηλ. Ποντικονῆσι, καὶ ἄλλα.

Ἀπὸ τὴν περιγραφὴν αὐτὴν, ἡ ὁποία ἀξίζει τὸν κόπον νὰ διαβασθῇ ἀπὸ ὅλους, παραθέτομεν ἓν μικρὸν ἀπόσπασμα: «Ἡ Ἑλλὰς τῶν βοσκῶν καὶ τῶν ὀρεσιβίων, ἡ Ἑλλὰς τῶν ναυτικῶν ἐπίσης, ἀξίζει νὰ γνωρισθῇ· ἡ θάλασσα καὶ τὸ βουνὸ τὴν προφυλάττουν ἀκόμη ἀπὸ τὸν «πολιτισμὸν» μέσα στοὺς ἑλιγμοὺς τῶν συμπυκνωμένων ὑψωμάτων καὶ τῆς ἀκρογιαλιᾶς, κατέφυγεν ἡ ἐθνικὴ ζωή. Ἐκεῖ, τὸ κατώφλιον τοῦ οἰκήματος, ὁλάνοιχτο, διατηρεῖ τὸ ἄρωμα τῆς ἀρχαιότητος· ἐκεῖ ὑποδέχονται τὸν ξένον ἀποκαλοῦντες αὐτὸν: ἀδελφέ. Αὐτὴν λοιπὸν τὴν ποιμενικὴν καὶ γραφικὴν Ἑλλάδα, ὁ ἐκ Γενεύης καλλιτέχνης, ὁ μοναδικὸς φωτογράφος Fred. Boissonnas, ἔνθερμος θαυμαστὴς τῆς Ἑλλάδος ἀνέλαβε νὰ τὴν διαφημίσῃ μέσα

εἰς ἕνα ἔργον μεγάλης πολυτελείας, τὸ ὁποῖον θὰ ἐκδοθῇ προσεχῶς. Θὰ φέρῃ τὸν τίτλον «εἰς τὴν Ἑλλάδα» καὶ θὰ τὸ κοσμοῦν 140 εἰκόνες. Ὁ κ. Daniel Band-Bovy, διευθυντὴς τοῦ μουσείου τῆς Γενεύης, ὁ ὁποῖος συνώδευε τὸν κ. Boissonnas εἰς τὸ ταξείδιόν του, συνέλεξε τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀφηγηματικοῦ καὶ περιγραφικοῦ μέρους τοῦ τόμου. Τοῦ ἔργου θὰ προηγεῖται εἰσαγωγὴ ὑπὸ τοῦ κ. Th. Homolle, τοῦ διαπρεποῦς ἀρχαιολόγου, τοῦ διευθυντοῦ τῶν ἐθνικῶν Μουσείων, πρῴην διευθυντοῦ τῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν».

Ο JULES HURET ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΟΥ. — Ὁ περιοδεύων συντάκτης τοῦ «Φιγαρὼ» κ. Jules Huret ἐξέδωκεν ἐσχάτως τὰς ἐντυπώσεις του ἐκ τοῦ ταξειδίου του εἰς τὴν Γερμανίαν· τὸ βιβλίον αὐτό εἶνε ἀφήγησις ἑνὸς ταξειδίου. Ὁ συγγραφεύς του διασχίζει τὴν Γερμανίαν· ἐπισκέπτεται ζυθοπωλεῖα, σοκολοτοποιεῖα, βυρσοδεψεῖα, κλωστήρια, ἐργοστάσια χημικῶν προϊόντων, χρωμάτων, ἀρωμάτων, λιπασμάτων, ἐργοστάσια καλῳδίων, σιδηροδρομικῶν γραμμῶν μηχανῶν..... Μελετᾷ τὴν σύγχρονον Γερμανίαν, καὶ διὰ νὰ τὴν γνωρίσῃ καλὰ ἐπισκέπτεται τὰ ἐργαστήρια, τὰς ἀποθήκας, τὰ σχολεῖα, τὰ νοσοκομεῖα, τὰ ὅπλα τῶν παίδων, τοὺς δημοσίους κήπους, τὰ χωρία, τὰς βιβλιοθήκας...... Ὁ Huret ὁ ὁποῖος ἐννοεῖ νὰ μᾶς ἀποκαλύψῃ τὸ μυστικὸν τῆς γερμανικῆς ἰσχύος, πολλαπλασιάζει τὰς ἐπισκέψεις του, τὰς παρατηρήσεις του· τὰς θέλει τελείας, μανθάνει τὴν βιομηχανικὴν χημείαν, ὑπεισδύει εἰς τὴν τέχνην τοῦ χύτου καὶ εἰς τὰς διάφορους τεχνικὰς ἐργασίας, μυσταγωγεῖται εἰς τὰς ἀνακαλύψεις, εἰς τοὺς νέους τρόπους τῆς δημοσιότητος, τῆς διαφημίσεως, τῆς πωλήσεως· εἶνε ἐργάτης, μηχανικὸς, διευθυντὴς ἐργοστασίου. παραγωγεὺς, πωλητὴς, τραπεζίτης· εἶνε ἰατρὸς, εἶνε οἰκονομολόγος· δὲν ἐννοεῖ νὰ ἀγνοῇ τὴν παιδαγωγικὴν, τὴν πολιτικὴν, τὴν θρησκείαν, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα..... Μὲ αὐτὰς λοιπόν τὰς περιγραφὰς ὁ Huret μᾶς παρουσιάζει ὁλόκληρον τὴν Γερμανίαν μὲ τοὺς Γερμανούς της, μὲ τὰ ἔθιμά των, μὲ τὰ προτερήματα καὶ ἐλαττώματά των. Μόνον ὁ συγγραφεύς ἔκρινεν ὡς Γάλλος τὰ γερμανικὰ ἔθιμα ὅπως θὰ τὰ ἔκρινεν καὶ πᾶς ἄλλος Γάλλος.

