Διά την ένωσιν της Κρήτης
Διὰ τὴν ἔνωσιν τῆς Κρήτης Συγγραφέας: |
Ἄχ μάνα σἂν νὰ μ’ ἔβγαλε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ᾅδη!
τόσον καιρὸν μεσ’ τὴν σκλαβιὰν σ’ τ’ ὁλόμαυρο σκοτάδι
μὲ τῆς σκλαβιᾶς τὰ βάσανα, μὲ τῆς σκλαβιᾶς τὸν πόνον
δίχως καμιὰ παρηγοριὰ μὲ τὴν ἐλπίδα μόνον
κάθε στιγμὴν σ’ ἐπρόσμενα, κ’ ἐδιάβαιναν οἱ χρόνοι
κι’ ἄκουε ὁ κόσμος νὰ κτυπῶ τὴν ἁλυσίδα, μόνη
δίχως καμιὰ βοήθεια, καμιὰν ἀπὸ κανένα·
κ’ εἶχα μονάχα τὸν Θεὸν ἐλπίδα μου κ’ ἐσένα·
μιὰ ὥρα δὲν ἐπέρασε χωρὶς ν’ ἀναστενάξω,
κι’ ὅσες φορὲς ἐπρόβαλα γιὰ σένα νὰ κυτάξω
μοῦ δείχν’ ὁ φοβερὸς ἐχθρὸς τὸ φοβερὸν σπαθί του·
τώρα ποῦ θέλησ’ ὁ θεὸς κ’ ἐδόθ’ ἡ προσταγή του
ἄννοιξεν ἡ ἀνατολὴ κ’ ἐβγῆκε τούτ’ ἡ μέρα
ποῦ ἡ καρδιὰ μ’ ὁλάννοικτη χρόνια τὴν ἐκαρτέρα
κ’ ἐσμίχθηκε κ’ ἐχύθηκε μαζὺ μὲ τὴν ματιά σου
κ’ εἶδα τὴν πλάση ὁλόφωτη μπροστά μου καὶ μπροστά σου.
Εἰς τὴν Φραγκιὰ κ’ εἰς τὴν Τουρκιὰ αἰῶνας σκλαβωμένη
ἀλλόθρησκη σ’ ἄλλόθρησκους, σὲ ξένα χέρια ξένη
ἐπολεμοῦσα πάντοτε μ’ ὅλα τὰ δυνατά μου
κ’ ἐφύλαξα ἀνέγγικτη γιὰ σένα τὴν καρδιά μου
μὲ τέτοι’ ἀνέγγικτη καρδιὰ πέφτω στὴν ἀγκαλιά σου
μὲ τὴν πνοή σου νὰ λουσθῶ καὶ μὲ τὴν μυρωδιά σου
νἄλθω σ’ τὴν πρώτην μου ζωήν, νἄλθω σ’ τὰ προτινά μου
κι’ αὐτὴν τὴν ὥρα νά ’ξερες, νά ξερες τὴν χαρά μου;
ἄχ! μὲ τὰ λόγια δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ τὴν πῇ τὸ στόμα
θαρῶ πῶς ὅλα χαίρουνται, κ’ ἡ πέτρες καὶ τὸ χῶμα·
καὶ τὰ νεκρά μου τὰ παιδιὰ θαρῶ πῶς θὰ πηδήσουν
νὰ βγοῦν ἀπὸ τὰ μνήματα νὰ σὲ ποδοφιλήσουν.
