Η Περιστερά/Κεφάλαιο 1

Από Βικιθήκη
Ἡ Περιστερὰ
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Δημήτριος Κορομηλάς
Κεφάλαιον πρώτον
Τίτλος πρωτοτύπου στα γερμανικά: «Das Täubchen.»


Η ΠΕΡΙΣΤΕΡΑ.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ.

ΕΙΣ τὸν παλαιὸν πύργον τοῦ Μαυρομιχάλη, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς τὰ παράλια τῆς δυτικῆς Μάνης κατὰ τὸ Λιμένι πλησίον τοῦ Οἰτύλου, ἔζη πρό τινων χρόνων Λάκων εὐγενὴς ὀνομαζόμενος Χριστόδουλος, ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ γενναῖος. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐπροστάτευε πάντοτε ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐτυραννοῦντο εἴτε ἀπὸ κακοὺς γείτονας εἴτε ἀπὸ σκληροὺς δυνάστας, καὶ μία ἀπὸ τὰς μεγαλειτέρας του εὐχαριστήσεις ἦτο νὰ εὐεργετῇ τοὺς δυστυχεῖς· ἡ δὲ γυνή του Μαρία ἦτο ἡ παρηγορία τῶν δυστυχῶν, τοὺς ὁποίους ἐπεσκέπτετο συχνὰ εἰς τὰς καλύβας των, καὶ πάντοτε μετέβαινεν εἰς τὰς πλησιεστέρας κοιλάδας διὰ νὰ τοὺς παρηγορῇ καὶ φροντίζῃ περὶ αὐτῶν· ὅσοι δὲ εἶχον ἀνάγκην βοηθείας εὕρισκον ἀνακούφισιν τῶν δεινῶν αὐτῶν εἰς τὸν πύργον τῆς ἀγαθῆς δεσποίνης Μαρίας.

Τὸ ἐνάρετον αὐτὸ ζεῦγος εἶχε καὶ θυγατέρα μονογενῆ, ὀκταετῆ σχεδὸν τὴν ἡλικίαν· καλὴ καὶ χαρίεσσα ὡς ἡ μήτηρ της ἦτο εὐπροσήγορος πρὸς πάντας, καὶ ὁσάκις ἠδύνατο νὰ κάμνῃ χάριν τινὰ εἰς κανένα ᾐσθάνετο μεγίστην εὐχαρίστησιν. Καὶ τοὺς τρεῖς ἐσέβοντο οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου, ὅσοι δὲ διέκρινον μακρόθεν τὸν πύργον τοῦ Μαυρομιχάλη ηὔχοντο διὰ τοὺς κατοικοῦντας εἰς αὐτόν. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἦτο πάντοτε μετ’ αὐτῶν, καὶ μ’ ὅλον ὅτι ἔδιδον ἀφθόνως εἰς τοὺς πτωχοὺς ποτὲ δὲν τοὺς ἔλειπε τίποτε.

Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐλεεῖ τοὺς πτωχοὺς δανείζει εἰς τὸν Θεόν.

Ὡραίαν τινὰ καλοκαιρινὴν ἡμέραν ἡ Μαρία καὶ ἡ θυγάτηρ αὑτῆς Ἑλένη ἐξῆλθον μετὰ τὸ γεῦμα εἰς τὸ περιβόλι, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο πρὸς τὴν κατωφέρειαν τοῦ βουνοῦ, καὶ διεσκέδαζον πολλὴν ὥραν ἐκεῖ παρατηροῦσαι τὰ λαχανικὰ, τοὺς τρυφεροὺς κάλυκας τῶν ρόδων ἑτοίμους νὰ ἀνοιχθῶσι, καὶ τὰ στιλπνὰ κεράσια, τὰ ὁποῖα ἤρχιζον νὰ στολίζωνται ἀπὸ τὰ ζωηρά των χρώματα.

Ἐκάθισαν ἐπί τινας στιγμὰς σιμὰ τοῦ πίδακος, ὁ ὁποῖος ἦτο εἰς τὸ μέσον τοῦ κήπου καὶ μετὰ πολλῆς εὐχαριστήσεως παρετήρουν τὰ παιγνίδια τῆς πηγῆς αὐτῆς, τῆς ὁποίας τὸ νερὸν διαυγέστερον τοῦ κρυστάλλου καὶ ἀναπηδῶν εἰς ὕψος ἱκανὸν ἀντανέκλα τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου καὶ ἔπιπτε πρὸς τὰ κάτω ὡς λεπτὴ βροχὴ, διὰ τῆς ὁποίας ἐσχηματίζετο μικρὸν οὐράνιον τόξον.