ΓΚΡΗΓΚ. - Εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» τῆς 2 Σεπτεμβρίου ὁ κ. Ζ. Παπαντωνίου ἐδημοσίευσε βαθεῖαν καὶ θαυμασίαν μελέτην περὶ τοῦ ἀποθανόντος γηραιοῦ συνθέτου Γκρήγκ. Τὴν ἀναδημοσιεύομεν ὅλην, διότι θὰ ἦτο ἀδίκημα διὰ τοὺς ἀναγνώστας μας νὰ μὴ ἐντρυφήσουν εἰς αὐτήν.

Δι’ ἀνθρώπους καθὼς ὁ Γκρὴγκ, ὁ θάνατος εἶνε πολύ πεζὴ πρᾶξις. Θὰ ἐχρειάζετο μία ἀνάβασίς των μὲ πύρινον ἅρμα εἰς τὸν οὐρανόν. Ἀλλὰ καὶ εἰς τὸν γόητα τῆς Νορβηγίας, εἰς τὸν Ἐδουάρδον Γκρὴγκ, ὅπως εἰς ὅλους, ἐφηρμόσθησαν αἱ κοιναὶ ἀσχημίαι τῆς φθορᾶς. Ἔγεινε παραλυτικὸς, ἐγέρασε πολύ. ἀπέθανεν ὡς πνεῦμα, καὶ ἔπειτα ἀπέθανεν ἐντελῶς. Ὁ θάνατος μὲ ὅλον τὸ μεγαλεῖον τῆς χυδαιότητός του ἐπέρασε καὶ ἔφραξεν αὐτὸν τὸν πλατὺν, τὸν μέγαν κρουνὸν τῆς ἁρμονίας.

Ἡ μουσικὴ αὐτὴ τοῦ βορείου γίγαντος μᾶς ἔδωσε τὴν μεγάλην παρηγορίαν. Εἶνε φωνὴ τὴν ὁποίαν ἐφαίνετο ὡς νὰ ἐζήτει ἀπὸ καιρὸν ἡ ἀνθρωπότης, γνώριμος φωνὴ, ὡσεὶ νὰ μᾶς ὡμίλησε δι’ αὐτῆς ἡ εὐτυχία καὶ ἡ ἀπολύτρωσις.

Σπανίως ἠκούσθη τόσον λυπημένη μουσικὴ, καὶ ὅμως σπανίως τόσοι σταλαγμοὶ ὑπερτάτου βαλσάμου ἔπεσαν εἰς τὴν ἀνθρωπίνην λύπην. Ὑπάρχουν μεγαλοφυΐαι ποῦ ἔρχονται εἰς τὴν γῆν αὐτὴν, καθὼς ὁ Χριστός. Μᾶς παρηγοροῦν, μᾶς ὁμιλοῦν ἐμπιστευτικὰ εἰς τὴν ψυχὴν, μᾶς κερδίζουν τὴν ἐμπιστοσύνην, μᾶς ἀπολυτρώνουν. Τὸ μέγα των ἔργον εἶνε ὅτι μᾶς συνειθίζουν νὰ ὑποφέρωμεν. Νομίζεις ὅτι κλαίουν μαζί μας. Εἰς τὸ θαῦμα αὐτὸ ἔφθασεν ἡ ὑπερόχως ἀλτρουϊστικὴ μουσικὴ τοῦ Ἐδουάρδου Γκρήγκ. Εἶνε ἡ παρηγορία μας. Εἶνε ἡ μυροφόρος τοῦ ἐσωτερικοῦ μας πτώματος. Μία μικρὰ ἀνάκρουσις τῶν «Λυρικῶν» του ἀπὸ κἄποιο πιάνο, μέσα εἰς τὴν σιωπὴν μιᾶς αἰθούσης, ὁμιλεῖ καλλίτερα ὅλων περὶ αὐτῆς τῆς ἀληθείας.

