ΦΕΚ Α 6 - 30.03.1841/Νόμος περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης
Φύλλο Εφημερίδος της Κυβερνήσεως 6, 30 Μαρτίου 1841 Νόμος περὶ συστάσεως Ἐθνικῆς Τραπέζης |
Δείτε επίσης: σχετικό λήμμα. |
Ἐπὶ τῇ κοινῇ προτάσει τῶν Ἡμετέρων ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν καὶ Οἰκονομικῶν Γραμματειῶν τῆς Ἐπικρατείας, ἀκούσαντες καὶ τὴν γνώμην τοῦ Ἡμετέρου Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἀπεφασίσαμεν καὶ διατάττομεν·
1. Συνιστᾶται εἰς τὴν πρωτεύουσαν τοῦ Ἡμετέρου Βασιλείου Ἐθνικὴ Τράπεζα, ἐν εἴδει ἀνωνύμου ἑταιρείας, ἥτις δύναται νὰ ἔχῃ καταστήματα καὶ εἰς ἄλλα μέρη τοῦ Κράτους.
2. Τὰ κεφάλαια τῆς τραπέζης ὁρίζονται ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰς πέντε ἑκατομμύρια, τὰ ὁποῖα ὅμως δύνανται νὰ ἐπαυξηνθῶσιν, ἐὰν αἱ ἀνάγκαι τοῦ τόπου τὸ ἀπαιτήσουν, καὶ ληφθῇ πρὸς τοῦτο ἡ συγκατάθεσις τῆς Βασιλικῆς Κυβερνήσεως.
3. Τὰ Κεφάλαια τῆς τραπέζης διαιροῦνται εἰς πέντε χιλιάδας μετοχὰς, ἀνὰ χιλίας δραχμὰς ἑκάστη. Ἑκάστη δὲ μετοχὴ δύναται κατ’ αἴτησιν τῶν μελλόντων νὰ γίνωσι μέτοχοι, νὰ διαιρεθῇ εἰς τὸ ἥμισυ ἢ τὸ τέταρτον τῆς μετοχῆς.
Ἡ Κυβέρνησις θέλει λάβει τοὐλάχιστον χιλίας ὁλοκλήρους μετοχάς· τῶν λοιπῶν μερίδων δύνανται νὰ γενῶσι μέτοχοι ἀδιαφόρως Ἕλληνες καὶ ἀλλοδαποί.
4. Ἑκάστη μετοχὴ θέλει ἐκδίδεσθαι εἴτε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ λαμβάνοντος αὐτὴν μετόχου, εἴτε ἀνωνύμως (au porteur) κατὰ τὴν ἀρέσκειαν τοῦ μετόχου.
5. Ἡ τράπεζα θεωρεῖται ὡς συστημένη, ἅμα ἐγγραφῶσι μέτοχοι διὰ δύο ἑκατομμύρια καὶ ἑξακοσίας χιλιάδας δραχμάς.
6. Ἡ ὁμᾶς τῶν μετόχων τῆς τραπέζης ἀντιπροσωπεύεται εἰς τὴν ἐν Ἀθήναις συνερχομένην γενικὴν συνέλευσιν τῶν μετόχων ἢ τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῶν.
Εἰς τὸν ἐκδοθησόμενον κανονισμὸν θέλει προσδιορισθῆ ὁ ἀριθμὸς τῶν μετόχων, ὅστις θέλει ἀντιπροσωπεύει τὴν ὁμάδα ταύτην.
7. Ἡ διεύθυνσις τῆς τραπέζης ἀνατίθεται εἰς συμβούλιον, ἐκλεγόμενον ἀπὸ τὴν γενικὴν συνέλευσιν.
8. Διὰ νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἡ διεύθυνσις τῆς τραπέζης ἀπὸ τὸν νόμον καὶ τοὺς κανονισμούς της, διορίζεται παρ’ Ἡμῶν ἐπίτροπος Βασιλικὸς, ὅστις ὑπὸ τὸν ὅρον πληρεστάτης ἐχεμυθίας, ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐξετάζῃ ὅλα τὰ βιβλία καὶ λοιπὰ ἔγγραφα, καθὼς καὶ τὰ ταμεῖα τῆς τραπέζης, καὶ νὰ παρευρίσκεται εἰς τὰς συνεδριάσεις τῆς διεθύνσεως καὶ τῆς γενικῆς συνελεύσεως διὰ νὰ γνωρίζῃ τὴν ἀληθῆ αὐτῆς κατάστασιν, καὶ ἐν γένει νὰ πληροφορῆται ἂν αἱ πράξεις της ᾖναι σύμφωνοι μὲ τὸν νόμον καὶ τοὺς κανονισμούς.