Μετὰ ταῦτα ἐκάθισαν ὑπό τινα σκιάδα καὶ ἤρχισαν νὰ ἐργάζωνται εἰς ἓν φόρεμα, τὸ ὁποῖον ἔκαμναν διά τινα πτωχὴν ὀρφανήν.

Ἄκρα ἡσυχία ἐβασίλευεν εἰς τὸ περιβόλι καὶ ἄλλο τίποτε δὲν ἠκούετο ἢ τὸ κελάδημα τῆς ἀηδόνος καθημένης ἐπὶ τοῦ ἐκεῖ πλησίον δένδρου, τῆς ὁποίας ἡ μελωδικωτάτη φωνὴ ἑνουμένη μετὰ τοῦ μορμορυσμοῦ τοῦ ὕδατος ἀπετέλει ἁρμονίαν γλυκυτάτην. Αἴφνης ἤκουσαν κἄτι νὰ κινῆται μεθ’ ὁρμῆς ἐντὸς τῆς σκιάδος ὅπου ἐκάθηντο, κἄτι τὸ ὁποῖον δὲν ἠδυνήθησαν νὰ ἀνακαλύψωσιν ἀμέσως.

Φοβηθεῖσαι ἐστράφησαν καὶ ἡ μία ἐκύτταξε τὴν ἄλλην· συνάμα δὲ μέγα πτηνὸν, ἀνοικτὰς ἔχον τὰς πτέρυγας καὶ πρασπαθοῦν νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν σκιάδα, κατέπεσεν ἐνώπιον αὐτῶν, ἀλλὰ μόλις εἶδε τὴν Ἑλένην καὶ τὴν μητέρα της ἐπέταξε μὲ τὴν αὐτὴν ταχύτητα μὲ τὴν ὁποίαν καὶ κατέπεσεν.

Ἡ Ἑλένη ἐτρόμαξε τόσον πολὺ ὥστε δὲν ἐτόλμα νὰ κυττάξῃ γύρω της, ἀλλὰ ἡ μήτηρ αὐτῆς εἶπε μειδιῶσα:

— Μὴ φοβῆσαι, ἴσως εἶναι κανὲν μικρὸ πουλὶ τὸ ὁποῖον διώκεται ἀπὸ κανένα γεράκι.

Τέλος ἀνέλαβε θάρρος ἡ Ἑλένη, ἐσηκώθη νὰ κυττάξῃ εἰς τὴν πρασινάδα καὶ εὗρεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον πρὸ ὀλίγου τὴν εἶχε φοβίσει.

— Ἆ! μῆτερ, ἀνεφώνησε, ἰδὲ, εἶναι περιστερὰ ἄσπρη ὡς τὸ χιόνι! Ἀπὸ τὸν φόβον της ἐκρύφθη ὀπίσω σου.

Ἡ Μαρία ἔλαβε τὸ πτηνὸν καὶ ρίπτουσα ἐπὶ τῆς θυγατρός της βλέμμα προσεκτικόν:

— Θὰ σοῦ τὸ ψήσω, εἶπε, διὰ νὰ δειπνήσῃς.

— Νὰ τὸ ψήσῃς! ἐφώναξεν ἡ Ἑλένη μετ’ ἐκπλήξεως ἅμα καὶ λύπης λαμβάνουσα τὴν περιστερὰν ὡς διὰ νὰ τὴν λυτρώσῃ ἀπὸ τὸν θάνατον, ἆ, ὄχι φιλτάτη μου μῆτερ, ἀστειεύεσαι. Τὸ πτωχὸν τοῦτο ζῶον κατέφυγεν εἰς ἐμὲ, πῶς ἠμπορῶ νὰ τὸ σκοτώσω; Παρατήρησε πῶς εἶναι ὡραῖον! εἶναι κάτασπρον ὡς τὸ χιόνι καὶ τὰ ποδάριά του εἶναι κόκκινα ὡς τὸ κοράλι. Ἆ! πῶς κτυπᾷ ἡ καρδιά του! Καϋμένο περιστεράκι! μὲ κυττάζει ἱκετευτικῶς καὶ τὸ ἀθωότατον βλέμμα του φαίνεται ὅτι θέλει νὰ μοῦ εἴπῃ: «Μὴ μοῦ κάμῃς κακόν.» Ὄχι, καλό μου πουλάκι, δὲν θὰ σοῦ κάμω κακὸν, δὲν κατέφυγες ματαίως εἰς ἐμέ· θέλω νὰ ἦσαι εὐχαριστημένο μαζύ μου.