Ὅπως ἡ μέλισσα βυζαίνει τὸν χυμὸν τοῦ ταπεινοῦ ἄνθους διὰ νὰ εὐεργετήσῃ τὸν ἄνθρωπον ἡ μεγαλοφυΐα τοῦ Γκρὴγκ μᾶς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἀπὸ τὰ ταπεινὰ ἄνθη τοῦ ἀγροῦ, ἀφοῦ ἐπέρασε μαζύ των μυστηριώδη καὶ ὑπέροχον νύκτα ἀπολαύσεως. Μᾶς ἦλθεν ἀπὸ τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Νορβηγίας. Ὑπῆρξεν ὁ συλλέκτης των, καὶ ὑπῆρξεν ὁ ἀναδημιουργός των. Αὐτὰ τὰ ταπεινὰ κρίνα τὰ ἐνδεδυμένα δόξαν Σολομῶντος, τὰ μικρὰ τραγούδια ἑνὸς λαοῦ, ὁ μεγάλος μουσουργὸς τὰ ἀπήλαυσεν, ὅπως ἡ μέλισσα, καὶ μᾶς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον φέρων τὸν χυμόν των. Ἀνύψωσε τὸ πρωτογενὲς lead τῆς Σκανδιναυίας εἰς ὅλους τοὺς πνευματικοὺς βαθμούς. Εἰς ὅλα, του τὰ ἔργα ὑπάρχει ἕνα δημοτικὸν τραγοῦδι. Εἰς κάθε σοννάτα του, εἰς κάθε συμφωνικόν του ποίημα εἰς κάθε χορόν του, εἰς κάθε λυρικόν του καλλιτέχνημα, ὑπάρχει ἡ λαϊκὴ φωνὴ, τὸ μουρμούρισμα ἢ ὁ στεναγμὸς ἢ ἡ χαρὰ τοῦ λαϊκοῦ τραγουδιοῦ. Εἰς ὅλα του τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἔχουν τὸ μεγαλεῖον τῆς μουσικῆς ἐπιστήμης τρέμει τὸ λαϊκὸν τραγοῦδι τῆς Νορβηγίας, τρέμει ἕνα μικρὸν ἄνθος διατηρημένον μὲ Νορβηγικὸν χῶμα μέσα εἰς ὑπέρλαμπρον βάζο.

Ὅλα του τὰ ἔργα εἶνε κατ’ οὐσίαν ἕνα lead. Καὶ χρησιμοποιῶ τὴν λέξιν ἐκτὸς παντὸς μουσικοῦ περιορισμοῦ, ἀφίνων αὐτὴν νὰ σημαίνῃ μόνον τὸ ἀνάβρυσμα τῆς δημοτικῆς ψυχῆς, ἀνεπτυγμένον εἴτε ὄχι ἀπὸ τὸν μουσουργὸν ὡς ψαλλομένη ποίησις, ἢ ὡς λαλοῦσα μουσικὴ, μὲ ὅλην του τὴν πολυμορφίαν ἣν ἔλαβεν εἰς τὸν Σοῦμαν, εἰς τὸν Σοῦβερτ, εἰς Τόσους ἄλλους, εἰς μερικὰ ἀκόμη πρελούντια τοῦ Μπάχ. Ἡ μουσικὴ τοῦ Γκρὴγκ εἶνε τὸ ταπεινὸν δημοτικὸν τραγοῦδι ἐν δόξῃ καὶ λαμπρότητι πνεύματος. Τὸ τραγουδάκι τῶν λαῶν τῆς Σκανδιναυΐας μᾶς ὁμιλεῖ μὲ τὴν μουσικὴν τοῦ Γκρὴγκ δι’ ὅλους τοὺς μεγάλους πόνους καὶ τὰ μεγάλα ὁράματα. Τὸ μικρὸν ἄνθος μᾶς ὁμιλεῖ διὰ τοὺς πόνους τῆς μεγάλης δρυός. Τόσον ὁ καλλιεργητής του ὑπῆρξεν ὑπέροχος καὶ μυστηριώδης. Ὑπάρχει εἰς τὰ συμφωνητικὰ ποιήματα καὶ τὰς σοννάτας τοῦ Γκρὴγκ ὅλη αὐτὴ ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ, ἡ φωνὴ τοῦ ἀγροῦ, ἡ φωνὴ τῆς καλύβας ἀκουομένη καθαρὰ καὶ ἐντόνως μέσα εἰς τὴν περίπλοκον ἐπιστήμην τῶν ἔργων ἐκείνων. Ἀλλὰ ὑπάρχει καθαρώτατα μέσα εἰς τὰ «λυρικὰ κομμάτια», τοῦ Γκρὴγκ, τὰ μικρὰ αὐτά ποιήματα τὰ περαστικὰ τὰ ἐφήμερα καὶ ὅμως ἀθάνατα τὰ ὁποῖα πετοῦν ὡσὰν τρελλὲς καὶ θανασίμως λυπημένες πεταλοῦδες μὲ ἐξωτικὰ καὶ ὑπέρλαμπρα πτερὰ, τριγυρίζουσαι γύρω εἰς ἄγνωστον φῶς. Μέσα εἰς αὐτὰ δοξάζεται ἡ Νορβηγικὴ ψυχή. Καθένα ἐξ αὐτῶν μᾶς φέρνει ἀπὸ μακρὰν ἕνα παράπονον, ἀπείρως βαθὺ παράπονον, τὸ ὁποῖον νομίζεις ὅτι εἶνε τὸ ἰδικόν μας. Καθένα μᾶς ὁμιλεῖ μὲ γνώριμον φωνήν. Καθένα μᾶς διηγεῖται ἕνα δρᾶμα τὸ ὁποῖον νομίζεις ὅτι ἤδη ἔχει συμβῆ εἰς τὴν ψυχὴν μας. Ἐνθυμηθῆτε τυχαίως ἕνα λυρικὸν κομμάτι τοῦ Γκρὴγκ «σ’ ἀγαπῶ». Ἀνήκει εἰς ὅλον τὸν κόσμον! Ἀνήκει εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους! Διηγεῖται εἰς κάθε ἄνθρωπον τὴν λάμψιν μιᾶς ὡραίας στιγμῆς ποῦ ᾐσθάνθη κἄποτε, ἢ τοῦ προφητεύει ἑκείνην ποῦ εἶνε, μοιραῖον νὰ αἰσθανθῇ μίαν ἡμέραν. Ἐνθυμηθῆτε τὴν «Μελαγχολίαν» του, σύνθεσιν εἰς τρεῖς μόλις γραμμάς. Εἶνε τὸ ποίημα τοῦ πόνου.