Οὗτος ὀφείλει ἰδίως ἐπὶ εἰδικῇ αὐτοῦ εὐθύνῃ νὰ ἐπιτηρῇ τὴν ἀκριβῆ ἐκτέλεσιν τῶν διατάξεων τοῦ παρόντος Νόμου καὶ τοῦ κανονισμοῦ, ὡς πρὸς τὴν ἔκδοσιν τῶν τραπεζητικῶν γραμματίων, τὰ ὁποῖα ἐπὶ τούτου θέλει προσυπογράφει πρὸ τῆς ἐκδόσεώς των.
Εἰς περίστασιν παρεκτροπῶν ὁ Βασιλικὸς ἐπίτροπος ὀφείλει νὰ κάμνῃ τὰς παρατηρήσεις του εἰς τὴν διεύθυνσιν, καὶ ἂν αὕτη δὲν τὰς λάβῃ ὑπ’ ὄψιν, θέλει ἀναφέρεται εἰς τὴν Κυβέρνησιν περὶ τούτου.
Ἐωσοῦ δὲ αὕτη ἀποφασίσῃ περὶ τοῦ ἀντικειμένου τῆς ἀμφισβητήσεως, θέλει ἀναβάλλεται ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ· ἀλλ’ ἂν ἡ Κυβέρνησις δὲν ἀπαντήσῃ ἐντὸς τριάκοντα ἡμερῶν, ἡ τράπεζα δύναται νὰ τὸ ἐνεργήσῃ.
9. Αἱ ἐργασίαι τῆς τραπέζης θέλουν εἶσθαι αἱ ἑξῆς·
1) Θέλει δανείζει ἐπὶ ὑποθήκῃ καὶ ἐνεχύρῳ, καὶ
2) Θέλει ἐνεργεῖ προεξοφλήσεις.
10. Πᾶσα ἄλλη ἐπιχείρησις τῆς τραπέζης, μὴ ἐνδιαλαμβανομένη εἰς τὸ ἀνωτέρω ἄρθρον, ἀπαγορεύεται. Δύναται μολοντοῦτο ἡ τράπεζα, προϊόντος τοῦ χρόνου, νὰ ἀναλάβῃ, τῇ συγκαταθέσει τῆς Κυβερνήσεως καὶ τῆς γενικῆς συνελεύσεως, καὶ νέας ἐπιχειρήσεις.
11. Ἡ τράπεζα θέλει δανείζει ἐπὶ ὑποθήκῃ ἀκινήτων κτημάτων, κειμένων ἐντὸς τοῦ Βασιλείου, καὶ ἐπὶ ἐνεχύρῳ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου νομίσματα, τὰ ὁποῖα δύνανται κατὰ τὸν Νόμον νὰ κυκλοφοροῦν εἰς τὴν Ἑλλάδα· τὰ δοθησόμενα ἐπὶ ὑποθήκῃ καὶ ἐνεχύρῳ κεφάλαια θέλουν εἶσθαι τὰ τέσσαρα πέμπτα τοῦ χρηματικοῦ κεφαλαίου τῆς τραπέζης. Ὁ προσδιορισμὸς τοῦ ἐλαχίστου ὅρου, τοῦ δοθησομένου εἰς ἕκαστον ἄτομον δανείου, ἀνήκει εἰς τὴν γενικὴν συνέλευσιν. Ἐννοεῖται δὲ ὅτι τὰ δάνεια θέλουν δίδεσθαι καὶ ἐπιστρέφεσθαι, καθὼς καὶ οἱ τόκοι αὐτῶν, λογιζομένης τῆς δραχμῆς κατὰ τὴν καθαρὰν ἐσωτερικήν της ἀξίαν τὴν ὁποίαν εἶχεν ὅταν ἔγινε τὸ δάνειον.
12. Οἱ ἐτήσιοι τόκοι τῶν ἐπὶ ὑποθήκῃ καὶ ἐπὶ ἐνεχύρῳ δανείων, πληρωτέοι κατ’ ἔτος, δὲν θέλουν ποτὲ ὑπερβαίνει τὰ 10 τοῖς %.