— Εὖγε τέκνον μου, εἶπε τότε ἡ μήτηρ, ἐμάντευσες τὸν σκοπόν μου, διότι ἠθέλησα μόνον νὰ σὲ δοκιμάσω. Πήγαινε εἰς τὸ δωμάτιόν σου καὶ δόσε φαγητὸν εἰς τὴν περιστερὰν, διότι ποτὲ δὲν πρέπει νὰ διώκωμεν τοὺς δυστυχεῖς, οἱ ὁποῖοι καταφεύγουν εἰς ἡμᾶς, πρέπει ἐξ ἐναντίας νὰ συμπαθῶμεν πρὸς τοὺς πάσχοντας, καὶ ἂν ἀκόμη ᾖναι ζῶα.

Ἡ Μαρία κατεσκεύασε μικρὸν περιστερῶνα μὲ πρασινοκόκκινας κιγκλίδας, τὸν ὁποῖον ἡ Ἑλένη ἐτοποθέτησεν εἰς γωνίαν τινα τοῦ δωματίου της, καὶ ἐκεῖ ἔβαλε τὴν περιστεράν· καθ’ ἡμέραν δὲ τῆς ἔδιδε ἄφθονον τροφὴν καὶ ἀπὸ καιρὸν εἰς καιρὸν ἤλλαζε τὸν ἄμμον τοῦ κλωβίου της.

Ἡ περιστερὰ ἐσυνείθισε ταχέως τὴν νέαν αὐτῆς κυρίαν καὶ τόσον θάρρος εἶχε μὲ αὐτὴν, ὥστε ἅμα ἤνοιγε τὸ θυρίδιον τοῦ κλωβίου ἤρχετο νὰ τσιμπᾷ εἰς τὴν χεῖρά της τοὺς καρποὺς τοὺς ὁποίους τῆς ἐπρόσφερε, καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν οὐδὲ τὸ κλωβίον ἐφρόντιζε νὰ κλείῃ. Τὸ πρωῒ ὅταν ἀκόμη ἐκοιμᾶτο ἡ Ἑλένη ἔτρεχεν ἡ περιστερὰ ἐπάνω εἰς τὴν κλίνην της διὰ νὰ τὴν ἐξυπνήσῃ, καὶ ἕως ὅτου νὰ σηκωθῇ διὰ νὰ τῆς δώσῃ νὰ φάγῃ δὲν τὴν ἄφινε εἰς ἡσυχίαν. Στενοχωρηθεῖσα ποτὲ, παρεπονέθη εἰς τὴν μητέρα της ἡ Ἑλένη.

— Ἠξεύρω, εἶπε, τὶ θὰ κάμω διὰ νὰ μὴ μὲ ἐνοχλῇ ὅταν κοιμῶμαι· εἰς τὸ ἑξῆς θὰ κλείω καλὰ τὴν θυρίδα τοῦ κλωβίου, καὶ τοιουτοτρόπως δὲν θὰ ἠμπορῇ πλέον νὰ ἐξέρχηται τὸ πρωΐ.

— Ὄχι, κόρη μου, ἀπεκρίθη ἡ μήτηρ αὐτῆς, καλλίτερα νὰ συνειθίσῃς ἀπὸ τὴν περιστερὰν νὰ ἐξυπνᾷς πρωῒ, διότι ἡ συνήθεια αὐτὴ συντελεῖ εἰς τὴν ὑγείαν καὶ κάμνει τὸν ἄνθρωπον νὰ ᾖναι εὔθυμος τὸ ἐπίλοιπον τῆς ἡμέρας. Δὲν θὰ ἦτο ἐντροπὴ διὰ σὲ νὰ φαίνεσαι ὀκνηροτέρα ἀπὸ μίαν περιστεράν;

Ἡ Ἑλένη ὠφελήθη ἀπὸ τὴν συμβουλὴν αὐτὴν, καὶ ἔκτοτε μόλις ἐχάραζεν ἡ φωνὴ αὐτῆς ἀντήχει πρώτη ἐντὸς τοῦ πύργου.