Διὰ τῶν λυρικῶν του κομματιῶν ὁ Γκρὴγκ ὁμιλεῖ ὡς μάντις ἢ ὡς τροβαδοῦρος τῶν γεγονότων τῆς ψυχῆς μας. Εἶνε ὁ Τειρεσίας της ἢ ὁ βιογράφος της. Καὶ τέλος εἶνε ὁ μάγος της, ὁ βασκανιστής της, ὁ ἐξωτικός της ἐπηρεαστής. Κἄποτε τὰ μικρὰ λυρικά του κομμάτια μᾶς πέρνουν καὶ μᾶς πηγαίνουν μέσα εἰς θρυλλικὰς χώρας, ὅπου φαντάζεσαι ὅτι ζωγραφίζουν τὸν ὕπνον βοσιλοπούλας ποῦ κοιμᾶται μέσα εἰς κρυσταλλίνους πύργους, ὅτι μουσουργοῦν τὸ λάλημα μαγεμένων πηγῶν, ὅτι βαδίζομεν ἐπάνω εἰς νεκρὸν λειβάδι ἀσφοδέλων, μέσα εἰς πένθος φοβερὸν καὶ ὑπερήφανον. Ἀλλὰ συνήθως μᾶς ὁμιλοῦν διὰ τὸ ἐσωτερικόν μας δρᾶμα... Μᾶς ὁμιλοῦν διὰ μίαν κατάστασιν ἔντρομον τῆς ψυχῆς μας, διὰ μίαν μας πτῶσιν, διὰ μίαν μας ἄδοξον ἀναρρίχησιν, διὰ μίαν μας ἀπελπισίαν, διὰ μίαν μας θλῖψιν. Διηγοῦνται τὴν θλιβεράν μας ἱστορίαν... Δὲν ὁμιλοῦν διὰ τὰς ὁμάδας, ἀλλὰ διὰ τὸ ἄτομον. Διὰ τὸν ἕνα καὶ μόνον ἄνθρωπον. Διὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ μόνου, διὰ τὰ ὄνειρα αὐτοῦ καὶ μόνου, διὰ τοὺς σπαραγμοὺς αὐτοῦ καὶ μόνου. Εἶνε ἡ μουσικὴ τοῦ «ἐσωτερικοῦ δράματος» τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ Γαλλικὸν lead τοῦτο ἔχει ὡς τὸν ὕψιστόν του σκοπόν. Ἀλλὰ ἐκεῖνο τοῦ Γκρὴγκ φαίνεται ὡς νὰ ἤγγισε τὴν τελειότητα.

Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ὅπου ὁ Γκαῖτε ἔσκυψε καὶ ἤκουσε τὴν μυστηριώδη φωνὴν τῶν λαϊκῶν τραγουδιῶν τῆς Γερμανίας, ἐγράφη ἡ λυρικὴ ποίησις τοῦ Γκαῖτε. Ἀπὸ τὴν στιγμήν ὅπου ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ἔσκυψε καὶ ἤκουσε τὴν φωνὴν τοῦ ἀγροῦ, τὰ δημοτικὰ τραγούδια τῆς Ἑλλάδος, ἐγράφησαν τὰ ποιήματα τοῦ Σολωμοῦ.

Ἐπανάληψις τῶν μεγάλων αὐτῶν ὑμεναίων, ἕνωσις μιᾶς μεγαλοφυΐας, μὲ τὴν λαϊκὴν ψυχήν, ἐναγκαλισμὸς ἑνὸς πνεύματος μὲ ἕνα λαόν, συνεργασία ἡδυπαθὺς, γόνιμος καὶ εὐδαίμων εἰς τέκνα εἶνε ἡ μουσικὴ τοῦ Γκρήγκ. Δὲν εἶνε ὁ μόνος μουσουργὸς ὁ βαπτισθεὶς εἰς τὴν ψυχὴν ἑνὸς λαοῦ, ἀλλὰ τὸ ἰδικόν του βάπτισμα εἶνε ἴσως τὸ ὑπέρτερον ὅλων. Οὕτω ἀπεκτήσαμεν τὸν ποιητὴν αὐτὸν τῆς λύπης, ἀλλὰ τὸν παρήγορον καὶ ἀπολυτρωτικόν. Ἡ μουσικὴ τοῦ Γκρὴγκ μοῦ φαίνεται ἐγγίζουσα τὸ ἰδεῶδες τῆς τέχνης τὸ ὁποῖον εἶνε «ἡ ἀπολύτρωσις τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς» κατὰ τὸν γνωστὸν καὶ κλασικὸν ὁρισμόν. Ἐμφυσημένη ἀπὸ τὸ μακάριον λαϊκὸν πνεῦμα, ἔρχεται καὶ παρηγορεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὡς εὐσπλαγχνικὴ καὶ καταδεκτικὴ θεότης.