13. Ἡ τράπεζα δὲν θέλει δανείζει, οὔτε πλέον τοῦ ἡμίσεως τῆς ἀξίας τοῦ ὑποθηκευμένου κτήματος, οὔτε πλέον τῶν ὀκτὼ δεκάτων τῆς ἀξίας τοῦ ἐνεχύρου.
Ἡ δὲ τῶν πραγμάτων τούτων ἀξία θέλει προσδιορίζεσθαι ἀπὸ ἐκτιμητὰς, διοριζομένους ἀπὸ τὴν τράπεζαν, οἵτινες εἰς τὰς ἐργασίας τῆς ἐκτιμήσεώς των, χρεωστοῦν ν’ ἀκολουθοῦν τὰς ἐκδοθησομένας συγχρόνως μὲ τὸν γενικὸν κανονισμὸν τῆς τραπέζης περὶ τούτου ὁδηγίας.
Τὰ τῆς ἐκτιμήσεως καὶ τὰ πρὸς ἐγγραφὴν τῆς ὑποθήκης ἔξοδα θέλουν εἶσθαι εἰς βάρος τοῦ δανειζομένου.
14. Ἂν ἡ ἀξία τοῦ ἐνυποθήκου κτήματος ἐπαυξήσῃ μετὰ τὸ πρῶτον δάνειον, ἡ τράπεζα δύναται νὰ δώσῃ καὶ νέον ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ κτήματος, φυλαττομένων τῶν ὅρων τοῦ προηγουμένου ἄρθρου.
15. Οἱ δανειζόμενοι δύνανται κατὰ τὴν ἀρέσκειάν των νὰ συμφωνῶσι μετὰ τῆς τραπέζης νὰ πληρόνωσι τὸ δανεισθὲν κεφάλαιον, εἴτε κατὰ τὰς ῥητὰς προθεσμίας ἢ διὰ χρεωλυσίας.
16. Ἐὰν ὁ ὀφειλέτης, συμφωνήσας κατὰ πρῶτον ν’ ἀποδώσῃ τὸ δανεισθὲν κεφάλαιον εἰς μακρὰς προθεσμίας ἢ διὰ χρεωλυσίας, θελήσῃ μετὰ ταῦτα νὰ τὸ ἀποπληρώσῃ προτήτερα ὁλόκληρον ἢ κατὰ μέρος, ὀφείλει νὰ εἰδοποιῇ περὶ τούτου τὴν τράπεζαν τρεῖς μῆνας πρὸ τῆς πληρωμῆς.
17. Ἡ προθεσμία τῶν ἐπὶ ἐνεχύρῳ δανείων δὲν θέλει εἶσθαι μακρυτέρα τοῦ ἑνὸς ἔτους· ἀλλὰ τὸ δάνειον μετὰ τὴν πληρωμὴν τῶν τόκων δύναται καὶ αὖθις νὰ ἀνανεωθῇ.18. Τὰ ἐνέχυρα ἅπαξ κατατεθέντα εἰς τὴν τράπεζαν, θεωροῦνται ὑπέγγυα τῆς δανεισθείσης ποσότητος, ὁποιοσδήποτε καὶ ἂν εἶναι ὁ ἰδιοκτήτης των.
19. Ἡ τράπεζα θέλει ἐνεργεῖ καὶ προεξοφλητικὰς ἐργασίας, μεταχειριζιμένη πρὸς τοῦτο τὸ πεμπτημόριον τοῦ χρηματικοῦ της κεφαλαίου. Ὁσάκις δὲ μείνει ἐκ τοῦ δι’ ὑποθήκας ἢ ἐνέχυρα ὁρισμένου κεφαλαίου ποσόν τι διαθέσιμον, δύναται νὰ τὸ μεταχειρισθῇ εἰς προεξοφλητικὰς ἐργασίας προσωρινῶς καὶ μεχρισοῦ παρουσιασθῶσιν αἰτήσεις δι’ ὑποθήκας ἢ ἐνέχυρα, ὅτε ἀμέσως μετὰ τὴν λῆξιν τῶν συναλλαγματικῶν τὰ ἀναγκαῖα κεφάλαια θέλουν μεταβαίνει εἰς τὸν κύριον διορισμόν των.
Πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον ἡ τράπεζα ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐκδώσῃ τραπεζητικὰ γραμμάτια, πληρωτέα εἰς τὸν φέροντα (au porteur) τῶν ὁποίων ὅμως τὸ ποσὸν (ἡ ὀνομαστικὴ ἀξία) δὲν δύναται ποτὲ νὰ ὑπερβῇ τὰ δύω πέμπτα τοῦ ὑπάρχοντος χρηματικοῦ κεφαλαίου τῆς τραπέζης. Πρὸς ἀσφάλειαν δὲ τῶν ἐκδιδομένων γραμματίων θέλει φυλάττει ἐν τῷ ταμείῳ αὐτῆς ἐναποτεθειμένα, διὰ μὲν τὸ ἓν τέταρτον τῶν ἐκδεδομένων γραμματίων ἴσην τοὐλάχιστον ποσότητα εἰς μεταλλικὰ νομίσματα, διὰ δὲ τὰ τρία τέταρτα ὁμολογίας ὑποθηκῶν, παριστώσας διπλασίαν ἀξίαν τῆς ποσότητος τὴν ὁποίαν πρόκειται νὰ ἀσφαλίσωσι.
20. Τὰ τραπεζητικὰ γραμμάτια, τῶν ὁποίων ἡ ἀξία πρέπει νὰ ἐκφράζηται εἰς ἑλληνικὰ νομίσματα, καὶ τῶν ὁποίων ἕκαστον δὲν δύναται νὰ διαλαμβάνῃ μικροτέραν ποσότητα τῶν εἰκοσιπέντε δραχμῶν δὲν ὑπόκεινται ποτὲ εἰς βεβιασμένην συναλλαγήν. Ἑπομένως ἡ τράπεζα καὶ τὰ ὑποκαταστήματα αὐτῆς χρεωστοῦν, ὅταν ζητηθῇ ἡ ἐξαργύρωσίς των, νὰ τὰ ἀνταλλάττωτιν ἀμέσως μὲ νομίμως κυκλοφοροῦντα νομίσματα, χωρὶς κἀμμίαν ἀντίστασιν.
21. Τὰ γραμμάτια τῆς τραπέζης θέλουν φέρει τὴν προσυπογραφὴν τοῦ Βασιλικοῦ ἐπιτρόπου. Πᾶν δὲ γραμμάτιον τιθέμενον παρὰ τῆς τραπέζης εἰς κυκλοφορίαν καὶ μὴ φέρον τὴν τοιαύτην προσυπογραφὴν, θέλει ἐξαγοράζεσθαι ἀμέσως ἀπὸ τὴν τράπεζαν, ἥτις ἐκτὸς τούτου θέλει καταδικάζεσθαι νὰ πληρώσῃ εἰς τὸ ταμεῖον τοῦ κράτους, τὴν τριπλασίαν ἀξίαν τοῦ τοιούτου γραμματίου ἐν εἴδει ποινῆς· τὸ τριτημόριον τῆς ποινῆς ταύτης θέλει πληρόνεσθαι εἰς τὸν καταγγέλοντα τὸ τοιοῦτον γραμμάτιον. Τὰ γραμμάτια τῆς τραπέζης εἶναι ἐλεύθερα τοῦ χαρτοσήμου.
22. Τὰ ἄρθρα 248 καὶ 258 τοῦ ποινικοῦ νόμου ἐφαρμόζονται καὶ εἰς τὴν παραποίησιν ἢ νόθευσιν καὶ ἀθέμιτον διάδοσιν πλαστῶν ἢ νενοθευμένων τραπεζητικῶν γραμματίων.
23. Τὸ χάριν προεξοφλήσεως λαμβανόμενον ποσὸν (le taux) δὲν θέλει ὑπερβαίνει τὰ 3 τοῖς % κατ’ ἔτος, μ’ ὅλα ταῦτα ἡ Κυβέρνησις δύναται, ὁσάκις τὸ δημόσιον συμφέρον τὸ ἀπαιτῇ, νὰ ἐπιτρέπῃ προσωρινῶς εἰς τὴν τράπεζαν νὰ ὑψώνῃ τὸ ποσὸν τοῦτο καὶ ὑπεράνω τῶν 8 τοῖς %.
24. Ἡ τράπεζα θέλει ἀντιπροσωπεύεσθαι εἰς τὰς ἐνώπιον τῶν δικαστηρίων δίκας της ἀπὸ τὸν διευθυντὴν τῆς τραπέζης.