Μίαν ἄλλην ἡμέραν ἐκάθητο πλησίον εἰς ἀνοικτὸν παράθυρον καὶ ἡ περιστερὰ ἐτσιμποῦσεν εἰς τοὺς πόδας της ψύχας τινας ψωμιοῦ· αἴφνης ἐπέταξε καὶ ἀνέβη εἰς τὴν στέγην τῆς πλησιεστέρας οἰκίας.

Ἡ Ἑλένη ἐτρόμαξε καὶ ἤρχισε νὰ φωνάζῃ. Τὴν φωνὴν τῆς Ἑλένης ἀκούσασα ἡ μήτηρ της ἔτρεξεν πρὸς αὐτὴν καὶ ἠρώτησε τὶ συνέβη.

— Ἆ! ἡ περιστερά μου! ἀπεκρίθη ἡ κόρη κλαίουσα καὶ δεικνύουσα τὴν στέγην ἐπὶ τῆς ὁποίας ἐπεριπάτει τὸ πτηνόν.

— Φώναξέ την! εἶπε τότε ἡ μήτηρ.

Ἡ Ἑλένη τὴν ἐφώναξε καὶ ἡ περιστερὰ ἐπέταξεν εὐθὺς εἰς τὰς χεῖρας της· τοῦτο ἐξέπληξε πολὺ τὴν Ἑλένην.

— Ἔσο καὶ σὺ εἰς τὸ ἑξῆς εὐπειθὴς εἰς ἐμὲ, εἶπεν ἡ μήτηρ της, ὅπως εἶναι ἡ περιστερὰ, καὶ τότε ἡ χαρά μου θὰ ᾖναι πολὺ μεγαλειτέρα, ἀφ’ ὅτι εἶναι ἡ ἐδική σου τώρα. Αἴ; δὲν θὰ μοῦ κάμῃς αὐτὴν τὴν χάριν καλό μου παιδί;

Ἡ Ἑλένη τὸ ὑπεσχέθη καὶ ἐφύλαξε τὴν ὑπόσχεσίν της διότι ἔκτοτε ἦτο πολὺ εὐπειθεστέρα παρὰ πρότερον.

Ἄλλοτε πάλιν κουρασθεῖσα, διότι εἶχε ποτίσει τὰ ἄνθη καὶ τὰ λαχανικὰ τοῦ κήπου, ἐκάθισε πλησίον τῆς μητρός της ἐπάνω εἰς τὴν πρασινάδα, ἡ ὁποία ἦτο ἄντικρυ εἰς τὸν πίδακα.

Ἡ περιστερά της ἦτο τόσον ἐξημερωμένη ὥστε τὴν ἄφινε νὰ πετᾷ παντοῦ καὶ καθὼς τὴν εἶδε νὰ πίνῃ νερόν:

— Βλέπεις, μῆτερ, εἶπεν, πόσον προσεκτικὰ πηγαίνει ἀπὸ πέτραν εἰς πέτραν διὰ νὰ μὴ λασπωθῇ; Πόσον εἶναι καθαρά! Δὲν βλέπει κανεὶς οὔτε τὴν παραμικρὰν κηλίδα ἐπάνω εἰς τὰ πτερὰ της, τὰ ὁποῖα λάμπουν ἀπὸ τὴν λευκότητα.

— Σὺ ὅμως κἄποτε δὲν εἶσαι οὔτε τόσον καθαρὰ, οὔτε τόσον προσεκτικὴ, ἀπεκρίθη ἡ μήτηρ της δεικνύουσα τὸ λευκὸν φόρεμα τῆς Ἑλένης.

Πραγματικῶς ὅταν ἐπῆγε νὰ πάρῃ μὲ τὸν ποτιστῆρα νερὸν ἀπὸ τὴν βρύσιν, ἐξ ἀπροσεξίας ἐλέρωσε τὸ φόρεμά της· ἀλλὰ οἱ λόγοι τῆς μητρός της τὴν ἔκαμαν νὰ ἐρυθριάσῃ καὶ ἔκτοτε ἔγινε προσεκτικωτέρα, τὰ δὲ φορέματά της ἦσαν πάντοτε λευκὰ, καθὼς τὰ πτερὰ τοῦ κύκνου.

Μετά τινα καιρὸν ἐταξείδευσε μετὰ τῆς μητρός της καὶ τὸ ταξείδιόν της ὑπῆρξε πολὺ εὐχάριστον.