Ψάλλει τὸν ἐνδομυχώτερον τῶν παλμῶν μας, λαλεῖ τὸν βαθύτερον πόνον μας, εἰσδύει εἰς τὰ βάθη τοῦ ἀνθρωπίνου ὀνείρου. Ἐξωραΐζει τόν πόνον, καὶ μᾶς παρουσιάζει τὴν θλίψιν στεφανωμένην μὲ ἄνθη. Εἰς τὰ «λυρικά» του ἀκούω τὸν Βερλαὶν λυπημένον, ἀλλ’ ἀκούω τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ τὸ ἀγόγγυστον τῶν στίχων τοῦ Μωρεὰς, ἀποθεώνοντος τὴν λύπην. Ἡ μουσικὴ τοῦ Γκρὴγκ μᾶς ὁμιλεῖ ἐμπιστευτικὰ, μᾶς παρηγορεῖ, καὶ μᾶς ὑπόσχεται. Κατορθώνει τὸ μέγιστον θαῦμα τῆς τέχνης.

Ὁ Γκρὴγκ ἠγάπησε τὸν ἄνθρωπον. Γοητεῖαι καθὼς ἡ ἰδική του ὑπενθυμίζουν ἐκείνην τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἄνθρωποι καθὼς αὐτός, τόσον βαλσαμώσαντες καὶ ἀποθεώσαντες τὸν ἀνθρώπινον πόνον, δημιουργοὶ τέχνης τόσον ἀλτρουϊστικῆς, εἶνε μία ἔνδοξος ἐνθύμισις τοῦ Ναζωραίου ἐπὶ τῆς γῆς. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον αἰσθάνομαι τὸν μεγάλον γόητα τῆς Νορβηγίας ὁ ὁποῖος δὲν ὑπάρχει πλέον.

ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ. — Ὁ κ. Γ. Ξενόπουλος ἔγραψεν εἰς τὸ «Νέον Ἄστυ» περὶ τοῦ ποιητοῦ κ. Σπύρου Ματσούκα τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά:

«Φεύγει διὰ τὸ στρατόπεδον τῶν ἐφέδρων νὰ μοιράσῃ τὰ φλογερὰ καὶ ἐμπνευσμένα τραγούδιά του τὰ ὁποῖα τὸ ὑπουργεῖον τῶν Στρατιωτικῶν ἐξετύπωσεν εἰς τριάκοντα χιλιάδας ἀντίτυπα. Ἡ ἰσχυρὰ καὶ παλλομένη φωνή τοῦ ἐθνικοῦ ποιητοῦ θὰ συγκινήσῃ, θὰ ἐνθουσιάσῃ, θὰ χαρίσῃ εἰς τὰς καρδίας ὡραίους παλμοὺς καὶ εἰς τὰ μάτια ὡραῖα δάκρυα.

Τὶ θαυμασία ἀποστολὴ δι’ ἕνα ποιητὴν καὶ δι’ ἕνα πατριώτην. Ἂν εἰς τὴν πεζότητα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ ὁποία καταθλίβει καὶ ναρκώνει ὅλα τὰ ἰδανικὰ, θαυμάζω ἄνθρωπον διὰ τὸ ἀκοίμητον ἰδανικόν του, εἶνε ὁ Ματσούκας αὐτὸς, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε τὴν ζωήν του εἰς τὴν πατριωτικήν του λύραν, εἰς τὸν στόλον, εἰς τὸν στρατόν, εἰς τὴν σημαίαν, εἰς τὴν πατρίδα. Τὶ εἶνε μερικαὶ ἑκατοντάδες ἔστω χιλιάδων δραχμῶν, τὰς ὁποίας ὡς ἀπόστολος ἐσύναξεν ὑπὲρ τοῦ στόλου, ἀπέναντι τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, τὸν ὁποῖον ἐνέπνευσεν ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον τοῦ Ἑλληνισμοῦ; Καὶ πάλιν τί εἶνε ὁ ἐνθουσιασμὸς αὐτός, ὁ διαμοιρασμένος εἰς μυριάδας στηθῶν, ἀπέναντι τοῦ ἐνθουσιασμοῦ, τὸν ὁποῖον ἐγκλείει ὁλοκληρωτικὸν ἀκόμη καὶ θαυματουργόν, εἰς τὴν ψυχήν του ὁ μέγας πατριώτης!

