Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Κύπρος προς τους λέγοντας ότι δεν είναι ελληνική

Από Βικιθήκη
Η Κύπρος προς τους λέγοντας ότι δεν είναι ελληνική
Συγγραφέας:


Άνου, καρδιά μου, κ̌ι άννοιξε κ̌ι αρχίνα νεκαλιώντα,
παραπονήθου σιανά κ̌ι αλαφροτραουδώντα,
τους λας τους κακολοητάς που σε κακολοούσιν,
που σε μισούν κ̌αι δεν εχουν αμμάδια να σε δούσιν,
απόχουν την συναφοράν κ̌αι την περιλοήν σου,    5
πως γνήχ̌ιον δεν είσαι κ̌ι εσού παιδίν ‘που την φυλήν σου.
Ας έρτει όποιος ποτολμά να με κακολοήσει,
αν έχ̌ει ‘μμάδια να με δει κ̌αι φτια να μ’ αδροικήσει.
Είμαι πουλλίν κουτσόφτερον με ήμισην γαλάτην,
μά ‘παν πολλά για λλόου μου κ̌ι έχω καρδιάν γεμάτην.    10
Νά ‘τουν που νά ‘μουν δράκ̌αινα, δράκ̌αιν’ αντρειωμένη,
ηθεννά ρίψω μιαν φωνήν, φωνήν δρακοντεμένην,
να πουμπουρίσουν τα βουνά, να συγκλειστούν οι τόποι,
ν’ ακούσει κ̌ι η Ανατολή ν’ ακούσει κ̌ι η Ευρώπη.
Εβάρεσεν η τύχη μου να με κακολοούσιν,    15
ας πούσιν να χορτάσουσιν κ̌αι να ποστομωθούσιν.
Δεν είμαι Χάρος να βαρτώ, για να τους ποθεώσω,
μήτε Θεός το στόμαν τους να πω να το πουμώσω.
Είμαι μια σκλάβ’ ασκλάβωτη, μια σκλάβα σκλαβωμένη,
είμαι μια σκλάβ’ απόσπαστη, μια σκλάβα ποσπασμένη,    20
που δκ̌ιάβηκα μαύρην σκλαβιάν σε τόσα ξένα χέρια,
που λάμναν την καρδούλλαν μου με δίστομα μαχαίρια.
Ήμουν σε μιαν κακ̌ήν σκλαβιάν πολλά τυραννισμένη,
ήμουν σε μαύρην φυλακήν, μαύρην σκοτεινιασμένην.
κ̌αι μια Βασίλισσα παλιά, δρακούνα ξακουσμένη,   25
που κάθεται περήφανα στην δύσην θρονιασμένη,
εδιάλλαξεν τούντες μερκές κ̌ι εγλυκοσύντυσέν μου
κ̌ι εκρόννοιξεν την πόρταν μου κ̌ι εχαμογέλασέν μου.
κ̌ι αντάν την είδα έμεινα πάνω της δικλημένη,
κ̌ι επείσκασέν με που το δειν, πως ήμουν λυπημένη.    30
Έγειρεν κ̌ι εποκούμπησεν πάνω στον παραστάτην,
μ' έναν στασίδιν πο' 'μοιαζεν περαστικόν διαβάτην.
Άννοιξα στόμαν να της πω όσα κακά μου κάμαν,
άννοιξα στόμα να της πω μα πήρεν με το κλάμα.
Άννοιξεν την συναφοράν της μάνας μου μιτά μου,    35
κ̌ι ένωσα πως ελάκτισεν π' αππέσσω η καρκ̌ιά μου.
- «Βασίλισσά μου ξακουστή, απού 'σαι μια θεότης,
που κάθεσαι στην θάλασσαν κ̌αι πελλετάς την ξέρην,
απού κρατείς το χ̌ιόβαρον με το δεξ'ιόν σου χ̌έριν,
κ̌αι χ̌ιοβαρκάζεις τες φυλές κ̌αι κάμμεις δίκ̌ιαν κρίσην    40
απού θωρείς τα γένουνται π' ανατολήν ως δύσην,
κ̌ι απού θωρείς τα γένουνται από βορκάν ως νότον,
απού 'σαι κοσμογύριστη κ̌αι πολλοδκιαβασμένη,
κ̌ι απού του κόσμον την ξεβκάν είσαι ξησκολισμένη,
ξέρεις κ̌ι εμέν' την μάναν μου, κ̌αι ξέρεις την γενιάν μου    45
αγκάθκ̌ια τα μισίδκ̌ια μου κ̌αι 'δε την στυντυχ̌ιάν μου.
Κ̌ι αν είσαι πλάσμαν του Θεού κ̌ι έχ̌εις καρκιάν πλασμάτου
κ̌ι αν είσαι πλάσμαν σπλαχνικόν πόν' σπλαχνικ̌' η καρκιά του
αχ! 'δε με κ̌αι λυπήθου με, 'δε με κ̌αι κάμε κρίσην,
'δε με κ̌αι πε το δίκ̌ιον μου π' ανατολήν ως δύσην.    50
Τόσους κ̌αιρούς 'ποχωρισμόν ποιος άλλος να βαστάξει;
Κ̌αι μια μέρα να μεν δκιαβεί χωρίς ν' αναστενάξει;
Βασίλισσά μου ξακουστή, πολλόξερη του κόσμου,
απού 'ρτες σαν παρηορκά κ̌ι εστάθηκες ομπρός μου,
που μ' άνοιξες την πόρταν μου, κ̌αι 'πό 'χ̌εις τ' αννοικτάριν    55
από 'χ̌εις κοφτερόν σπαθίν κ̌αι στιβαρόν κοντάριν,
απού θωρεί βαθκιά, ψηλά κ̌αι μακρυά το δειν σου,
κ̌ι εν πόλα σέλα ξακουστόν κ̌ι ακούεται το πειν σου,
από 'χ̌εις στην μασχάλην σου το βένετον δεφτέριν,
που γράφονται τα σόζυα που το δεξιόν σου χέριν,    60
δώσ' με κ̌ι εμέν' της μάνας μου να με σφιχταγγαλιάσει,
για να χαρεί τούτ' η καρκιά, ν' ανοίξει, να γελάσει.
Δώσ' με να μπω στ' αγκάλια της να πάρω το φιλίν της
να σβύσω 'γιω την δίψαν μου κ̌αι κ̌είνη την δικήν της.
Για κόψε μου τον άλυσον να φκω να παρ' αέραν,    65
κ̌ι άννοιξε το δεφτέριν σου κ̌αι γράψε την ημέραν.
Για πιάσ' με στην μασκάλην σου κ̌αι κάμ' ό,τι μπορήσεις,
μεν με βαδώσεις κ̌αι να πας σαν ήμουν να μ' αφήσεις.»