Επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τον Δημήτριο Υψηλάντη

Από Βικιθήκη
Επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τον Δημήτριο Υψηλάντη
Συγγραφέας:


«Την λαμπρότητά σας αδελφικώς ασπάζομαι. (Δημήτριε Υψηλάντη).

Εις τας 24 του τρέχοντας Αυγούστου σας έγραψα τον πόλεμον, όπου έγινεν εις τας 23 του τρέχοντος. Τώρα δε σας γράφω τον εις τας 25 του τρέχοντος πόλεμον. Ο περιβόητος Μπαϊράμ πασάς, πέρνοντας το ασκέρι του όλο, το οποίον συμποσούται από 4.000 στράτευμα ήλθε κατεπάνω μας και εις τας έξη ώρας της ημέρας συνεκροτήθη ο πόλεμος και βάσταξε το τουφέκι έως τας οκτώ. Επιαστήκαμε χέρια με χέρια και σπαθιά με σπαθιά. Λοιπόν τι στόμα να διηγηθή πώς; Ποία χείρα δύναται να περιγράψει την ανδραγαθίαν και τον θρήνον όπου έκαμαν οι ανδρείοι Έλληνες; Βέβαια ουδείς. Εκυνηγούσαν ξεσπαθώνοντες και μεθύοντες από τον πόλεμον ωσάν γίγαντες τους Τούρκους, εθέριζον χωρίς να εμποδισθή το σπαθί τους τελείως. Οι Έλληνες από την ορμήν τους με τα δόντια έτρωγαν τους Τούρκους, όπου τέλος πάντων έτρεχε το αίμα ποταμηδόν, από την ώραν οπού ήρχισεν ο πόλεμος έως το πουρνό, και ανίσως οι Έλληνες δεν έπιπτον εις τα λάφυρα και δεν ενύκτωνε, δεν ήθελε μείνει βέβαια ούτε ρουθούνι από τους Τούρκους και ήθελε πιάσωμεν τον ίδιον Μπαϊράμ πασάν ζωντανόν. Μόλον τούτο δεν είναι μικρά πράγματα εκείνα όπου έπαθον. Με μέτρον εσκοτώθηκαν 700 και αιχμάλωτοι επιάσθησαν ζωντανοί 221. Τους επήραμε και τζιπχανέδες φορτώματα εννέα και άλλα τριάντα έκαψαν οι ίδιοι. Άλογα επήραμε 370 εσκοτώθηκαν και υπέρ τα 700. Αμάξια είχαν 1.000 με παξιμάδια, κριθάρι και άλλα είδη. Έκαψαν από αυτά οι Τούρκοι 600. Τα δε 400 τα επήραμε και όλων των αμαξών τα βόδια και βουβάλια. Τους επήραμε και 8 κανόνια, το μπουγασή μπαϊράκι. Τους επήραμε και όλα τα επίλοιπα. Ομοίως τους επήραμε και τα τουμπελέκια.

Δεν δύναται χέρι να περιγράψη όσα τους εκάμαμε. Τούτο μόνον σου λέγω όπου τέτοιος πόλεμος δεν είχε γένει από εμάς. Εσκοτώθηκαν δικοί μας εις τον τόπον άνθρωποι 3. Μας ελαβώθη και ο καπετάν Αντώνης –ο Κοντοσόπουλος, ο λεγόμενος και Γεράντωνος– ολίγον εις το πόδι και αν δεν ελαβώνετο ήθελε γίνει μεγαλύτερος θρήνος, επειδή και έπεσαν οι άνθρωποι οι ιδικοί μας εις αυτόν. Άφησε όμως τον αδελφόν του νέον και άξιον εις το ποδάρι του. Ελάβωσαν ακόμη και άλλους Τούρκους. Ουδέ πόσοι ελαβώθησαν φεύγοντες και πόσοι εσκοτώθησαν δεν ηξεύρομεν. Οπού αν και οι ιδικοί μας ήθελαν τους επήγαιναν κυνηγώντας έως εις το Ζητούνι, και αυτοί οπού έμειναν, σας λέγω ότι, εις τον πόλεμον δεν ήθελαν εβγή δια τον θρήνον οπού έγινε. Εκόπη πλέον η ελπίς των αυτόθι πασάδων οπού προσμένουν ιμιντάνι και εμείς έχομεν σκοπόν να τους βάλωμεν μέσα εις το Ζητούνι και αν είναι θέλημα του Θεού, ξολοθρεύοντας τούτους θέλομεν κινήσει κατ’ ευθείαν δια τα αυτόθι και άμποτες τούτο γίνη.

1821 Αυγούστου 27.
Οδυσσεύς Ανδρίτσου».