Δι’ αὐτό, μόνον δι’ αὐτὸ τὸν θαυμάζω. Πῶς κατώρθωσε τόσα χρόνια τώρα, νὰ διατηρήσῃ τὸ νεανικὸν ἰδανικόν του ἀμόλυντον ἀπὸ κάθε ἀποθάρρυνσιν, ἀπὸ κάθε ἀπογοήτευσιν. Ἀπὸ ποῦ ἤντλησεν ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὁ ζῶν μέσα εἰς τὴν κοινὴν ἀδιαφορίαν, τόσην ψυχικὴν δύναμιν, ὥστε νὰ πιστεύῃ ἀκόμη, νὰ ἐλπίζῃ καὶ νὰ ἐνεργῇ, δι’ ὅ, τι τόσοι ἄλλοι, καὶ τόσον γλήγορα ἔχασαν τὴν πίστιν των, τὴν ἐλπίδα των καὶ τὴν δραστηριότητά των; Πῶς ὁ Ματσούκας αὐτὸς κἄτι κάμνει ἀκόμη—καὶ κάμνει πολὺ—ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄλλοι δὲν κάμνουν τίποτε;

Δὲν ἠξεύρω ἂν ὁ Ματσούκας εἶνε ὁ εὐνοούμενος τῆς Τέχνης. Ἀλλ’ εἶνε ὁ εὐνοούμενος τῆς Πατρίδος. Καὶ αὐτὸ μόνον θέλει, καὶ αὐτὸ τοῦ ἀρκεῖ. Ἐθνικὸς ποιητὴς δὲν σημαίνει πάντοτε ποιητὴς μεγάλος. Ἀλλὰ σημαίνει μεγάλος πατριώτης. Καὶ ὁ Ματσούκας εἶνε. Διότι δὲν ἠμπορεῖ νὰ μὴν εἶνε. Ἂν ψεύδωνται κ’ ἐκεῖνα τὰ μάτια, ἂν πλανοῦν κ’ ἐκεῖνα τὰ λόγια, ἂν προσποιοῦνται κ’ ἐκεῖνα τὰ κινήματα, —ἒ τότε ἂς χαλάσῃ ὁ κόσμος»!

ΑΔΟΔΦΟΣ ΦΟΥΡΤΒΑΙΓΚΛΕΡ. — Μὲ τὸν θάνατον τοῦ Ἀδόλφου Φουρτβαῖγκλερ, τοῦ σοφοῦ καθηγητοῦ τῆς ἀρχαιολογίας ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ τοῦ Μονάχου, ἐσβέσθη ἀπὸ τὸ στερέωμα τοῦ ἐπιστημονικοῦ κόσμου ἀστὴρ πρώτου μεγέθους. Ἡ Γερμανία ἐστερήθη μίαν ἀπὸ τὰς μεγαλητέρας δόξας της. Διότι ὁ Φουρτβαῖγκλερ ἦτο ὑψηλὴ ἐπιστημονικὴ κορυφή, φάρος τηλαυγής, ὅστις μὲ τὴν μεγάλην δύναμιν τῶν φώτων του ἔχυνεν ἄπλετον φῶς εἰς τὰ μᾶλλον ἀπόκρυφα καὶ σκοτεινὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἐπιστήμης καὶ καθωδήγει τὸν κόσμον τῶν γραμμάτων εἰς νέους κόσμους εἰς νέος ἀποκαλύψεις... Διὰ τοῦτο καὶ ἡ γνώμη τοῦ ἀληθοῦς τούτου Ἄτλαντος τῆς ἀρχαιολογίας ἐθεωρεῖτο αὐθεντία. Ἀλλὰ δὲν θρηνεῖ μόνον ἡ Γερμανία διὰ τὸν σοφὸν καλλιτέχνην της, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἑλλὰς αἰσθάνεται βαθυτάτην λύπην διὰ τὸν ἐνθουσιώδη λάτρην της, καθὼς βαθυτάτη καὶ ἄνευ ὁρίων ἦτο ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν γῆν τῆς Ἑλλάδος. Θαυμαστὴς τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ κόσμου, καὶ αἰσθανόμενος μὲ τὴν ποιητικὴν καὶ ἐξιδανικευμένην—ἀπὸ τῆς μελέτης τῶν μνημείων τῆς τέχνης τῆς ἐποχῆς τοῦ μεγαλειτέρου θριάμβου—ψυχήν του, ὅλην τὴν ἁρμονίαν τοῦ ὡραίου καὶ τοῦ καλοῦ ὡς κἄτι τὸ ὁποῖον—κατὰ τὸν χαρακτηρισμὸν τοῦ Ρενὰν—ὑπῆρξεν ἅπαξ μόνον, προσεπάθει νὰ μυσταγωγῇ εἰς αὐτὴν ὅλους τοὺς συγχρόνους του. Καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἔπλαττεν ἐν τῇ καλλιτεχνικῇ του ψυχῇ ὁ ἔνθερμος φιλέλλην τὸ γλυκὺ ὄνειρον νὰ ἰδῇ ὅλα τὰ ἀπαράμιλλα ἀριστουργήματα τῆς σμίλης τοῦ Φειδίου καὶ τοῦ Πραξιτέλους περισυλλεγόμενα εἰς τὰς Ἀθήνας ἱδρυομένων ἐν αὐταῖς ξένων μουσείων. Καὶ τὸ μὲν ὄνειρόν του αὐτὸ δὲν ἐπραγματοποιήθη, ἀλλ’ ἡ τελευταία του ἐπιθυμία—τελευταία αὐτὴ ἔκφανσις τῆς πρὸς τὴν γῆν Ἑλλάδος ἀγάπης του —ν’ ἀποθάνῃ καὶ νὰ ταφῇ εἰς τὸ φιλόξενον ἔδαφος τῆς Ὡραίας Ἑλλάδος καὶ νὰ σκεπασθῇ ἀπὸ τὸν γαλανὸν οὐρανόν της, ἐξεπληρώθη καὶ σήμερον ἡ γῆ τῆς Ἑλλάδος φυλάττει εἰς τοὺς κόλπους της τὸν ἔνδοξον λάτρην της, καὶ καλύπτει μετ’ εὐλαβείας, τὸν πολύτιμον νεκρόν του.

ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ. — Ἡ Πρυτανεία τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου τῇ συστάσει καὶ χορηγίᾳ τοῦ ἐν τῇ πόλει μας κ. Ὀδυσσέως Παντελίδου, προκηρύσσει καὶ ἐφέτος δραματικὸν ἀγῶνα. Ὁ ποιητὴς εἶναι ἐλεύθερος νὰ λάβῃ τὸ θέμα του ἀπὸ κάθε ἐποχὴν, χώραν καὶ ἐθνικότητα, κατὰ προτίμησιν ὅμως ἐκ τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας ἀπὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Τὰ ὑποβαλλόμενα ἔργα δύνανται νὰ εἶναι «πεζὰ ἡ ἔμμετρα καὶ γεγραμμένα εἰς τὴν συνήθη καθαρεύουσαν ἢ τὴν ζωντανὴν λαλουμένην γλῶσσαν. Ἡ ὑπεράγαν καθαρεύουσαν, καὶ τὸ λεγόμενον ψυχαρικὸν ἰδίωμα ἀποκλείονται τοῦ ἀγῶνος». Τὰ χειρόγραφα γίνονται δεκτὰ μέχρι τέλους Φεβρουαρίου 1908.

ΒΑΣΙΛΙΚΟΝ ΘΕΑΤΡΟΝ. — Τὸ Βασιλικὸν θέατρον ἀρχίζει τὰς παραστάσεις του τὴν 1ην Νοεμβρίου· ἀπὸ τὸ πλούσιον δραματολόγιόν του, ποῦ ὑπόσχεται πολλὰ τὰ καλὰ, παραθέτομεν τὰ νέα ἑλληνικὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα θὰ διδαχθοῦν καὶ περὶ τῆς διδασκαλίας τῶν ὁποίων, θὰ μᾶς γράφῃ ἑκάστοτε ὁ ἐν Ἀθήναις εἰδικὸς συνεργάτης μας.

Τιμ. Ἀμπελᾶ «Ἀκτὴ», τραγῳδία, «Βελισσάριος» τραγῳδία. X. Ἀννίνου «Τὸ Αἴνιγμα» κωμῳδία, Δ. Οἰκ. Καλαποθάκη «Σπάρτη» τραγῳδία, Ι. Καμπούρογλου —Ν. Λάσκαρη «Ὁ Ντροπαλὸς ἐρωτευμένος» κωμῳδία, I. Πολέμη «Ὁ Πτωχοπρόδρομος» Δραματικὴ κωμῳδία, Ἀρ. Προβελεγγίου «Ἡ Κόρη τῆς Λήμνου» τραγῳδία, Γ. Τσοκοπούλου «Θεοδώρα» τραγῳδία.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ. — Εἰς τὴν ἐφημερίδα τῶν «Συζητήσεων» ἐδημοσιεύθη ἀνακοίνωσις τοῦ γάλλου αἰγυπτιολόγου Μασπερὸ περὶ τεμαχίων ἔργων τοῦ Μενάνδρου, τὰ ὁποῖα ἀνεκαλύφθησαν πρὸ ἑνὸς ἔτους καὶ ἐδημοσιεύθησαν τώρα ὑπὸ τῆς Αἰγυπτιακῆς Κυβερνήσεως. Τὰ χειρόγραφα εἶναι 45 σελίδες, ἄλλαι καλῶς διατηρούμεναι καὶ ἄλλαι βλαμμέναι. Ἑρμηνεύθησαν ἐν τούτοις 13018 στῖχοι ἐκ τεσσάρων κωμῳδιῶν: «Ἡ Διαιτησία», ἡ «Περικειρομένη», ὁ «Ἥρως καὶ ἡ «Γυνὴ τῆς Σάμου». Τοῦ Ἥρωος εὑρέθησαν ὁ κατάλογος τῶν χαρακτήρων καὶ οἱ 150 πρῶτοι στίχοι.

ΝΕΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ. — Ὁ Παῦλος Νιρβάνας ἐξέδωκε μίαν ὡραίαν σειρὰν φιλοσοφικῶν παραμυθιῶν, γραμμένων ἐδῶ κ’ ἐκεῖ εἰς ἕνα βιβλίον τὸ ὁποῖον ἐπιγράφεται «Ἀλήθεια καὶ ψέμα» « ἱστορίες γιὰ παιδιὰ καὶ φιλοσόφους» καὶ τὸ ὁποῖον εἶνε ἀφιερωμένον εἰς τὸν ποιητήν, δάσκαλόν του, καὶ φίλον κ. Κωστῆν Παλαμᾶν.