Ὅταν ἐπέστρεψεν ἡ περιστερὰ ἐξῆλθεν εἰς προϋπάντησίν της καὶ μόλις τὴν εἶδεν ἤρχισε νὰ κάμνῃ σημεῖα μεγίστης χαρᾶς.

—Ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα της ἀπουσίας σου, εἶπεν ἡ ὑπηρέτρια, ἦτο πάντοτε λυπημένη καὶ σὲ ἐζήτει παντοῦ. Ἀπορῶ πῶς ἕνα περιστέρι δύναται νὰ γνωρίζῃ τὴν εὐεργέτιδά του καὶ νὰ τὴν ἀγαπᾷ τόσον πολύ!

—Ἀληθινὰ, ἀπεκρίθη ἡ Ἑλένη, δὲν ἠδύνατο νὰ δείξῃ περισσοτέραν εὐγνωμοσύνην διὰ τὴν ὀλίγην τροφὴν τὴν ὁποίαν τῆς δίδω καθ’ ἡμέραν.

— Ἀλλὰ σὺ παιδί μου, εἶπε διακόπτουσα αὐτὴν ἡ μήτηρ της, εἶσαι πάντοτε ὅσον καὶ ἡ περιστερὰ εὐγνώμων; Σήμερον ἐχάρης ὅπως δὲν ἐχάρης ἄλλοτε, εὐχαρίστησες διὰ τοῦτο τὸν Θεόν; Μὴ καταδέχεσαι νὰ σὲ κάμνῃ νὰ ἐρυθριᾷς ἡ διαγωγὴ τοῦ μικροῦ τούτου ζώου ὅταν φαίνεται καλλίτερόν σου.

Καὶ τῷ ὄντι ἡ Ἑλένη εἶχε λησμονήσει νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Θεὸν δι’ ὅσα παρ’ αὐτοῦ ἔλαβε καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν, ἀλλ’ ἀπὸ τότε δὲν ἐπήγαινε ποτὲ νὰ κατακλιθῇ χωρὶς νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ διὰ τὴν χαρὰν καὶ τὰς εὐεργεσίας, τὰς ὁποίας ἐχορήγει εἰς αὐτὴν καθ’ ἑκάστην.

— Ἀγαπητό μου περιστέρι, εἶπε μίαν ἡμέραν ἡ Ἑλένη εἰς τὸ πτηνὸν, τὸ ὁποῖον ἀπὸ πρωΐας καθήμενον εἰς τὴν γωνίαν τῆς τραπέζης ἐθεώρει τὴν κυρίαν του μετὰ πολλῆς τρυφερότητος, πόσον ὠφελήθην ἀπὸ σὲ καὶ πόσην χάριν σοῦ χρεωστῶ!

— Ἠδύνασο νὰ μάθῃς ἀπὸ τὸ περιστέρι καὶ ἄλλα πράγματα, ἀπεκρίθη ἡ μήτηρ της· ἄκουσε μάλιστα τοῦτο τὸ ὁποῖον εἶναι καὶ ὠφελιμώτατον: Αὕτη ἡ περιστερὰ ἡ ὁποία εἶναι τόσον καθαρὰ καὶ λευκὴ εἶναι ὡραία εἰκὼν τῆς ἀθωότητος· ἁπλῆ καὶ χωρὶς κακίαν δὲν ἠξεύρει οὔτε νὰ προσποιῆται, οὔτε νὰ ὑποκρίνηται καὶ ταῦτα ἐξήγησεν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὅτε εἶπε: Γίνεσθε ἀκέραιοι ὡς αἱ Περιστεραί. Ὦ ἀγαπητή μου Ἑλένη! εἴθε ἡ τοιαύτη εὐγενὴς ἁπλότης νὰ πίπτῃ πάντοτε εἰς τὸ μερίδιόν σου· εἴθε νὰ μὴ μολύνωσι τὴν καρδίαν σου ἡ προσποίησις, τὸ ψεῦδος καὶ ἡ ὑποκρισία καὶ νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς ὅταν ὁμιλοῦν περὶ σοῦ νὰ λέγουν πάντοτε: «Ἡ Ἑλένη εἶναι ἁπλῆ καὶ ἀθῶα ὡς ἡ περιστερά!»

Ἡ εὐχὴ τῆς μητρός της εἰσηκούσθη διότι ἡ Ἑλένη ἐφύλαξε πάντοτε τὴν σεμνότητά της.