25. Ἐὰν ὁ ἐπὶ ὑποθήκῃ ὀφειλέτης ἀποποιηθῇ τὴν ἐμπρόθεσμον πληρωμὴν τῶν τόκων ἢ τοῦ χρεωλύτρου, εἰσπράττονται ταῦτα δυνάμει ἀπογράφου ἐκτελεστοῦ τοῦ Συμβολαίου δι’ ἐκποιήσεως τῶν κινητῶν αὐτοῦ πραγμάτων. Ἂν δὲ ἡ καθυστέρησις συμβῇ καὶ δεύτερον, ἢ ἅπαξ μὲν, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει κινητὴ περιουσία πρὸς ἀναγκαστικὴν εἴσπραξιν τῶν τόκων καὶ τοῦ χρεωλύτρου, τὸ δάνειον λογίζεται ἀπαιτητὸν, καὶ ἐνεργεῖται κατὰ τὰς διατυπώσεις τῆς πολιτικῆς δικονομίας, ἡ ἐκποίησις τοῦ ἐνυποθήκου κτήματος.
26. Ἐὰν οἱ ἐπὶ ἐνεχύρῳ δανεισθέντες δὲν ἤθελον ἀποδώσει ἐμπροθέσμως τὰ δάνεια των μετὰ τῶν τόκων αὐτῶν, τὰ κατατεθέντα ἐνέχυρά των θέλουν ἐκτίθεσθαι εἰς δημοπρασίαν παρὰ τῆς τραπέζης ἄνευ δικαστικῆς μεσολαβήσεως φυλαττομένων ὅμως κατὰ τὰ λοιπὰ τῶν περὶ ἐκποιήσεως τῶν κινητῶν κτημάτων ὑπαρχουσῶν διατάξεων.
27. Πᾶσα περὶ τὴν οὐσίαν ἢ περὶ τὴν ἐκτέλεσιν δίκη, μεταξὺ τῶν ὀφειλετῶν τῆς τραπέζης καὶ αὐτῆς, εἶναι συνοπτικὴ καὶ κατεπείγουσα, καὶ ὡς τοιαύτη θέλει θεωρεῖσθαι κατὰ προτίμησιν ἀπὸ τὰ Ἡμέτερα δικαστήρια.
28. Τὸ κατάστημα τῆς Ἐθνικῆς τραπέζης θέλει εἶσθαι ἐντελῶς ἰδιωτικόν.
29. Ἡ διεύθυνσις τῆς τραπέζης ὑποχρεοῦται νὰ διευθύνῃ κατ’ ἔτος ἕνα συνοπτικὸν ἰσολογισμὸν τῆς καταστάσεώς της εἰς τὴν ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν Γραμματείαν.
30. Ἡ διάρκεια τῆς τραπέζης προσδιορίζεται εἰς 25 ἔτη, ἐὰν ἡ Βασιλικὴ Κυβέρνησις ἐπὶ τῇ αἰτήσει τῶν μετόχων, δὲν ἤθελεν ἐγκρίνει παράτασιν τῆς προθεσμίας ταύτης.
31. Ἡ τράπεζα διαλυομένη, χρεωστεῖ νὰ καταθέσῃ εἰς τὸ γενικὸν ταμεῖον τοῦ Κράτους εἰς νομίσματα μεταλλικὰ τὸ ἀντίτιμον τῶν ἐκδεδομένων γραμματίων, ὅσα δὲν ἐπαρουσιάσθησαν ἔτι πρὸς ἐξόφλησιν. Ἂν δὲ ἐντὸς τριῶν ἐτῶν μετὰ γενομένην πρόσκλησιν δὲν παρουσιασθῶσιν ὅλα τὰ τραπεζητικὰ γραμμάτια πρὸς ἐξόφλησιν, τὰ μὴ παρουσιασθέντα λογίζονται ἄκυρα πρὸς ὄφελος τῆς τραπέζης.
32. Πᾶς περὶ τραπέζης, προηγούμενος Νόμος ἀκυροῦται διὰ τοῦ παρόντος.
33. Ὁ Ἡμέτερος ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν Γραμματεὺς τῆς Ἐπικρατείας ἐπιφορτίζεται τὴν δημοσίευσιν καὶ ἐκτέλεσιν τοῦ παρόντος Νόμου.
Ἐν Ἀθήναις, τὴν 30 Μαρτίου (11 Ἀπριλίου) 1841.
ΕΣΣ, Γ. Κ. ΤΙΣΑΜΕΝΟΣ.