— Βιβλίον πολύτιμον ἐξεδόθη ἐσχάτως ὑπὸ τοῦ γενικοῦ γραμματέως τοῦ δήμου Ἀθηναίων κ. Γ. Παρασκευσπούλου ὑπὸ τὸν τίτλον «οἱ δήμαρχοι τῶν Ἀθηνῶν 1833—1907» μετὰ προεισαγωγῆς περὶ δημογεροντίας. Ἁπλῆ ἀνάγνωσις αὐτοῦ τοῦ βιβλίου ἀποτελεῖ τέρψιν καὶ διδασκαλίαν· διότι ἐν αὐτῷ ὑπάρχει ὅλη ἡ ἐξέλιξις ἀπὸ τῆς παλαιᾶς πολίχνης μέχρι τῆς σημερινῆς πόλεως.

— Ὁ κ. Σπ. Παγανέλης, μετὰ ἀρκετῶν ἐτῶν σιωπὴν ἔρχεται νὰ κινήσῃ πάλιν ζωηρὸν τὸ ενδιαφέρον τοῦ φιλολογικοῦ κόσμου μ’ ἕνα ὁγκώδη τόμον ἐκ 432 σελίδων, ὑπὸ τὸν ὡραῖον τίτλον «Ἀθηναϊκαὶ ἡμέραι». Εἶναι τὸ γλαφυρὸν καὶ ἐνθουσιῶδες σημειωματάριον ἑνὸς Χίου φιλοπάτριδος ποῦ ἔρχεται διὰ πρώτην φορὰν νὰ προσκυνήσῃ εἰς τὰς Ἀθήνας.

— Εἷς ἀπὸ τοὺς καλυτέρους ἀξιωματικούς μας, ὁ ἀντισυνταγματάρχης τοῦ πυροβολικοῦ κ. Ἀντ. ’Ηπίτης, ἀπεχώρησε πρὸ διετίας τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ μὲ μίαν ὡραίαν ἰδέαν ριζωμένην εἰς τὸ κεφάλι του: νὰ περατώσῃ καὶ ἐκτυπώσῃ ὀγκωδέστατον λεξικὸν Ἑλληνογαλλικὸν καὶ γαλλοελληνικὸν τῆς λαλουμένης Ἑλληνικῆς, διὰ τὸ ὁποῖον ἐπὶ ἔτη ἠσχολεῖτο. Πρὸ μικροῦ περατώσας τὸ ἔργον του, ὁ κ. Ἠπίτης ἐζήτησε παρὰ τοῦ Διαδόχου τὴν ἄδειαν νὰ τοῦ τὸ ἀφιερώσῃ.

Ἡ Ὑψηλότης του εὐμενῶς ἀπεδέχθη καὶ τῷ ἀνήγγειλε τοῦτο διὰ τιμητικωτάτης αὐτογράφου ἐπιστολῆς, εἰς τὴν ὁποίαν γράφει καὶ τὰ ἑξῆς:

«Ἡ ἐργασία, τὴν ὁποίαν δι’ ἀτρύτων κόπων ἐντὸς βραχέος, σχετικῶς, χρόνου ἐφέρατε εἰς πέρας, εἶνε ὄντως κολοσσιαία καὶ τιμᾷ τὸν ἐργάτην αὐτῆς. Ἐκ τῶν χειρογράφων τὰ ὁποῖα εἶδον, καὶ τῶν κριτικῶν, τὰς ὁποίας ἀνέγνωσα, ἐσχημάτισα τὴν πεποίθησιν, ὅτι τὸ λεξικόν σας εἶνε προωρισμένον νὰ προσφέρῃ ὄντως πολυτίμους ὑπηρεσίας εἰς τὸ κοινὸν, τὸ καταγινόμενον εἰς μελέτας παντὸς εἴδους, ὡς καὶ εἰς πάντα σχεδὸν τὰ ἐπαγγέλματα».


ΤΟ ΝΕΟΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΑΣ

Ἀπὸ τὸ προσεχὲς φυλλάδιον ἀρχίζομεν τὴν δημοσίευσιν τοῦ πρωτοτύπου κοινωνικοῦ μυθιστορήματος «Τὰ ρόδιν’ ἀκρογιάλια» τὸ ὁποῖον ἐγράφη ἀποκλειστικῶς διὰ τὴν «Νέαν Ζωὴν», ἀπὸ τὸν Συγγραφέα τῆς «Φονίσσης». Τὸ ὄνομα τοῦ κ. Α. Παπαδιαμάντη εἶναι τόσον εὐφήμως γνωστὸν ἀνὰ τὸ Πανελλήνιον, ὥστε εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι ἡ δημοσίευσις τοῦ νέου τούτου ἔργου του θὰ ἐφελκύσῃ τὴν προσοχὴν καὶ θὰ κινήσῃ τὸ ενδιαφέρον τοῦ φιλολογικοῦ κόσμου.