Σ’ ὅλα τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ποῦ ὅλ’ ἡ γῆ μου ἐσείσθη
ποῦ ἀπὸ τουφέκι καὶ σπαθὶ μὲ αἷμα ἐποτίσθη
πάνω μου χέρι έχθρικὸ δὲν ἄφηκα ν’ ἁπλώσῃ,
κι’ αὐτά σου τ’ ἀνεκτίμητα ποῦ μοῦχες τότε δώσει
τὰ ἔχω, τὰ ἐφύλαξα καὶ τὰ φυλάγω ἀκόμα,
τὰ λόγια σου· ἀπαράλλακτα τὰ ἔχω εἰς τὸ στόμα
καὶ τὸν χρυσόν σου τὸν σταυρὸν τὸν θεοκαμωμένον
τὸν ἔχω μέσ’ ’ς τοῦ στήθους τὰ βάθη φυλαγμένον
ἀκέραιον, ἀνέγκικτον κι’ αὐτὸν σὰν τὴν καρδιάν μου:
μὲ πόλεμον τὰ φύλαξα εἰς ὅλην τὴν σκλαβιάν μου
κι’ αἱματωμένη πάντοτε ἀπ’ ταῖς λαβωματιαῖς μου,
κι’ ἔλα, νὰ δῇς μιὰν μάχην μου, μιὰν ἀπ’ ταῖς πολλαῖς μου:
βλέπεις αὐτὴν τὴν ρεματιὰν δίπλα σ’ αὐτὴν τὴν ράχη;
ὀκτὼ μέρες κι’ ὀκτὼ νύκτες ἐβάσταξε μιὰ μάχη
μάχη μὲ πεῖσμα φοβερὸ ποῦ δὲν ἐγείν’ ἀκόμα,
ποῦ ἀπὸ τὸ αἷμα τὸ πολλὺ ἄλλαξ’ ὁ τόπος χρῶμα
κ’ ἦσαν χιλιάδες οἱ ἐχθροὶ, δεκάδες τὰ παιδιά μου,
καὶ μ’ ὅλον τοῦτο ἔνιωθα τὴν νίκη σ’ τὴν καρδιά μου
χέρια μὲ χέρια ἤλθανε, δόντια μὲ δόντι’ ἀκόμα
καὶ τόσοι ἔπεσαν νεκροὶ ποῦ δὲν ἔβλεπες χῶμα·
τοὺς πῆρε τέλος τοὺς ἐχθροὺς τρόμος κ’ ἐσκορπισθήκαν
ἐφτέρωσε τὰ πόδια τους ὁ φόβος κ’ ἐχαθήκαν·
χιλιάδες ἄφισαν νεκροὺς καὶ εἶν’ ἐκεῖ θαμμένοι
καὶ τώρ’ ἀποῦ τὸν φόβον τους ἀκόμα πεθαμμένοι
θαροῦν πῶς γείνεται σεισμὸς ἀπ’ τὴν παρπατησιά σου,
θαροῦν πῶς εἶναι μιὰ βροντὴ τὸ κάθε πάτημά σου
γιατὶ τ’ ἀστροπελέκημα τὸ ξέρουν τοῦ ματιοῦ σου
καὶ τὰ κορμιά των ξέρουνε τὴν κόψη τοῦ σπαθιοῦ σου
καὶ τρέχουν κάτω, ποιὸ βαθιὰ σ’ τὸ χῶμα νὰ κρυφθοῦσιν
μήπως τοὺς δῇ τὸ μάτι σου καὶ ξανασκοτωθοῦσιν.
Σ’ τὴν ἀγκαλιά σου τώρα πιὰ μὲ κάμνει ἡ χαρά μου
νὰ λησμονήσω τὰ πολλὰ, τ’ ἄπειρα βάσανά μου
εὔχομαι τώρ’ ἀπὸ καρδιᾶς καὶ ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ
κι’ ὅλα τὰ σκλάβ’ ἀδέλφια μου νὰ τὰ ἐλευθερώσῃ
ὅλα τὰ σκλάβ’ ἀδέλφια μου, τὰ σκλάβα τὰ παιδιά σου
ν’ ἀξιωθοῦν καθὼς κ’ ἐγὼ τὴν θείαν ἀγκαλιά σου
κ’ ἕνα κορμὶ καὶ μιὰ καρδιὰ νὰ γείνῃ ἡ φυλή μας
κ’ ἡ πανελλήνιος χαρὰ νὰ ἦνε ἡ γιορτή μας.